Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

Του Βαγγέλη Κ. Χριστόπουλου
--Η ζωή είναι ωραία στο χωριό. Έλεγε και ξανάλεγε.
Ξυπνούσε πρωί και ξεκίναγε για το καφενείο. Πέρναγε το Τακαίϊκο σπίτι έστριβε αριστερά προς του Κοζάτου, ανέβαινε στην Κατσιαίϊκη γειτονιά , πέρναγε μπροστά από του Παπά την κατωγόπορτα και έβγαινε στην Παναγιά, τη μεγάλη πλατεία του χωριού. Τα πρώτα χρόνια στις αυλές των σπιτιών συναντούσε πατριώτες και έλεγε καμιά καλημέρα. Τώρα σπάνεψαν οι άνθρωποι, ερήμωσαν τα σπίτια!. Είναι όμως εκ φύσεως ενθουσιώδης και ευτυχής που βρίσκεται στο χωριό και την έλλειψη των ανθρώπων την παραβλέπει.
Φτάνοντας στο καφενείο πίνει το Ελληνικό καφεδάκι του, την μια φορά , Νες καφέ την άλλη.
-- Θανάση, μήπως έχεις Αμερικάνικο ή Γαλλικό καφέ ;
-- Θα πα να κόψω Γιάννη, να περιμένεις.
-- Είπα μήπως.
-- Μου έχουν ζητήσει πολλοί τελευταία στο χωριό και το σκέπτομαι να φέρω σύντομα.
-- Εμείς στο Αμέρικα τον καφέ τον πίνουμε με τις κούπες. Τον σερβίρουνε σε μια κανάτα και μπορείς όλη μέρα να λημερίσεις , έλεγε του Θανάση του καφετζή.
Καθόταν έξω από το καφενείο , σε μια καρέκλα και άπλωνε με τρόπο, το ένα του χέρι αργά- αργά να φαίνονται τα χρυσά δαχτυλίδια, σ’ αυτούς πού κάθονται προς το Δημαρχείο. Κατόπιν άπλωνε το άλλο χέρι, να φαίνεται το ρολόϊ και τα υπόλοιπα δαχτυλίδια. Γύριζε και κοίταζε προς του Τούρκου , για να τον προσέξουν και οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου και να καμαρώσουν τα χρυσόχερά του.
Την άλλη ημέρα άλλαξε δρομολόγιο. Ξανάφανε από της Πατσιέβως το σπίτι , κατά τις δέκα και μισή. Έφτασε στον πλάτανο του Παπαντώνη και κατάληξε στου Θανάση. Στο κεφάλι του φορούσε ένα κόκκινο καπέλο με γείσο , στολισμένο με δυο τρία αστεράκια , έμβλημα της Αμερικάνικης σημαίας. Επάνω έγγραφε Bank of amerika, η μεγάλη δύναμη.
-- Η Τράπεζα μοίραζε διαφημιστικά καπέλα. Tους είπα ότι θα έρθω στην Ελλάδα και μου έδωσαν δυο τρία να καπελώσω όποιον θέλω. Oi Τράπεζες, μου είπαν , είχαν καπελώσει πολλούς Έλληνες στην Ελλάδα και έχασαν τα λεφτά τους με κάτι ομόλογα . Δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό εδώ, στην Αμερική δεν γίνονται τέτοια πράγματα.
Φόραγε ένα τζάκετ με πολλές και βαθιές τσέπες και είχε μέσα Αμερικάνικα προϊόντα, αναπτήρες ,τσιγάρα, κομπολόγια ,μπρελόκ, θήκες για ταυτότητες , κολιτσίνες και άλλα μικροαντικείμενα που τα προόριζε για δώρα στους πατριώτες. Στο καφενείο του Θανάση βρίσκει τον Μάγκα που τον καλοδέχεται με χαμόγελο.
-- Μάγκα, πέρσι σε κέρδισα στην δηλωτή. Θυμάσαι; -- Ναι Γιάννη θυμάμαι, φέτος όμως να ιδώ τι θα κάνεις.
- - Να σου ειπώ Μάγκα, και φέτος θα κερδίσω.
-- Πού το ξέρεις Γιάννη; --Να! Στο Αμέρικα ένας Ντόκτορ μου σύστησε να τρώγω αβγά από καβουρομάνες και είδα μεγάλη βελτίωση στην μνήμη.
-- Τι λές Γιάννη ; Από τα πουλακιδίσια αυγά που τρώγω εγώ κάθε ημέρα είναι καλύτερα;
-- Ίσως δεν το ξέρεις Μάγκα .
-- Τότε Γιάννη, τώρα που ακόμη είναι πρωί, πάμε στην Λιάσκοβα για καβουρομάνες.
-- Μάγκα, πότε γεννάνε αυγά τα καβούρια;
-- Μπρούκλη, την άνοιξη με φεγγάρι για να βλέπουνε!
-- Δεν ξέρω Μάγκα, αν γεννάνε την άνοιξη και έξω από το νερό.Αύριο θα πάρω τηλέφωνο στην Αμερική να μάθω!.
-- Γιάννη, τι να μάθεις από την Αμερική; Ο Λαγιόγιαννης ξέρει απ’ αυτά. Κάθε ημέρα περνάει από τη Λιάσκοβα , όταν πηγαίνει στ’ Αρδούνια για τα πρόβατά του και βλέπει. Μαζεύει και καβουρομάνες για την Ελένη.
-- Αστο διάβολο κουφό!.. ε κουφομπέλεχα!. –λέει ο Γιάννης- μου φαίνεται ότι με κοροϊδεύεις!..
Ο Μπρούκλης το πίστεψε ότι υπάρχουν καβούρια όπως τον παλιό καλό καιρό.
--Γιάννη, μήπως έφερες εδώ αυτό το φάρμακο για τη μνήμη να το δώσουμε στις γίδες που ξεχνούν να γυρίσουν στο σπίτι μου;

-- Μάγκα , όταν θα πάω στην Αμερική θα σου το στείλω και θα με θυμηθείς. Ο Γιάννης ψάχνει τις τσέπες του βγάζει δυο κολιτσίνες.
-- Μάγκα, στην Αμερική έχουμε καλές κολιτσίνες και προτείνω να παίξουμε με αυτές. Η μία έχει λευκές ημίγυμνες καλλονές. Αν θέλεις, Μάγκα, παίζουμε με αυτή.
-- Η άλλη τι έχει Γιάννη;
-- Έχει μαύρες καλλονές.
-- Οι καλλονές Γιάννη, σε γνωρίζουν και θα’ρχονται όλες σε σένα. Και συμφώνησαν να παίξουν με κολιτσίνα του καταστήματος.

Διάλεξε ο Γιάννης μια καρέκλα και κάθισε στο τραπεζάκι, απέναντι στο Μάγκα και παράγγειλαν τους καφέδες.
--Γιώργη, εγώ θα πληρώσω τους καφέδες . Χώνει το χέρι του στην τσέπη του τζιν παντελονιού του, που ήταν γυρισμένο από κάτω το ρεβέρ τέσσερες πέντε φορές!.
-- Γιάννη, τι βλέπω εφτού ;
-- Τι βλέπεις Μάγκα;
-- Εχθές, αν θυμάμαι καλά , φορούσες άλλα παπούτσια με γελαδί χρώμα, σήμερα βλέπω άλλα παπούτσια με ψηλό τακούνι.
-- Γιώργο, εμείς στην Αμερική έχουμε πολλά παπούτσια. Υπάρχει πλούτος εκεί, πώς να στο ειπώ; Άλλα παπούτσια φοράμε το πρωί , άλλα το απόγευμα. Άλλα οι ψηλοί και άλλα οι κοντοί. Εγώ έχω ένα φίλο τσαγκάρη από την Στέζοβα και παραγγέλνω οκτώ ζευγάρια το χρόνο!.
--Τόσα πολλά Γιάννη; -- Να έχω δυο ζευγάρια παπούτσια για κάθε εποχή.

Όταν ήρθαν οι καφέδες, έβγαλε ο καλόκαρδος Αμερικάνος μας ένα μάτσο δολάρια να πληρώσει.
-- Πόσο κάνουν οι καφέδες Θανάση;
-- Ένα και εξήντα λεπτά. Βγάζει ο Γιάννης δυο δολάρια και τα αφήνει στο τραπέζι.
-- Τι να τα κάνω Γιάννη αυτά; - του λέει ο καφετζής-.
-- Θέλω μια ημέρα να πάω στην Τρίπολη στην Τράπεζα, έξοδα, προμήθειες , χρόνος, καταλαβαίνεις… Άστα Γιάννη τους κερνά εγώ του καφέδες. Μούδιασε ο Γιάννης . Και αυτός ο καφετζής πήγε να του κόψει τον αέρα!.
-- Γιάννη, μια χάρη θέλω, του λέει ο Θανάσης ο καφετζής.
-- Ότι μου ζητήσεις Θανάση θα στο κάνω .
-- Όταν φύγεις να μου αφήσεις το κόκκινο σκουφί.
-- Τι λές Θανάση ; Θα σ’ αφήσω και άσπρο και κίτρινο. Έφερα σκουφιά να μοιράσω στους πατριώτες.
-- Γιάννη, εγώ μόνο το κόκκινο θέλω - του είπε κοφτά ο Θανάσης.
-- Κομμουνιστής είσαι; του λέγει ο Γιάννης γελώντας.
-- Όχι ! αλλά στη Μπαλιζού στο καλύβι, που έχω τις κότες, θα το κρεμάσω σε ένα παλούκι να φοβούνται οι αητοί, τα όρνια, και να φεύγουν!. Θέλοντας και μη γέλασε και ο Γιάννης και οι υπόλοιποι.

Ο Αμερικάνος χαίρεται να έχει τους πατριώτες του γύρω- γύρω, να τους κερνά και να τους λέει ιστορίες . Θυμάται τα παλιά και για όλους έχει έναν καλό λόγο να ειπεί. Στο χωριό θυμάται πατριώτες που είχαν έλθει από τη Αμερική και τους φωνάζανε Μπρούκληδες. Ζήλευε και ήθελε να τον φωνάζουμε Μπρούκλη , όπως τους ανθρώπους εκείνον τον παλιό καλό καιρό.
-- Μπρούκλη, πώς περνάς στην Αμερική; Πηγαίνεις σε καφενείο, έχεις κόσμο να μιλάς;
-- Εκεί Μάγκα, δεν έχει τέτοια. Από το πρωί, πρίν φέξει η ημέρα, πας στην δουλειά και δουλεύεις ήλιο με ήλιο σε κάτι υπόγεια!.
-- Μα αφού δουλεύεις σε υπόγεια, που τον βλέπεις τον ήλιο;
-- Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Έχει ρολόϊα και το καταλαβαίνεις με τους δείκτες .
-- Και τι δουλειά κάνεις Μπρούκλη μου;
-- Λαντζέρης Μάγκα, πλένω πιάτα , αλλά είναι καλή δουλειά. Αν κάνεις καλά την δουλειά σου δεν σε ενοχλεί κανένας. Εκεί δεν έχει καφενείο όπως εδώ, δεν βρίζονται μεταξύ τους .

( Οι Αμερικάνοι είναι πολιτισμένοι άνθρωποι. Στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, στο Βιετνάμ παλιότερα δεν έδερναν τους ανθρώπους! Τους χτυπάγανε στο ψαχνό, μια και κάτω!. )
--Τι μας λές βρέ Μπρούκλη; Εμάς τους Έλληνες παντού μας προστατεύουνε!.. Στην Κύπρο, στο Αιγαίο, στα Σκόπια!..
-- Να προσεύχεσθε, να μην φύγουν από την Σούδα οι βάσεις που έχουν. Χαθήκατε!. Και ο λαός πολύ σας αγαπάει εσάς τους Έλληνες!.
-- Από πού το κατάλαβες Μπρούκλη;
-- Να! τώρα που ερχόμουνα στην Ελλάδα, μου φώναξαν να πάρω δυο βαλίτσες ρούχα. Για πέταμα τα είχαν ,αλλά μου είπαν: Δεν πειράζει δώστα στους πατριώτες σου, φτωχοί είναι. Να γιατί σου λέγω ότι είναι καλοί οι Αμερικάνοι και σας αγαπούν.

Έφτασα στο καφενείο, είχα πληροφορίες για την εδώ άφιξη του Μπρούκλη. Κάποιος του είπε : «Αυτός που έρχεται τον γνωρίζεις ποιός είναι»; « Δεν τον γνωρίζω , θα είναι από διπλανό χωριό. Κερπινιώτης είναι;
--Τι λες Μπρούκλη, δεν με γνωρίζεις;
-- Δεν σε θυμάμαι.
-- Δεν θυμάσαι το χουνέρι που πάθαμε στο Βαλτεσινίκο;
-- Ότι και να λές δεν μου έρχεσαι στο μυαλό. Έχεις πολύ μεγαλώσει.
-- Έχεις δίκαιο, είπα. Εσύ Μπρούκλη μου, έχεις μείνει μικρός. - Και γελάσαμε -.
-- Για πες μου για το χουνέρι, μήπως σε θυμηθώ.
Ο Μάγκας άκουγε την συζήτηση και του λέει: Μπρούκλη κείνο το φάρμακο του Ντόκτορα δεν σε βοηθάει;
-- Γιάννη, δεν θυμάσαι που ο δάσκαλος μας έβαλε τιμωρία στο υπόγειο, γιατί γεμίσαμε τις τσέπες μας με μύγδαλα από τον κήπο του Αντρίκα, για να χορτάσουμε την πείνα μας; Δεν θυμάσαι μια παλιογαϊδούρα σαράντα πέντε χρονών που είχες και πήγαμε στο Βαλτεσινίκο να φέρουμε αλεύρι;
Όλοι ήθελαν να ακούσουν την ιστορία: Είμαστε μικρά παιδιά. Μας φορτώσανε την Γαϊδούρα και πρίν βγούμε από το χωριό ήταν ένα αυλάκι με νερό . Πάει να πηδήσει η Γαϊδούρα και έπεσε μέσα στο αυλάκι , το νερό καράβωσε και πάει το αλεύρι!. Αντί να βοηθήσουμε το ζώο, καθόμαστε και γελάγαμε!..

Ο Μπρούκλης, μετα από όλα αυτά, σαν κάτι νατούρθε στο μυαλό. Ρε Βαγγέλη, εσύ ‘σαι ; Θυμάμαι που αρχίσαμε τα γέλια και η γαϊδούρα ήταν ανήμπορη να σηκωθεί .
Σηκώθηκε από την καρέκλα του, με αγκάλιασε και φιληθήκαμε
-- Γιάννη, πως από δω ;
-- Βαγγέλη έρχομαι κάθε χρόνο εδώ. Έχω έρθει και δυο φορές το χρόνο, βλέπεις ανάγκη.
-- Γιάννη, τι ανάγκη έχεις εσύ;
-- Η μάννα μου Βαγγέλη, είναι εδώ , δεν το αποχωρίζεται το χωριό και την μάνα μου την αγαπώ. Θέλω να περνάει καλά, και καλά περνάει όταν έρχομαι και την βλέπω. Όσο ζει η μάνα μου, θάρχομαι και μια και δυο φορές το χρόνο, γιατί και εγώ αγαπώ την μάνα μου!. Αλλά και το χωριό μου!.
Γιάννη, πόσοι Μπρούκληδες ξέχασαν , γονείς, αδέλφια, συγγενείς, χωριανούς. Εσύ όμως είσαι ένας διαφορετικός Μπρούκλης!. εύγε!!

Ο Μπρούκλης μας το πρωί που ξυπνάει κοιτάζει προς την Ελλάδα. Η σκέψη του περνάει λιμάνια, θάλασσες, ωκεανούς , ηπείρους και χωρίς να κάνει στάση , φτάνει στο πλούσιο σπιτικό του, στο χωριό του. Εκεί συναντά την μάνα του , την καλημερίζει, παίρνει την ευχή της, λέει μια καλημέρα και σε πατριώτες και μέσα του ακτινοβολεί φως και ευτυχία!.. Έτσι χρόνια τώρα συνεχίζει την ζωή του.
Πατριώτη Γιάννη, σε αγαπούμε και σε περιμένουμε και πάλι κοντά μας στην όμορφη Γλανιτσιά..
B Girakas
Διαβάστε τη συνέχεια

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Μια σημαδιακή ημέρα για τη Γλανιτσιά ( 10 Φλεβάρη 1955)

 Από το Μαρίνη Πολυχρονόπουλο
 Ίσως πολλοί από εμάς και τους μεγαλύτερους να ξέχασαν ,λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης που μεσολάβησε , - αλήθεια πέρασαν πάνω από 60 ολόκληρα χρόνια - ,τη μαύρη εκείνη ημέρα ,την αποφράδα για τη Γλανιτσιά και τα γειτονικά χωριά ,τη δεκάτη του Φλεβάρη του 1955, ημέρα Πέμπτη. Η ημέρα αυτή ,νομίζω, πως σφράγισε οριστικά τη μοίρα ,το μέλλον του χωριού μας και των κατοίκων του και εξακολουθεί να το επηρεάζει ακόμη.

