Εις μνήμην Χρόνη Μίσσιου: Επιλεγμένα αποσπάσματα απ' τα βιβλία του, και μία συνέντευξή του
Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”…
(“ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ… ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Αποσπάσματα απ' τα βιβλία του:
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνον σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του, αλλιώς γίνεται σκατό ανθρώπινο, το πιο άχρηστο και επικίνδυνο πράγμα δηλαδή, διότι και το σκατό των ζώων ακόμα είναι ευλογία θεού για τα λουλούδια και τα φυτά. Μόνο ο άνθρωπος, που τρώει και καταστρέφει τα πάντα, παράγει άχρηστα και επικίνδυνα πράγματα, και για τη φύση και για τη ζωή.
("ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ... ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν, να πούμε, σαν τους νομάρχες στις επιτροπές ασφαλείας που μας στέλνανε εξορία, απλώς γιατί δεν κάναμε ό,τι θέλαν αυτοί. Όταν λοιπόν πιάσανε το Χριστό και του τον πήγανε -πάντα οι κουφάλες την ίδια τακτική, να σε σπάσουνε, να τους πεις τι ωραίοι που είστε και τι καλά που τα κάνετε και ότι εγώ είμαι μαλάκας που θέλω να είμαι εγώ, κατάλαβες; Τα ίδια με την καθοδήγα μας. Τέλος, που λες, πάνε το Χριστό στον Πιλάτο, βασανισμένο και ταλαιπωρημένο από τους μπάτσους της εποχής, και του λέει η κουφάλα ο Πιλάτος: Έλα, ρε παιδάκι μου, τι θέλεις τώρα και τα σκαλίζεις, μια χαρά παιδί είσαι, νέος, ωραίος, έχεις μια τέχνη, σ’ αγαπάνε οι γυναίκες, μπορείς να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά και να πεθάνεις σε βαθιά γεράματα. Δε λυπάσαι τα νιάτα σου και την ομορφιά σου; κάνε μια δήλωση, βάλε μια υπογραφή να λες ότι είσαι μαλάκας, και να γυρίσεις σπιτάκι σου ωραία κι όμορφα. Δε λυπάσαι, ρε, τη μάνα σου που σπαράζει από το κλάμα; Καλά, δεν έχεις αισθήματα μέσα σου εσύ; Τι σόι άνθρωπος είσαι δηλαδή; Εμείς τι είμαστε; Εσύ βρέθηκες να φκιάξεις τον κόσμο; και τα τέτοια που λένε όλες οι κουφάλες της εξουσίας. Και ο Χριστός τον κοίταγε με κείνα τα πανέμορφα, γεμάτα γλύκα και θανατερή κατανόηση μάτια του, σα να του ‘λεγε: Άσε μας, ρε Πιλατάκο, διότι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι… Ο Πιλάτος το ‘πιασε βέβαια, αλλά βολεμένος μέσα στην ιεραρχία, στα δαχτυλίδα του, τ’ αρώματά του και τα σκατά του είπε: Εγώ πάντως είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω και νίπτω τας χείρας μου. Όλες οι ασφάλειες όλου του κόσμου, καπιταλιστικές, σοσιαλιστικές και ουδετέρων, αυτή την κουφάλα αντέγραψαν…
("ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ... ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Ο Χρόνης Μίσσιος καταδικάστηκε σε θάνατο το 1947 κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Παρακάτω διηγείται τις αναμνήσεις του από τις φυλακές της Κέρκυρας: Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια.
Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα -μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του -όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας- αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγκάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις… Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ‘ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή. Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα, και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το ‘κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Τέλος, χέσ’ τα. Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα… Αλλά έτσι είναι πάντα, ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε τα πιο ουσιαστικά πράγματα, και το καταλαβαίνουμε μόνο σα χαθούμε.
(ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ "...ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Συνέντευξη: via roadartist
"Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς το θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα, με όλα αυτά. Η οικολογία είναι επαναστατική, με την έννοια ότι στοχεύει να καταργήσει όλες τις αρνητικές δομές της κοινωνίας. Είναι η μόνη επανάσταση, θα λέγαμε, η οποία δε φέρει εξουσία και δεν εδραιώνει καμία εξουσία. Και ξέρουμε από την ιστορία ότι και τα πιο ωραία, τα πιο όμορφα, τα πιο ρομαντικά όνειρα των επαναστατών, σκοτώθηκαν από την εξουσία. Αυτή ήταν η αιτία της καταστροφής. Αυτή είναι η αιτία που μετατρέπει τα όνειρα σε εφιάλτη.
(...)
Και τι θα πει ανάπτυξη, κι ως που πάει αυτή η ανάπτυξη τέλος πάντων; Αυτή η γραμμή που πάει; Έχει κανένα τέλος; Έχει κανένα τέρμα αυτή η γραμμή; Περάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση, περάσαμε την επανάσταση την ηλεκτρονική, και το όφελος του ανθρώπου ποιό; Η ποιότητα της ζωής του, το νόημα της ζωής του έχει χαθεί, έχει αλλοτριωθεί! Η ζωή είναι αλλού και ο άνθρωπος ο σημερινός είναι αλλού! Οι περισσότεροι άλλα ζητούν κι άλλα ζούνε, άλλα επιθυμούν και άλλα πραγματοποιούν μέσα στην κοινωνία. Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών. Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι. Είμαστε ψυχασθενείς. Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος! Αν θέλουμε λοιπόν να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον, οφείλουμε κατ' αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα. Αυτές οι χαβούζες που λέγονται πόλεις εξαφανίζουν τον άνθρωπο
. (...)
Όσο υπάρχουν άνθρωποι -κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους- θα νιώθουνε αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
(...)
Είναι δύσκολο να ανοίξουμε μια διέξοδο μέσω μιας οικολογικής επανάστασης. Και γιατί είναι δύσκολο; Από την δεκαετία του '60 ο Μαρκούζε είχε επισημάνει, ότι αυτό το απεχθές κοινωνικό σύστημα δεν βρίσκεται πια έξω από τον άνθρωπο, αλλά έχει ενσωματωθεί μέσα στον άνθρωπο και έχει υποχρεώσει τον άνθρωπο να το αναπαράγει συνεχώς. Αυτό τι λέει; Αυτό λέει, ότι υποχρεωτικά, έχουμε μια μετάλλαξη της συνείδησης, μια μεταφορά της, από την αυτονομία της αναζήτησης του καλού ή της ζωής, σε μια πρακτική η οποία αναπαράγει το σύστημα. Μας έχουν υποχρεώσει να παίρνουμε αυτοκίνητα, μας υποχρεώνουν να παίρνουμε κινητά, μας υποχρεώνουν να κάνουμε τούτο, ή το άλλο. Έχουν οργανώσει έτσι τη ζωή, ώστε δεν μπορούμε να διαφύγουμε. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολη μια επανάσταση της οικολογίας. Γιατί πρέπει να απαλλαγεί ο άνθρωπος, να ξεράσει από μέσα του, όλο το σύστημα, να μπορέσει να απελευθερωθεί και να μπορέσει τελικά να δει τα πράγματα όπως είναι, να δει τη ζωή του, να παλέψει, ν' αντισταθεί, να πολεμήσει. Σήμερα και σ' αυτόν τον τομέα -και είναι πολύ αισιόδοξο- διάφορες παρέες παίρνουν τα βουνά και προσπαθούν να ζήσουν έξω από το σύστημα. Ακόμα, σε κάποιες περιοχές έχουν καταργήσει και το χρήμα. Εσύ έχεις βγάλει φέτος περισσότερα φασόλια, εγώ έχω πατάτες, ο άλλος έχει λάδι, ο άλλος είναι γιατρός κι αντί για πληρωμή θα του δώσω αυγά ή κοτόπουλο, κλπ. Αυτά νομίζω είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν σήμερα στην ελληνική κοινωνία, διότι από το οργανωμένο πολιτικό-θεσμικό σύστημα δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία αποκλείεται να αναπαράξει τίποτα καλό, τίποτα της προκοπής. