Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ιστορία µε καλό τέλος

 Του Αλέξανδρου Καζαντζίδη
Έχουν και τα καλά τους, τελικά, οι απολύσεις. Μαθαίνεις κόσµο. Βγαίνεις, ας πούµε,
στο µπαλκόνι για ένα τσιγάρο και έρχεται ένας και σου λέει: «Τα µάθατε ρε;
Απολύσανε τον Γιώργο. Και ρωτάς εσύ: «Ποιο Γιώργο;» Και γυρίζουν όλοι και σε
κοιτάνε µε µισό µάτι, µέχρι να σου πει κάποιος: «Ο Γιώργος ρε. Που 'τανε κάτω στις
αποθήκες. Ο ψηλός, ο γεροδεµένος. Εσύ τώρα ζορίζεσαι να καταλάβεις για ποιον
λένε. Και δεν µπορείς να τον θυµηθείς καθόλου. ∆ιακόσια άτοµα δουλεύουν εδώ
µέσα, πού να τους ξέρεις όλους; Οπότε µένεις αµίλητος και καπνίζεις και τους ακούς
να µιλάνε για τον Γιώργο λες κι είναι πεθαµένος. Καλό παιδί. ∆ουλευταράς. Κι είχε κι
έναν αδερφό κι έναν πατέρα, πάνε τρεις µήνες που απολύθηκε κι αυτός -δούλευε
φύλακας σ' ένα πάρκινγκ, κάτι τέτοιο. Και µετά, κάποιος θα βρει να το
δικαιολογήσει: τώρα τελευταία δεν πρόσεχε καθόλου, πέταγε κάτι µυστήριες
κουβέντες, µε το παραµικρό αρπαζόταν. Είχε αλλάξει τώρα τελευταία. Καθόλου δεν
πρόσεχε, κι ας τον είχαν προειδοποιήσει
Και µετά κόβουν την κουβέντα κι άλλος ξεφυσάει και λέει ακόµα δεν µπήκε
Νοέµβρης, κι άλλος λέει ποιος ξέρει µέχρι να βγει ο χειµώνας πόσοι θα 'µαστε εδώ να
καπνίζουµε στο µπαλκόνι. Και µετά, ρουφάνε µια γουλιά καφέ και σβήνουν τα
τσιγάρα και γυρνάνε στα κλουβιά τους. Και συ µένεις µόνος και καπνίζεις κι άλλο
τσιγάρο και κοιτάς τ' αµάξια που περνάνε, µια γυναίκα που βγαίνει στο απέναντι
µπαλκόνι και τινάζει το τραπεζοµάντιλο. Κοιτάς τον κόσµο που γυρίζει γεµάτος βουή,
σκληρός και αδιάφορος, και σκέφτεσαι πως, ίσως, η ζωή να είναι ωραία. Και βαθιά
µέσα σου ή µπορεί όχι και τόσο, να χαίρεσαι που δεν σε λένε Γιώργο, που δεν είσαι
ψηλός και γεροδεµένος, που δεν έχεις έναν πατέρα τρεις µήνες απολυµένο. Και
παίρνεις βαθιά ανάσα και σβήνεις το τσιγάρο και γυρίζεις στη δουλειά σου. Κι
αποφασίζεις πως θα κάνεις ό,τι µπορείς, θα κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να
µη βρεθείς ποτέ στη θέση του Γιώργου.
Κι ύστερα, τ' άλλο απόγευµα ή το παράλλο, ο Γιώργος έρχεται από τη δουλειά για να
µαζέψει τα πράγµατά του και να χαιρετήσει. Και τυχαίνει εκείνη την ώρα να 'σαι ξανά στο µπαλκόνι και κάποιος θα πει: Να ρε. Ο Γιώργος. Αυτόνα σουτάρανε. Και συ
σκύβεις απ' το µπαλκόνι και κοιτάς τον τύπο που ανεβαίνει αργά τις σκάλες και λες:
Αυτός; Αυτός είναι ο Γιώργος; Ρε σεις αυτόν τον ξέρω.