Τότε έκλεισε το φράγμα στη θέση Πήδημα της περιοχής των ορίων της Βάχλιας και των Τροπαίων και σχηματίστηκε η τεχνητή λίμνη του Λάδωνα ,μετά από εργασίες που είχαν αρχίσει να εκτελούνται απ’το 1951.
Στη Δημοκρατία όλοι διδασκόμαστε ότι το συμφέρον των ολίγων θυσιάζεται μπροστά στο συμφέρον των πολλών .Κι αυτό είναι το δίκαιο. Ήταν προς το συμφέρον των πολλών να εκτελεσθεί αυτό το έργο,παρόλο που η κατασκευή του θα ζημίωνε κάποιους πολίτες ,δηλαδή όλους εμάς τους ιδιοκτήτες γης και κτισμάτων του γεφυριού της Κυράς και του κάμπου.
Γιατί από την υδατόπτωση του νερού σε μεγάλη ποσότητα , του « λευκού χρυσού » , όπως λέγεται, παράγεται ηλεκτρική ενέργεια και από τα πολλά νερά του ποταμού Λάδωνα θα ηλεκτροδοτούταν τότε σχεδόν ολόκληρη η Πελοπόννησος και φυσικά και η περιοχή μας.. Αυτό το μεγάλο αγαθό θα απολαμβάναμε όλοι μας, το οποίο θα βοηθούσε στην ανάπτυξη του τόπου μας.
Για την ιστορία και μόνο αναφέρω ότι το τεράστιο για την εποχή αυτή έργο και από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων και από απόψεως τεχνογνωσίας ,ανέλαβε και εκτέλεσε η γειτονική χώρα , η Ιταλία ,ως πολεμική αποζημίωση –επανορθώσεις από τον πόλεμο , που η ίδια προκάλεσε σε βάρος μας . Η ευκαιρία για τη μικρή μας χώρα,που βγήκε εξαντλημένη από τα δεινά του 2ου παγκόσμιου πολέμου ,ήταν μοναδική.
Και η χώρα μας άδραξε την ευκαιρία ,που της δόθηκε. Το έργο προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς ,τελείωσε και μπήκε σε λειτουργία , στις 10 Φεβρουαρίου το 1955,ημέρα Πέμπτη.
Αλλά απ΄την ίδια ημέρα όμως αρχίζει για το χωριό μας η δική του αντίστροφη μέτρηση. η προσωπική του « Οδύσσεια » ,
Από τότε το χωριό φτώχυνε πολύ ,ζημιώθηκε πολύ η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή του.
Οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν πρώτα να ξενοδουλέψουν για να επιζήσουν και αργότερα να μεταναστεύσουν, αναζητώντας εναγωνίως καλύτερη ζωή μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα . Τη δεκαετία του ΄60 πολλοί συμπατριώτες μας εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και λιγότεροι σε Αίγιο Πάτρα, Πύργο, Κόρινθο ,Τρίπολη και Άργος.
Επίσης πολλοί νέοι στράφηκαν στις σπουδές και βγήκαν επιστήμονες ,κι άλλοι έγιναν Δημόσιοι Υπάλληλοι ή Υπάλληλοι στις σημερινές κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις του Δημόσιου τομέα. Ακόμη είχαμε και αρκετές μεταναστεύσεις στο εξωτερικό ιδίως σε Αμερική ,Γερμανία και Αυστραλία.
Σύντομα είχαμε αισθητή μείωση του πληθυσμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων. Παντού εγκατάλειψη και μαρασμός !!!.
Όταν λοιπόν η ιταλική εταιρεία αποπεράτωσε το φράγμα και έκλεισε τις βαριές σιδερένιες πόρτες, του, άρχισε σιγά-σιγά να υψώνεται η στάθμη του νερού και να σχηματίζεται η λίμνη ,πρώτα στα χαμηλότερα σημεία του ποταμού και ύστερα ολοένα να ανεβαίνει προς τα πάνω ,προς το κάμπο της Μουριάς και του Συριαμάκου και προς τον κάμπο της Μαρτίτσας .
Άρχιζαν τα νερά του ποταμού Λάδωνα –Ρουφιά να κατακλύζουν τον εύφορο και παραδεισένιο κάμπο της Γλανιτσιάς. Πρωτάκουστο!!!
Το φαινόμενο αυτό πρωτόγνωρο στο νου και στη σκέψη των συμπατριωτών και καλλιεργητών της περιοχής ,ήταν συναρπαστικό και συνάμα συνταραχτικό.
Δεν πίστευαν σ’ αυτά που έβλεπαν τα μάτια τους .Ζούσαν ,σίγουρα, ένα εφιάλτη..
Λίμνη ,μια απέραντη λίμνη που ξεκινάει κάτω από τη Βάχλια και να φουσκώνει και να υψώνεται και να φτάνει και να γλύφει τα πόδια του γεφυριού της Κυράς!!!
Και όταν πια η λίμνη κάλυψε λαίμαργα –απειλητικά τη γη τη ζωοδότρα και την πολυθρέπτρα ,τον κάμπο της Ρουπακίνας, ύπουλα άρχιζε να σφιχταγκαλιάζει και να κλείνει τη μία μετά την άλλη τις καμάρες του πεντάτοξου και υπερήφανου γεφυριού.
Το γεφύρι έμενε μόνο του και αβοήθητο να αντισταθεί στο μεγάλο θεριό που λέγεται θάλασσα ,υδάτινος όγκος ,στα νερά του ποταμού.
Τότε και μόνο τότε ,όλοι οι πατριώτες και καλλιεργητές και μη του κάμπου ,συνειδητοποίησαν το μέγεθος της συμφοράς τους ,την οριστική απώλεια της περιουσίας τους.
Ο πατριώτης και ιδιοκτήτης γης κι αυτός στον κάμπο της Ρουπακίνας , ο φίλτατος Γκριντελόγιαννης ,ο χαϊδευτικά λεγόμενος « Χαϊδιάρης. », μένοντας έκθαμβος και απαρηγόρητος από το πνίξιμο του κάμπου ,όπως χαρακτηριστικά μα και εύστοχα οι πατριώτες μας ονόμασαν την καταστροφή του επίγειου παράδεισού τους ,του κάμπου της Ρουπακίνας, μονολογώντας και εκφράζοντας συνάμα την πικρία και την απορία του, είπε το εξής αμίμητο και ανεπανάληπτο:
Μπρεε να πεθαίνει η γης μας!!!!
Ίσως να περίμενε πως ο κάμπος με το πλούσιο και τόσο εύφορο χώμα του ,θα κατάπινε το ίδιο το νερό που έφερνε ο Λάδωνας από τις πολλές πηγές του.
Η λίμνη ωστόσο συνέχιζε να υψώνεται καθώς ο Λάδωνας ,άφθονος σε νερά, κουβαλούσε ασταμάτητα και απέθετε τους καρπούς των κόπων του στην τεχνητή λίμνη του, ώσπου έφτασε ως τη Μερίδα ,ψηλά στον κάμπο της Πουρναριάς.
Η στάθμη του νερού ανέβηκε ως τα όρια ασφαλείας ,δύο μόλις μέτρα κάτω από τις σημαδούρες , που είχαν μεριμνήσει να τοποθετήσουν οι ειδικοί της ιταλικής εταιρείας και της Δ.Ε.Η.
Το μέχρι χθες μεγαλόπρεπο και επιβλητικό γεφύρι της Κυράς της Άκοβας ,που παλιά ένωνε χωριά και πολιτείες ,θάφτηκε και εξαφανίσθηκε κάτω από τα γαλαζοπράσινα νερά της τεχνητής λίμνης του Λάδωνα. Ούτε που φαινόταν πια ,παίρνοντας μαζί του τους θρύλους και τις παραδόσεις του.
Κόπηκε στα δύο και ο πολύβουος μουλαρόδρομος που ένωνε τη Γλανιτσιά με την Περαμεριά και με τα γειτονικά χωριά: τη Μουριά ,την Πουρναριά, τη Βάχλια.την Ξηροκαρύταινα και τη Δάφνη Καλαβρύτων και κυριολεκτικά ορφάνεψε η περιοχή ,καθώς αποκόπηκε από τον « ομφάλιο λώρο της », το βασικό της κορμό ,τη Γλανιτσιά.
Αργότερα η Δ.Ε.Η., που εκμεταλλευόταν την ηλεκτρική ενέργεια από τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού εργοστασίου στο Σπάθαρι, μετά από το γενικό ξεσηκωμό και την κατακραυγή ,για να εξυπηρετήσει τους εναπομείναντες κτηνοτρόφους και καλλιεργητές της περιοχής της Περαμεριάς και Κοκκαλιάρας και όχι μόνο κατασκεύασε ένα μικρό φέρι -μποουτ ,τη γνωστή σε όσους τη περνοδιαβήκαμε , «μαούνα » Αυτή αρχικά ήταν χειροκίνητη και δυσκίνητη . Αργότερα μετατράπηκε σε μηχανοκίνητη και ο διάπλους της λίμνης έγινε πιο γρήγορος .Έτσι λύθηκε προσωρινά η μετακίνηση ανθρώπων, ζώων και αγαθών από τη μια όχθη της λίμνης στην άλλη. Αυτή η κάποια λύση είχε ευτυχώς και την ημερομηνία λήξης της.
Την προκάλεσαν οι νέες ανάγκες της ζωής και των διερχομένων από το μέρος αυτό της λίμνης και οι οικονομικοί λόγοι που υποχρέωσαν την Πολιτεία και τη Δ.Ε.Η. να δώσουν οριστική λύση στο υπαρκτό πρόβλημα και να κατασκευάσουν τη νέα γέφυρα επικοινωνίας πάνω από τη λίμνη το 2002.
Ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει και σήμερα για μας, η 10 Φλεβάρη του 1955, μια σημαδιακή ημέρα της ζωής μας, και καθοριστική για το μέλλον του τόπου μας!!!

Διαβάστε τη συνέχεια

Ποιός ευθύνεται για την ατιμωρησία;


Διαβάστε τη συνέχεια

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ

Πήραμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή:
Καλημέρα σας,
Καταρχήν να σας συγχαρώ για τον εξαιρετικό ιστότοπό σας, για τη δημοσίευσή σας «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ» και σίγουρα για όλο το υλικό που δημοσιεύετε.Επισυνάπτω και μία φωτογραφία του μπαρμπα Μήτσου με την τσάντα του ταχυδρομείου. Αν συμφωνείτε μπορείτε να την ανεβάσετε στη δημοσίευση «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Αν χρειαστείτε περαιτέρω πληροφορίες η υλικό, παραμένω στη διάθεσή σας.
Με εκτίμηση,
Αναστάσιος Ζαφειρόπουλος
(εγγονός του μπαρμπα Μήτσου)

               ΒΑΓΓΕΛΗΣ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ο καταλύτης χρόνος δεν μπόρεσε να μου σβήσει τις όμορφες νοσταλγικές αναμνήσεις και εικόνες που είχα για τον μπάρμπα Μήτσο τον ταχυδρόμο του χωριού μας.
Τον θυμάμαι μετά τον εμφύλιο το 1953 και ύστερα σε ειρηνικές εποχές. Μας έφερνε μηνύματα από τον κόσμο της πολιτείας από τα γύρω χωριά από τα καμποχωρια και τα πέρατα του κόσμου που ήταν οι ξενιτεμένοι μας. Περιμέναμε ώρα την ώρα να τον δούμε με τα πόδια η καβάλα στο μουλάρι του να ξαναφάνει στις απάνου ράχες και νάρθει για να χαρίσει την χαρά της επικοινωνίας με τους αγαπημένους μας ανθρώπους.
Ήταν ο σύνδεσμος του χωριού με τον έξω κόσμο. Μπάρμπα Μήτσος για μας τους μικρούς ο κυρ Μήτσος για τους μεγάλους ήταν αγγελιοφόρος και πηγή καλών και κακών ειδήσεων και πληροφοριών. Ήξερε ποιος πέθανε, ποια γέννησε, ποιοι παντρεύτηκαν, ήξερε το χωριό ανάσπιτα ποιος ξενιτεμένος ζει στη ν Αμερική και ποια η συγγένεια των συγχωριανώ ν μου. Στην πλατεία του χωριού το απόγευμα κάτω από το ίσκιο του πλατάνου αργοπίνουν τον καφέ τους οι προεστοί του χωριού ο πρόεδρος ο παππάς και ο δάσκαλος περιμένοντας τον κυρ Μήτσο. Η καραμούζα ήταν μια μικρή σάλπιγγα καμωμένη επίτηδες για να ειδοποιεί τους κατοίκους για την άφιξή του. Με δυο απανωτά παρατεταμένα σφυρίγματα από τις κάτω ράχες στου ρουμελιώτη ανάγγειλε τον ερχομό του στο χωριό.

Διαβάστε τη συνέχεια

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ τελευταίο μέρος

Από το βιβλίο του Θ. Γιαννόπουλου
Ερχόμαστε στα χρόνια της «λαϊκής δικαιοσύνης» στην εποχή της κατοχής και του εμφυλίου. Η συγκρότηση των δικαστηρίων για τους χωριανούς μας, όπως γίνεται φανερό, δεν παρουσίασε κανένα, ούτε το παραμικρό, πρόβλημα. Με μόνη την προηγούμενη θητεία και πραχτική εξάσκηση στα προπολεμικά δικαστήρια ήταν όλοι έτοιμοι ν’ ανταποκριθούν απόλυτα στα δικαστικά τους καθήκοντα. Δε χρειαστήκανε μετεκπαιδεύσεις και ειδικά σεμινάρια που τόσο συχνά οργανώνονται σήμερα γι’ απλά κι ασήμαντα πολλές φορές θέματα.
Κυριότερα δικαστικά όργανα ήταν τρία: το πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, το αναθεωρητικό και τα ανταρτοδικείο.
Το πρώτο δίκαζε αγροζημιές κυρίως και μερικά μικροαδικήματα κι είχε έδρα τη Γλανιτσιά.
Το δεύτερο δίκαζε κατ’ έφεση κι είχε συνηθισμένη έδρα το Βαλτεσινίκο.
Το τρίτο δίκαζε υποθέσεις που αφορούσαν σε πειθαρχικά αδικήματα των οργανωμένων ανταρτών, σε κρούσματα προδοσίας, σε σοβαρούς εμπρησμούς και μεγάλες κλεψιές κλπ. και δεν είχε μόνιμη έδρα.
Στο πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, στην περίοδο της κατοχής, πρόεδρος ήταν ο Σειρήνης. Λαϊκός επίτροπος (δημόσιος κατήγορος – εισαγγελέας) ο Κακαράπης. Τ’ άλλα μέλη κι ο γραμματέας ορίζονταν κατά την περίπτωση.,
Στο αναθεωρητικό μετείχαν για ένα διάστημα από το χωριό ως πρόεδρος ο Ντουσιοχρήστος κι ως μέλος ο Σειρήνης.
Στο ανταρτοδικείο σε μια-δυο δίκες έλαβε μέρος ο Φλεβάρης.
Δυστυχώς, τα πρακτικά από τις δίκες του λαϊκού τα ‘καψε στου Λώλη από το φόβο του, στην περίοδο του εμφυλίου, Κακαράπης
Δίνω δείγματα από δυο δίκες, μια στο λαϊκό του χωριού και μια στο αναθεωρητικό του Βαλτεσινίκου:
Στην πρώτη πρόεδρος ήταν ο Μπαζός, λαϊκός επίτροπος ο Όθωνας και μέλη οι Τζιτζιοκώστας, Ντρούλιας και Παπίτσας. Κατηγορούμενος ένας Στρεζοβινός, επειδή αποπλάνησε μια κοπέλα.
Η υπόθεση δεν ήταν απλή. Ο δράστης ήταν τρομοκράτης παλικαράς. Και τα πράγματα προμηνύονταν πολύ σκούρα. Γι’ αυτό το δικαστήριο, ύστερ’ από πολύωρη σύσκεψη και με τη δικαιολογία ότι το αδίκημα έγινε έξω από την περιοχή της Γλανιτσιάς κι όχι από Γλανιτσιώτη, έκρινε «εαυτό αναρμόδιο» κι επανάφερε το φάκελο στη Στρέζοβα. Η Στρέζοβα τον ξανάστειλε στο χωριό μ’ εντολή ανώτερης τώρα Αρχής να εκδικαστεί εδώ οπωσδήποτε.
Νέα συγκρότηση του δικαστήριου, εξέταση μαρτύρων, που τσεκουρώσανε γερά τον κατηγορούμενο, αγόρευση του επίτροπου, σύσκεψη απάνω στη σύσκεψη και πρόταση του προέδρου: Να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να παντρευτεί την κοπέλα ή να την προικίσει μ’ ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό. Πριν κάνει οριστική απόφαση την πρότασή του, ο πρόεδρος ρωτάει τ’ άλλα μέλη, αν συμφωνούν. Κι απευθύνεται προσωπικά στον Τζιτζιοκώστα:
- Τι λες εσύ, Κώστα, συμφωνείς με την πρότασή μου;
- Όπως έν’ καλά, αποκρίθηκε εκείνος. Κι έμεινε με το «Όπως έν’ καλά» ως τα σήμερα.
Ο Παπίτσας κι ο Ντρούλιας κούνησαν τα κεφάλια καταφατικά. Κι η πρόταση έγινε απόφαση.
Θέλεις τώρα τη συνέχεια;
Ο Παπαπάνος, μόλις άκουσε την απόφαση, κατάλαβε πως θα τον βρει μπελάς κι έφυγε κρυφά στην Κοκαλιάρα. Αλλά το φρουραρχείο και η ασφάλεια τον πήραν είδηση κι έστειλαν από κοντά ένοπλη φρουρά για να εμποδίσει πιθανή φυγή του για την Κιάρνη, το χωριό της μάνας του. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο Τσιριμόγιαννης. Ύστερ’ από λίγο κουβαλήθηκαν εκεί άντρας και γυναίκα και υποχρεώνεται ο παπάς να τους στεφανώσει, αφού πήρε πρώτα έγγραφη τη συγκατάθεση του παπά της Στρέζοβας.
Αποτέλεσμα: Μόλις σκορπιστήκανε οι αντάρτες από την περιοχή κι άρχισε η κυριαρχία των Μάηδων, ο γαμπρός παράτησε τη γυναίκα. Και το καλύβι του Μπαζού στο Μπαρμπέρη βρέθηκε μιαν αυγή καμένο.
- Εγώ το καρτέρηγα το κακό που θα μ’ έβρισκε, μου είπε μια μέρα ο Μπαζός. Τρία συσκεφτήρια έκανα, για ν’ αναβάλω την υπόθεση. Μα δε μ’ ακούγανε τ’ άλλα μέλη του δικαστηρίου. Κι αναγκάστηκα πια φανερά να κάνω την πρόταση που σου ‘ειπα πρωτύτερα.

