Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Από το βιβλίο της Ρίτας Μακρή “Όρνια και Κουρούνες”

Συνέχεια απο το προηγούμενο
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ  βρισκόταν ακόμα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρίπολης. Η μάνα μου πήρε μαζί της εμένα, ενώ άφησε τα δυο αγόρια στο χωριό και πήγαμε για να τον δούμε. Θα βλέπαμε και τους θείους μου, που έμεναν μόνιμα εκεί. Χαιρόταν ιδιαίτερα η μάνα μου, όταν πήγαινε  στην Τρίπολη, γιατί έβλεπε  τ’ αδέρφια της  και τις  αδερφές της.
Ετοίμασαν με τη θεια-Χριστίνα  ένα καλαθάκι με κουλουράκια, λουκούμια, τσιγάρα, μου   έκρυψαν  καλά στα παπού-τσια, στα καλτσάκια, στο στρίφωμα του φουστανιού διάφορα  σημειώματα με τα νέα απ’ τον έξω κόσμο και με οδήγησαν στο στρατόπεδο.
 Κρύφτηκαν πίσω από ένα πέτρινο μισοτελειωμένο σπίτι, μου έδειξαν την είσοδο  και με άφησαν μόνη να ζητήσω από το σκοπό την άδεια να επισκεφτώ τον πατέρα μου, που στο μεταξύ συνεννοήθηκαν μαζί του με νοήματα πίσω από τ’ αγκαθωτά σύρματα. Παρακολουθούσαν με αγωνία για το τι θα γίνει:
-Τι θέλεις εδώ, μικρή; με ρώτησε  ο οπλι- σμένος σκοπός.
-Θέλω να ιδώ τον πατέρα μου, του απάντησα θαρρετά.
    -Απαγορεύεται! μου είπε  σκληρά και κοφτά.
       Τρέχω εκεί που ήταν κρυμμένες οι δυο   γυναίκες και με το ίδιο ύφος τους λέω: «απαγογεύεται».
   Εκείνες με συμβούλεψαν να ξαναπάω, να παραφυλάξω και, όταν βρω ευκαιρία, να χωθώ μέσα στο στρατόπεδο χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Έτσι κι έγινε. Ξαναπήγα, κάθισα κάτω κι έπαιζα τάχα με τα χώματα. Ο φρουρός έκανε βόλτες χωρίς να μου  δίνει  σημασία. Κάποια στιγμή σιγοσφυρίζοντας έστρεψε την πλάτη προς το μέρος μου.
       -Να η ευκαιρία που περίμενα, λέω μέσα μου.   Και πρατ!  Τρέχω να μπω μέσα πριν με δει. Ατύχησα όμως! Τα καινούργια κόκκινα παπούτσια, που πριν λίγο μου είχε αγοράσει η θεία μου, γλίστρησαν και σωριάστηκα στο χώμα. Αλλού τα καλάθια, αλλού τα τσιγάρα, αλλού τα κουλούρια. Αίμα έτρεχε από τα γόνατά μου. Δεν έβγαλα άχνα. Το βλέμμα μου ένοχο καρφώθηκε στο δικό του, ενώ είχα κοκκινίσει σαν παπαρούνα. Είπα τώρα θα μου ρίξει με  το όπλο του.
        Με εξέπληξε όμως, όταν με βοήθησε να σηκωθώ και να μαζέψω τα πράγματά μου (ευτυχώς τα σημειώματα δεν τα είδε) και περισσότερο ξαφνιάστηκα, όταν μου είπε:
-Έλα να σε πάω στον πατέρα σου. Πώς είπες πως τον λένε;
-Ιωάννη Μακρή, απάντησα.
Πραγματικά τον φώναξε από το μεγάφωνο: «Ο Ιωάννης Μακρής να έρθει στην Πύλη. Τον ζητάει η κόρη του». Πρώτη φορά άκουγα τόσο δυνατή φωνή. Δεν πρόλαβε καλά καλά ο φρουρός να τελειώσει και καταφτάνει ο πατέρας μου  χαρούμενος, γελαστός, μπορώ να πω ευτυχισμένος και με πήρε. Σκαρφάλωσα στην αγκαλιά του, τον φίλησα  χωρίς να διαμαρτυρηθώ για τα σκληρά γένια του που με τρύπησαν και ένιωσα ασφαλής όχι όμως για πολύ.     
Με πήγε στη σκηνή του όπου μαζεύτηκαν  πολλοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσες και με ρωτούσαν να μάθουν για τους δικούς τους. Αφού βεβαιώθηκα ότι δε με βλέπει κανένας, έβγαλα τα σημειώματα και τα μοίρασα στους κρατούμενους. Δεν είχα μόνο για τον πατέρα μου αλλά και για  άλλους. Τους είπα όλα τα νέα με το νι και με το σίγμα.
Ο μπάρμπα-Αντρέας είχε τον ένα γιο του στο στρατό, τον άλλον στο  αντάρτικο και η  αγωνία του ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Χάρηκε πολύ που ζούσαν ακόμα και οι δυο.
Θαύμασαν όλοι τις γνώσεις μου γύρω από τα σοβαρά θέματα των μεγάλων. Δεν ήμουν βέβαια το παιδί θαύμα, αλλά στο σπίτι δε συζητούσαν και τίποτα άλλο και εγώ τα ’γραφα σαν μαγνητόφωνο.
΄Εμεινα όλη την  ημέρα στο στρατόπεδο. Τις πρώτες ώρες πέρασα καλά. ΄Εβλεπα πράγματα άγνωστα και μου είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον: τις σκηνές όπου έμεναν, τις καραβάνες, το συσσίτιο που μοίραζαν.
Όταν όμως διαπίστωσα ότι είχαν φύγει η μάνα μου με τη θεια μου, απελπίστηκα. Πίστεψα πως θα μείνω φυλακισμένη μαζί τους. Φώναζα, έκλαιγα, χτυπιόμουν. Δεν μπορούσε κανένας να με ηρεμήσει. Ο καημένος ο πατέρας μου απελπίστηκε.  Δεν ήξερε τι να κάνει. Πέρασε μια πολύ άσχημη μέρα. Τελικά ήρθε  το απογευματάκι, με σήκωσε ψηλά και είδα έξω από τα σύρματα τις δυο γυναίκες να με περιμένουν και έτσι ηρέμησα.
Το «ταχυδρομείο» τώρα έπαιρνε τα γράμματα από μέσα για έξω.  ΄Ολοι  μ’ εμπιστεύτηκαν. Με γέμισαν σημειώματα. Μέσα στα εσώρουχα, στα παπούτσια, στις κάλτσες και με τεμπήχιασαν να τα δώσω στη μάνα μου, μόνο  όταν θα φτάσουμε στο σπίτι. Με φίλησαν όλοι, ο πατέρας μου με έσφιξε κλαίγοντας στην αγκαλιά του κι έφυγα.
Οι δυο γυναίκες με περίμεναν κρυμμένες στην ίδια θέση. Δεν πρόλαβα καλά καλά να  πάω κοντά τους κι άρχισαν βροχή οι  ερωτήσεις: «Τι τρώνε, πού κοιμούνται, τους βασανίζουν, τι σου είπαν…». Εγώ προχωρώντας βιαστικά μπροστά απ’ αυτές απαντούσα αυστηρά: «Ελάτε κοντά». Πραγματικά τέτοια εχεμύ- θεια από ένα τετράχρονο παιδί ήταν   αξιοθαύμαστη.
Αφού φτάσαμε στο σπίτι κι έκλεισε η πόρτα, έκατσα καταγής και ξυπολήθηκα. ΄Αδειασα από τα παπούτσια και τις κάλτσες τα σημειώματα, έβγαλα και τα υπόλοιπα που είχα επάνω μου και τους τα ’δωσα.  Εκείνες τα διάβαζαν με αγωνία,  ενώ  εγώ ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού κι έκατσα στον ίσκιο κάτω από την κληματαριά.
Οι σκηνές της ημέρας περνούσαν από το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία. Και αυθόρμητα άρχισα να λέω ένα τραγούδι με όλη μου τη δύναμη:
«Μια βραδιά στη Νάουσα με αστροφεγγιά
μπήκαν οι αντάρτες και βάλανε φωτιά.
Κάψανε την τράπεζα μ’ όλα τα χαρτιά,
  για να ξεχρεώσουνε τη φτωχολογιά».
   Δεν προλαβαίνω  να το τελειώσω. Ξαφνικά βλέπω τη μάνα μου ν’  ανεβαίνει τρέχοντας κρατώντας μια βέργα από μουριά  και με τη χούφτα  της  βιαστικά μου κλείνει το στόμα. Με την απειλή της βέργας  με  παίρνει σέρνοντας και με κατεβάζει κάτω.
   -Θέλεις να μας κάψεις; μου λέει. Εδώ και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
Ο θαυμασμός μου γι’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν μεγάλος. Η λέξη «αριστερός» μου προκαλούσε δέος.

