Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Η «δεύτερη ευκαιρία» διαβατήριο για την γκρίζα οικονομία

Θα περίμενε κανείς ότι μέλημα των κυβερνώντων θα ήταν να εκπονήσουν προγράμματα ανακούφισης που θα παρείχαν προστασία σε όλους τους εργαζόμενους, χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς. Με απλά λόγια, να καταργήσουν -ή και να περιστείλουν- όλους τους περιορισμούς, να επισημοποιήσουν την άτυπη οικονομία και να αναγνωρίσουν τη σημασία της. Επέλεξαν όμως να ακολουθήσουν τον διαμετρικά αντίθετο δρόμο

Δεν είναι τα lockdowns και τα περιοριστικά μέτρα που προκάλεσαν την οικονομική ανασφάλεια, αλλά η απο-επισημοποίηση της οικονομίας που ο «πτωχευτικός κώδικας», αντί να την περιορίζει, την ενισχύει.

 

Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα αντιμέτωπος με την ανασφάλεια και την απελπισία που γεννά η «γκρίζα» εργασία. Τη στιγμή που ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε από τηλεοράσεως τα νέα μέτρα για τον κορονοϊό και τη στιγμή που οι βουλευτές συζητούσαν για τους πτωχευμένους, ένα νέο παιδί, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 28 ετών, σε ένα παγκάκι στην πλατεία της γειτονιάς, σκυφτό με το κεφάλι φυλακισμένο στις παλάμες μονολογούσε: «Πάλι τα ίδια, ρε γαμώτο. Πώς θα πληρώσω το νοίκι; Δυο μήνες ανασφάλιστης δουλειάς και μετά απόλυση και κυνήγι για να πάρω τα λεφτά μου...».

 

Η ανασφάλεια της άτυπης εργασίας, με το οικονομικό και υγειονομικό αδιέξοδο που την ακολουθεί, απεικονιζόταν σε αυτό το νεαρό παιδί που τρομοκρατημένο από το ζοφερό μέλλον αγωνιούσε για τα πιο στοιχειώδη αγαθά: τη στέγη και την τροφή. Αυτός ο νέος άνθρωπος ήταν ταυτόχρονα η απόδειξη της αποτυχίας ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, που όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην κοινωνική αποσύνθεση που απαιτούσαν οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι πιστωτές αλλά εμφάνιζε με «πειραγμένες στατιστικές» τα βήματα προς την εξαθλίωση σαν άλματα προς την επιτυχία και την αναγέννηση.

 

 

Η εικόνα του νεαρού παιδιού επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα. Παρακολουθώντας από την τηλεόραση τη συζήτηση για τον «πτωχευτικό κώδικα» είδα τους χθεσινούς τιμητές να μεταμορφώνονται σε επικριτές και τους χθεσινούς αρνητές σε υπέρμαχους. Κανένας δεν είχε τη στοιχειώδη ειλικρίνεια να προειδοποιήσει ότι οι πολιτικές αυτές όχι μόνο δεν αμβλύνουν την οικονομική ανασφάλεια της απο-επισημοποίησης της οικονομίας αλλά αντίθετα οδηγούν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους αρχικά στο αδιέξοδο και στην ανασφάλεια της «γκρίζας» οικονομίας και στη συνέχεια στον ερεβώδη κόσμο του περιθωρίου.

 

Γίναμε θεατές του ίδιου έργου, στο οποίο οι πρωταγωνιστές μπορεί να αλλάζουν αλλά οι διάλογοι με τους οποίους σπέρνουν τον όλεθρο με επιχείρημα την ευδαιμονία, παραμένουν ίδιοι και απαράλλακτοι. Γιατί όπως τότε η «ελαστικοποίηση της εργασίας» επιβλήθηκε με πρόσχημα τον... εκσυγχρονισμό, έτσι και τώρα με πρόσχημα την «τακτοποίηση» επιβάλλεται ο οικονομικός και κοινωνικός διασυρμός των... πτωχευμένων.

 

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, πρόκειται για την ίδια φιλοσοφία που διαπνέει τη διαχείριση της κοινωνίας εδώ και δεκαετίες, την οποία υπηρέτησαν πιστά όλοι οι πολιτικοί που κυβέρνησαν τον τόπο. Αδιαφόρησαν για την υποχρέωσή τους να ενισχύσουν τα δίκτυα της κοινωνικής ασφάλισης, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων και έτσι οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και τις οικογένειές τους στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο.

 

Η αρχή έγινε τη δεκαετία του 1990, όταν σε όλο τον κόσμο οι άτυπες εργασιακές ρυθμίσεις έγιναν όλο και πιο συχνές. Καθώς οι οικονομίες έγιναν πιο παγκοσμιοποιημένες και οι κυβερνήσεις αγκάλιασαν τον νεοφιλελευθερισμό, η ζήτηση για φτηνή και διαθέσιμη εργασία αυξήθηκε παράλληλα με την προσφορά ατόμων που ήταν πρόθυμα να εργαστούν άτυπα, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και άλλων ευάλωτων ανθρώπων, που ήταν αποκλεισμένοι από επίσημες θέσεις εργασίας.