Στη δεύτερη πρόεδρος του αναθεωρητικού ήταν ο Ντουσιοχρήστος. Την αναφέρω για την πρωτοτυπία της απόφασης.
Το λαϊκό του Βαλτεσινίκου είχε καταδικάσει σε πρόστιμο, χωρίς όμως επαρκείς αποδείξεις, δυο Βαλτενιτσιώτες με την κατηγορία ότι είχαν κλέψει μια ποσότητα σιτάρι ή αλεύρι. Οι άνθρωποι έκαμαν έφεση στο αναθεωρητικό με τον ισχυρισμό ότι ήταν αθώοι. Άλλοι – είπαν – ήταν οι πραγματικοί δράστες και τους ξέρει το χωριό, αλλά δεν τους μαρτυράει.
Ο πρόεδρος πείστηκε για την αθωότητά τους και πρότεινε την απαλλαγή τους. Ο Βαλτεσινιώτης λαϊκός επίτροπος αντιτάχτηκε έντονα και στην αγόρευσή του διερωτήθηκε ποιος θα πληρώσει τη ζημιά, αφού θ’ απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι;
- Αυτό είναι εύκολο, λέει ο πρόεδρος και βγάζει αμέσως την απόφαση: Επειδή το χωριό ξέρει του πραγματικούς κλέφτες και δεν τους μαρτυράει, υποχρεώνω το κάθε βαλτεσινιώτικο σπίτι να δώσει αν αυγό ή την αξία του. Τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν φτάνουν για την κάλυψη της ζημιάς. Μπράβο του Χρήστου!

Από την άλλη τώρα υπήρχε και η κωμική πλευρά της «δικαιοσύνης». Στα χρόνια εκείνα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό ο δικηγόρος Χρήστος Παπαντωνίου. Ένας ακόμα από τους παράγοντες που με το παραμικρό συμβούλευε μηνύσεις, για να βρίσκει δουλειά. Ο Χρήστος εξοικειώθηκε με το χωριό και ζούσε απλά, όπως όλοι, κλέβοντας κι αυτός καμιά κότα στη διάρκεια της κατοχής.
Θες από την πολλή του φτώχεια, θες από κάποια εσωτερική παρόρμηση να διασκεδάζει την ανία και την πλήξη του, σοφιζότανε πού και πού καμιά φάρσα, σαν τη διεξαγωγή π.χ. μυστικής ψηφοφορίας για την ανάδειξη του μεγαλύτερου ψεύτη του χωριού (βλ. περίπτωση Τουρλόπανου στο κεφ. «Ιστορίες, Ανέκδοτα και Καλαμπούρια»).
Στην κατοχή ερχότανε συχνά στο χωριό από την Ποδογορά ο Βασίλης Παναγούλιας, γαμπρός του Φουσέκα. Πρόθυμοι, όπως σ’ όλη τους τη ζωή, και περιποιητικοί οι πατριώτες προσφέρονταν κάθε φορά και τον κέρναγαν. Εκείνος, αντί να παίρνει πιοτό, καφέ κλπ., όπως συνηθίζεται, ζήταγε πάντα καραμέλες, τις έβανε στην τσιέπη και τις πήγαινε για τα παιδιά του. Δεν είπε ν’ αντικεράσει ποτέ.
Ο Χρήστος, που παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα, πείσμωσε. Κι έβγαλε μόνος του διαταγή που απαγόρευε στο εξής το κέρασμα του Βασίλη. Ταυτόχρονα προειδοποιούσε τους τυχόν παραβάτες πως θα εισάγονταν «δι’ απευθείας κλήσεως» για δίκη στο αυτόφωρο. Όσοι χωριανοί συχνάζανε στην αγορά, πληροφορηθήκανε την απαγόρευση και χωρίς αντίρρηση συμμορφωθήκανε. Δεν τον κέρναγε πια κανείς τον Βασίλη.
Αλλά μια μέρα έτυχε να ‘ναι στο μαγαζί ο συγγενής του από συμπεθεριό Ντίνος Κούγιας. Αυτός, λείποντας όλη τη βδομάδα από το χωριό, γιατί φύλαγε τα πράγματα, δεν είχε λάβει γνώση της διαταγής και κέρασε το Βασίλη. Δεν πρόφτασε να σηκωθεί από την καρέκλα του, καταφτάνει ο Νίκος Μπρης, κλητήρας του προέδρου, και του εγχειρίζει ένα φάκελο. Περίεργος ο Ντίνος ανοίγει το φάκελο και διαβάζει:
Κύριος Κωνσταντίνον Πολυχρονόπουλον, ενταύθα.
Κλητήριον Θέσπισμα
Καλείσθε, όπως εμφανισθείτε αυθωρεί εις το αυτόφωρον μονομελές δικαστήριον, ίνα δικασθείτε ως υπαίτιος παραβάσεως απαγορευτικής διαταγής.
Ο Πρόεδρος
Χρήστος Παπαντωνίου
Ο Ντίνος κατάλαβε το αστείο, κι όπως το αρέσανε και του ίδιου τα καλαμπούρια, τέθηκε αμέσως στη διάθεση του κλητήρα και οδηγήθηκε ενώπιον του προέδρου. Στο μεταξύ γύρω από τον πρόεδρο είχα μαζευτεί όλη η αγορά και το γλένταγε.
Μετά τα τυπικά, αναγνώριση ταυτότητας, ηλικία, επάγγελμα, ο πρόεδρος απευθύνει την ερώτηση:
- Είναι αληθές, κατηγορούμενε, ότι κέρασες το Βασίλη Παναγούλια;
- Αλήθεια είναι, κύριε πρόεδρε, αποκρίνεται με μισοκακόμοιρο ύφος ο Ντίνος. Αλλά, γιατί; Δεν είχα δικαίωμα ναν τον κεράσω;
- Όχι, δεν είχες δικαίωμα. Διότι είχα εκδώσει απαγορευτική διαταγή, την οποία παρέβης.
- Συγγνώμη, κύριε πρόεδρε, δεν έλαβε όμως γνώση της διαταγής. Όλη τη βδομάδα, ξέρεις, ήμουν τσιοπάνης κι έλειπα από το χωριό.
- Τίποτα, τίποτα, δεν δικαιολογείσαι. Κρίνεσαι ένοχος;
- Ένοχος;
- Ναι, ένοχος. Καταδικάζεσαι λίαν επιεικώς να κεράσεις όλους όσους βρίσκονται δω και παρακολουθούν τη δίκη.
- Να τους κεράσω, κύριε πρόεδρε. Κι άλλοτε δεν το ματακάνω.
Πλήρωσε λοιπόν κάμποσα ο Ντίνος, για να κεραστούν όλοι όσοι ήταν παρόντες στη δίκη. Κι αποπάνω έμεινε κι ευχαριστημένος, γιατί η τιμωρία του ήταν λίαν επιεικής.

Σε παρόμοια ποινή καταδικαστήκαμε πολύ αργότερα (1966) από το Νικολή τον Μπρη και τον Τζιμπάκο εγώ κι ο αδερφός μου Βαγγέλης. Επειδή «μη έχοντες υπόψη παρόμοια απαγορευτική διαταγή διαρκούς ισχύος» φιλέψαμε από μια κούτα τσιγάρα τον Τέλη Βυζιώτη και τον Κόλλια.
Η ποινή ήταν να δώσουμε μια κούτα τσιγάρα σ’ όλους του πιο σοβαρούς καπνιστές του χωριού. Ο Βαγγέλης το διασκέδασε κι έδωσε γελώντας 500 ή 600 δραχμές για την εξόφληση του προστίμου. Εγώ, για ν’ αποδείξω πως ήμουνα γνήσιος Γλανιτσιώτης, υπόβαλα ένσταση με το δικολαβίστικο αιτιολογικό ότι δε με πιάνουν έμενα οι νόμοι της Γλανιτσιάς, επειδή από πάρα πολλά χρόνια είχα μεταφέρει τα πολιτικά δικαιώματά μου στη Νίκαια.
Οι δικαστές συσκέφτηκαν ιδιαίτερα, έκριναν πως είχα δίκιο κι έκαναν δεχτή την ένστασή μου. Ικανοποιημένος τότε, γιατί κέρδισα τη δίκη, κέρασα όλους όσους ήτανε στο μαγαζί από ούζο, καφέ μέχρι αναψυκτικά. Φυσικά κι από ένα μπακέτο τσιγάρα στον καθένα αποπάνω.
Διαβάστε τη συνέχεια

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

<<Δεν θα πεθάνουμε», βροντοφώναξαν χιλιάδες λαού σε όλη την Ελλάδα


Μαζική και δυναμική ήταν η απάντηση που έδωσαν σήμερα δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στην πολιτική της κυβέρνησης !!!
Δάσκαλοι, καθηγητές, εργαζόμενοι σε δημόσιες υπηρεσίες, ασφαλιστικά ταμεία, πολεοδομίες, τελωνεία, ΔΕΗ, ΟΤΑ, ΔΕΚΟ, ΠΝΟ, τραπεζικοί υπάλληλοι, δημοσιογράφοι , νέοι άνθρωποι κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνα για να διαδηλώσουν κατά των μέτρων και εναντίον της Κυβέρνησης του Μνημονίου.
Εντυπωσίασε η συμμετοχή απλών ανθρώπων της δουλειάς πολλοί από τους οποίους ήταν φανερό ότι κατέβαιναν στο δρόμο για πρώτη φορά, αλλά και η μαχητικότητα. «Συνηθισμένοι άνθρωποι» εξαπέλυαν φραστικές επιθέσεις εναντίον των ΜΑΤ και δεν έφευγαν παρά τα χημικά – έκαναν κύκλους στους γύρω δρόμους και επέστρεφαν στην … σκηνή του πολέμου
Η πορεία διαμαρτυρίας του ΠΑΜΕ ξεκίνησε λίγο μετά τις 11 από την Ομόνοια, ενώ λίγο πριν τη 1 το μεσημέρι ξεκίνησε και η πορεία της ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ από το Πεδίον του Άρεως.
Όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ η γενική απεργία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και σε πολλούς εργασιακούς χώρους η συμμετοχή στην απεργία ήταν καθολική και έφτασε το 100%.
«Δεν θα πεθάνουμε » φώναζε ο κόσμος. «Δεν πληρώνουμε», «όχι θυσίες για την πλουτοκρατία»
Τα επεισόδια ξέσπασαν (ως συνήθως) κοντά στο υπουργείο Οικονομικών, όταν τα ΜΑΤ επιτέθηκαν με χημικά και στη συνέχεια διέσπασαν την πορεία δεκάδων χιλιάδων κόσμου. Αντιεξουσιαστές απάντησαν με μολότωφ. Αναφέρεται ότι η Αστυνομία κινητοποίησε πάνω από 5.000 άνδρες, φέρνοντας ενισχύσει και από γειτονικές πόλεις.

Για μια ακόμα φορά ο κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, με εκτεταμένα επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών δυνάμεων, οδοφράγματα, οδομαχίες και καταστροφές.

Διαδηλωτές ξήλωναν πλάκες από τα πεζοδρόμια και τις πετούσαν στα ΜΑΤ, βάζοντας επίσης φωτιά στους κάδους απορριμμάτων. Οι δυνάμεις των ΜΑΤ έκαναν εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και ρίψη χειροβομβίδων κρότου-λάμψης.
Διαβάστε τη συνέχεια

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Η συνεργασία με την τρόικα

“Άρθρο των Βουλευτών του ΠΑΣΟΚ Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου, Οδυσσέα Βουδούρη και Παύλου Στασινού στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (21-2-2011)”
Η συμπεριφορά των εκπροσώπων της «τρόικας» αναδεικνύει ξεκάθαρα ένα πρόβλημα που προφανώς υποβόσκει εδώ και καιρό, πιθανώς και από την αρχή της συμφωνίας του Μνημονίου.
Οι εκπρόσωποι της «τρόικας» συμπεριφέρονται ως κυρίαρχοι μιας κατάστασης, όπου αυτοί και μόνο αυτοί θα είχαν αρμοδιότητα για τον έλεγχο της τήρησης της συμφωνίας. Επί της ουσίας όμως είναι αντιφατικό να μας ωθούν σε μέτρα περιστολής που αφορούν τον ιδιωτικό τομέα, όταν το πρόβλημά μας είναι το δημόσιο έλλειμμα, για το οποίο οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι εκπληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας. Είναι, επιπλέον, και επικίνδυνο, όταν γνωρίζουμε ότι το κύριο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη, για την οποία χρειάζεται να κινηθεί η αγορά.
Επί της διαδικασίας, η ανάρμοστη πρωτοβουλία της συνέντευξης Τύπου και κατόπιν η εκδήλωση «λύπης» που αναφέρεται μόνο σε «εντυπώσεις» που δημιούργησε, δείχνουν ότι έχουν παρανοήσει τη φύση του Μνημονίου. Ας την υπενθυμίσουμε λοιπόν. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν καθορίζονται από τα «καλά συναισθήματα» (ακόμα και όταν αυτά υπάρχουν) αλλά από τα συμφέροντα, τη σύγκλισή τους ή την απόκλισή τους. Ο δανεισμός των 110 δισ. ήταν καθοριστικός για την Ελλάδα. Δεν της δόθηκε όμως από έρωτα για τον ελληνισμό. Της δόθηκε διότι συνέφερε τους εταίρους της Ελλάδας να της δοθεί (οι λόγοι αυτοί λίγο ενδιαφέρουν στην προκειμένη περίπτωση). Εξυπηρετηθήκαμε από αυτό το δάνειο και ταυτόχρονα εξυπηρετούμε τους εταίρους μας, διότι μας ενώνουν κάποια κοινά συμφέροντα. Η Ελλάδα δεν ήταν και δεν είναι μια «επιχείρηση που φαλίρισε» και την αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας ένας μεγιστάνας, που δικαιούται να την κάνει ό,τι θέλει.
Συνεπώς, δεν παρακαλούμε, αλλά απαιτούμε από τους εταίρους μας να μας σέβονται όπως τους σεβόμαστε. Το απαιτούμε, πρώτον, διότι έτσι έχουν οι συμφωνίες και δεύτερον και κυρίως διότι εμείς, οι Έλληνες πολίτες, έχουμε ήδη κάνει τεράστιες προσπάθειες, οδυνηρές θυσίες και έχουμε πετύχει τα αποτελέσματα για τα οποία είχαμε δεσμευτεί.
Έχουμε κάτι να φοβηθούμε αν υψώσουμε τον τόνο της φωνής μας; Απολύτως τίποτα! Απολύτως τίποτα όσο τηρούμε τη συμφωνία μας, διότι δεν θα συμφέρει και την «τρόικα» να διακινδυνεύσει τα δικά της οφέλη από τη σωστή εφαρμογή του Μνημονίου.
Σε λίγο θα κλείσουμε ένα χρόνο εφαρμογής της συμφωνίας που ονομάζεται «Μνημόνιο». Ήρθε η ώρα, αξιολογώντας και τα τελευταία γεγονότα και έχοντας, με τις θυσίες μας, ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας, να θέσουμε επί τάπητος την αξιολόγηση του τρόπου συνεργασίας με τους εταίρους μας.
Οδυσσέας Βουδούρης,
Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος,
Παύλος Στασινός
Βουλευτές ΠΑΣΟΚ
Διαβάστε τη συνέχεια

Ο Δήμαρχος (1872-1941)

Από το βιβλίο του Θ. Γιαννόπουλου
Δεν αναφέρομαι στο σύγχρονο δήμαρχο, γιατί ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Αβαδαίου . Κι αυτός ο ευλογημένος και χωρίς αιτία σε τσιμπάει. Σκέψου τώρα πόσο βαθιά θα χώσει τη δηκτική, ανώδυνη βέβαια και διασκεδαστική, προβοσκίδα του, αν του καταπατήσεις δικά του οικόπεδα. Ας είναι!
Ο δικός μου Δήμαρχος έκανε για λίγο διάστημα, έστω κι αναπληρωματικός, πραγματικός δήμαρχος στον παλιό δήμο Κλείτορος που είχε έδρα στο Βαλτεσινίκο και περιλάβαινε τα χωριά Γλανιτσιά, Κερπινή, Γλόγοβα, Τοπόριστα, Καρνέσι, Πάνω και Κάτω Αγρίδι…
Κι είναι ο μακαρίτης Γιάννης Γιαννόπουλος ή Ζέτος ή Δήμαρχος ή Καμπούρης, πεθερός του Ραμόγιαννη. Και μπάρμπας πρώτος του Φλεβάρη που είχε το προνόμιο να του κληρονομήσει ακέρια κι ατόφια τη σιερετιά.
Θέλουν να λένε πως οι σιγανοπαπαδιές Γιανναίοι – ελπίζω να μη θυμώσει ο Θανασάκος – κρύβανε μέσα τους πολλή σιερετιά. Κι αρχισιερέτη λέγανε το Δήμαρχο που είχε την τόλμη κι έβγανε στη φόρα το ελάττωμά του. Έλα όμως που στη σιερετιά ο Δήμαρχος φοβήθηκε τον άλλο μακαρίτη Ζάρο; Ο Ζάρος φοβήθηκε (κατά το Ιακώβ εγέννησε το Δαβίδ κλπ. κλπ.) την Πεζού, πεθερά του μεγάλου Πίκουλα, κι η Πεζού φοβήθηκε το Φλεβάρη;


Στα νιάτα του ο Δήμαρχος ήταν ομορφάντρας, σωστό παλικάρι. Είχε όμως την ατυχία να πάει για καζάντια στην Αμερική. Και το μόνο που κέρδισε ήταν η ανίατη αρρώστια που του ‘φερε την καμπούρα και την ανικανότητα για κάτι είδους εργασία, εξόν από του αγροφύλακα. Αλλά το επάγγελμα του αγροφύλακα στα παλιότερα χρόνια είχε στενή εξάρτηση από τους ιθύνοντες κάθε φορά τα κοινοτικά του χωριού… Κι ο Δήμαρχος πολλές φορές τύχαινε να ‘ναι με τους χαμένους και χωρίς δουλειά.
Αργόσχολος λοιπόν τον περισσότερο χρόνο του, αράθυμος από την πάθησή του και τσουχτερός στα λόγια από φυσικού του, ο Δήμαρχος έβρισκε σε κάθε περίπτωση τρόπο να κοροϊδεύει τους πάντες και τα πάντα, για να γλυκαίνει λίγο τη στεναχώρια και τον πόνο του.
Ανάμεσα στα τόσα έξυπνα κι ευτράπελά του ξεχωριστή θέση κατέχει η ίδρυση του Συλλόγου των Παλιανθρώπων της εποχής.