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξαναζήσω μια περίοδο εθνικής υποτέλειας της πατρίδας μου. Πιτσιρικάς δεκατριών χρονών πολέμησα τους Γερμανούς. Μετά, πολέμησα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εποχή που ερχόταν εδώ ο Αμερικανός στρατηγός και του έλεγε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, διανοούμενος Κανελλόπουλος, «Ιδού ο στρατός σας!», δείχνοντας τον ελληνικό στρατό. Την εποχή που ερχόταν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών ο περίφημος Πιουριφόι, και έμπαινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ανέβαζε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και του έλεγε τι να κάνει και τι να μην κάνει... Λέω καμιά φορά, σ' αυτά τα παιδιά που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σα να 'ναι κατσαρίδες, «Τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπεδίου και να κάνετε μια φάρμα; Είστε όλοι σας μορφωμένα παιδιά, έχετε διάφορες ειδικότητες, να καταλάβετε τα βασιλικά κτήματα, αυτού του κερατά στο Τατόι, να κάνετε μια φάρμα; Θα 'χετε και τον κόσμο μαζί σας! Ποιος θα σας πει κουβέντα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;». Θέλω να πω, ότι, δυστυχώς, επίσης για πρώτη φορά, ζω σε μια κοινωνία η οποία δείχνει να χει πάθει εγκεφαλικό! Δεν αντιδρά με τίποτα! Να συμβαίνουν τόσο τρομακτικά πράγματα και μέσα σ' αυτήν και στον κόσμο και γύρω της, και να μην παίρνει χαμπάρι! Να μην αντιδρά με τίποτα! Άκουγα τον Γιανναρά να λέει «Τουλάχιστον ας κατέβουν εκατό- διακόσιες χιλιάδες κόσμος να καταλάβουν το Σύνταγμα και να κάτσουν εκεί και να απαιτήσουν Συντακτική Εθνοσυνέλευση». Αλλά πού; Αυτό που λέγεται, πια, ότι απέμεινε σαν σύνθημα γραμμένο σε γκρεμισμένους τοίχους: «ΑΡΙΣΤΕΡΑ», τυρβάζει περί των... ευαγγελίων ακόμα! Ξέρεις τι είπε ο Δαντόν πριν τον καρατομήσουν; «Τα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας είναι οι ταφόπετρες των ρομαντικών». Κατάλαβες; Και μέσα σε όλη την πορεία της ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητά τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία. Γιατί, σου λέω, ότι η εξουσία είναι το χειρότερο, είναι το τρομακτικότερο εφεύρημα του ανθρώπου! Εγώ είμαι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, υπέρ των μικρών κοινοτήτων, και το μόνο που θα έλεγα σήμερα που η χώρα μας περνάει κρίση, θα 'τανε, "πάρτε τα βουνά, ξαναγυρίστε στα χωριά σας, ξαναγυρίστε στη λίμνη! Ξαναεποικήστε την Ελλάδα!" Έχουμε μια χώρα η οποία είναι ευλογία Θεού, παράγει τα πάντα! Από βότανα, από τρόφιμα, τα πάντα μπορεί να παράξει. Ποτέ όμως δεν είχαμε μια ικανή πολιτική ηγεσία. Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα. Γι' αυτό ο δρόμος προς την απελευθέρωση από τη βαρβαρότητα, είναι ένας δρόμος πάνω από την πυρρά, που πρέπει να περάσει ο καθένας μας. Πάρα πολύ δύσκολος δρόμος. Για την ώρα το κάνουν αυτοί που έχουν κάποια δυνατότητα να το κάνουν. Δηλαδή, γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι φύγανε και πήγανε στο Πήλιο, ένα από τα πιο παραγωγικά βουνά της Ελλάδας -εκεί και... μπουκάλια να φυτέψεις θα φυτρώσουνε και υπάρχουν κτήματα τα οποία είναι εγκαταλελειμμένα, γεμάτα ελιές, καρυδιές, μηλιές κλπ.