Όσα φέρνει ο καταός.
Το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΘΕΙΤΣΑΣ» του Αβαδαίου, που
δημοσιεύτηκε σε επτά συνέχειες στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 στο
περιοδικό «ΛΙΑΣΚΟΒΑ», μας το στέλνει ο τότε διευθυντής του Βασίλης
Γιαννόπουλος
ΤΡΙΤΗ φώτισε σήμερα, μέρα του Θεού και τούτη.
Καλά μας βρήκε Παναΐα μου, δόξασοι ο Θεός να λέμε. Υγειά, τι άλλο θέλουμε τώρανες
εμείς. Τα πολλά; Προυτς προυτς προυτς... τώρα και στα αποκλάσματα. Να
συγυριζόμαστε δω χάμου, να λες, μη
γεραντήσουμε μπίτι κούρβουλα, έτσι για να κάνουμε παρέκει για προς νερού μας.
Για να λέμε ότι ζιούμε κι μείς τάχαμου. Απέ τ΄ άλλα, ποιος τα λογαριάζει τ΄
άλλα και ποιος τα λιμπίζεται … Μονάχα οι Αθηνιώτες τα θέλουν ούλα πως και τι .
Τούτο και τ΄ άλλο και το παρ΄ άλλο. Ζάπι δεν κάνουν σαν έρχονται τώρανες το
καλοκαίρι δω σιακάτου. Αναυχαρίστηγοι μπίτι ! Μέχρι και ψιλούλι χαρτί στο καρούλι
πρέπει να ‘χουν πάνου τους για να κάνουν πλαϊνά το ρέμα για
«δουλειά» τους. Αλλιώς κάθουνται και σφίγκουνται , λές και χάθηκαν τα
λιθαράκια στο παλιοχώρι τούτο. Άλλο και τούτο πάλε. Ότι θες ακούς σήμερα.
Ββββ….βουή. Γιόμωσε το χωριό οχλαοή από δικό μας κοσμάκο της Αθήνιας -
μπαϊλντισμένος από το καψαέρι και την κάψα της. Και παιδάκια, λαχτάρα μου.
Γιόμωσαν τα σοκάκια από φωνούλες και
κοτσαρούλια , τρομάρα μου, οπού ΄χαν χορταριάσει τα σοκάκια και είχαν ξεπλυθεί οι πέτρες τους. Τ’ αγγόνια μας, τα διαόλια να λες καλύτερα, που μας μουρλάνανε, μας χιλιοτρουποκεφαλιάσανε τους μαύρους. Άσε
πλια τα ζωντανούλια τι τραβάνε από δαύτα … Ακούς τα κοτερά κρα κραα...να τρουπώνουν μέσα τις φράχτες για να φυλαχτούνε λες και τα
κυνηγάει το ξιφτέρι ο ξίφος. Ησυχία δεν έχουν του διαόλου τα παιδιά ! Άλλο
παίρνει τη γαϊδούρα και τη λημερνάει σιαπέρα την Μπαλιζού απότιστη και συφοριασμένη, άλλο
κρατάει παραμάσκαλα μισή πουγανίτσα ψωμί και ρίχνει μπουκιές σε κάτι
παλιόσκυλα για να παγαίνουν κοντά του σαν τον Γόντικα, άλλο καβαλάει τη μαρτίνα
σα φοράδα, γιατί είναι καμπόης λέει και
άλλα πασπατεύουν την κατσούλα
μέχρι να τους βγάλει κάνα μάτι να πηλαλάμε σε γιατρούς. Συφορά! Χαϋμός ! Είχαμε
κι μείς παιδιά, παιδάκι μου, αλλά το κακό τούτο στ’ άγρια βουνά! Μουρλά μπίτι,
λες και τα ΄βγαλες από κανένα καταφύγι, μαυρούλα που ‘μουνα.