Και θα θυµηθείς ένα βράδυ, πέρσι τον χειµώνα που χιόνιζε -Φλεβάρης θα ‘ταν. Θα
θυµηθείς που είχες αργήσει πάλι να φύγεις απ' τη δουλειά κι όταν πήγες στο
πάρκινγκ, βρήκες τ' αµάξι σκεπασµένο µε είκοσι, τριάντα πόντους χιόνι. Και
στάθηκες µες στην παγωνιά και κοίταξες το απείραχτο σεντόνι που άστραφτε στο
µισοσκόταδο και δε σου πήγαινε η καρδιά να το χαλάσεις. Μα έπρεπε να το κάνεις.
Έπρεπε να καθαρίσεις τ' αµάξι, να µπεις µέσα, να βάλεις µπρος τη µηχανή, να
φύγεις. Γιατί ήσουν πάλι ψόφιος απ' την κούραση κι ήθελες να γυρίσεις µια ώρα
αρχύτερα σπίτι, να φας, να ζεσταθείς, να ξεχάσεις, να κοιµηθείς έναν ύπνο βαρύ κι
ασήκωτο, δίχως όνειρα, µπροστά στην τηλεόραση. Άρχισες, λοιπόν, να καθαρίζεις το
χιόνι απ' το παµπρίζ, µα ήταν τα χέρια σου γυµνά και γρήγορα κοκάλωσαν απ' το
κρύο. Και στάθηκες ανήµπορος µες στην παγωνιά, τρίβοντας τα χέρια σου που 'χαν
ξυλιάσει κι ένιωθες να µουδιάζει την καρδιά σου, ώσπου ήρθε κοντά ένας τύπος µε
σκούφο, κασκόλ και γάντια και σε ρώτησε: τι τρέχει αδερφέ. Και συ του 'πες το και
το, οπότε πήγε στ' αµάξι του κι έβγαλε απ' το πορτµπαγκάζ ένα φαράσι και σου 'πε
να βάλεις µπρος τη µηχανή και να γυρίσεις τον ζεστό αέρα στο παµπρίζ -όχι το
αιρκοντίσιον, σκέτο τον αέρα.
Και µετά, έσκυψε πάνω στο παµπρίζ και άρχισε να καθαρίζει µε γρήγορες, κοφτές
κινήσεις το χιόνι. Ύστερα, καθάρισε τα παράθυρα και το πίσω τζάµι. Και συ,
καθισµένος µες στ' αµάξι, στα ζεστά, τον κοίταγες που δούλευε, µε τα χνώτα του ν'
αχνίζουν κι αναρωτιόσουν τι σόι τύπος ήταν αυτός και γιατί µπήκε στον κόπο να
βοηθήσει έναν άγνωστο, έναν άχρηστο σαν και σένα. Κι όταν τέλειωσε σήκωσε τους
γυαλοκαθαριστήρες κι έτριψε το χιόνι που 'χε πετρώσει στο τζάµι. Έπειτα, σου 'κανε
νόηµα -όλα εντάξει- και σου 'πε να προσέχεις -µαλακά το φρένο, είναι γυαλί ο
δρόµος- κι έφυγε. Και δεν πρόλαβες ούτε να τον ευχαριστήσεις γιατί η καλοσύνη του
σ' είχε µουδιάσει πιο πολύ κι από τον πάγο. Και στο δρόµο τον σκεφτόσουν συνεχώς
και απορούσες. Κι ύστερα, φτάνοντας σπίτι, το ξέχασες κι αυτό, όπως ξέχασες τόσα
πράγµατα, τόσους ανθρώπους στη ζωή σου.