10 σχόλια :

  1. Ανώνυμος15/5/15 01:31

    στη φωτο πρωτη σειρα θανασω πατσιεβως δευτερη σειρα μακρινα δυσεαινα μακρης ,τριτη σειρα(πισω) βασιλω ντουσια , ελενη γιωργουτσου;το μικρο μπορει να ειναι ριτα μακρη anemos.gl

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος15/5/15 10:46


    Η γυναίκα με τα μαύρα είναι η Ξανθή και η κόρη με τις πλεξούδες πιθανώς η Γιωργία του Μπρούκλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σωστά τα λες για την Ξανθή και τη Γεωργία του Μπρούκλη. Το κοριτσάκι ειναι ένα από τα διδυμα της Ξανθής

      Διαγραφή
  3. Ανώνυμος15/5/15 15:17

    ΑΠΟ ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ,ΜΕ ΤΟΣΑ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ,ΕΒΑΛΕ ΜΥΑΛΟ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος15/5/15 15:50

    οχι διοτι δεν εχει υπομονη δεν εμαθε τι θα πει δημοκρατια πεταει τη τελευταια κουβεντα πρωτη οι νεωτεροι εχουν χωριστει οχι ολοι βεβαια σε φα και αντιφα αλλα κυριως χασανε καθε ηθικη και καθε αξια...χωρις να σεβονται πατριδα και οικογενεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος15/5/15 22:49


    Η Ξανθή στη φωτογραφία φαίνεται μεγάλη για να έχει ένα τόσο μικρό κοριτσάκι. Αν ξέρει η Ρίτα ας μας διαφωτίσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στην κατωγόπορτα της Φωτεινής ( του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου) το 1951-52. Το κοριτσάκι είναι η Γιώτα της Ξανθής. Ρίτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος16/5/15 16:09

    "που είναι τα χρόνια ωραία χρόνια" που λέει και το τραγούδι..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και που η λέξη αριστερός ήταν συνώνυμο της λεβεντιάς , της αυταπάρνησης , της θυσιας ,του αλτρουισμού... Σήμερα άραγε ισχύουν ολα αυτά για την αριστερά .?

      Διαγραφή
  8. Ανώνυμος17/5/15 12:41

    ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΙΣΧΥΟΥΝ..ΤΟΤΕ ΕΙΧΑΜΕ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ.ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.