Έτσι άγριο λες
να τον κάνει τον κοσμάκη η Αθήνα; Πωπώωω... κόσμε! Απε τότε ας πάρει τα
βουνά να μαλακώσει, τι να πει κανένας πλια… Πάντως τα παιδάκια τούτα, για να
λέμε και την αλήθεια, δεν σου γυρεύουνε
τίποτα τρομάρα μου. Καλά-καλά δεν τρώνε
ούτε κείνο που τους βάνεις στο πιάτο. Πουλάκια μπίτι. Πού εκείνα τα δικά μας τότενες , που ζυγιάζανε
με το μάτι τη μουρχούτα τον τραχανό, για
να δούνε αν έβαλες στον άλλο ένα
δάχτυλο περσότερο . Τούτα,
τρομάρα μου, χώμα κι αέρα θέλουν σαν τα κλαράκια του Θεού και άστα να πηλαλάνε. Να ιδούμε θα την τυλώσουν
πηλάλα ;
Κόσμο άκουγα, κόσμο δεν
έβλεπα, δεν μ’ απάνταγε, έσιαξα κατά την Μπαναγιά και να ΄σου μπροστά μου ο
Μπουρεκάκης.
-Καλοσόρισες Πάνο! Τι
κανείς μάτι;
-Καλά, θειά. Συ πώς τα
μολογάς;
-Βρισκόμαστε, παιδάκι
μου, να μη ρημώνει ο τόπος. Πλια τί κάνετε σιαπάνου από υγεία; Είστε ούλοι καλά
; Ήρθατε πολλοί;
-Κάμποσοι, αλλά ούλοι θα
΄ρθούν.
-Οίίί…. τρομάρα μου, μακάρι.
Κάνω έτσι λίγο πέρα και γλέπω κάποιον
που ζύγωνε μα με χαιρετήσει.
-Ποιος να ΄ναι τούτος
πάλε, λέω.
-Ο Λάμπης του Καπέτα,
θειά, δεν με γνώρισες;
-Οίί…παιδάκι μου,
πολιτίστηκες, πού να σε γνωρίσω...
-Πολιτιστήκαμε, θεια και θέλουμε
χωριάτικο ψωμί τώρα.
Και πάνω κει που στεκόμαστε δυο τρεις γριές στο πεζούλι του
Τζιμπάκου ακούμε ένα σατανά :
-Τι κάνετε μωρ γριές, σας χαρχαλεύει
μπίτι;
- Πωπώωω... ο Καραλής είναι ! Πού βρέθηκες
μπροστά μας ρε δαίμονα και μας
κόλασες ; Και λογάριαζα να πάρω ματαλαβιά
το ταχιό.
-Σιγά μη και δε σου δώκει «χουλιάρι»
ο Παπαντώνης και πας Κόλαση!
Απέ μπιιι...μπιιι...
ήρθε το λεωφορείο και σταμάτησε κοντά μας . Βγάζει τότενες ο
θεριακομένος ο Θοϊκος ο Κωστάντιος την κεφάλα του από το παραθύρι και μπήζει
μια φωνάρα:
- Έ ε ε .. χωριόοο … ήρθαμε ρέεε...
Καλώς σε βρίσκουμε και φέτος χωριόοο... Πού ΄σαι ρέ Βρούουου… με το κλαρίνο σου ; Ξεκρέμαστο,
ξεβράκωτο, ξεψείριαστο, απόψε το ξεγανώνουμε !...
Να ΄σαι καλά, Θόϊκο
μου, να γλεντάς πάντα. Να ναι καλά ούλα
τα παιδάκια του κοσμάκη να ΄ρχονται, για
να λέμε πως ζιούμε κι μεις απόκοντα λιγούλι σαν άθρωποι. Να ΄στε καλά, Παναγίτσα
μου, ο Θεός να δώκει.
Θα μας ζητήσουν να σβήσουμε τα τζάκια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒλάπτουν σοβαρά την υγεία, προκαλούν ζημιά στην ατμόσφαιρα!!!
Και το σημαντικότερο το κράτος δεν κερδίζει τους προβλεπόμενους φόρους από το πετρέλαιο!!!
Αν εξακολουθήστε να θερμαίνεστε με τα τζάκια ετοιμαστείτε να τους δηλώσετε σαν τους ημιυπαίθριους