 

Στην Ελλάδα στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις εφάρμοσαν προγράμματα που είχαν αποτέλεσμα δραστικές περικοπές στις δαπάνες πρόνοιας και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Αξιοποίησαν την οικονομική κρίση για να σακατέψουν τα υπάρχοντα προγράμματα πρόνοιας, να χαλαρώσουν τους κυβερνητικούς κανονισμούς, να δαιμονοποιήσουν τους μετανάστες και να διασώσουν μεγάλες εταιρείες, που συχνά βασίζονται σε άτυπους εργαζόμενους για να καλύψουν τις πιο ταπεινές δουλειές τους.

 

Σε αυτό το κανονιστικό κενό, η άτυπη οικονομία αναπτύχθηκε. Σήμερα, όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας στερούνται ασφάλισης, κάλυψης υγειονομικής περίθαλψης, ημερών ασθενείας, συντάξεων και αποζημιώσεων απόλυσης. Με άλλα λόγια, η έλλειψη τυπικότητας αυξήθηκε μέσα από εσκεμμένες αποφάσεις εκλεγμένων αξιωματούχων για να διαλυθεί η πρόνοια, να παρακαμφθεί ή να καταργηθεί η σκληρή εργατική προστασία, να περιοριστεί η οικονομικά προσιτή στέγαση και πιο πρόσφατα να δοθεί προτεραιότητα στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις έναντι των εργαζομένων και να απορριφθεί η καθολική υγειονομική περίθαλψη.

 

Και μετά ήρθε ο κορονοϊός. Θα περίμενε κανείς ότι μέλημα των κυβερνώντων θα ήταν να εκπονήσουν προγράμματα ανακούφισης, που θα παρείχαν προστασία σε όλους τους εργαζόμενους, χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς. Με απλά λόγια, να καταργήσουν -ή και να περιστείλουν- όλους τους περιορισμούς, να επισημοποιήσουν την άτυπη οικονομία και να αναγνωρίσουν τη σημασία της. Επέλεξαν όμως να ακολουθήσουν τον διαμετρικά αντίθετο δρόμο, εφαρμόζοντας πολιτικές που όχι μόνον αγνοούν αυτούς που καθημερινά βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα «υγεία ή ψωμί», αλλά που ενισχύουν με «φρέσκο κρέας» τις στρατιές των ανθρώπων που βρίσκονται στοιβαγμένοι στις αποθήκες ψυχών της άτυπης οικονομίας.

 

Ο περίφημος «πτωχευτικός κώδικας» όχι μόνο δεν είναι βήμα προόδου αλλά είναι άλμα προς τα πίσω στις εποχές του εργασιακού μεσαίωνα. Τότε που οι άνθρωποι στοιβαγμένοι σε κλουβιά, έκθετοι σε κάθε λογής επιδημίες και αρρώστιες, πάλευαν να επιβιώσουν. Γιατί, από όποια σκοπιά και αν το δει κανείς, το αποτέλεσμα της «δεύτερης ευκαιρίας» που διατείνεται η κυβέρνηση ότι προσφέρει στους «πτωχευμένους» δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από κάρτα εισόδου στο κολαστήριο της «γκρίζας» οικονομίας. Εκεί που οι άνθρωποι αναγκάζονται να εργάζονται ακόμα και άρρωστοι για να μη χάσουν το μεροκάματο και ξεσπιτωθούν. Εκεί που εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη αυτοί και και τα μέλη των οικογενειών τους παραδίδονται ανυπεράσπιστοι στις υγειονομικές κρίσεις καθώς η ανάγκη να φάνε και να στεγαστούν αποδεικνύεται στην πράξη πιο «πειστική» από τις εκκλήσεις για τη λήψη προφυλάξεων που κάνουν οι προφυλαγμένοι και καλοταϊσμένοι ηγέτες τους. Εκεί, που ακόμα και τα επιδόματα ανεργίας και τα «προνόμια» που τα συνοδεύουν είναι εντελώς αβέβαια, καθώς οι εργοδότες τους δεν καταβάλλουν ασφάλιστρα ή δεν αναφέρουν μισθολογικά στοιχεία στις κρατικές υπηρεσίες.

 

Στην πραγματικότητα, η θεσμοθετημένη διαδικασία πτωχοποίησης δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας κρίκος στην αλυσίδα της «γκρίζας» οικονομίας και αυτό δεν το κατήγγειλε κανείς.

Γιάννης Σιώτος

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.