Ο συγγραφέας ήταν ο επόμενος που θα εκτελούνταν. Οι στρατιώτες πήραν τα όπλα τους στα χέρια και σημάδεψαν. Τη στιγμή που πήγαν να πατήσουν τη σκανδάλη, κατέφθασε ένας ιππέας. Έφερνε χαρμόσυνα νέα.
Ο Τσάρος Νικόλαος Α’ προσέφερε συγχώρεση στους καταδικασμένους. Αντί να εκτελεστούν, θα μεταφέρονταν στη Σιβηρία για κάτεργα. Ο Τσάρος είχε σώσει τη ζωή του Ντοστογέφσκι και εν αγνοία του, το μέλλον της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έτσι μπόρεσε να γράψει τα κορυφαία έργα Έγκλημα και Τιμωρία (1866), Ο Ηλίθιος (1869), Οι Δαιμονισμένοι (1872) και Αδερφοί Καραμαζώφ (1880).
Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν γιος κληρικού, και δεν ήταν αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει και αυτός κληρικός, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία. Φεύγοντας από τη στρατιωτική υπηρεσία τελείωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα.
Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι αγόρασε ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία. Όταν ο νεαρός Φίοντορ έκλεισε τα 18 χρόνια, ο πατέρας του δολοφονήθηκε επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός από τους χωρικούς λόγω του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα.
Ο Ντοστογιέφσκι πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό το επάγγελμα. Το 1843 αποχώρησε οριστικά από το επάγγελμα και έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.
“Το ανθρώπινο γένος δεν δέχεται τους προφήτες του και τους θανατώνει, όμως οι άνθρωποι αγαπούν τους μάρτυρες και τιμούν εκείνους που οι ίδιοι βασάνισαν”
Η σύλληψη, η δίκη και η καταδίκη
Τον Απρίλιο του 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο. Η κατηγορία ήταν για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία.
Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα για τη συμμετοχή του στον Κύκλο Πετρασέβσκι. Ήταν ένας κύκλος λογοτεχνών και διανοούμενων που πρότεινε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με την πολιτική του Τσάρου.
Ο συγγραφέας δήλωσε στην υπεράσπισή του, ότι αντιμετώπιζε τα επαναστατικά κείμενα ως λογοτεχνικά δημιουργήματα κι όχι ως πολιτικά.
Τα λόγια του δεν έπεισαν τους δικαστές και ο Ντοστογέφσκι καταδικάστηκε σε θάνατο. Ευτυχώς για εκείνον, ο Τσάρος Νικόλαος Α’ φάνηκε μεγαλόψυχος και επέτρεψε στα μέλη του λογοτεχνικού κύκλου να ζήσουν.
Αμέσως μετά την παραλίγο εκτέλεση, ο Ντοστογέφσκι επέστρεψε στο κελί του και έγραψε στον αδερφό του την εξής επιστολή:
«Όταν σκέφτομαι τη ζωή μου μέχρι τώρα και συνειδητοποιώ πόσο χρόνο σπατάλησα σε τιποτένια πράγματα, σε λάθη, σε τεμπελιά, στην αδυναμία να ζήσω. Όταν συνειδητοποιώ πόσο λίγο εκτίμησα τη ζωή, πόσες φορές πρόδωσα την καρδιά και την ψυχή μου – τότε η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να γίνει μία αιωνιότητα ευτυχίας!
Δεν είμαι ούτε στενοχωρημένος, ούτε απογοητευμένος. Η ζωή είναι παντού, η ζωή είναι μέσα μας, όχι έξω από εμάς. Θα έχω ανθρώπους τριγύρω μου και το να είναι κανείς άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων και να μην χάνει το κουράγιο του και να μην παραδίδει τα όπλα, ότι κι αν συμβεί – αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι το καθήκον μας, τώρα το αντιλαμβάνομαι.
Αυτή η ιδέα έχει εισχωρήσει στη ζωή και στο αίμα μου».
Ο Ντοστογέφσκι στα κάτεργα της Σιβηρίας
Η ποινή του μετατράπηκε τελικά σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ. Ο συγγραφέας περιέγραψε τη ζωή στα κάτεργα της Σιβηρίας.
