Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Γυμνασιακά ενθυμήματα-Τα σταφύλια της Θεια-Μαριώς

Γράφει ο Παλιοπυργήσιος
           Πίναμε τον καφέ μας σε καφενείο του Χωριού μας. Είμαστε πεντέξι στην παρέα. Συμπτωματικά, όπως παρατήρησε κάποιος, είμαστε όλοι από τους μαθητές του Γυμνασίου Λαγκαδίων της δεκαετίας 1950-1960. συνειρμικά ήρθαν στο νου μας τα γυμνασιακά ενθυμήματα που στέλνει στην ιστοσελίδα του χωριού μας ο «Παλιοπυργήσιος». Εκείνες οι αναμνήσεις μας έκαναν να γυρίσουμε μερικές δεκάδες χρόνια πίσω, να βρεθούμε στα Λαγκάδια, να βλέπουμε τον εαυτό μας με κείνο το μαθητικό πηλήκιο στο κουρεμένο μας κεφάλι, με τη φτωχική ντυμασιά και τη λειψή ποδεμή. Πολύ παινετικά τα σχόλια για τα δημοσιεύματα του «Παλιοπυργήσιου».       
   Ένας από την Παρέα άρχισε να εξιστορεί ένα παιδικό μας παράπτωμα (κατόρθωμα το θεωρούσαμε εμείς τότε, όπως και πολλά άλλα παρόμοια) που μπορεί να πάρει τον τίτλο «Τα σταφύλια της θεια-Μαριώς». Μας το εξιστόρησε πολύ παραστατικά, το θυμηθήκαμε στις λεπτομέρειές του, γελάσαμε, μελαγχολήσαμε, διαλογιστήκαμε, προβληματιστήκαμε, διερωτηθήκαμε:
Ήταν αυτό Παιδικό Παράπτωμα; Ήταν απλά παιδικά παραπτώματα και άλλες παρόμοιες πράξεις μας ή ήταν «Παιδικά κατορθώματα» όπως εμείς καλώς ή κακώς τα νοιώθαμε και έτσι δικαιολογούσαμε τους εαυτούς μας;
Ήταν πράξεις αδικαιολόγητες που θα μπορούσαν να κακοχαρακτηρισθούν από τους καθηγητές μας και να επισύρουν βαριές τιμωρίες σε βάρος μας; Ήταν πράξεις που, αν τις μάθαιναν στο Χωριό μας οι γονείς μας και οι συγχωριανοί μας θα έκαναν πολύ άσχημα σχόλια, ότι π.χ. άδικα κουράζονται, μάταια προσπαθούν και ξοδεύονται οι γονείς, αυτά δεν πρόκειται να προκόψουν, αυτά δεν θα έχουν καλή κατάληξη στη ζωή τους; Ή ήταν πράξεις, που κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσαν όχι μόνο να δικαιολογηθούν αλλά να χαρακτηριστούν «μικρά κατορθώματα» με την εξήγηση ότι σκοπός των πράξεων αυτών ήταν ν' αντιμετωπίσουν τις αντίξοες συνθήκες της ζωής των παιδιών αυτών κείνα τα δύσκολα χρόνια; Ήταν ατιμωτικές πράξεις, όπως θα τις χαρακτήριζε άνετα ένας δικηγόρος τη σημερινή εποχή; Αν ναι, τότε γιατί, όταν οι «κλέφτες» πριν και κατά την επανάσταση του 1821 κατέβαιναν από τα ψηλά λημέρια τους στους κάμπους κι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν για να συντηρηθούν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα, δεν κακοχαρακτηρίζονταν, αντίθετα το θεωρούσαν τιμή τους και καύχημα που έκλεβαν και από αυτό πήραν το όνομα κλέφτες; Γιατί τα παιδιά εκείνης της εποχής αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Αφαιρούμε το ότι τα παιδιά με τις πράξεις τους αυτές ένοιωθαν ικανοποίηση με τη σκέψη ότι έχουν την ικανότητα να προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις με αίσια κατάληξη. Μα και στην αρχαία Σπάρτη, που γύμναζαν πολύ σκληρά τα παιδιά στις όχθες του Ευρώτα, τα μάθαιναν και τα υποχρέωναν να κλέβουν, για να έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες (πείνα κ.α.) όταν χρειαζόταν. Μάλιστα τα τιμωρούσαν αυστηρά όταν δεν τα κατάφερναν να κρατήσουν κρυφή την πράξη της κλεψιάς. Ας θυμηθούμε κείνο το Σπαρτιατόπουλο που έκλεψε ένα αλεπουδάκι και για να μην αποκαλυφθεί η πράξη του το έκρυψε στον κόρφο του. κείνο με τα νύχια του άρχισε να του σκάβει την κοιλιά. Το Σπαρτιατόπουλο προτίμησε ν' αντέξει τους πόνους παρά να ξεκουμπώσει το πουκάμισο, να πεταχτεί το αλεπουδάκι, ν' αποκαλυφθεί η κλεψιά. Ήξερε ότι το περιμένει βαριά τιμωρία. Βέβαια εκεί στην αρχαία Σπάρτη δικαιολογούσαν αυτή τη συμπεριφορά και τη θεωρούσαν απαραίτητη σε περίοδο πολέμου με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσκολιών, τη νίκη εναντίον των εχθρών, την προσφορά υπηρεσιών στην πατρίδα, που ήταν το ύψιστο αγαθό.