- και νοίκιασαν ένα κτήμα, ίσα ίσα για να μην χάσει ο ιδιοκτήτης την κυριότητα, δηλ. με 500 ευρώ το χρόνο, για να καλλιεργούν και να ζουν εκεί, να πουλάν το λάδι και καμιά φορά να βγαίνουν και στην λαϊκή αγορά. Κάποιοι από αυτούς είναι και γιατροί ή δάσκαλοι και διοργανώνουν εκδηλώσεις. Περνάνε όμορφα, με την παρέα τους, με τα οργανάκια τους, κάθε άνοιξη συγκεντρώνουν τις εμπειρίες τους, για το πως π.χ. γίνεται το μελιτζανάκι τουρσί, τα καρύδια γλυκό, πώς από το λάδι γίνεται το σαπούνι, πώς χτίζουν σπίτια με αχυρόμπαλες κλπ., διάφορες γνώσεις, γιατί όλοι τους είναι και πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι και έχουν κυνηγήσει αυτήν τη γνώση, η οποία είναι πολύτιμη. Με την τεχνολογία, έχουμε χάσει πολύτιμες γνώσεις από την εμπειρία του ανθρώπου, που εξασφάλισαν την επιβίωσή του στον πλανήτη για εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα η γνώση μας έρχεται απ' το μέλλον, δεν έρχεται από το παρελθόν!
(...)
Αλλά, δεν υπάρχει παιδεία, σήμερα. Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία κι άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν, τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους! Να εξασφαλίσουν κάποια θέση σε κάποιο επάγγελμα. Τη μηχανή του κέρδους! Αυτό είναι το πρόβλημα. Όσο στην κοινωνία μας η κυρίαρχη αξία του συστήματος είναι το κέρδος, από κει και πέρα μην ψάχνεις να βρεις... αυτό διαποτίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και διαποτίζει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες όπως είναι η παιδεία και όλα τα πράγματα. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν υπάρχει ελπίδα διεξόδου, οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι θα την διαμορφώσουν. Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη, έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τί πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ' το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή; Εμείς, λοιπόν, ταξιδέψαμε σ' έναν υπέροχο μύθο, σ' ένα πάρα πολύ όμορφο όραμα. Τώρα, αν αυτό στο τέλος της ζωής μας κατάντησε εφιάλτης, αυτό είναι άλλο θέμα, είπαμε, είναι θέμα της εξουσίας.
(...)
Σήμερα, μια σημαντική λέξη είναι η λέξη «βιότοπος». Τι σημαίνει; Σημαίνει βιώνουμε μαζί, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί βιώνουμε μέσα στην διαφορετικότητά μας κι όχι σε κάποια ομπρέλα ιδεολογική η οποία μπορεί να μας οδηγεί σε διαφωνίες και σε συγκρούσεις όπως αυτές που συντηρούνται σήμερα μέσα στον χώρο της αριστεράς, οι οποίες δεν έχουν κανένα νόημα. Όσο για έναν... εμπνευσμένο αρχηγό και ηγέτη εγώ πιστεύω πάρα πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική γνώμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη. Στο άλλο σημείο στο οποίο επίσης έχω διαφωνία με τον όποιον ηγέτη και την ιδεολογία, είναι ότι πιστεύω στο αυθόρμητο των ανθρώπων, δηλαδή, μέσα σε αυτή τη διαδικασία ανατροπής ή επανάστασης πρέπει να αναπτυχτεί ένα κίνημα όχι καθοδηγούμενο αλλά αυθόρμητο. Ένα κίνημα που γεννιέται από τη συνείδηση των ανθρώπων που ξέρουν που πάνε και ξέρουν τι θέλουν. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να ξαναγυρίσουμε σε μορφές εξουσιαστικές, κι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, εγώ ασκώ εξουσία.
(...)
Σήμερα μπορεί κανένας άνθρωπος να ορίσει τι σημαίνει αναρχικός; Βρισκόμαστε μέσα σε ένα σύστημα το οποίο είναι δομημένο με ανήθικους τρομοκρατικούς και βάρβαρους κανόνες. Το να αρνηθείς τους κανόνες και τη θέσπιση αυτού του συστήματος τι σημαίνει, ότι είσαι αναρχικός; Με αυτή την έννοια είμαστε όλοι αναρχικοί! Γιατί όλοι αναζητούμε το κάλλιστο.
