Η Έφη φώναξε από την κουζίνα.
“Γιαγιάκα θες κανέλα στην κρέμα σου;”
Η γιαγιά της σιχαινόταν την κανέλα. Όμως της άρεσε να την
πειράζει. Δεν πήρε απάντηση. Τέντωσε το λαιμό και είδε τη Φροσύνη να έχει γείρει
στην πολυθρόνα και να έχει αποκοιμηθεί δίπλα στο τζάκι. Δεν την ξύπνησε. Σπάνια
την έπαιρνε καθιστή ο ύπνος. Σπανιότερα χαμογελούσε. Η γιαγιά της ήταν
ιδιάζουσα περίπτωση. Ήταν από εκείνους τους διάφανους, διακριτικούς ανθρώπους
που δεν ήσουν ποτέ απολύτως σίγουρος αν ζουν ή αναπνέουν. Που ένιωθες την
ανάγκη να κολλήσεις το μάγουλο στο στήθος τους για να αφουγκραστείς τη ψυχή
τους. Έβαλε μια γενναιόδωρη δόση κανέλας σε όλα τα πιάτα εκτός από ένα και
ρούφηξε μια βαθιά ανάσα βανίλιας και ευτυχίας. Ο γιος της έπαιζε στα πόδια της
κοιμισμένης γυναίκας και ο άντρας της θα σχολούσε από ώρα σε ώρα και θα
επέστρεφε σπίτι. Πήγε και κάθισε οκλαδόν, πλάι στο στολισμένο με μπάλες και
γιρλάντες δέντρο. Παρακολουθούσε τα ρόδινα μάγουλα του παιδιού καθώς φούσκωναν,
εγκλωβίζοντας τον θερμό αέρα και εκτόξευαν κραυγούλες, σάλια και γέλια. Στο ένα
χέρι κρατούσε μια ξύλινη μαριονέτα ντυμένη με ναυτικά ρούχα και στο άλλο ένα
πολύχρωμο καραβάκι που διέσχιζε αγέρωχο τον ωκεανό του χαλιού.
Τα βλέφαρα της γριούλας με τα αγορίστικα λευκά μαλλιά
τρεμοέπαιξαν. Τα γυαλιά της από ταρταρούγα γλίστρησαν χαμηλά στα ρουθούνια.
Κάτι έλαμπε ανάμεσα στις βλεφαρίδες της, κάτι που πολεμούσε να δραπετεύσει, να
σκεπάσει τις θλίψεις και να καταπνίξει τις θύμησες. Κάτι που αντανακλούσε τα
χριστουγεννιάτικα φωτάκια όπως άναβαν κι έσβηναν ασταμάτητα. Ένα δάκρυ.
Αγαπημένη μου μην κλαις…
Δυο μάτια κάρβουνα την ξύπνησαν, πυρπόλησαν την καρδιά της. Δεν
τα κατάφερε να ξανακοιμηθεί. Ξυπόλητη, με το λευκό της νυχτικό, σωριάστηκε
μπροστά στο εικονοστάσι. Ξέπλεξε τις κοτσίδες της και τούφα τούφα έκοψε τα
μαλλιά της. Ήξερε πριν το μάθει. Το πρωί έφτασε το τηλεγράφημα. Το φορτηγό
«Αγγελής» εβυθίστη αύτανδρο στον Ατλαντικό. Ουδείς διεσώθη. Ψυχές και σώματα
ντύθηκαν στα μαύρα. Κλείστηκε στην κάμαρά της. Αγάπη μου δεν κλαίω, έγραψε με
μεγάλα, καλλιγραφικά γράμματα σε μια κόλλα χαρτιού αλληλογραφίας. Τη δίπλωσε
και τη σταυροφίλησε. Άρπαξε το τσίπουρο από τη τζακόταβλα, ήπιε μια γουλιά,
πλάνταξε και την έφτυσε, έχυσε το υπόλοιπο στο νεροχύτη. Το σούρουπο κατέβηκε
στο γιαλό, πέταξε μήνυμα και μπουκάλι. Το είδε να αναπηδά δυο, τρεις,
τέσσερεις… εφτά φορές σαν αφρόψαρο πριν απομακρυνθεί για πάντα. Σφάλισε τα
βλέφαρα. Τα δάκρυα, μια θάλασσα αλμυρή, φυλακίστηκαν μέσα της κι έπνιξαν τη
Φροσύνη.
Αφροδίτη
Φραγκιαδουλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.