Μια μέρα, λίγο πριν από το θέρο, τη χρονιά που ο Δήμαρχος ήταν αγροφύλακας, πήγε στην Τσιοτσιολαίικη Γούβα ή γαϊδούρα της ξαδέρφης του Ελένης του Νασιοχαράλαμπου, γιαγιάς του Μπουρνοθανάση. Πήρε το γένημα σβάρνα και θέριζε ανενόχλητη. Κάποιος ειδοποίησε πρώτα το φύλακα και ύστερα την κάτοχο της γαϊδούρας. Φτάνει στον τόπο του εγκλήματος πρώτος ο φύλακας, αρχινάει με το κοτρόνια το ζωντανό, το ‘ριξε στο ρέμα και πάσκιζε να το γκρεμοτσακίσει ολότελα.
Καταφτάνει σε λίγο κι η Ελένη, βλέπει το δράμα της γαϊδούρας, πεισμώνει και βάζει τις φωνές, τις βρισιές, τις φοβέρες. Μα ο φύλακας έμενε απτόητος κι ασυγκίνητος και συνέχιζε να πετάει κοτρόνια. Αγανάχτησε τρομερά η γυναίκα και τον απειλεί:
- Γκρεμισ’ το ζωντανό, ξάδερφε, και θα στη σιάξω την παλιοκαμπούρα σου! ...
Η επίδραση της απειλής ήταν κεραυνοβόλα. Στη στιγμή ο Δήμαρχος έμεινε ακίνητος, στον τόπο. Πάει ο θυμός, πάνε όλα. Γυρίζει κατά την Ελένη και με μια εκπληκτική ηρεμία της λέει:
- Α, και να μου την έσιαζες, καημένη, και τι δε θα σου χάριζα…
Στο μεταξύ η γαϊδούρα βρήκε μονοπάτι και πάει ρέμα ρέμα κατά το Κουτσουλόπετρο.
Το νόστιμο είναι πως, όταν πέθανε ο Δήμαρχος, το σώμα του δεν κάλιαγε στην κάσα. Γιατί η σπονδυλική στήλη του ήταν σαν το τελικό σίγμα (ς). Τον γυρίζει τότε μπρούμυτα η Ελένη, πατάει πάνω του και με ένα κρακ που ακούστηκε, η καμπούρα έσπασε και το σώμα ίσιωσε. Και μαζί η επιβεβαίωση της παλιάς απειλής:
- Δε στο ‘χα πει, Γιάαανη, πως θα στην ίσιωνα την καμπούρα; Να που το ‘κανα!

Στο Δήμαρχο άρεσε συχνά να παίζει πρέφα, στο ίδιο πάντα μοτίβο, απλά και ρουτινιάρικα. Μια μέρα ένας από τους συμπαίχτες του, γνωστός για την αθυροστομία του, βάλθηκε να τον εκνευρίζει πιο πολύ από κάθε φορά. Και κάθε λίγο του ‘λεγε:
- Πάρ’ την, γεροκαμπούρη. Χώσου μέσα σόλον, παλιοκαμπούρη. Εφτά κούπες εγώ, παλιοσακάτη…
Με το τελευταίο ο Δήμαρχος άναψε για καλά. Έκανε να πιάσει τη μαγκούρα, συνήλθε όμως γρήγορα κι είπε με σαρκαστική ειρωνεία:
- Δε φταις εσύ, παλιοπαλιανθρωπέα. Ο πατέρας σου φταίει, γιατί την ώρα που σ’ έσπειρε δεν έριξε μαζί και λίγο μυαλό… Σάμπως είχε όμως κι ο δόλιος εκείνος μυαλό να ρίξει και για σένα;
Κόκαλο ο άλλος! όπως θα ‘λεγε κι ο Διαμάντης.
[1] Αβαδαίος = Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γλανιτσιώτη θαυμάσιου σατιρικού Κώτσιου του Γιωργίλα.
Την ίδια απειλή σ’ ανάλογη περίπτωση είχε εκστομίσει κι η Σωτήρα του Τούρλα. Και την ίδια απάντηση είχε πάρει.
Ήταν ο Κώστας Φουσέκας.

Διαβάστε τη συνέχεια

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

24ωρη γενική απεργία την Τετάρτη από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ έχουν προκηρύξει 24ωρη απεργία για την Τετάρτη 23/2Συγκέντρωση διαμαρτυρίας θα πραγματοποιηθεί στο Πεδίον του Άρεως στις 11 το πρωί ενώ παράλληλα το ΠΑΜΕ θα πραγματοποιήσει την ίδια ώρα συγκέντρωση στην Ομόνοια.
Στην απεργιακή κινητοποίηση θα συμμετάσχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εφοριακοί, οι τελωνειακοί, το προσωπικό των Ταμείων, το προσωπικό των ΔΕΚΟ, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αλλά και οι τραπεζικοί υπάλληλοι με απόφαση της ΟΤΟΕ. Ακόμα θα απεργήσουν και οι γιατροί, οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, στο ΕΚΑΒ και στην πρόνοια, ενώ τα νοσοκομεία θα εξυπηρετούν μόνο τα επείγοντα περιστατικά. Παράλληλα και οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας θα κάνουν στάση εργασίας, όπως και η ΠΝΟ.
Κλειστά τα καταστήματα, μετά από απόφαση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Ο ΗΣΑΠ θα λειτουργήσει από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, προκειμένου να μετακινηθούν όσοι θα συμμετάσχουν στα συλλαλητήρια. Μετρό και Τραμ δεν έχουν εξαγγείλει κινητοποιήσεις μέχρι στιγμής. Σήμερα, ωστόσο έχει προγραμματιστεί συνεδρίαση των συνδικαλιστικών τους οργάνων για να αποφασίσουν την περαιτέρω πορεία τους
Διαβάστε τη συνέχεια

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ κεφ Γ

Από το βιβλίο του Θ. Γιαννόπουλου
Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1930, κανά μήνα πριν φύγουν οι χωριανοί για σκάψιμο στον Πύργο, συγκεντρωθήκανε συνωμοτικά έξω από το μαγαζί του Παπαντώνη ο ένας πίσω απ’ τον άλλον οι: Μπαρουνοκώστας, Πόταγας, Καπετογιώργης και Καγιάς. Θέμα της σύσκεψης η κατάστρωση προγράμματος για μηνύσεις, μάρτυρες, αγροζημιές και χρονολογίες. Ανάμεσα στ’ άλλα ο Μπαρουνοκώστας, αρχηγός, διάταξε τον αγροφύλακα Καπέτα:
- Θα κάνεις μήνυση του Θύμιου τον Απρίλη, γιατί τα πράματά του φάγανε το χωράφι του Σιόρμπα. Μάρτυρες θα βάλεις τον Πόταγα, τον Καγιά…
- Μα ο Καγιάς τότε θα ‘ναι στον Πύργο, παρατήρησε ο Πόταγας.
- Ας είμαι στον Πύργο, βλέπω ‘γω, τον έκοψε ο Καγιάς.
Ο υποφαινόμενος, αδιόριστος δασκαλάκος τότε, καθόμουνα σ’ έναν πάγκο δίπλα κι έκλαιγα τη μοίρα μου… Ήταν σκοτάδι και δε φαινόμουνα. Όταν άκουσα τον Καγιά να λέει ό,τι είπε, χωρίς να το θέλω, μετακινήθηκα.
- Μπρε! κάποιος έναι δίπλα και μας άκουσε, ψιθυρίσανε φοβισμένα μεταξύ τους.
- Σωπάτε, ρε, που τα κάνατ’ απάνου σας! Τηράτε πρώτε ποιος έναι και μετά βλέπουμε, λέει ο παπάς.
Ήρθε ο Καγιάς κοντά, με γνώρισε. Γύρισε και τους το ‘ειπε.
- Συνεχίστε, λέει πάλι ο παπάς. Και ν’ άκουσε ο Θόικος, δε μαρτυράει.
Κι όπως βλέπεις, το μυστικό το κράτησα 56 ολόκληρα χρόνια. Τώρα το μαρτυράω.

Το μεγάλο κακό από τη συχνή προσφυγή του Γλανιτσιώτη στη δικαιοσύνη δεν ήταν μόνο η διατάραξη των σχέσεων και η περαιτέρω όξυνση των παθών μεταξύ τους, αλλά και η οικονομική εξάντλησή τους. Το δικαστήριο ήταν μια πληγή που αιμορροούσε συνέχεια, απορροφούσε και την τελευταία δεκάρα και τους φτωχούς τους έκανε απελπιστικά φτωχότερους. Κουρέλια οικονομικά, αλλ’ αμετανόητα. Δεν είναι υπερβολή αυτό που λέγανε τα γύρω χωριά: ότι μόνη της η Γλανιτσιά συντηρούσε οικονομικά ολόκληρη την υπηρεσία του ειρηνοδικείου της περιοχής.

Το μόνο κέρδος που απόμεινε ήταν – όπως είπα πιο πάνω – ότι αρκετοί από τους πιο ταχτικούς και ποιο έξυπνους πελάτες μάθανε πολλά δικολαβίστικα τερτίπια. Και καταφέρνανε να βγαίνουν παλικαρίσια πέρα σε πολλές αναποδιές της ζωής. Μια από τις τρανές αποδείξεις είναι η επόμενη:

Κανά δυο χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1940 ο συμβολαιογράφος του Βαλτεσινίκου Πάνος Ορφανός είχε δώσει μισιακά κάμποσα γίδια στον Ντελήμανο στον Παλιόπυργο. Ως το χειμώνα του 1941-42 ο Τάσιος ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις του προς τον Ορφανό. Κι εκείνος έμενε πολύ ευχαριστημένος. Το Γενάρη του 1942 όμως με τη γερμανοϊταλική κατοχή έπεσε τρομερή πείνα στο χωριό και καθένας πάσκιζε με χίλια δυο ψέματα να πορέψει τη δική του φαμελιά. Έτσι ο Ντελήμανος έπαψε να δίνει τα οφειλόμενα στον Ορφανό. Κι εκείνος με τη δύναμη που είχε, και με τα μέσα που διάθετε στην Αστυνομία του Βαλτεσινίκου, έστειλε χωροφύλακες στον Παλιόπυργο να πάρουν δια της βίας τα γίδια του. Οι Παλιοπυργίσι`οι αντιδράσανε δυναμικά. Και μ’ επικεφαλής το Βασιλιώνη κυνηγήσανε με τις πέτρες τους χωροφύλακες.

Καλά κι άγια ως εδώ. Τι θα γινόταν όμως κατόπι; Τότε τους λύθηκε το μουσκάρι και συλλογίστηκαν οι Ντελημαναίοι τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κουτρουβαληθήκανε γρήγορα-γρήγορα στο χωριό να συμβουλευτούν τους νομικούς συμβούλους περί του «περαιτέρω πρακτέου». Καλύτερος νομικός σύμβουλος φυσικά δεν ήταν άλλος από το νομομαθέστατο Μπαρουνοκώστα .

Τότε βρισκότανε στο χωριό ο δικηγόρος Χρήστος Παπαντωνίου (βλ. πιο κάτω), αυτός όμως δεν έδινε καμιά νομική συμβουλή χωρίς αμοιβή. Ενώ ο Μπαρουνοκώστας έδινε τις συμβουλές του εντελώς δωρεάν. Ύστερα, στην περίπτωση αυτή δε χρειαζόταν συμβουλή που να στηριζότανε σε νόμο, αλλά κάποιο σόφισμα έξω από τα όρια της νομικής επιστήμης. Και σε τέτοια σοφίσματα ο Μπαρουνοκώστας ήτανε «μανούλα».

Πριν από το μεσημέρι εγώ κι ο Γιωργίλας καθόμαστε στο μαγαζί του Χαρατσή. Και κουβεντιάζαμε για το συγκλονιστικό γεγονός της ημέρας: την εξέγερση των τσιοπάνηδων κατά της Αρχής και τις πιθανές συνέπειές της. Σε μια στιγμή βλέπουμε να ‘ρχονται κατά μας μπροστά ο Ντελήμανος, ο Πάτσης κι ο Τασιόρηγος αλαφιασμένοι, τρομαγμένοι, κατακίτρινοι σαν το φλωρί.

- Κάτσε τώρα να ιδείς, μου λέει ο Γιωργίλας. Και να μάθεις τι ακριβώς εστί Γλανιτσιώτες. Γιατί ακόμα δεν τους ξέρεις καλά.

Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνουν μέσα ο νομικός σύμβουλος με τους δράστες. Και κάθονται σε διπλανό τραπέζι βιαστικοί και ανυπόμονοι.

- Χαρατσή, φέρε μια κόλλα χαρτί, παραγγέλνει επιταχτικά ο Μπαρούνης. Κι εσύ, δάσκαλε, έλα δω, απευθύνεται σε μένα στον ίδιο τόνο. Έχεις βολίμι;

- Έχω, αλλά τι με θέλεις εμένα. Φτάνεις εσύ και περισσεύεις, του λέω μισοειρωνικά.

Με κοίταξε καλά-καλά και είπε πιο μαλακά:

- Ας την κουβέντα, δάσκαλε, κι έλα δω. Γιατί η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Και τούτοι εδώ είναι βλάκες. Μπορούσανε ναν την κάνουν αλλιώς τη δουλειά, χωρίς να κινδυνεύουνε τώρα να περάσουν από στρατοδικείο.

- Στρατοδικείο; απόρησα.

- Ναι. Στρατοδικείο. Κάνανε αντίσταση στην Αρχή τώρα που ισχύει ο στρατιωτικός νόμος.

Σηκώθηκα δισταχτικά. Ο Γιωργίλας στο μεταξύ χαμογέλασε στα μουλωχτά. Πήγα στο τραπέζι τους, κάθισα, έβγαλα το μολύβι μου, πήρα την κόλλα και περίμενα.

- Γράφε! διατάζει ο Μπαρούνης. Κι έγραψα αυτά που γράφω και τώρα, όπως ακριβώς μου τα υπαγόρεψε τότε. Βλέπεις, τέτοια συνταραχτικά γεγονότα δεν ξεχνιούνται εύκολα όσα χρόνια κι αν περάσουν.

ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ.

Νομαρχίαν Ακραδίας, Εισαγγελίαν Πλημμελειοδικών, Διοίκησιν Χωροφυλακής Τρίπολιν

Ένοπλοι άγνωστοι μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες και υποκρινόμενοι τους αστυνομικούς του Βαλτεσινίκου επέπεσαν αιφνιδίως κατά του ποιμνίου μας εις Παλιόπυργον και αποπειράθηκαν να το απαγάγουν Stop. Προ αυτής της καταστάσεως αντιτάξαμεν νόμιμον άμυναν Stop. Ευπειθέστατοι…

Αν μπορείς, μη δοκιμάσεις κι εσύ την ίδια έκπληξη που δοκίμασα όχι μόνο εγώ, αλλά κι ο Γιωργίλας!

- Νόμιζα πως τους ήξερα τους Γλανιτσιώτες, μου λέει. Μα ως εδώ δεν το φανταζόμουνα. Έμεινα, φαίνεται, μεταξεταστέος…

[1] Ο Μπαρουνοκώστας είχε προικιστεί από το φύση – σύμφωνα με την ψυχολογική ορολογία – με παρατηρητικότητα, οξεία αντίληψη, πιστή και διαρκή μνήμη, αφομοιωτική και κριτική ικανότητα. Με τη μαθητεία του κοντά σε διάφορους πολιτικούς και ποινικούς κατάδικους, όταν ήτανε μαζί με τον Καγιά στις φυλακές του Ρίου, διδάχτηκε πολλά νομικά κυρίως τεχνάσματα και τ’ αξιοποίησε στην κατοπινή ζωή του. Ήταν ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της αγοράς, αρκετά δύστροπος και ζόρικος, καβγατζής, ασυμβίβαστος μ’ όποιον καταλάβαινε πως επιχειρούσε να τον βλάψει ή κι απλώς σκεφτόταν να τον κοροϊδέψει, φανατικός πάντοτε στην πολιτική του ιδεολογία και προκλητικός σε κάθε κομματικό αντίπαλό του. Υποστήριζε φανερά και ειλικρινά όποιον συμπαθούσε και καταδίωκε με πείσμα όποιον αντιπαθούσε. Έτσι κατάφερνε είτε ως μηνυτής είτε ως κατηγορούμενος είτε ως μάρτυρας να μη λείπει από τα δικαστήρια σε καμιά σχεδόν δικάσιμη και συνέχεια να πλουτίσει τις νομικές του εμπειρίες. Τον θυμάμαι πολλές φορές, σαν γύριζε από το δικαστήριο, να σχολιάζει διάφορες υποθέσεις, να κρίνει και να κατακρίνει, αλλά και να εγκωμιάζει αγορεύσεις δικηγόρων και εισαγγελέων και δικαστικές αποφάσεις με τέτοια ευχέρεια κι άνεση, που σ’ άφηνε κατάπληκτο. Δικαιολογημένα λοιπόν οι Ντελημαναίοι καταφύγανε σ’ αυτόν κι όχι στο δικηγόρο τώρα που τους βρήκε το μεγάλο ζόρι.
Διαβάστε τη συνέχεια

Το βίντεο της Κυριακής.