«Το καλοκαίρι, ανυπόφορη κλεισούρα. Τον χειμώνα, αβάσταχτο κρύο. Όλα τα πατώματα ήταν σαπισμένα. Η βρωμά είχε πάχος τρία εκατοστά. Θα μπορούσε κανείς να γλιστρήσει και να πέσει… ήμασταν παστωμένοι σαν σαρδέλες σε βαρέλι… δεν υπήρχε χώρος να γυρίσεις. Από το σούρουπο μέχρι την αυγή, ήταν αδύνατο να μη φερθείς σαν γουρούνι… ψύλλοι, ψείρες και κατσαρίδες με το τσουβάλι…».
Παρά τις κακουχίες, ο Ντοστογέφσκι δεν έχασε το κουράγιο του. Παρηγορούσε τους υπόλοιπους φυλακισμένους στη Σιβηρία και κατάφερε να πείσει τον σύντροφό του, Ιβάν Γιαστρετζέμπσκι, να μην αυτοκτονήσει.
Το αδάμαστο πνεύμα του ανησύχησε τους υπεύθυνους των φυλακών.
“Δεν θα φτάσεις ποτέ στον προορισμό σου αν σταματάς και ρίχνεις πέτρες σε κάθε σκυλί που γαβγίζει”
Ο Ντοστογέφσκι χαρακτηρίστηκε ως «επικίνδυνος κατάδικος». Τα χέρια και τα πόδια του παρέμειναν αλυσοδεμένα, μέχρι την αποφυλάκισή του.
Του απαγόρευσαν να διαβάσει οτιδήποτε άλλο, πέρα από την Καινή Διαθήκη, που του είχαν δώσει.
Η υγεία του Ντοστογέφσκι ήταν ανέκαθεν ευαίσθητη και στη φυλακή ταλαιπωρήθηκε ακόμα περισσότερο.
Είχε συνέχεια κρίσεις επιληψίας, υπέφερε από αιμορροΐδες, είχε χάσει πάρα πολύ βάρος και καιγόταν στον πυρετό για μήνες.
Παρά τον κίνδυνο για τη ζωή του, ο συγγραφέας επιδίωκε να αρρωσταίνει, γιατί τότε τον μετέφεραν σε στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου διάβαζε κρυφά εφημερίδες και βιβλία του Καρόλου Ντίκενς.
Αποφυλακίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1854. Το βιβλίο του «Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων», που εκδόθηκε το 1861, είναι εμπνευσμένο από τις αναμνήσεις του στη Σιβηρία.
Ήταν το πρώτο βιβλίο, που περιέγραφε τις συνθήκες ζωής των καταδίκων στις ρώσικες φυλακές. Είχε κερδίσει περισσότερα από όσα του στέρησαν. Είχε κερδίσει τη δίψα για ζωή και δημιουργία.
Ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι πέθανε από πνευμονική αιμορραγία στις 9 Φεβρουαρίου 1881. Λίγο πριν πεθάνει είπε στην γυναίκα του: “Το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! Άναψε μια λαμπάδα, ‘Αννια, και δώσ`μου το Ευαγγέλιο”
1.12.21
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτόνομα
Και να αδερφέ μου που αρχίσαμε να αρπαζόμαστε εν μέση οδώ άνευ λόγου και αφορμής (χθες στον πεζόδρομο μεταξύ αγνώστων). –Εντάξει, κύριε... –Τι εντάξει, ρε συ; --Δεν μίλησα σε σένα. Είπα εντάξει στον κύριο, που έκανε παρατήρηση στον κύριο, που είπε ότι όλα τώρα μπαίνουν σε μία τάξη. –Και δηλαδή εσένα τι σε νοιάζει που ο κύριος είπε αυτά στον κύριο; --Φίλε, το έχεις χαμένο μου φαίνεται! –Και το βρήκες εσύ, καθώς φαίνεται! --Ρε άντε σαπέρα τώρα... --Ρε ουστ σου λέω...
(NON PAPER. Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι / και πώς θα πάρουμε την Πόλη / ω ντιρλαντά, βρε λεβεντόνια, της Καψοκώσταινας γλαρόνια).