Και τώρα, καθώς τον βλέπεις ν' ανεβαίνει αργά τις σκάλες, θυµάσαι που κείνο το
βράδυ. Ούτε που πήρες χαµπάρι ότι άφησες έναν άνθρωπο να σου ξεχιονίσει τ'
αµάξι, χωρίς ένα ευχαριστώ. Και σκέφτεσαι, τώρα που τον κοιτάς, να κατέβεις κάτω
να του πεις κάτι. Να του θυµίσεις τι έγινε κείνο το βράδυ, να τον ευχαριστήσεις έστω
και τώρα, τόσους µήνες µετά, έστω κι αν δεν ήξερες πώς τον λένε -Γιάννη, Κώστα,
Νίκο, Τάκη.
Αυτά σκέφτεσαι να κάνεις. Μα, δεν κάνεις τίποτα. ∆εν κατεβαίνεις κάτω, δεν πας να
του µιλήσεις. Τι να του πεις;
Κάθεσαι στο µπαλκόνι κι ανάβεις τσιγάρο και σε λίγο τον βλέπεις που βγαίνει
κρατώντας µια µεγάλη κούτα. Σταµατάει στα σκαλιά και ρίχνει µια µατιά τριγύρω σα
χαµένος. Κι ύστερα κάνει στροφή επιτόπου και κοιτάει το τεράστιο κτίριο που
ορθώνεται µπροστά του και βλέπεις το πρόσωπό του και σου σηκώνεται η τρίχα
Κάτασπρος. Πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο µε τόσο άσπρο πρόσωπο. Αναρωτιέσαι
αν θα είσαι και συ έτσι κάτασπρος αν -χτύπα ξύλο- βρεθείς µια µέρα στη θέση του.
Και τότε πετάς το τσιγάρο και κατεβαίνεις τρέχοντας τις σκάλες -δεν περιµένεις τ'
ασανσέρ- και τον προλαβαίνεις την ώρα που βάζει την κούτα στο πορτµπαγκάζ.
Λαχανιασµένος, πας κοντά και του λες το και το. «Θυµάσαι;», του λες. «Θυµάσαι
κείνη τη νύχτα µε τα χιόνια; Το 'χεις ακόµα το φαράσι; Όχι ότι το χρειαζόµαστε
δηλαδή». Τέτοιες κρυάδες του λες και κείνος στέκεται και σε κοιτάει απορηµένος, τρίβοντας
τις παλάµες του που κοκκίνισαν απ' το κουβάληµα. Κάτασπρος σα χαρτί. Και το
στόµα του µια µαύρη µολυβιά.
Ναι, λέει στο τέλος. Τώρα θυµήθηκα. Το λευκό Τογιότα. Γκρι, λες εσύ. Γκρι είναι.
Σου ρίχνει µια βιαστική µατιά, προσπαθεί µάλλον να καταλάβει αν είσαι τόσο ηλίθιος
όσο φαίνεται ότι είσαι. Κι ύστερα λέει: «Μάλιστα, λοιπόν τα λέµε», και κλείνει το
πορτµπαγκάζ και πάει να µπει στ' αµάξι.
Και τότε σου καρφώνεται µια ιδέα. «Γουστάρεις να κατέβουµε Πειραιά;», τον ρωτάς.
«Κερνάω ούζα. Έτσι, για το φαράσι. Για το φχαριστώ δηλαδή».
Το πιθανότερο, θα σου πει όχι. Από πού κι ώσπου δηλαδή. Έχει ο άνθρωπος το ζόρι
του, οι βόλτες τον µάραναν. Και µ' ένα τύπο που δεν ξέρει ούτε τ' όνοµά του. ∆εν πας
καλά µου φαίνεται. Καθόλου καλά.
Μπορεί και να σου πει ναι όµως. Ναι. Μπορεί να σου πει ναι. Και τότε σου
κατεβαίνει µια άλλη ιδέα, ακόµα πιο φευγάτη. «Περιµένεις δέκα λεπτά;», τον ρωτάς.