          Αυτές οι απόψεις διατυπώθηκαν στην παρέα μας, πίνοντας το καφεδάκι μας. Καταλήγοντας είπαμε ότι δεν δικαιολογούμε αυτές μας τις πράξεις και ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν πράξεις «προς μίμηση».
          Στην παρέα των πεντέξι ατόμων βρέθηκε και ο «Παλαιοπυργήσιος» και είπε ότι το περιστατικό αυτό θα το στείλει στην ιστοσελίδα του χωριού μας για ανάρτηση. Μερικοί έφεραν αντίρρηση. Όμως ο «Παλιοπυργήσιος» τους έπεισε ότι αυτό δεν είναι ατιμωτική πράξη και ότι δεν πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς ύστερα από μισό αιώνα και το περιγράφει, όπως ακριβώς το άκουσε:
          Καθόμαστε, λέει, με το Χρήστο στη θεια-Πάναινα του Καντιάνη, εκεί κοντά στη βρύση του «Καλέα». Πολύ καλή γυναίκα η θεια-Πάναινα, μόνη της ήταν. Ο άντρας της έλειπε σχεδόν ολοχρονίς, δούλευε την «άγια δουλειά της πέτρας» μαζί  με άλλους Λαγκαδινούς μαστόρους, μακρυά σε ξένους τόπους. Τα παιδιά της ήταν μεγάλα, αποκαταστημένα στην Αθήνα. Σαν παιδιά της μας είχε η μακαρίτισσα.
          Ήταν περίπου τέλη Οκτώβρη, που η θεια-Πάναινα έλειπε μια δεκαριά μέρες στην Αθήνα κι εμείς μέναμε μόνοι μας στο σπίτι. Μια μέρα απ' αυτές, βράδυ, ήρθαν στο σπίτι ο Νίκος και ο Σωτήρης. Καθίσαμε αρκετή ώρα. Δεν είχαμε και τίποτα να φάμε, πιάσαμε το κουβεντολόι και έτσι το αίσθημα της πείνας δεν ήταν και τόσο οδυνηρό. (Φαντάσου εσύ τώρα σε τι εποχή ζούσαμε!). είπαμε το 'να, είπαμε τ' άλλο, πού να τα θυμηθώ κι εγώ όλα. Α, ναι ένα που τους είπα και γελάσαμε το θυμάμαι και το περιγράφω όπως ακριβώς και τότε:
          Κάποιος μου έδωσε πριν λίγες μέρες ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα παπούτσια. Ήταν κόκκινα γυαλιστερά σκαρπίνια, που ούτε στον ύπνο μου δεν τα είχα δει να τα φοράνε έστω άλλοι. Το ένα, το δεξί, ήταν τρύπιο εκεί κοντά στο μεγάλο δάκτυλο. Δε με πείραξε καθόλου. Τα πήρα και τα πήγα στον τσαγκάρη, τον μπαρμπα - Τριαντάφυλλο Κουρή, χαμηλά, εκεί κοντά στο μαγαζί του Λώλου. Ναι, παιδί μου, μου είπε, να 'ρθεις μεθαύριο την Τρίτη να τα πάρεις. Πάω την Τρίτη το απόγευμα. Έτοιμα, μου λέει, ο μπαρμπα-Τριαντάφυλλος, «να τα πάρεις και να ξέρεις ότι κατασκευάζουμε και καινούρια παπούτσια, που «ως προς την αντοχή υπερτερούν των αθηναϊκών, ως προς την εμφάνιση είναι εφάμιλλα αυτών». Έτσι συνήθιζε να διαλαλεί τη δουλειά του. Τι σου χρωστάω, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, του λέω. Τι να σου πάρω, μου λέει. Δώσε μου μιάμιση δραχμή. Μπαρμπα - Τριαντάφυλλε, δεν έχω τώρα, θα σου τα δώσω την Κυριακή που θα 'ρθει η μάνα μου. Παίρνει μια βαθιά αναπνοή ο μπαρμπα-Τριαντάφυλλος, κουνάει το κεφάλι πάνω-κάτω και μου λέει. «Δεν είναι που θα χάσω τη μιάμιση δραχμή, θα σε χάσω κι από πελάτη, δεν ξανάρχεσαι στο μαγαζί μου». Ε, τώρα, σε ρωτάω, να ντραπώ και να μην το γράψω ή να μην ντραπώ και να το γράψω. Ό,τι και να μου πεις εγώ θα το γράψω. Όπως το είπε ο μπαρμπα-Τριαντάφυλλος, έτσι ακριβώς έγινε. (Φαντάσου εσύ σε τι εποχή ζούσαμε!)
