Ο ΠΑΝΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΗ
ΤΟΥ
ΘΑΝΑΣΗ Β. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟY
Στις μνήμες
των παλαιοτέρων συμπατριωτών
μας, αλλά και για
μερικούς και σε
μας τους νεότερους, υπάρχουν έντονες
αναμνήσεις από Γλανιτσιώτες
που ξεχώριζαν από
τους άλλους και
ήσαν σαν να
πούμε οι κεφαλές
και οι οδηγοί
του χωριού.
Τόσο ζωηρά, που θαρρείς
και θα ξαναφάνουν
στη Παναγιά να
τη γεμίσουν. Απ’ αυτά που
μας διηγούνται οι
παλιότεροι, ή γνωρίζουμε οι
νεότεροι, τέτοιες κεφαλές ήσαν ο Παπαντώνης, που σε
αιχμαλώτιζε με ό,τι
ιστορούσε. Ο Παπακώτσιος,
σωστός λεβεντόπαπας, με το
κύρος του το
μεγάλο στο χωριό. Ο
Αντρέας του Αναγνώστη, με
τις ατέλειωτες διηγήσεις
του και τα
πολλά του ανέκδοτα, που
σαν τα άρχιζε
μάζευε όλο τον
κόσμο γύρω του. Ο
Κώστας ο Μαλαπέρδας
με το ανοιχτόκαρδο
γέλιο του και
το γλυκό τραγούδι
του. Ο Χριστιάς,
μεγαλόπρεπος και λεβέντης
στην εμφάνιση, ο Κωστάντιος, ο
Κόλλιας, ο Γεωργίλας, ο Γιωργιάς, ο Κομπόλης, ο Παπαπάνος και
πολλά άλλα πρωτοκλασάτα
ονόματα του χωριού.
Όμως ανάμεσα
στους σημαντικούς Γλανιτσιώτες
που έζησαν στο
χωριό μας, ξεχωριστή θέση
κατέχει ο Πάνος του
Παπαδημήτρη. Προσπάθησα να
συγκεντρώσω όσο το
δυνατόν περισσότερες πηγές
πληροφόρησης για το
πρόσωπο αυτό, και λόγω
της μακρινής μου
συγγένειας (ήταν 1ος εξάδελφος
της γιαγιάς μου, της
Θανάσως του Κατσαφάνα), αλλά και
για το λόγο
ότι πολλοί Γλανιτσιώτες
αναφέρονταν στο πρόσωπο
αυτό και η
φράση που τους
είχε μείνει ήταν
«το είπε και
ο Πάνος του
Παπαδημήτρη».
Από διάφορες
λοιπόν πηγές, προφορικές και
γραπτές, διαπιστώνουμε ότι για
το πρόσωπο αυτό
το χωριό έτρεφε
απέραντη εκτίμηση. Γιος του
Παπαδημήτρη, όπως ξέρουμε,
ξεκίνησε για πολλά
γράμματα. Κείνο τον καιρό
τα παπαδοπαίδια σπούδαζαν. Από το
Δημοτικό σχολείο της
Γλανιτσιάς, στο Σχολαρχείο του
Βαλτεσινίκου και μετά
στο Γυμνάσιο Δημητσάνας.
Συμμαθήτευε με τον
Κωστούλη, το γνωστό στο
πανελλήνιο λαογράφο και
λογοτέχνη Κώστα Μαρίνη. Μάλλον τον
Κωστούλη τον πέρναγε
μια τάξη. Δυνατά
μυαλά και οι
δυο τους, ξεφτέρια στα
γράμματα. Μα τη μεγάλη
τους δίψα για
αυτά δεν μπορούσε
να τη σβήσει
το Γυμνάσιο Δημητσάνας, με την
πρωτόγονη οργάνωση που
είχε, και προπάντων με την έλλειψη
καθηγητών. Πήραν την απόφαση
να φύγουν για
το μεγάλο πνευματικό κέντρο, την
Αθήνα. Είχαν γίνει ενοχλητικοί
στους καθηγητές τους
και το Γυμνασιάρχη. Τους ξετίναζαν
κυριολεκτικά με τις
ερωτήσεις τους, και σιγά- σιγά
οι δύο ανήσυχοι
Γλανιτσιώτες έγιναν ζιζάνια, και
έπρεπε να απαλλαγεί
το Γυμνάσιο απ’ αυτούς.