(...)
Εγώ βρίσκομαι στην άλλη όχθη! Δεν γουστάρω αυτό το σύστημα, δεν γουστάρω καπιταλισμό, δεν γουστάρω νεοφιλελευθερισμό, δε γουστάρω συγκεντρωτισμό, δε γουστάρω αυτά τα πράγματα! Θέλω μικρές κοινότητες, αυτόνομες, σε ανθρώπινα μέτρα να μπορέσουμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Έχω μια άλλη λογική, μια άλλη αντίληψη για το πώς οργανώνεται η κοινωνία. Ξέρω πια τι σημαίνει πολιτική. Δεν γίνεται. Κατ' αρχήν στην Ελλάδα δεν έχουμε το στοιχειώδες. Δεν έχουμε έναν στοιχειώδη πολιτικό πολιτισμό, γιατί αυτά τα καθίκια δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Η πατρίδα κινδυνεύει, η πατρίδα βουλιάζει, και πολεμάν σαν κατίνες ο ένας τον άλλον, εσύ έκανες εκείνο στο αυτό κι εσύ έκανες το άλλο. Δεν έχουν την παλικαριά, την εντιμότητα να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να αφήσουν τις κατινιές στην άκρη και να κουβεντιάσουν. Είναι τυχαίο; Μα ένας δεν αυτοκτόνησε απ' αυτούς εδώ τριανταπέντε χρόνια; Ένας δεν ζήτησε συγγνώμη, ένας δεν παραιτήθηκε; Γι αυτό λέω, ότι είναι πρόβλημα συνείδησης και όχι ιδεολογίας; Είναι πρόβλημα συμπεριφοράς κι όχι ιδεολογίας. Και δυστυχώς, πιστεύω, ότι εμείς ήμασταν οι... τελευταίοι των Μοικανών. Σε εμάς το σύστημα ασκούσε σωματική βία, μας έκλεινε φυλακή, μας βασάνιζε, μας χτυπούσε για να μας υποτάξει. Για τις σημερινές γενιές είναι πιο δύσκολα. Τους κάνουν λοβοτομή, τους απορροφά το σύστημα συνεχώς μέσα στη μηχανή του κέρδους, δεν τους αφήνει περιθώρια ούτε να οραματιστούν, ούτε να φανταστούν, τους αφαιρεί την κριτική σκέψη. Την ψυχή! Κι ας είμαστε η χώρα των μεγάλων ποιητών. Κανένας λαός δέκα εκατομμυρίων δεν έχει τρία νόμπελ και ένα βραβείο Λένιν. Και μάλιστα, θα υπήρχαν κι άλλοι που θα έπρεπε να πάρουν το νόμπελ και δεν το πήραν... αλλά τέλος πάντων.
(...)
Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος. Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε». Δεκαεφτά χρονών παιδί ήμουν και καταδικασμένος για θάνατο, κι εγώ τους έγραφα... Τώρα, βέβαια, λέω για "τί";"
Πηγή: www.lifo.gr
Όσο υπάρχουν άνθρωποι -κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους- θα νιώθουνε αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑικατερινη Μπαρμπαρεσου
«Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τίτλος του βιβλίου τα λέει ολα
πκ
τι γινηκατε ρεεεεεεεεε? πουντιασατε?
ΑπάντησηΔιαγραφήβγαλτε τοισ μπατανιες και τα ματαρατσια χωθειται στο σταχτοφουρνοι..γινανε οι λαλακιδες εριξε παγο?προβατοκαιρο κανει. απο κουφιο
ΑπάντησηΔιαγραφή¨΄
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
ΑπάντησηΔιαγραφήμε ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ.
Είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ΄ αγαπάμε και μαζί σου τ΄ άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε μες τ΄ όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ΄ αγαπάμε και μαζί σου τ΄ άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να `ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ΄ όνειρό του θέλησε πια να ζει.