          Μ' αυτά κι άλλα πέρασε αρκετά η ώρα. Ήρθε σχεδόν μεσάνυχτα. Κάποιος είπε: Δεν πάμε να φτάσουμε κανά σταφύλι από την κληματαριά της θεια-Μαριώς; Δεν ήθελε και «πολύ πιπέρι», έτοιμοι όλοι στον «τσαμπά» που λέει. Η θεια-Μαριώ του Σακελλάρη ήταν μια γερόντισσα , που έμενε μόνη της, εκεί παρακάτου, κάπου 150 μέτρα από εκεί που μέναμε. Πήγαμε στο «άψε-σβήσε» χωρίς κανέναν ενδοιασμό, και με την ικανοποίηση ότι κάτι σπουδαίο θα κατορθώσουμε. Χωρίς κόπο και χωρίς φόβο φτάσαμε αρκετά σταφύλια και γυρίσαμε σαν κύριοι στο σπίτι. Φάγαμε, όσα φάγαμε, τα μισά περίπου, τ' άλλα που μείνανε τα μοιράσαμε να κρατήσουμε κι εμείς να πάρουν και ο Νίκος με το Σωτήρη για τα σπίτια τους. ο Σωτήρης, το ζερζέκι, τι σκέφτηκε, μάζεψε τα τσαμπιά και θα τα πετάξω, μας λέει στη σκάλα της θεια-Μαριώς. Να μου το θυμηθείτε, μας λέει, θα τα μαζέψει η θεια-Μαριώ στην ποδίτσα της και θα τα φέρει το πρωί στο Γυμνάσιο, εκεί που θα κάνουμε προσευχή. Μα, τι να σας πω, μάγος ήταν;
          Την άλλη μέρα οι άλλοι τρεις την έκαναν «κοπάνα», δεν ήρθαν στο Σχολείο, εγώ πήγα.
          Κτύπησε το κουδούνι. Μαζευτήκαμε στο προαύλιο για πρωινή προσευχή. Με το ... Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός ....»  βλέπω τη θεια-Μαριώ να ξαναφαίνει στην άλλη άκρη του γυμναστηρίου κρατώντας τη σηκωμένη ποδίτσα της, με όψη πολύ οργισμένη, που δεν την διέκρινα από τόσο μακριά αλλά ο φόβος μου με έκανε να την βλέπω με τη φαντασία μου. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Τα 'βαλα αμέσως με τον εαυτό μου: Γιατί να μην την κάνω κι εγώ «κοπάνα» όπως οι άλλοι τρεις; Τελειώνοντας η προσευχή φτάνει η θεια-Μαριώ και απευθύνεται στον κ. Μπάλτα, φιλόλογο καθηγητή, που συνήθιζε την ώρα της προσευχής να κάθεται πίσω από τη σύνταξη των μαθητών. Δείχνοντας τα τσαμπιά μέσα από την ανοιχτή ποδιά της, του λέει: «Κύριε γυμναστά, τα ταμπλαβαρεμένα, τα .. τα ... (αράδιασε καμπόσους κακόηχους χαρακτηρισμούς) μου φτάσανε τα σταφύλια, πετάγανε πέτρες στις καρυδιές και μου κάνανε κι . έτσι (κάνοντας άσεμνη χειρονομία). Ποια ήταν, γιαγιά, της λέει ο κ. Μπάλτας, που τον έκανε γυμναστή η θεια-Μαριώ. Αυτό κι αυτό, του λέει και δείχνει τους ανυποψίαστους και αμέτοχους στο «έγκλημα» Χρήστο του Λεγάκη και Δήμο του Γιώργη Αναγνωσταρά. Να 'ρθείτε τώρα στο Γραφείο, τους λέει ο κ. Μπάλτας και έτσι ο φόβος και η τρεμούλα μετακινήθηκαν από μένα στο Χρήστο και στο Δήμο.
          Σε λίγο ο Χρήστος και ο Δήμος βρίσκονται κατηγορούμενοι ενώπιον του κ. Γυμνασιάρχη, όλων των καθηγητών και της θεια-Μαριώς που άρχισε ν' απευθύνει την κατηγορία, επαναλαμβάνοντας το ίδιο τροπάριο: τα ταμπλαβαρεμένα τα ... τα ... που να μην τα βρει ο Χρόνος ... και μου κάνανε κι έτσι ..
          Θέλεις γιατί ο κ. Γυμνασιάρχης βρέθηκε «στις καλές» του, θέλεις γιατί πίστευε ότι αυτά τα παιδιά δεν ήταν δυνατό να κάνουν τέτοια πράγματα, θέλεις γιατί αηδίασε από το λεξιλόγιο της  θεια - Μαριώς, αθωώνει τους .. κατηγορούμενους, διατυπώνοντας ως εξής .. Την απόφαση: «Καλά, καλά, κυρία μου, θα τους τιμωρήσω, πηγαίνετε εσείς στο μάθημα σας».
          Έτσι .. λίγο έλειψε να «πληρώσουν τη νύφη» ο Χρήστος και ο Δήμος για κάποιο παιδικό παράπτωμα που το διέπραξαν κάποιοι άλλοι.
          Παιδικό παράπτωμα; Ναι έτσι, κατά την άποψή μας πρέπει να χαρακτηριστεί, λέει. Η θεια - Μαριώ ήταν μια γερόντισσα που έπαιρνε μια καλή σύνταξη, ως θύμα πολέμου. Είχε σκοτωθεί ο γυιός της . μάλλον στο Αλβανικό μέτωπο. Κάποια μέρα της έφερε ο ταχυδρόμος τη σύνταξη. Όταν έφυγε ο ταχυδρόμος, καθώς περνούσα έξω από την αυλή της, με φώναξε να της μετρήσω τα λεφτά που της έφερε και άλλα που έβγαλε από την τσέπη της. κάπου εξακόσιες δραχμές, όλο κόκκινα δεκάδραχμα. Εκεί θα μπορούσα άνετα να της «κρύψω» μερικά. Ούτε καν το διανοήθηκα. Ε, αυτό, αν το έκανα, δεν θα ήταν παιδικό παράπτωμα, θα ήταν μια ατιμωτική πράξη για την οποία θα ντρεπόμουν ακόμα και τώρα, λέει.



