Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Εν Αρκαδία - Εις τους Προγόνους

Γυροφέρνω μέσα εις τους τάφους εν ορεινώ χωρίω Αρκαδίας. Διαβάζω εις τας πλάκας αλλεπαλλήλως τα ονόματα των κεκοιμημένων, δικαίων και αδίκων. Στέκομαι εμπρός στο μνήμα του παππού και της γιαγιάς μου. Χώμα σκέτο τους σκεπάζει. Διαβάζω τα ονόματα και τις ημερομηνίες τους σ’ ένα γκρίζο μαρμαράκι απιθωμένο χάμω. Το ανασηκώνω - βρύα και λίγη υγρασία.
    Βοσκός ήτανε, και λίγα γράμματα ο παππούς μου. Με προσπάθεια διάβαζε, συλλάβιζε τις λέξεις, αργά σαλεύοντας τα χείλη. Τα χωράφια δούλευε, τα ζώα φρόντιζε. Η γιαγιά μου ύφαινε τις ανδρομίδες - εβάσταε το σπίτι. Και επήαινε στον κάμπο και έβγαινε στο λόγγο.
    Ανηφορίζω ως την εκκλησίαν. Στην πίσω, στην ανατολική πλευρά, οι τάφοι των ιερέων. Καμπόσοι έχουνε φωτογραφία. Λιτές και αυστηρές οι όψεις τους, με κοιτούν όμως με κάποια καλωσύνη. Οι ημερομηνίες που γεννήθηκαν οι πιο παλιοί προχωρούν βαθειά εις τον παλαιόν αιώνα, στα 1800 τόσα
.
    Στέκομαι εμπρός στο μνήμα του προπάππου μου. Ροβολώντας μες το άγριο απομεσήμερο πήρα τον κατήφορο που οδηγεί στο νεκροταφείο. Βαριά η καρδιά μου από τα λόγια των ασεβών και των εξύπνων. Ούτε που γνωρίζουν από πού κρατάει η σκούφια τους. Ούτε θέλουνε να ξεύρουν τη νοστιμιά του Κόσμου.
    Αν μπορούσα για κάτι να παρακαλέσω! Θα γινότανε παρηγοριά! Θα γινότανε γαλήνη! Χαϊδεύω το μάρμαρο που τράχεψε από τους αέρηδες και τη βροχή. Έχει απομείνει καφετί από του καιρού το αργό πέρασμα. Απεριποίητοι οι τάφοι των εδικών μου αλλά πάλι μ’ αρέσουν, χωνεμένοι στη βουνοπλαγιά.
    Το μάρμαρο μού άφησε στα δάχτυλα και την παλάμη άγρια αφή. Όμοια αδροί και όλοι τους στην κόψη. Τούτος δω, παππάς με άρβυλα, εβάσταε τ’ αλέτρι. Βοσκοί, γεωργοί, στρατιωτικοί, και ένας ιερέας, οι προπορευόμενοί μου. Τους έτυχαν πολέμοι, περάσαν μέσα απ’ αυτούς. Τους έτυχαν καιροί, περάσαν μέσα κι απ’ αυτούς.
    Δεν βρίσκω λόγια να είπω του προπάππου μου. Με κοιτά συλλογισμένος. Στρέφομαι προς τα βουνά, κάθομαι στου τάφου την ακρούλα. Η ματιά μου πλανιέται στην κορυφογραμμή και χάνεται. Το Αρτεμίσιο, το Λύκαιο, το Παρθένι. Όγκοι ακατάβλητοι, συμπαγείς στέκουν στη σιωπή. Τέτοιαν ώρα, πριν πέσει το φως της μέρας, ειν’ η ώρα του θάμπους. Ειν’ η ώρα της καθήλωσης, η ώρα της διαφάνειας. Ένα δυό συννεφάκια, άσπρα, ταξιδεύουν ελαφρά και εναερίως. Αεροπλοούν και αερίως πλέουν. Το κυπαρισσάκι πίσω μου δεν μπορεί να ομιλήσει το καημένο αλλά θροΐζει. Παππούλη, λέω μόνο, Βόηθησε μας να ελευθερώσουμε και να αποκαταστήσουμε τον Άνθρωπο!

    Και στέκομαι εκειαπέ, με ευγνωμοσύνη και μιά σκοτεινή περηφάνια που δεν έχω χρείαν προσωπική και δεν βρήκα να παρακαλέσω για τον εαυτό μου.


1 σχόλιο :

  1. Εχω ακριβώς τα ίδια συναισθήματα οταν ξεχορτάριαζα τον τάφο των προγόνων μου στον Αγ.Θανάση και διάβαζα :Γεώργιος Πολυχρονόπουλος (Πές),Αικατερίνη Πολυχρονοπούλου (Φουρνόδαυλου),Ιωάννης Πολυχρονόπουλος καί λίγο πιό κεί ,επίσης,του ξαδέλφου μου Χρίστου Γ.Κωσταντινόπυλου.Πάντα οι αναρτήσεις σου είναι εξαιρετικες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.