Τ. Σταθόπουλος (Μπουρνά)

Διαβάστε τη συνέχεια

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Το κίνημά μας θα συνεχίσει να αντιστέκεται στην ύπαρξη διοδίων

Ο αγώνας συνεχίζεται
Συμμετέχουμε στο Πανελλαδικό Άνοιγμα των διοδίων στις 20 Φεβρουαρίου 2011
Ανοίγουμε τα διόδια στην Πελοπόννησο την Κυριακή στις 3 το μεσημέρι
ΣΤΕΛΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ
Η κυβέρνηση καθ’ υπόδειξη των μεγαλοεργολάβων ψήφισε την ποινικοποίηση του κινήματός μας. Ενός κινήματος μαζικού, δίκαιου, ακομμάτιστου, ενός κινήματος που τολμά να τα βάζει με μεγαλοεργολάβους στοιχειοθετώντας καταγγελίες για το κερδοσκοπικό πάρτι που στήνεται σε βάρος των πολιτών και της οικονομίας της χώρας. Το κίνημά μας θα συνεχίσει να αντιστέκεται στην ύπαρξη διοδίων γιατί πληρώνουμε για δρόμους υφιστάμενους, τους οποίους έχουμε προπληρώσει και γιατί πληρώνουμε, μέσω των τελών κυκλοφορίας που είναι πανάκριβα, αλλά και των ενσωματωμένων φόρων στα καύσιμα για να γίνονται δημόσια έργα συντήρησης, βελτίωσης και επέκτασης του οδικού δικτύου. Το κίνημά μας θα συνεχίσει να αποκαλύπτει τους πραγματικούς τζαμπατζήδες, τους megaλοεργολάβους, που εισπράττουν διόδια τόσο για δρόμους που δεν έχουν κατασκευαστεί, όσο και για εκείνους τους δρόμους που έχουν ήδη εξοφληθεί (Αττική οδός). Ακόμα και έτσι όμως, οι εν λόγω επενδυτές -τζαμπατζήδες συνεισφέρουν στην κατασκευή των έργων με ίδια κεφάλαια που κυμαίνονται μεταξύ 5-10% του κόστους. Τα υπόλοιπα είναι ενισχύσεις από το δημόσιο, την ΕΕ ή δάνεια από τράπεζες.
Το κίνημά μας θα συνεχίσει να αποκαλύπτει το όργιο παρανομιών από τους μεγαλοεργολάβους όπως τη μη ύπαρξη ή το κλείσιμο των παραδρόμων, τη μη τήρηση προδιαγραφών αυτοκινητοδρόμου, τις
πολεοδομικές παραβάσεις, τη μη τήρηση περιβαλλοντικών όρων, τις υποτιμημένες παραδοχές
κυκλοφοριακού φόρτου για επιμήκυνση του χρόνου είσπραξης διοδίων κλπ.
Το κίνημά μας παλεύει για ελεύθερους δρόμους χωρίς διόδια υπερασπιζόμενο το σύνταγμα και τις
διατάξεις περί ελεύθερης μετακίνησης. Παλεύει μαζί με τους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες και
τους αγρότες ενάντια στην κερδοσκοπία και την ασυδοσία και απευθύνει κάλεσμα σε όλους για την
κινητοποίηση της 20 Φλεβάρη και για κοινούς αγώνες για να αποτραπεί το ξεπούλημα και η
ισοπέδωση της χώρας.
Όταν η αδικία γίνεται νόμος του κράτους, τότε η ανυπακοή σε αυτούς τους νόμους είναι όχι απλά
δικαιολογημένη αλλά και αποτελεί και υποχρέωση των πολιτών.
ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ:
Οι πολίτες και οι φορείς της Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας τα
διόδια στη Νεστάνη.
Οι Κορίνθιοι και οι Αργολιδείς τα διόδια Κορίνθου.
Συνεχίζουμε τον αγώνα μας μαζικοποιώντας και κλιμακώνοντας τις διαμαρτυρίες μας και
χρησιμοποιώντας όλους τους ενδεδειγμένους τρόπους για να πετύχουμε την κατάργηση των συμβάσεων παραχώρησης των εθνικών μας δρόμων και των διοδίων.__
Διαβάστε τη συνέχεια

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Πρόσκληση Συγκρότησης Δημοτικής Επιτροπής

Ο Δήμος Γορτυνίας σε εφαρμογή του άρθρου 76 «Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης» του Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» καθώς και της εγκυκλίου με αριθμό 59/Α.Π.74896/30-12-2010 του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με θέμα «Θεσμικές αλλαγές του προγράμματος Καλλικράτης», προσκαλεί τα διοικητικά συμβούλια:
α) των τοπικών εμπορικών και επαγγελματικών συλλόγων και οργανώσεων
β) των επιστημονικών συλλόγων και φορέων
γ) των τοπικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών
δ) των εργαζομένων στο δήμο και τα νομικά του πρόσωπα
ε) των ενώσεων και συλλόγων γονέων
στ) των αθλητικών και πολιτιστικών συλλόγων και φορέων
ζ) των εθελοντικών οργανώσεων και κινήσεων πολιτών
η) άλλων οργανώσεων και φορέων της κοινωνίας των πολιτών
θ) των τοπικών συμβουλίων νέων
να ορίσουν εκπροσώπους τους καθώς και όσους από τους Δημότες επιθυμούν να συμμετέχουν στο νέο θεσμό, να καταθέσουν εγγράφως τη βούληση τους.

Η διάρκεια της θητείας της Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης δεν υπερβαίνει τα δυόμιση έτη. Ο συνολικός αριθμός των μελών της, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, μπορεί να είναι από είκοσι πέντε (25) έως πενήντα (50) μέλη. Σε ποσοστό ένα τρίτο (1/3) του συνολικού αριθμού των μελών εκπροσώπων φορέων ορίζονται επιπλέον μέλη, μετά από κλήρωση, δημότες εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους καθώς και όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους. Σε περίπτωση που οι συμμετοχές φορέων κ.λ.π. υπερβαίνουν τον επιτρεπόμενο αριθμό των μελών θα διενεργηθεί εκλογή μεταξύ των εκπροσώπων, των τοπικών φορέων και των δημοτών που θα πραγματοποιηθεί παρουσία των προέδρων και νόμιμων εκπροσώπων τους σε ημερομηνία που θα καθοριστεί.

Στη Δημοτική επιτροπή διαβούλευσης προεδρεύει ο Δήμαρχος ή ο Αντιδήμαρχος που ορίζει ο Δήμαρχος με απόφασή του. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής καλούνται κατά περίπτωση και συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου και εκπρόσωποι αρμόδιων κρατικών αρχών, των τοπικών οργανώσεων πολιτικών κομμάτων, καθώς και οι επικεφαλής των δημοτικών παρατάξεων που εκπροσωπούνται στο δημοτικό συμβούλιο.

Η δημοτική επιτροπή διαβούλευσης:
α) Γνωμοδοτεί στο δημοτικό συμβούλιο σχετικά με τα αναπτυξιακά προγράμματα και τα προγράμματα δράσης του δήμου, το επιχειρησιακό πρόγραμμα και το τεχνικό πρόγραμμα του δήμου.
β) Γνωμοδοτεί για θέματα γενικότερου τοπικού ενδιαφέροντος, που παραπέμπονται σε αυτή από το δημοτικό συμβούλιο ή τον δήμαρχο.
γ) Εξετάζει τα τοπικά προβλήματα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες του δήμου και διατυπώνει γνώμη για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων αυτών.
δ) Δύναται να διατυπώνει παρατηρήσεις επί του περιεχομένου των κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κ.Δ.Κ.

Υποβολή Υποψηφιοτήτων
Οι υποψηφιότητες των μελών υποβάλλονται εγγράφως μέχρι και την 23η Φεβρουαρίου 2011 κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες στο Δημαρχείο Γορτυνίας, στην Δημητσάνα και απευθύνονται στο γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Όλες οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν τα απαραίτητα στοιχεία επικοινωνίας (Επωνυμία Φορέα με σφραγίδα/Ονοματεπώνυμο Δημότη, Τηλέφωνο, Διεύθυνση, Τ.Κ., e-mail).

Πληροφορίες
Η παρούσα πρόσκληση θα δημοσιευθεί στις τοπικές εφημερίδες και θα αναρτηθεί στο Internet.
Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στο γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες και στο τηλέφωνο 27950-31665 (κ. Ελένη Νικήτα).

Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΠ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Διαβάστε τη συνέχεια

Έργα σε δρόμους της επαρχίας Γορτυνίας!

Έργα σε δρόμους της επαρχίας Γορτυνίας!
Κατά τις συσκέψεις που έλαβαν χώρα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου στις 24/1/2011, ο Δήμαρχος Γορτυνίας Γιάννης Γιαννόπουλος ανακοίνωσε ότι εγκρίθηκαν και συνεχίζονται έργα οδοποιίας ύψους 6,5 εκ. ευρώ.
Η κατάσταση με τα εγκεκριμένα εκτελούμενα και υπό κατασκευή έργα στο Δήμο Γορτυνίας, στην οποία αναφέρονται ο τίτλος του έργου, το ποσό πίστωσης, το στάδιο που βρίσκεται και η πηγή χρηματοδότησης κάθε έργου, έχει ως εξής:
Εργασίες αποκατάστασης βλαβών για το δρόμο από διασταύρωση προς Βούτση – Βελημάχι – Καρδαρίτσι – Παραλογγοί – Τριπόταμα. Ποσό πίστωσης: 2.423.649,94. Εκτελείται ΠΔΕ.
Συνέχιση εργασιών βελτίωσης του περιφερειακού δρόμου Λαγκαδίων. Ποσό πίστωσης: 100.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΤΕΟ) – Στάδιο Μελέτης.
Άρση επικινδυνότητας σε δρόμους που συμβάλλουν στην παλαιά Ε.Ο. Βυτίνας – Πύργου. Ποσό πίστωσης: 24.600,00. εκτελείται (ΤΕΟ)
Εργασίες ασφαλτόστρωσης και συντήρησης του επαρχ. Δρόμου από διασταύρωση Βούτση – προς Μοναστηράκι – Βυδικάκι. Ποσό πίστωσης: 150.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΤΕΟ) – Στάδιο Μελέτης.
Τεχνικά έργα στο δρόμο από διασταύρωση Εθνικής οδού Τρίπολης – Πύργου προς Ι.Μ. Κερνίτσας. Ποσό πίστωσης: 150.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΤΕΟ) – Στάδιο Μελέτης.
Συντήρηση – βελτίωση επαρχ. Δρόμου Λουτρά Ηραίας – Αγιάννης. Ποσό πίστωσης: 50.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΤΕΟ) – Στάδιο Μελέτης.
Εργασίες βελτίωσης και ασφαλτόστρωσης του δρόμου Τρόπαια- Περδικονέρι – Μπουλιάρι – Αγ. Παρασκευή. Πόσο πίστωσης: 350.000,00. Στάδιο Υπογραφής Σύμβασης (ΠΟΡΟΙ Ν.Α.)
Εργασίες βελτίωσης και αποκ/σης φθορών στον επαρχ. Δρόμο Τρόπαια – Πήδημα – Λίμνη Λάδωνα. Πόσο πίστωσης: 135.909,10. Εκτελείται (ΠΟΡΟΙ Ν.Α.).
Εργασίες συντήρησης και βελτίωσης κατά τμήματα του οδικού άξονα και συμβάλλουσες σε αυτόν Τρίπολη – Δαβιά- Χρυσοβίτσι – Στεμνίτσα – Δημητσάνα. Πόσο πίστωσης: 100.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΥΠΕΣ – 2009) – Στάδιο Μελέτης.
Κατασκευή γεφυριού στην περιοχή Παλιότσουπα Δήμου Λαγκαδίων. Πόσο πίστωσης: 30.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΥΠΕΣ – 2009) – Στάδιο Μελέτης.
Συντήρηση κατά τμήματα του ασφαλτοτάπητα του επαρχιακού δρόμου Ζάτουνα – Μελισσόπετρα – Ράφτη- Παλούμπα – Λυσσαρέα – Κοκκινόραχη – Αετορράχη & προς Αράπηδες. Πόσο πίστωσης: 400.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΚΑΠ - 2010) – Στάδιο Μελέτης.
Ολοκλήρωση εργασιών βελτίωσης και ασφαλτόστρωσης του δρόμου προς Κυράς Γεφύρι – Μυγδαλιά από διασταύρωση με τον επαρχ. Δρόμο Μουριάς – Πουρναριάς. Πόσο πίστωσης: 200.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΚΑΠ - 2010) – Στάδιο Μελέτης.
Εργασίες βελτίωσης & ασφαλ/σης του δρόμου Περδικονέρι – Αγ. Παρασκευή. Ποσό πίστωσης: 400.000,00. Στάδιο Δημοπρασίας – (ΚΑΠ 2010).
Εργασίες συντήρησης του δρόμου Ριζοσπηλιά – Κοκκορά προς Μπαρδάκι. Ποσό Πίστωσης: 45.000,00. Στάδιο Υπογραφής Σύμβασης (ΚΑΠ- 2010).
Βελτίωση και συντήρηση κατά τμήματα του επαρχ. Δρόμου Θεόκτιστο – Δρακοβούνι – Κερπινή – Μυγδαλιά – Βαλτεσινίκο- Μαγούλιανα και προς Λάστα. Ποσό Πίστωσης: 400.000,00. Στάδιο Υπογραφής Σύμβασης (ΚΑΠ- 2010).
Ολοκλήρωση ασφαλτόστρωσης του δρόμου Λευκοχώρι – Γαλατάς – Περδικονέρι. Πόσο πίστωσης: 300.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΚΑΠ - 2010) – Στάδιο Μελέτης.
Συντήρηση του επαρχ. Δρόμου από γέφυρα Σερά προς Σέρβου – Λυκούρεση – Ψάρι & Αράπηδες. Πόσο πίστωσης: 300.000,00. Υπάρχει πίστωση (ΚΑΠ - 2010) – Στάδιο Μελέτης.
Διαμόρφωση – βελτίωση δημοτικής οδού εισόδου στο Τ.Δ. Βυτίνας του Δήμου Βυτίνας Ν. Αρκαδίας. Ποσό πίστωσης: 400.000,00. Εκτελείται (ΤΕΟ).
Συντήρηση και βελτίωση του δρόμου διασταύρωση Καρύταινας – Ελληνικού προς Ελληνικό – Στεμνίτσα (διασταύρωση Χρυσοβιτσίου). Ποσό Πίστωσης 500.000,00. Στάδιο Υπογραφής Σύμβασης (3ο ΕΑΠ).
Αποκατάσταση ζημιών γέφυρας «Κόνιαρη» στο Τ.Δ. Στεμνίτσας Δήμου Τρικολώνων. Ποσό Πίστωσης: 160.000,00. Υπάρχει πιστωση (3ο ΕΑΠ) – Στάδιο Μελέτης.
ΣΥΝΟΛΟ 6.484.159,04.