     

6 σχόλια :

  1. κουκος απο σφενταμακια25/1/14 11:50

    ο σωτηρης φταιει,τι τον στενοχωρας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος25/1/14 19:15

    Το ταλέντο του Παλιοπυργήσιου είναι που καταφέρνει τις πιο σκληρές εποχές να τις περνάει σαν ωραίες αναμνήσεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος25/1/14 21:54

    Συνέχισε Παλιοπυργήσιε !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος26/1/14 10:05

    στα μαγουλιανα απο την καμερα βλεπω χιονισε...στο χωριο τι να κανει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος26/1/14 19:41

    και τωρα ουτε τσαμπι!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΑΡΗΣ ΤΣΙΡΙΜΟΠΑΝΟΥ26/1/14 20:39

    ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΗΣΙΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΣΟΥ ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΑΛΛΑ ΜΑ ΘΥΜΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
    ΕΓΩ ΘΥΜΑΜΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΑΚΟ ΤΟΥ ΜΠΛΕ(ΚΑΙΡΙ)ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΦΑΓΑΜΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΑΠΟΒΟΛΗ ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΑΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΗΠΟ ΜΕ ΛΑΧΑΝΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΛΑΧΑΝΑ ΚΑΙ ΦΑΓΑΜΕ ΤΑ ΓΟΥΛΕΙΑ ΠΕΙΝΑΓΑΜΕ!!!!!
    ΜΑΣ ΚΑΛΕΣΕ Ο ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΗΓΑΜΕ. ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΠΕ "ΜΟΥ ΚΑΤΑΓΓΕΛΘΗΚΕ ΟΤΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΕΚΑΝΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΑ ΓΟΥΛΕΙΑ" ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΠΟΒΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΑΤΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.