Ξύπνα μαμά. Φοβάμαι και κρυώνω μαμά. Και βάζει και βροχές
και δυναμώνει κι ο αέρας. Έχω αφήσει πίσω τα ρούχα μου, δεν πρόλαβα να τα
φορτώσω μαμά.
Έτριζε το σπίτι μας κι από το μπαλκόνι έβλεπες κύμα
καταστροφής να έρχεται. Λέγαμε για πολέμους στο σχολείο και τα διάβαζα στα
βιβλία και δεν φαινόταν τόσο τρομακτικό. Παίζαμε πόλεμο με τα παιδιά κάθε
απόγευμα, στήναμε τα παιχνίδια μας -εκείνα που ξέχασα- και ρίχναμε το ένα πάνω
στο άλλο. Γελούσαμε. Τότε γελούσαμε. Δεν ήταν παιχνίδια για παιδιά αυτά μαμά.
Γιατί δεν μου τράβηξες τα παιχνίδια; Δεν είναι παιχνίδι ο πόλεμος και τα παιδιά
δεν μπορούν να τον ελέγξουν, τα τρώει.
Τα άφησα πίσω τα παιχνίδια αυτά μαμά. Πόλεμος στον πόλεμο κι άφησα πίσω τους δικούς μου μαχητές. Έμειναν εκεί μαζί με τον μπαμπά. Φεύγοντας του είπα «Μπαμπά, σου αφήνω δυνατούς βοηθούς να σε προσέχουν». Κι εμένα μου είπε να προσέχω εσένα και την Αλίζ. Ξύπνα μαμά, ο μπαμπάς θα γυρίσει και θέλω να δει πως σε πρόσεχα.