πηγή http://kalimera-arkadia.blogspot.com/
Διαβάστε τη συνέχεια

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Δικτατορία χωρίς τανκς γίνεται. Χωρίς TV όχι!‏

Aπό την Γιάννα Πολυδώρου
Σας ευχαριστούμε που μας επιλέξατε για την εξημέρωσή σας...
Αύριο στις 8 και πάλι ...χαζοί.
Κλίκ στην φώτο για μεγέθυνση

Διαβάστε τη συνέχεια

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ

                          Ο Χρηστάκης Μποσμής   1853-1928)   
 Από το βιβλίο   του Θ. Γιαννόπουλου                      
Τον θυμάμαι σα να ‘τανε χτες. Ανάκοντος, λίγο σκυφτός, με το άσπρο γενάκι, το ‘να μάτι χαλασμένο, το χειμώνα με το μπενοβράκι και το καλοκαίρι με το μακρύ σώβρακο και την άσπρη πουκαμίσα και με τη ροζιάρικη πουρναρίσια μαγκούρα του. Περβοδιάβαινε πρωί βράδυ από του Καλόγερου τ’ αλώνι, για να πάει στα πράματα ή να γυρίσει απ’ αυτά.
Φτωχός κι αυτός, όπως όλοι οι Γλανιτσιώτες εκείνης της εποχής, με ένα τσούρμο παιδιά, αγωνιζότανε με χίλια βάσανα και μ’ ένα σωρό τερτίπια να ξεπεράσει τις στερήσεις και τις αναποδιές της ζωής. Οι παλιότεροι λένε πως ήταν ξύπνιος, πολύ πονηρός κι εύστροφος. Κι ακόμα γελάνε με τα ωραία που σκάρωνε σε κάθε περίσταση, για να ξεγελάει τους αφελείς και… να πορεύεται. Ας θυμηθούμε μερικά:
Κάποτε ο Χρηστάκης είχε πάει στο Κολίρι για σκάψιμο. Παρέα είχε μόνο τον Κωσταντή τον Πάπο, πατέρα του Μήτσιου. Πήγανε σ’ ένα αφεντικό, συμφωνήσανε το μεροδούλι και πιάσανε δουλειά. Οι δυο τους μαζί με τ’ αφεντικό, έναν άντρακλα γερόν και χορτάτο. Στην αράδα μπροστά ο Κωσταντής, στη μέση το αφεντικό και πίσω ο Χρηστάκης.
Όλη τη μέρα το αφεντικό δεν τους άφησε ούτε να ξανασάνουν. Όλο προχώρα, Κωσταντή και προχώρα, Κωσταντή, το πήγαινε… Τους έβγάλε την ψυχή και την ανάσταση.
Το βράδυ, σαν πέσανε οι δυο εργάτες να κοιμηθούν στη χαμοκέλα, ο Πάπος δήλωσε πως τα παρατάει.
- Έτσι που μας πάει αυτός, Χρήστο, θα μας ξεκάνει, είπε. Δε δουλεύω άλλο, θα ψάξω γι’ άλλο αφεντικό.
- Σώπα, ρε Κωσταντή, πιο κιότησες κιόλας, του λέει ο Χρηστάκης. Ας ξημερώσει ταχιά ο Θεός και βλέπουμε. Θα μπω εγώ μπροστά.
Την άλλη μέρα μπροστά ο Χρηστάκης, στη μέση το αφεντικό, πίσω ο Πάπος.
- Προχώρα, Χρήστο, έλεγε τώρα κάθε τόσο το αφεντικό. Προχώρα…
Ο Χρηστάκης προχωρούσε χωρίς μιλιά. Σε κανά δυο ώρες όμως στυλώνει την αξίνα στη γη, στηρίζεται απάνω της κι αρχίζει την κουβέντα:
- Αφεντικό, μου φαίνεται, σφάζει κιόλας. Λίγο κάτσαμε μαζί, μα σ’ εχτίμησα για καλόνε και μπεσαλή. Τι λες, κάνουμε μια συμφωνία;
- Τι συμφωνία, ρε Χρήστο; απόρησε ο Κολιριώτης.
- Να, εγώ έχω πολλά γίδια στο χωριό. Το ίδιο κι ο Κωσταντής κι οι άλλοι χωριανοί μας. Λέω το λοιπόν εκεί πο ‘ρχόνται ξένοι χασάπηδες και μας γελάνε κιόλας, να ‘ρχεσαι ναν τα παίρνεις εσύ. Άμα τα σώνεις, να μου παραγγέλνεις να σου μαζεύω άλλα, κι άλλα κι άλλα, ολοχρονίς. Ε, τι λές;
Ο αφελής Κολιριώτης βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση. Στύλωσε κι αυτός την αξίνα και την υπόλοιπη μέρα την περάσανε συζητώντας κι οι τρεις για την καλύτερη οργάνωση του… εμπόριου.
- Τι λες Κωσταντή, λέει ο Χρηστάκης γελώντας στον Πάπο το βράδυ. Θες ακόμα ν’ αλλάξεις αφεντικό;
Μια φορά ο Χρηστάκης βρισκόταν απένταρος – και πότε είχε πεντάρα στην τσέπη του; - και σχεδόν ξιπόλητος – ξετσαρούχωτος θέλω να πω – στην Κυράς το Γεφύρι. Κατά το γιόμα πέρναγαν από κει για την Ποδογορά κάτι Λαγκαδινοί πραματευτάδες που πουλάγανε φασκιές για γουρνοτσάρουχα. Είδε το «πράμα» ο Χρηστάκης και:
- Πόσο τις φασκιές, παιδιά; ρώτησε.
Είπαν ένα ποσό ο Λαγκαδινοί. Έκανε πως παζαρεύει ο Χρηστάκης, αλλά σε λίγο τους λέει:
- Ας αφήκουμε τα λεφτά, παιδιά. Εσείς έχετε ανάγκη από ζευγιές (ζευγολάτες με το ζευγάρι τους) να σπείρετε παρέκει. Πόσες ζευγιές θέλετε για δυο φασκιές;
Τελείως ανύποπτοι οι Λαγκαδινοί συμφωνήσανε φασκιά και ζευγιά. Πήρε δυο φασκιές ο Χρηστάκης και υποσχέθηκε στο σπαρτό να πάει στο χωριό τους και να τους κάνει δυο ζευγιές. Χαιρετήθηκαν και καθένας πήρε το δρόμο του.
- Δε μου λες, Χρήστο, εσύ ζευγάρι δεν έχεις, τον ρώτησε ένας χωριανός μας. Πώς θα πας για ζευγιές;
Ο Χρηστάκης γέλασε πονηρά κι απάντησε:
- Δε φτάνει που δεν έχει η φαμελιά ζευγάρι, ήθελες να μείνει και ξιπόλητη αποπάνου;
Κάποτε ο Χρηστάκης είχε γυρέψει από το Μαρινάκη το Μαρουδή ρόβη για τα πράματα. Και είχανε συμφωνήσει να πάει να την πάρει.
Ο καιρός όμως πήγαινε καλός και τα πράματα βόσκανε άνετα στα χωράφια. Γι’ αυτό ο Χρηστάκης χρονοτριβούσε να πάρει τη ρόβη. Έλπιζε πως ο καιρός θα ‘βγαινε πέρα για πέρα έτσι και θα γλίτωνε από ένα πρόσθετο χρέος. Στο μεταξύ ο Μαρινάκης έταξε τη ρόβη στο Φανταρόγιαννη.
Ξαφνικά ο καιρός μούρτζωσε. Και σε λίγες μέρες χάλασε για καλά. Ξεροβόρι και χιονιάς άρχισε να δέρνει τον τόπο. Τα γίδια ξεμυτίζανε με το ζόρι έξω κι έτρεμαν από το κρύο. Ξεκίνησε τώρα ο Χρηστάκης να πάει για τη ρόβη.
- Τι να σου κάνω τώρα, Χρήστο; του λέει ο Μαρινάκης. Είδα που άργησες, είπα πώς ματανόησες και τη ρόβη την έταξα στο Φαντάρο.
Ο Χρηστάκης δε διαμαρτυρήθηκε. Ούτε έδειξε καν πως στεναχωρήθηκε ή θύμωσε. Γύρισε πίσω τάχα για να φύγει και λέει:
- Δεν πειράζει, Μαρίνη. Συγγενής σου έναι ο Φαντάρος κι έπρεπε να τον προτιμήσεις. Αλλά τι να σου ειπώ; Μαρουδής και ψεύτης δεν το περίμενα…
Το κόλπο έπιασε. Φιλοτιμήθηκε ο Μαρινάκης και του ‘δωσε τη ροβή.
Μια φορά ο Γιώργης ο Πλιότας έκανε μήνυση του Μένη του Ντανούλα – που εγκαταστάθηκε αργότερα στο Λαμπέτι της Ηλείας, – γιατί άφησε «ανεπιτήρητο το ποίμνιόν του» κι εκείνο πήγε σ’ ένα χωράφι, που είχε σπαρμένο στις Γούρνες, και του ‘κανε ζημιά. Μάρτυρες υπεράσπισης πήγαν ο Σκασίλας κι ο γερο-Χρηστάκης. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή, όταν έγινε η δίκη. Κι ο γερο-Χρηστάκης βρέθηκε μπροστά σε τρομερό δίλημμα. Τα πράματα την είχανε κάνει τη ζημιά, μα ο Μένης ήταν ανιψιός του κι έπρεπε να τον απαλλάξει. Πώς θα το κατάφερνε όμως, αφού ήταν υποχρεωμένος να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο, για να ειπεί την αλήθεια; Και τον όρκο τον σκιαζότανε πολύ. Τον έτρεμε! Όπως τον τρέμανε κι όλοι οι γέροι εκείνης της εποχής.
- Τέλος πάντων, είπε μέσα του. Ας πάμε στο δικαστήριο κι έχει ο Θεός…
Πήγανε στο ειρηνοδικείο στα Μαγούλιανα, άρχισε η δίκη, εξετάστηκαν οι άλλοι μάρτυρες κι ήρθε η σειρά του.
- Έλα, γέρο, του λέει ο ειρηνοδίκης. Βάλ’ το χέρι σου στο Ευαγγέλιο κι ορκίσου να ειπείς την αλήθεια.
- Αμάν, κύριε ειρηνοδίκη! Κάνει ξαφνικά ο γερο-Χρηστάκης. Ξέρεις… νηστεύω να ματαλάβω μεθαύριο την Κυριακή… Πια κάνει να ορκιστώ;
- Κάνει, πώς δεν κάνει. Φτάνει να πεις την αλήθεια…
- Σε παρακαλώ, κύριε ειρηνοδίκη, συνέχισε το ‘να πόδι το ‘χω στον τάφο, νηστεύω κιόλας, σου είπε, για να ματαλάβω… Πια ψέματα θα σου ειπώ; Μη μου το κάνεις το κακό… μη μ’ ορκίζεις… Μου φαίνεται πως θα ‘χω αμαρτία…
Με τα λιμά τον κατάφερε.
- Άιντε, ρε γέρο, σε πιστεύω. Λέγε.
Δε χρειάζεται να ειπωθεί πως ο Μένης αθωώθηκε πανηγυρικά.
Αλλά η ιστορία έχει και συνέχεια:
Βγαίνοντας ο γέρος από την πόρτα του ειρηνοδικείου είπε γεμάτος ικανοποίηση στους άλλους:
- Δόξα σοι ο Θεός! Ειρηνοδίκη μοναχά δεν είχα γελασμένον, τον γέλασα και τούτον…
Ύστερ’ από λίγες μέρες, ο γερο-Χρηστάκης ήρθε σπίτι μας να δει τον πατέρα μου, που ήταν ανήμπορος από γρίπη. Στη συζήτησή τους απάνω σε κάποια στιγμή τον ρωτάει ο πατέρας μου:
- Πώς τα καταφέρνεις, ρε Χρήστο, και ξεγελάς όλον τον κόσμο;
- Σώπα, Αργύρη. Δε σωνόνται ποτές οι κουτοί… Άιντε, γεια σου τώρα και περαστικά!
Διαβάστε τη συνέχεια

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ κεφ β

Γύρω στα 1930 είχε ξεσπάσει πάλι μεγάλη διαμάχη κι έχθρα ανάμεσα στους Γλανιτσιώτες και τους Κερπινιώτες. Αιτία ήτανε τα σύνορα μεταξύ των δύο χωριών. Οι Γλανιτσιώτες τα θέλανε εκεί που είναι σήμερα. Οι Κερπινιώτες ζητούσαν να φτάσουν σχεδόν έξω από το χωριό μας. Θέλανε – ούτε λίγο ούτε πολύ – τη μισή Κουκούλα ως του Ζαντανάστου το χωράφι, το Τριλάγκαδο ως το Κεφαλόβρυσο και τα μισά αμπέλια.
Για ένα διάστημα μια επιτροπή, που είχε σχηματιστεί από πρόκριτους και των δύο χωριών, είχε κάπως καταλαγιάσει τα μαλώματα και τους καβγάδες. Ύστερα όμως ένα κερπινιωτόπουλο τσακώθηκε γερά με το Θόικο του Κωστάντιου για τα σύνορα μέσα στη μέση την Κουκούλα. Τράβηξε μαχαίρι και του βάρεσε μια μαχαιριά. Από τους χάρου τα δόντια γλίτωσε το παλικάρι.
Οι Γλανιτσιώτες δε το συχώρεσαν. Και καταφύγανε στο δικαστήριο να λάβει προσωρινά μέτρα. Το δικαστήριο συνεδρίασε στου Ζαντανάστου τα’ αλώνι στην Κουκούλα . Γύρω από το ειρηνοδίκη, τους δικολάβους και τους κλητευμένους μάρτυρες είχανε συγκεντρωθεί οι κάτοικοι και των δύο χωριών. Γιατί η υπόθεση παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Για τη Γλανιτσιά μάλιστα ζωτικό, ζωτικότατο. Αν το δικαστήριο με την απόφασή του ευνοούσε την Κερπινή, η Γλανιτσιά ήταν χαμένη. Η περιοχή της θα περιοριζότανε πολύ και τα κερπινιώτικα βοσκόπουλα θα φτάνανε ως τις αυλές του χωριού.
Την ώρα που είχε ανάψει για καλά ο καβγάς με τις «εκατέρωθεν αντεγκλήσεις» - που λένε οι νομικοί – αποκάτω από τους Λώλη φάνηκε να διαβαίνει, αδιάφορος τάχα για τα όσα συμβαίνανε κει, ένας καβαλάρης. Ήταν ο Κωστάντιος απάνω στο ψηλό κάτασπρο άλογό τους, φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοαλλαγμένος, μ’ ένα πλουμιστό απλάδι στο σαμάρι, σωστός άρχοντας!
Βλέπει τον άρχοντα ο ειρηνοδίκης, εντυπωσιάζεται από την άψογη εμφάνισή του και στέλνει έναν αγροφύλακα να του μιλήσει να πάει εκεί.
Πηγαίνει ο γέρος. Υποβάλλει σεμνά και ταπεινά τα σέβη του. Και καρτερεί ν’ ακούσει. Δε βιάζεται. Ούτε ρωτάει. Ο ειρηνοδίκης τον παρακαλεί, αν δεν έχει αντίρρηση, να τον βοηθήσει να μάθει την αλήθεια.
Ο γέρος άλλο που δεν ήθελε. Το κόλπο του είχε πιάσει. Η χρυσή ευκαιρία του δόθηκε. Δήλωσε πρώτα-πρώτα πως συμπαθεί τους Κερπινιώτες μια και έχει παντρευτεί Κερπινιώτισσα. Και μια κι έχει πολλούς συγγενείς από την Κερπινή. Είδε πως ο ειρηνοδίκης τον άκουγε με προσοχή. Αρχίζει τότε με το πολύ κατεργαρίστικο και πειστικό του ύφος ν’ αναπτύσσει το απόλυτο δίκιο της Γλανιτσιάς…
- Να την η Γλανιτσιά, του λέει σε κάποια στιγμή, μπροστά στα πόδια μας. Η Κερπινή ούτε φαίνεται ολότελα…
Μ’ αυτά τα λόγια έφερε τελικά τον ειρηνοδίκη στα νερά του. Η απόφαση βγήκε υπέρ της Γλανιτσιάς. Και σώθηκε.

Σε κάποια δίκη ο Τσιριμοκώστας κατέβαζε χωρίς ντροπή και στράτα το ‘να ψέμα απάνω στ’ άλλο. Ήταν ολοφάνερη η θέλησή τους να γείρει η πλάστιγγα της δικαιοσύνης υπέρ του ανθρώπου που υπερασπιζόταν. Δεν κρατήθηκε πια ο δικαστής και τον παρατήρησε αυστηρά:
- Ρε συ, Πολυχρονόπουλε, δε σταματάς λίγο τα ψέματα;
- Κύριε δικαστή μου, απαντάει μελιστάλαχτα ο πανέξυπνος Τσιρίμης, εσύ είσαι υποχρεωμένος να δικάσεις μ’ αυτά που σου λέω εγώ. Κι αν είναι ψέματα, εμένα θα με κρίνει εκείνος που είναι ψηλά.
Κι έδειξε την εικόνα του Χριστού.
Η μηνυσεογραφία και οι καταγγελίες έφτασαν στο αποκορύφωμα μετά τις κοινοτικές εκλογές του 1928 ή 1929 – δε θυμάμαι ακριβώς. Τότε παρατηρήθηκε μια χωρίς προηγούμενο σύγκρουση κι όξυνση των παθών ανάμεσα στους αντίπαλους κομματάρχες Παπακώτσιο και Παπαντώνη και στους ψηφοφόρους τους. Κερδισμένοι βγήκαν οι Παπαντωναιικοί. Και πρόεδρος της Κοινότητας το 1929-1930 εκλέχτηκε ο Κατσαφάνας.
Κατά μια όχι ανεξήγητη σύμπτωση, με το μέρος των νικητών βρέθηκαν οι κυριότεροι μηνυσεογράφοι της εποχής: Γιωργής Καπέτας, Μπαρουνοκώστας και Καγιάς . Αν πεις για τις αιτίες, που προκαλούσανε τις μηνύσεις, σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανύπαρχτες ή έπεφταν για το τίποτα. Μερικές μηνύσεις μάλιστα ήταν προκατασκευασμένες.
Διαβάστε τη συνέχεια