«Μπορείς να περιµένεις; Σε δέκα λεπτάκια είµαι πίσω». Και µπαίνεις στ' αµάξι και
φεύγεις σφαίρα κι ούτε σε νοιάζει που τα παράτησες όλα χύµα στο γραφείο κι όλοι
θα ψάχνουν να σε βρουν.
Στο σπίτι τιγκάρεις µε πάγο το ψυγειάκι και ρίχνεις µέσα δυο µπουκάλες
Βαρβαγιάννη, ψωµί, τυρί, ντοµάτες -ό,τι βρεις. Και στο γυρισµό η καρδιά σου πάει
να σπάσει γιατί φοβάσαι πως ο Γιώργος θα 'χει φύγει. Αλλά όχι. Είναι ακόµη εκεί,
κάθεται στο καπό του αµαξιού και καπνίζει. Κάτασπρος. Κάτασπρος σαν άνθρωπος
που είδε φάντασµα και δεν µπορεί ακόµα να συνέλθει.
«Έτοιµος», του λες. «Φύγαµε».
Κατεβαίνετε Πειραιά και στο δρόµο µια µιλάτε, µια όχι. Κι όλο λες ν' απλώσεις το
χέρι και να του τσιµπήσεις τα µάγουλα, να κοκκινίσουν λίγο. Φτάνετε στην Πειραϊκή
και κατεβαίνετε στα βράχια κι ανοίγεις το ψυγείο και βγάζεις την µπουκάλα κι όλα τ'
άλλα.
Ποτήρι στο ποτήρι, µπουκιά στην µπουκιά, η ασπρίλα αρχίζει να χάνεται απ' το
πρόσωπό του. Σου λέει ιστορίες από τα παλιά. Σε κοιτάει για µια στιγµή σοβαρό και
µετά σκάει στα γέλια. Γελάς κι εσύ. Γελάτε µαζί, δυνατά. Γελάτε όπως οι άνθρωποι
που 'χαν χρόνια να γελάσουν.
Κι ύστερα, όταν έχεις ανοίξει και το δεύτερο µπουκάλι, σου ζητάει να πεις και συ µια
ιστορία. «Πες µου µια ιστορία», λέει. «Να ‘χει καλό τέλος». Ανάβεις τσιγάρο και
φυσάς τον καπνό και γυρίζεις το ποτήρι στο χέρι σου και ακούς τα παγάκια να
κουδουνίζουν. Σκέφτεσαι να του πεις ότι καµιά ιστορία δεν έχει τέλος -καλό ή
άσχηµο. Μα δε θέλεις κιόλας να τον στεναχωρήσεις. Μένεις για κάµποση ώρα
αµίλητος. Μυρίζεις την αρµύρα, ακούς τα κύµατα που σκάνε στα βράχια. Αµίλητος
κοιτάς τη µαύρη θάλασσα, τα φώτα των καραβιών που τρεµοσβήνουν στο βάθος.
Κι ύστερα παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να λες: Έχουν… και τα καλά τους, τελικά,
οι απολύσεις. Μαθαίνεις κόσµο. Βγαίνεις, ας πούµε, στο µπαλκόνι για ένα τσιγάρο
και έρχεται ένας και σου λέει: Τα µάθατε ρε; Απολύσανε τον Γιώργο…


2 σχόλια :

  1. Ανώνυμος13/9/13 09:59

    πάντα κάτι βρίσκουμε για να χρυσώσουμε το χάπι , π.χ η φτώχεια μας φέρνει πιο κοντά!
    οδηγούμαστε έτσι συνεχώς σε λιτότερες αποδοχές της έννοιας ευτυχία.
    δε θα συμφωνήσω με το π.χ. με το "ήμουν λυπημένος που δεν είχα παπούτσια μέχρι που είδα κάποιον που δεν είχε πόδια" δεν οδηγεί πουθενά μια τέτοια λογική του λιγότερο δυστυχισμένου.


    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.