Έτσι ο
Πάνος του Παπαδημήτρη και ο Κωστούλης, βρέθηκαν στην
Αθήνα σαν μαθητές
Γυμνασίου. Από το Γυμνάσιο
γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο, ο Πάνος
στη Νομική και
ο Κωστούλης στη
Φιλολογία. Ο Κωστούλης τέλειωσε
τις σπουδές του, έγινε
καθηγητής, και στη συνέχεια
λαογράφος και ποιητής. Ο
Πάνος του Παπαδημήτρη
δεν στάθηκε τυχερός. Ίσως
δεν στάθηκε τυχερή
και η επιστήμη, γιατί σίγουρα
θα εξελισσόταν σε
διαπρεπή επιστήμονα και
αληθινό λόγιο. Στο τρίτο
έτος των σπουδών
του αρρώστησε και
γύρισε στη Γλανιτσιά. Το
αθάνατο Γλανιτσιώτικο κλίμα
τον ξεγέρεψε αλλά
η διακοπή των
σπουδών του ήταν
οριστική.
Βρισκόμαστε γύρω
στο 1920. Η ανθρωπότητα
είχε ξεβγεί από
τη φρίκη του 1ου παγκόσμιου
πολέμου και ετοιμαζόταν
για καινούργιο. Η Μικρασιατική
καταστροφή δεν ήταν
μακριά. Ο Πάνος του
Παπαδημήτρη ήταν στους
απαλλαγέντες του πολέμου
αυτού. Ο αδερφός του
Γιώργης, μεγαλύτερός του,
ήταν δάσκαλος στη
Χωτούσα, και ο άλλος
του αδερφός Κώστας, ως
αμερικανός στρατιώτης, είχε εξαφανιστεί
στις επιχειρήσεις του 1ου παγκοσμίου
πολέμου. Οι Αμερικανικές αρχές
αναζήτησαν τους γονείς
του, και γύρω στα
1921 ή 1922
τους βρήκαν. Ο Παπαδημήτρης
και η παπαδιά
άρχισαν να παίρνουν
μια καλή πολεμική
σύνταξη από το
Αμερικανικό δημόσιο, και πήραν
και ένα μεγάλο
ποσό δολαρίων για
τις καθυστερούμενες συντάξεις.
Με τη
σύνταξη αυτή η
οικονομική κατάσταση των
Παπαδημητραίων άλλαξε εντελώς. Πρώτη τους
σκέψη να φύγουν
από το χωριό
και να εγκατασταθούν
στη Τρίπολη. Αυτό έγινε το 1924 ή 1925. Πούλησαν τα
κτήματά τους, το σπίτι
τους το αγόρασε
ο Χριστιάς, και άφησαν
απούλητο μόνο το
περιβόλι στη Λιάσκοβα, κατ’ απαίτηση του
Πάνου. Οι Παπαδημητραίοι έγιναν
Τριπολιτσώτες, όχι όμως και ο Πάνος.