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Διαβάστε τη συνέχεια

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Από το βιβλίο του Θ. Γιαννόπουλου
Στη Γλανιτσιά, σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία «η φτώχεια φέρνει γκρίνια», υπήρχε από παλιά και φτώχεια και γκρίνια. Το κακό είναι πως για πολλούς – λιγότερους πάντως τα τελευταία χρόνια – είχε δημιουργηθεί παράδοση που συνεχίζεται, δυστυχώς, και στις μέρες μας. Με το παραμικρό γκρίνια και μάλωμα. Πείσμα κι έχθρα. Και προσφυγή στα δικαστήρια για οποιαδήποτε αιτία μπορεί κανείς να φανταστεί. Ο Αντρέας ο Πίκουλας π.χ., επειδή δεν είχε πραγματικό λόγο να καταγγείλει τον Πουλακίδα, που μισούσε, σκέφτηκε και υπόβαλε μηνυτήρια αναφορά στο δασαρχείο, κατηγορώντας τον ότι ψάρευε στη λίμνη «ανήλικους ιχθείς».
Υπήρχε περίοδος που σε κάθε δικάσιμη μέρα το μισό χωριό τουλάχιστο κουβαλιότανε στα Μαγούλιανα, στο Βαλτεσινίκο, στη Βυτίνα, πολύ συχνά και στην Τρίπολη. Και φτάσαμε στο σημείο, ώστε το δικαστήριο να γίνει το δεύτερο σχολείο για τους Γλανιτσιώτες. Έτσι δεν ήταν απίθανο ν’ ακούς και τον τελευταίο, ευφυέστατος όπως ήταν, να σου μιλάει για την ποινική νομοθεσία και να σου αναλύει με τέτοια ευχέρεια νόμους, άρθρα, παράγραφες κι εδάφια, που σ’ έκανε να σαστίζεις.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ειρηνοδίκη από τα Μαγούλιανα. Έτυχε να δικάζει κάποτε κάτι κοντοχωριανούς χωρίς την παρουσία δικολάβων. Σε μια υπόθεση στάθηκε αδύνατο να κατατοπιστεί. Κουράστηκε, ίδρωσε κι άκρη δεν έβγανε. Αγανάχτησε ο άνθρωπος και ξέσπασε:

- Πηγαίνετε, ρε, - λέει – και φέρτε μου έναν οποιονδήποτε Γλανιτσιώτη να συνεννοηθώ, γιατί θα σκάσω μ’ εσάς…

Θυμάμαι επίσης ένα βράδυ βρισκόμαστε με τον Ντουσιοχρήστο στο γραφείο του αδερφού μου Βαγγέλη. Εκεί ήρθε κάποιος και του ζήτησε μια νομική συμβουλή αστικής φύσης. Επεμβαίνει αυθαίρετα κι απρόσκλητα, κατά τη συνήθειά του, ο Χρήστος κι άρχισε ν’ αναλύει στον πελάτη το νομικό μέρος της υπόθεσης. Βάνει τα γέλια ο Βαγγέλης, σηκώνεται από την καρέκλα του, πηγαίνει κατά την πόρτα και λέει:
- Όπως βλέπεις, Παναγιώτη, εγώ δε χρειάζομαι. Θα σου τα εξηγήσει ο γαμπρός μου…
Τότε από το Χρήστο έμαθα κι εγώ ότι το νομικό αξίωμα «τα υπερκείμενα τοις υποκειμένοις» μεταφράζεται στη λαϊκή μας γλώσσα στο «ο τόπος τρώει τον μπινά».
Τώρα πώς αυτό το αξίωμα κατάφερε να το ανατρέψει ο Παπίτσας ως λαϊκός δικαστής στο δεύτερο αντάρτικο – όπως λένε στο χωριό την περίοδο του εμφύλιου πολέμου – είναι μια άλλη ιστορία.
Εκείνον τον καιρό τα δυο ξεναδέρφια, Πανιούρης και Ζορμπάς, μαλώνανε μεταξύ τους για την κυριότητα του σπιτιού του πατέρα τους Βασιλιώνη. Ο Πανιούρης υποστήριζε πως το οικόπεδο, που πάνω του είχε χτιστεί το σπίτι, ανήκε σ’ αυτόν. Γιατί ήτανε της μάνα του (αδερφής του Παπαγιάννη) και το πήρε προίκα ο πατέρας τους. Άρα και το σπίτι ολόκληρο ήτανε δικό του. Ο Ζορμπάς υποστήριζε πως το οικόπεδο δεν το είχε πάρει προίκα, αλλά το είχε αγοράσει πατέρας τους. Άρα είχε κι αυτός δικαίωμα στο μερίδιό του. Επίσημα χαρτιά δεν υπήρχαν.
Το 1948 η υπόθεση έφτασε στο λαϊκό δικαστήριο. Κι ο Παπίτσας ως λαϊκός δικαστής δικαίωμα το Ζορμπά. Αλλά και το ταχτικό δικαστήριο, που δίκασε την ίδια υπόθεση μετά το 1950, συμφώνησε με την απόφαση του λαϊκού.

Θέλεις τώρα και μερικά… στιγμιότυπα από τα δικαστήρια;
Από το 1920 περίπου είχε αναπτυχθεί τρανή φαγωμάρα ανάμεσα στον Πανέα και τον Πλιότα. Αιτία ήταν ένα χωράφι στην Τάρνοβα που καθένας ισχυριζότανε πως ήταν δικό του. Προσωρινά μέτρα το ‘να κοντά στ’ άλλο «επί τόπου», δικαστήρια στο Βαλτεσινίκο, εφέσεις και κόντρα εφέσεις στην Τρίπολη και στ’ Ανάπλι κι αλόγιστη σπατάλη χρήματος. Τη δίκη τελικά την κέρδισε ο Πανέας.
Ο αγράμματος Πλιότας είχε συστήσει από πριν στο δικηγόρο του σε πιο άρθρο του νόμου έπρεπε να στηρίξει την αγόρευση και τις προτάσεις του, για να κερδιστεί η υπόθεση. Ο δικηγόρος όμως τον παράκουσε και χάθηκε η δίκη. Ο Πλιότας, και με το δίκιο του, βγήκε από τα σκουτιά του. Ξέχασε ευπρέπεια και σεβασμό και του φώναξε κατάμουτρα μέσα στο δικαστήριο:
- Παλιοανίκανε, χαραμοφάη! Αν μ' άκουγες και στηριζόσουνα στο άρθρο που σου ‘ειπα, δε θα μ’ έπαιρνες στο λαιμό σουΓύρω στα 1930 είχε ξεσπάσει πάλι μεγάλη διαμάχη κι έχθρα ανάμεσα στους Γλανιτσιώτες και τους Κερπινιώτες. Αιτία ήτανε τα σύνορα μεταξύ των δύο χωριών. Οι Γλανιτσιώτες τα θέλανε εκεί που είναι σήμερα. Οι Κερπινιώτες ζητούσαν να φτάσουν σχεδόν έξω από το χωριό μας. Θέλανε – ούτε λίγο ούτε πολύ – τη μισή Κουκούλα ως του Ζαντανάστου το χωράφι, το Τριλάγκαδο ως το Κεφαλόβρυσο και τα μισά αμπέλια.
Για ένα διάστημα μια επιτροπή, που είχε σχηματιστεί από πρόκριτους και των δύο χωριών, είχε κάπως καταλαγιάσει τα μαλώματα και τους καβγάδες. Ύστερα όμως ένα κερπινιωτόπουλο τσακώθηκε γερά με το Θόικο του Κωστάντιου για τα σύνορα μέσα στη μέση την Κουκούλα. Τράβηξε μαχαίρι και του βάρεσε μια μαχαιριά. Από τους χάρου τα δόντια γλίτωσε το παλικάρι.
Οι Γλανιτσιώτες δε το συχώρεσαν. Και καταφύγανε στο δικαστήριο να λάβει προσωρινά μέτρα. Το δικαστήριο συνεδρίασε στου Ζαντανάστου τα’ αλώνι στην Κουκούλα . Γύρω από το ειρηνοδίκη, τους δικολάβους και τους κλητευμένους μάρτυρες είχανε συγκεντρωθεί οι κάτοικοι και των δύο χωριών. Γιατί η υπόθεση παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Για τη Γλανιτσιά μάλιστα ζωτικό, ζωτικότατο. Αν το δικαστήριο με την απόφασή του ευνοούσε την Κερπινή, η Γλανιτσιά ήταν χαμένη. Η περιοχή της θα περιοριζότανε πολύ και τα κερπινιώτικα βοσκόπουλα θα φτάνανε ως τις αυλές του χωριού.
Την ώρα που είχε ανάψει για καλά ο καβγάς με τις «εκατέρωθεν αντεγκλήσεις» - που λένε οι νομικοί – αποκάτω από τους Λώλη φάνηκε να διαβαίνει, αδιάφορος τάχα για τα όσα συμβαίνανε κει, ένας καβαλάρης. Ήταν ο Κωστάντιος απάνω στο ψηλό κάτασπρο άλογό τους, φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοαλλαγμένος, μ’ ένα πλουμιστό απλάδι στο σαμάρι, σωστός άρχοντας!
Βλέπει τον άρχοντα ο ειρηνοδίκης, εντυπωσιάζεται από την άψογη εμφάνισή του και στέλνει έναν αγροφύλακα να του μιλήσει να πάει εκεί.
Πηγαίνει ο γέρος. Υποβάλλει σεμνά και ταπεινά τα σέβη του. Και καρτερεί ν’ ακούσει. Δε βιάζεται. Ούτε ρωτάει. Ο ειρηνοδίκης τον παρακαλεί, αν δεν έχει αντίρρηση, να τον βοηθήσει να μάθει την αλήθεια.
Ο γέρος άλλο που δεν ήθελε. Το κόλπο του είχε πιάσει. Η χρυσή ευκαιρία του δόθηκε. Δήλωσε πρώτα-πρώτα πως συμπαθεί τους Κερπινιώτες μια και έχει παντρευτεί Κερπινιώτισσα. Και μια κι έχει πολλούς συγγενείς από την Κερπινή. Είδε πως ο ειρηνοδίκης τον άκουγε με προσοχή. Αρχίζει τότε με το πολύ κατεργαρίστικο και πειστικό του ύφος ν’ αναπτύσσει το απόλυτο δίκιο της Γλανιτσιάς…
- Να την η Γλανιτσιά, του λέει σε κάποια στιγμή, μπροστά στα πόδια μας. Η Κερπινή ούτε φαίνεται ολότελα…
Μ’ αυτά τα λόγια έφερε τελικά τον ειρηνοδίκη στα νερά του. Η απόφαση βγήκε υπέρ της Γλανιτσιάς. Και σώθηκε.

Σε κάποια δίκη ο Τσιριμοκώστας κατέβαζε χωρίς ντροπή και στράτα το ‘να ψέμα απάνω στ’ άλλο. Ήταν ολοφάνερη η θέλησή τους να γείρει η πλάστιγγα της δικαιοσύνης υπέρ του ανθρώπου που υπερασπιζόταν. Δεν κρατήθηκε πια ο δικαστής και τον παρατήρησε αυστηρά:
- Ρε συ, Πολυχρονόπουλε, δε σταματάς λίγο τα ψέματα;
- Κύριε δικαστή μου, απαντάει μελιστάλαχτα ο πανέξυπνος Τσιρίμης, εσύ είσαι υποχρεωμένος να δικάσεις μ’ αυτά που σου λέω εγώ. Κι αν είναι ψέματα, εμένα θα με κρίνει εκείνος που είναι ψηλά.
Κι έδειξε την εικόνα του Χριστού.
Η μηνυσεογραφία και οι καταγγελίες έφτασαν στο αποκορύφωμα μετά τις κοινοτικές εκλογές του 1928 ή 1929 – δε θυμάμαι ακριβώς. Τότε παρατηρήθηκε μια χωρίς προηγούμενο σύγκρουση κι όξυνση των παθών ανάμεσα στους αντίπαλους κομματάρχες Παπακώτσιο και Παπαντώνη και στους ψηφοφόρους τους. Κερδισμένοι βγήκαν οι Παπαντωναιικοί. Και πρόεδρος της Κοινότητας το 1929-1930 εκλέχτηκε ο Κατσαφάνας.
Κατά μια όχι ανεξήγητη σύμπτωση, με το μέρος των νικητών βρέθηκαν οι κυριότεροι μηνυσεογράφοι της εποχής: Γιωργής Καπέτας, Μπαρουνοκώστας και Καγιάς . Αν πεις για τις αιτίες, που προκαλούσανε τις μηνύσεις, σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανύπαρχτες ή έπεφταν για το τίποτα. Μερικές μηνύσεις μάλιστα ήταν προκατασκευασμένες.
Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1930, κανά μήνα πριν φύγουν οι χωριανοί για σκάψιμο στον Πύργο, συγκεντρωθήκανε συνωμοτικά έξω από το μαγαζί του Παπαντώνη ο ένας πίσω απ’ τον άλλον οι: Μπαρουνοκώστας, Πόταγας, Καπετογιώργης και Καγιάς. Θέμα της σύσκεψης η κατάστρωση προγράμματος για μηνύσεις, μάρτυρες, αγροζημιές και χρονολογίες. Ανάμεσα στ’ άλλα ο Μπαρουνοκώστας, αρχηγός, διάταξε τον αγροφύλακα Καπέτα:
- Θα κάνεις μήνυση του Θύμιου τον Απρίλη, γιατί τα πράματά του φάγανε το χωράφι του Σιόρμπα. Μάρτυρες θα βάλεις τον Πόταγα, τον Καγιά…
- Μα ο Καγιάς τότε θα ‘ναι στον Πύργο, παρατήρησε ο Πόταγας.
- Ας είμαι στον Πύργο, βλέπω ‘γω, τον έκοψε ο Καγιάς.
Ο υποφαινόμενος, αδιόριστος δασκαλάκος τότε, καθόμουνα σ’ έναν πάγκο δίπλα κι έκλαιγα τη μοίρα μου… Ήταν σκοτάδι και δε φαινόμουνα. Όταν άκουσα τον Καγιά να λέει ό,τι είπε, χωρίς να το θέλω, μετακινήθηκα.
- Μπρε! κάποιος έναι δίπλα και μας άκουσε, ψιθυρίσανε φοβισμένα μεταξύ τους.
- Σωπάτε, ρε, που τα κάνατ’ απάνου σας! Τηράτε πρώτε ποιος έναι και μετά βλέπουμε, λέει ο παπάς.
Ήρθε ο Καγιάς κοντά, με γνώρισε. Γύρισε και τους το ‘ειπε.
- Συνεχίστε, λέει πάλι ο παπάς. Και ν’ άκουσε ο Θόικος, δε μαρτυράει.
Κι όπως βλέπεις, το μυστικό το κράτησα 56 ολόκληρα χρόνια. Τώρα το μαρτυράω.

Το μεγάλο κακό από τη συχνή προσφυγή του Γλανιτσιώτη στη δικαιοσύνη δεν ήταν μόνο η διατάραξη των σχέσεων και η περαιτέρω όξυνση των παθών μεταξύ τους, αλλά και η οικονομική εξάντλησή τους. Το δικαστήριο ήταν μια πληγή που αιμορροούσε συνέχεια, απορροφούσε και την τελευταία δεκάρα και τους φτωχούς τους έκανε απελπιστικά φτωχότερους. Κουρέλια οικονομικά, αλλ’ αμετανόητα. Δεν είναι υπερβολή αυτό που λέγανε τα γύρω χωριά: ότι μόνη της η Γλανιτσιά συντηρούσε οικονομικά ολόκληρη την υπηρεσία του ειρηνοδικείου της περιοχής.
Το μόνο κέρδος που απόμεινε ήταν – όπως είπα πιο πάνω – ότι αρκετοί από τους πιο ταχτικούς και ποιο έξυπνους πελάτες μάθανε πολλά δικολαβίστικα τερτίπια. Και καταφέρνανε να βγαίνουν παλικαρίσια πέρα σε πολλές αναποδιές της ζωής. Μια από τις τρανές αποδείξεις είναι η επόμενη:
Κανά δυο χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1940 ο συμβολαιογράφος του Βαλτεσινίκου Πάνος Ορφανός είχε δώσει μισιακά κάμποσα γίδια στον Ντελήμανο στον Παλιόπυργο. Ως το χειμώνα του 1941-42 ο Τάσιος ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις του προς τον Ορφανό. Κι εκείνος έμενε πολύ ευχαριστημένος. Το Γενάρη του 1942 όμως με τη γερμανοϊταλική κατοχή έπεσε τρομερή πείνα στο χωριό και καθένας πάσκιζε με χίλια δυο ψέματα να πορέψει τη δική του φαμελιά. Έτσι ο Ντελήμανος έπαψε να δίνει τα οφειλόμενα στον Ορφανό. Κι εκείνος με τη δύναμη που είχε, και με τα μέσα που διάθετε στην Αστυνομία του Βαλτεσινίκου, έστειλε χωροφύλακες στον Παλιόπυργο να πάρουν δια της βίας τα γίδια του. Οι Παλιοπυργίσι`οι αντιδράσανε δυναμικά. Και μ’ επικεφαλής το Βασιλιώνη κυνηγήσανε με τις πέτρες τους χωροφύλακες.
Καλά κι άγια ως εδώ. Τι θα γινόταν όμως κατόπι; Τότε τους λύθηκε το μουσκάρι και συλλογίστηκαν οι Ντελημαναίοι τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κουτρουβαληθήκανε γρήγορα-γρήγορα στο χωριό να συμβουλευτούν τους νομικούς συμβούλους περί του «περαιτέρω πρακτέου». Καλύτερος νομικός σύμβουλος φυσικά δεν ήταν άλλος από το νομομαθέστατο Μπαρουνοκώστα .
Τότε βρισκότανε στο χωριό ο δικηγόρος Χρήστος Παπαντωνίου (βλ. πιο κάτω), αυτός όμως δεν έδινε καμιά νομική συμβουλή χωρίς αμοιβή. Ενώ ο Μπαρουνοκώστας έδινε τις συμβουλές του εντελώς δωρεάν. Ύστερα, στην περίπτωση αυτή δε χρειαζόταν συμβουλή που να στηριζότανε σε νόμο, αλλά κάποιο σόφισμα έξω από τα όρια της νομικής επιστήμης. Και σε τέτοια σοφίσματα ο Μπαρουνοκώστας ήτανε «μανούλα».
Πριν από το μεσημέρι εγώ κι ο Γιωργίλας καθόμαστε στο μαγαζί του Χαρατσή. Και κουβεντιάζαμε για το συγκλονιστικό γεγονός της ημέρας: την εξέγερση των τσιοπάνηδων κατά της Αρχής και τις πιθανές συνέπειές της. Σε μια στιγμή βλέπουμε να ‘ρχονται κατά μας μπροστά ο Ντελήμανος, ο Πάτσης κι ο Τασιόρηγος αλαφιασμένοι, τρομαγμένοι, κατακίτρινοι σαν το φλωρί.
- Κάτσε τώρα να ιδείς, μου λέει ο Γιωργίλας. Και να μάθεις τι ακριβώς εστί Γλανιτσιώτες. Γιατί ακόμα δεν τους ξέρεις καλά.
Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνουν μέσα ο νομικός σύμβουλος με τους δράστες. Και κάθονται σε διπλανό τραπέζι βιαστικοί και ανυπόμονοι.
- Χαρατσή, φέρε μια κόλλα χαρτί, παραγγέλνει επιταχτικά ο Μπαρούνης. Κι εσύ, δάσκαλε, έλα δω, απευθύνεται σε μένα στον ίδιο τόνο. Έχεις βολίμι;
- Έχω, αλλά τι με θέλεις εμένα. Φτάνεις εσύ και περισσεύεις, του λέω μισοειρωνικά.
Με κοίταξε καλά-καλά και είπε πιο μαλακά:
- Ας την κουβέντα, δάσκαλε, κι έλα δω. Γιατί η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Και τούτοι εδώ είναι βλάκες. Μπορούσανε ναν την κάνουν αλλιώς τη δουλειά, χωρίς να κινδυνεύουνε τώρα να περάσουν από στρατοδικείο.
- Στρατοδικείο; απόρησα.
- Ναι. Στρατοδικείο. Κάνανε αντίσταση στην Αρχή τώρα που ισχύει ο στρατιωτικός νόμος.
Σηκώθηκα δισταχτικά. Ο Γιωργίλας στο μεταξύ χαμογέλασε στα μουλωχτά. Πήγα στο τραπέζι τους, κάθισα, έβγαλα το μολύβι μου, πήρα την κόλλα και περίμενα.
- Γράφε! διατάζει ο Μπαρούνης. Κι έγραψα αυτά που γράφω και τώρα, όπως ακριβώς μου τα υπαγόρεψε τότε. Βλέπεις, τέτοια συνταραχτικά γεγονότα δεν ξεχνιούνται εύκολα όσα χρόνια κι αν περάσουν.
ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ.
Νομαρχίαν Ακραδίας, Εισαγγελίαν Πλημμελειοδικών, Διοίκησιν Χωροφυλακής Τρίπολιν
Ένοπλοι άγνωστοι μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες και υποκρινόμενοι τους αστυνομικούς του Βαλτεσινίκου επέπεσαν αιφνιδίως κατά του ποιμνίου μας εις Παλιόπυργον και αποπειράθηκαν να το απαγάγουν Stop. Προ αυτής της καταστάσεως αντιτάξαμεν νόμιμον άμυναν Stop. Ευπειθέστατοι…
Αν μπορείς, μη δοκιμάσεις κι εσύ την ίδια έκπληξη που δοκίμασα όχι μόνο εγώ, αλλά κι ο Γιωργίλας!
- Νόμιζα πως τους ήξερα τους Γλανιτσιώτες, μου λέει. Μα ως εδώ δεν το φανταζόμουνα. Έμεινα, φαίνεται, μεταξεταστέος…

Ερχόμαστε στα χρόνια της «λαϊκής δικαιοσύνης» στην εποχή της κατοχής και του εμφυλίου. Η συγκρότηση των δικαστηρίων για τους χωριανούς μας, όπως γίνεται φανερό, δεν παρουσίασε κανένα, ούτε το παραμικρό, πρόβλημα. Με μόνη την προηγούμενη θητεία και πραχτική εξάσκηση στα προπολεμικά δικαστήρια ήταν όλοι έτοιμοι ν’ ανταποκριθούν απόλυτα στα δικαστικά τους καθήκοντα. Δε χρειαστήκανε μετεκπαιδεύσεις και ειδικά σεμινάρια που τόσο συχνά οργανώνονται σήμερα γι’ απλά κι ασήμαντα πολλές φορές θέματα.
Κυριότερα δικαστικά όργανα ήταν τρία: το πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, το αναθεωρητικό και τα ανταρτοδικείο.
Το πρώτο δίκαζε αγροζημιές κυρίως και μερικά μικροαδικήματα κι είχε έδρα τη Γλανιτσιά.
Το δεύτερο δίκαζε κατ’ έφεση κι είχε συνηθισμένη έδρα το Βαλτεσινίκο.
Το τρίτο δίκαζε υποθέσεις που αφορούσαν σε πειθαρχικά αδικήματα των οργανωμένων ανταρτών, σε κρούσματα προδοσίας, σε σοβαρούς εμπρησμούς και μεγάλες κλεψιές κλπ. και δεν είχε μόνιμη έδρα.
Στο πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, στην περίοδο της κατοχής, πρόεδρος ήταν ο Σειρήνης. Λαϊκός επίτροπος (δημόσιος κατήγορος – εισαγγελέας) ο Κακαράπης. Τ’ άλλα μέλη κι ο γραμματέας ορίζονταν κατά την περίπτωση.,
Στο αναθεωρητικό μετείχαν για ένα διάστημα από το χωριό ως πρόεδρος ο Ντουσιοχρήστος κι ως μέλος ο Σειρήνης.
Στο ανταρτοδικείο σε μια-δυο δίκες έλαβε μέρος ο Φλεβάρης.
Δυστυχώς, τα πρακτικά από τις δίκες του λαϊκού τα ‘καψε στου Λώλη από το φόβο του, στην περίοδο του εμφυλίου, Κακαράπης.

Δίνω δείγματα από δυο δίκες, μια στο λαϊκό του χωριού και μια στο αναθεωρητικό του Βαλτεσινίκου:
Στην πρώτη πρόεδρος ήταν ο Μπαζός, λαϊκός επίτροπος ο Όθωνας και μέλη οι Τζιτζιοκώστας, Ντρούλιας και Παπίτσας. Κατηγορούμενος ένας Στρεζοβινός, επειδή αποπλάνησε μια κοπέλα.
Η υπόθεση δεν ήταν απλή. Ο δράστης ήταν τρομοκράτης παλικαράς. Και τα πράγματα προμηνύονταν πολύ σκούρα. Γι’ αυτό το δικαστήριο, ύστερ’ από πολύωρη σύσκεψη και με τη δικαιολογία ότι το αδίκημα έγινε έξω από την περιοχή της Γλανιτσιάς κι όχι από Γλανιτσιώτη, έκρινε «εαυτό αναρμόδιο» κι επανάφερε το φάκελο στη Στρέζοβα. Η Στρέζοβα τον ξανάστειλε στο χωριό μ’ εντολή ανώτερης τώρα Αρχής να εκδικαστεί εδώ οπωσδήποτε.
Νέα συγκρότηση του δικαστήριου, εξέταση μαρτύρων, που τσεκουρώσανε γερά τον κατηγορούμενο, αγόρευση του επίτροπου, σύσκεψη απάνω στη σύσκεψη και πρόταση του προέδρου: Να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να παντρευτεί την κοπέλα ή να την προικίσει μ’ ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό. Πριν κάνει οριστική απόφαση την πρότασή του, ο πρόεδρος ρωτάει τ’ άλλα μέλη, αν συμφωνούν. Κι απευθύνεται προσωπικά στον Τζιτζιοκώστα:
- Τι λες εσύ, Κώστα, συμφωνείς με την πρότασή μου;
- Όπως έν’ καλά, αποκρίθηκε εκείνος. Κι έμεινε με το «Όπως έν’ καλά» ως τα σήμερα.
Ο Παπίτσας κι ο Ντρούλιας κούνησαν τα κεφάλια καταφατικά. Κι η πρόταση έγινε απόφαση.
Θέλεις τώρα τη συνέχεια;
Ο Παπαπάνος, μόλις άκουσε την απόφαση, κατάλαβε πως θα τον βρει μπελάς κι έφυγε κρυφά στην Κοκαλιάρα. Αλλά το φρουραρχείο και η ασφάλεια τον πήραν είδηση κι έστειλαν από κοντά ένοπλη φρουρά για να εμποδίσει πιθανή φυγή του για την Κιάρνη, το χωριό της μάνας του. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο Τσιριμόγιαννης. Ύστερ’ από λίγο κουβαλήθηκαν εκεί άντρας και γυναίκα και υποχρεώνεται ο παπάς να τους στεφανώσει, αφού πήρε πρώτα έγγραφη τη συγκατάθεση του παπά της Στρέζοβας.
Αποτέλεσμα: Μόλις σκορπιστήκανε οι αντάρτες από την περιοχή κι άρχισε η κυριαρχία των Μάηδων, ο γαμπρός παράτησε τη γυναίκα. Και το καλύβι του Μπαζού στο Μπαρμπέρη βρέθηκε μιαν αυγή καμένο.
- Εγώ το καρτέρηγα το κακό που θα μ’ έβρισκε, μου είπε μια μέρα ο Μπαζός. Τρία συσκεφτήρια έκανα, για ν’ αναβάλω την υπόθεση. Μα δε μ’ ακούγανε τ’ άλλα μέλη του δικαστηρίου. Κι αναγκάστηκα πια φανερά να κάνω την πρόταση που σου ‘ειπα πρωτύτερα.

Στη δεύτερη πρόεδρος του αναθεωρητικού ήταν ο Ντουσιοχρήστος. Την αναφέρω για την πρωτοτυπία της απόφασης.
Το λαϊκό του Βαλτεσινίκου είχε καταδικάσει σε πρόστιμο, χωρίς όμως επαρκείς αποδείξεις, δυο Βαλτενιτσιώτες με την κατηγορία ότι είχαν κλέψει μια ποσότητα σιτάρι ή αλεύρι. Οι άνθρωποι έκαμαν έφεση στο αναθεωρητικό με τον ισχυρισμό ότι ήταν αθώοι. Άλλοι – είπαν – ήταν οι πραγματικοί δράστες και τους ξέρει το χωριό, αλλά δεν τους μαρτυράει.
Ο πρόεδρος πείστηκε για την αθωότητά τους και πρότεινε την απαλλαγή τους. Ο Βαλτεσινιώτης λαϊκός επίτροπος αντιτάχτηκε έντονα και στην αγόρευσή του διερωτήθηκε ποιος θα πληρώσει τη ζημιά, αφού θ’ απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι;
- Αυτό είναι εύκολο, λέει ο πρόεδρος και βγάζει αμέσως την απόφαση: Επειδή το χωριό ξέρει του πραγματικούς κλέφτες και δεν τους μαρτυράει, υποχρεώνω το κάθε βαλτεσινιώτικο σπίτι να δώσει αν αυγό ή την αξία του. Τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν φτάνουν για την κάλυψη της ζημιάς. Μπράβο του Χρήστου!

Από την άλλη τώρα υπήρχε και η κωμική πλευρά της «δικαιοσύνης». Στα χρόνια εκείνα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό ο δικηγόρος Χρήστος Παπαντωνίου. Ένας ακόμα από τους παράγοντες που με το παραμικρό συμβούλευε μηνύσεις, για να βρίσκει δουλειά. Ο Χρήστος εξοικειώθηκε με το χωριό και ζούσε απλά, όπως όλοι, κλέβοντας κι αυτός καμιά κότα στη διάρκεια της κατοχής.
Θες από την πολλή του φτώχεια, θες από κάποια εσωτερική παρόρμηση να διασκεδάζει την ανία και την πλήξη του, σοφιζότανε πού και πού καμιά φάρσα, σαν τη διεξαγωγή π.χ. μυστικής ψηφοφορίας για την ανάδειξη του μεγαλύτερου ψεύτη του χωριού (βλ. περίπτωση Τουρλόπανου στο κεφ. «Ιστορίες, Ανέκδοτα και Καλαμπούρια»).
Στην κατοχή ερχότανε συχνά στο χωριό από την Ποδογορά ο Βασίλης Παναγούλιας, γαμπρός του Φουσέκα. Πρόθυμοι, όπως σ’ όλη τους τη ζωή, και περιποιητικοί οι πατριώτες προσφέρονταν κάθε φορά και τον κέρναγαν. Εκείνος, αντί να παίρνει πιοτό, καφέ κλπ., όπως συνηθίζεται, ζήταγε πάντα καραμέλες, τις έβανε στην τσιέπη και τις πήγαινε για τα παιδιά του. Δεν είπε ν’ αντικεράσει ποτέ.
Ο Χρήστος, που παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα, πείσμωσε. Κι έβγαλε μόνος του διαταγή που απαγόρευε στο εξής το κέρασμα του Βασίλη. Ταυτόχρονα προειδοποιούσε τους τυχόν παραβάτες πως θα εισάγονταν «δι’ απευθείας κλήσεως» για δίκη στο αυτόφωρο. Όσοι χωριανοί συχνάζανε στην αγορά, πληροφορηθήκανε την απαγόρευση και χωρίς αντίρρηση συμμορφωθήκανε. Δεν τον κέρναγε πια κανείς τον Βασίλη.
Αλλά μια μέρα έτυχε να ‘ναι στο μαγαζί ο συγγενής του από συμπεθεριό Ντίνος Κούγιας. Αυτός, λείποντας όλη τη βδομάδα από το χωριό, γιατί φύλαγε τα πράγματα, δεν είχε λάβει γνώση της διαταγής και κέρασε το Βασίλη. Δεν πρόφτασε να σηκωθεί από την καρέκλα του, καταφτάνει ο Νίκος Μπρης, κλητήρας του προέδρου, και του εγχειρίζει ένα φάκελο. Περίεργος ο Ντίνος ανοίγει το φάκελο και διαβάζει:
Κύριος Κωνσταντίνον Πολυχρονόπουλον, ενταύθα.
Κλητήριον Θέσπισμα
Καλείσθε, όπως εμφανισθείτε αυθωρεί εις το αυτόφωρον μονομελές δικαστήριον, ίνα δικασθείτε ως υπαίτιος παραβάσεως απαγορευτικής διαταγής.
Ο Πρόεδρος
Χρήστος Παπαντωνίου
Ο Ντίνος κατάλαβε το αστείο, κι όπως το αρέσανε και του ίδιου τα καλαμπούρια, τέθηκε αμέσως στη διάθεση του κλητήρα και οδηγήθηκε ενώπιον του προέδρου. Στο μεταξύ γύρω από τον πρόεδρο είχα μαζευτεί όλη η αγορά και το γλένταγε.
Μετά τα τυπικά, αναγνώριση ταυτότητας, ηλικία, επάγγελμα, ο πρόεδρος απευθύνει την ερώτηση:
- Είναι αληθές, κατηγορούμενε, ότι κέρασες το Βασίλη Παναγούλια;
- Αλήθεια είναι, κύριε πρόεδρε, αποκρίνεται με μισοκακόμοιρο ύφος ο Ντίνος. Αλλά, γιατί; Δεν είχα δικαίωμα ναν τον κεράσω;
- Όχι, δεν είχες δικαίωμα. Διότι είχα εκδώσει απαγορευτική διαταγή, την οποία παρέβης.
- Συγγνώμη, κύριε πρόεδρε, δεν έλαβε όμως γνώση της διαταγής. Όλη τη βδομάδα, ξέρεις, ήμουν τσιοπάνης κι έλειπα από το χωριό.
- Τίποτα, τίποτα, δεν δικαιολογείσαι. Κρίνεσαι ένοχος;
- Ένοχος;
- Ναι, ένοχος. Καταδικάζεσαι λίαν επιεικώς να κεράσεις όλους όσους βρίσκονται δω και παρακολουθούν τη δίκη.
- Να τους κεράσω, κύριε πρόεδρε. Κι άλλοτε δεν το ματακάνω.
Πλήρωσε λοιπόν κάμποσα ο Ντίνος, για να κεραστούν όλοι όσοι ήταν παρόντες στη δίκη. Κι αποπάνω έμεινε κι ευχαριστημένος, γιατί η τιμωρία του ήταν λίαν επιεικής.

Σε παρόμοια ποινή καταδικαστήκαμε πολύ αργότερα (1966) από το Νικολή τον Μπρη και τον Τζιμπάκο εγώ κι ο αδερφός μου Βαγγέλης. Επειδή «μη έχοντες υπόψη παρόμοια απαγορευτική διαταγή διαρκούς ισχύος» φιλέψαμε από μια κούτα τσιγάρα τον Τέλη Βυζιώτη και τον Κόλλια.
Η ποινή ήταν να δώσουμε μια κούτα τσιγάρα σ’ όλους του πιο σοβαρούς καπνιστές του χωριού. Ο Βαγγέλης το διασκέδασε κι έδωσε γελώντας 500 ή 600 δραχμές για την εξόφληση του προστίμου. Εγώ, για ν’ αποδείξω πως ήμουνα γνήσιος Γλανιτσιώτης, υπόβαλα ένσταση με το δικολαβίστικο αιτιολογικό ότι δε με πιάνουν έμενα οι νόμοι της Γλανιτσιάς, επειδή από πάρα πολλά χρόνια είχα μεταφέρει τα πολιτικά δικαιώματά μου στη Νίκαια.
Οι δικαστές συσκέφτηκαν ιδιαίτερα, έκριναν πως είχα δίκιο κι έκαναν δεχτή την ένστασή μου. Ικανοποιημένος τότε, γιατί κέρδισα τη δίκη, κέρασα όλους όσους ήτανε στο μαγαζί από ούζο, καφέ μέχρι αναψυκτικά. Φυσικά κι από ένα μπακέτο τσιγάρα στον καθένα αποπάνω.
Διαβάστε τη συνέχεια