Μένει στη Γλανιτσιά,
στο σπίτι του
μπάρμπα του , του Γιάνκου
Τσιφλή, (πατέρα της γιαγιάς μου). Κάπου κάπου
πετιέται και στην
Τρίπολη, για να δει
τους δικούς του, αλλά
δεν κάθεται πολύ. Έτσι
πάντα γύριζε, και όταν
αργότερα οι δικοί
του θα φύγουν
από την Τρίπολη
για να εγκατασταθούν
στο Μαρούσι. Η Γλανιτσιά
πάντα του έδινε
τη μεγαλύτερη χαρά. Οι
Γλανιτσιώτες μιλούσαν για
τον Πάνο με
αγάπη και εκτίμηση. Λόγος κακός
δεν βγήκε γι ‘ αυτόν
ποτέ από το
στόμα τους. Το κύρος
του ήταν μεγάλο. Το
είπε ο Πάνος
του Παπαδημήτρη έλεγαν, για
να αποδείξουν κάτι
που δεν χωράει
αμφισβήτηση. Κάτι που ήταν
σωστό εκατό τοις
εκατό. Αλλά και κείνος
ανταποκρινόταν στην αγάπη
τους. Γέλαγε με τη
καρδιά του με
το σπαρταριστό Γλανιτσιώτικο
αστείο. Θαύμαζε την εξυπνάδα
του Γλανιτσιώτη, και έκανε
γούστο με τη
σατανικότητα και την
ευστροφία του. Έπαιρνε μέρος
στις συζητήσεις, μα ποτέ
δεν μάλωσε με
κανέναν. Η λογική του
ήταν τετράγωνη, και η
πειστικότητά του άφθαστη. Για
συμφωνητικά, εμπιστευτικά
γράμματα, προικοσύμφωνα, μετρήματα
χωραφιών, τρέχανε στον Πάνο. Σωστός
σύμβουλος του χωριού. Μόνο
αυτός δεν είχε
εχθρούς. Μερικοί τον παρομοιάζανε
σαν Χριστό, για την
εποχή τους. Τις ώρες
του τις περνούσε
στα καφενεία του
χωριού. Σε σπίτια δεν
πήγαινε. Δυο φορές την
ημέρα, πρωί και απόγευμα, κατέβαινε στη
Λιάσκοβα, στο περιβόλι, στο αγαπημένο
του κεφαλόβρυσο. Ήταν
η αδυναμία του, γι’ αυτό
και δεν το
πούλησε. Εκεί κοιμόταν τα
μεσημέρια και διάβαζε. Διάβαζε πολύ ο Πάνος.
Στο περιβόλι έκανε
τραπέζι στους επισκέπτες
του που έρχονταν
από την Αθήνα.
Δυο τρία
χρόνια ο Πάνος
έλειψε από τη
Γλανιτσιά. Ήταν η περίοδος 1935
έως 1938 που
είχε συνεταιριστεί με
τα ξαδέρφια του, τους
Τσιφλαίους, στο κατάστημα τροφίμων
που είχαν ανοίξει
στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα. Όταν
το κατάστημα έκλεισε, ο
Πάνος ξαναγύρισε στη
Γλανιτσιά. Σε κάποιο
γραπτό κείμενο, βρήκα και
τούτο, που αναφέρεται στο
μαγαζί αυτό: Μια
μέρα, πέρασε από το
κατάστημα ο αδερφός
του ο Γιώργης, σε
ώρα που έτρωγαν
αφεντικά και υπάλληλοι
μαζί. Μετά το φαγητό, όταν
οι υπάλληλοι σκόρπισαν
για τις δουλειές, ο
Γιώργης λέει του
Πάνου: Δεν νομίζεις ότι
με τόσο φαγητό, και
τόσο ψωμί που
τρώνε τα παιδιά, δεν
θα βγείτε πέρα; Καλύτερα, Γιώργη, του απαντάει
ο Πάνος, να χορτάσουν
τα παιδιά με
φαγητό και ψωμί, παρά
να χορτάσουν με μπισκότα.
Ο πόλεμος
του 1940 βρήκε
τον Πάνο στην
Αθήνα. Εκεί τον βρήκε
και η κατοχή. Η
πείνα του 1941
έπληξε και τον
Πάνο. Υπερήφανος όπως ήταν
δεν θέλησε να
γυρίσει στη Γλανιτσιά. Αν
γύριζε, δεν θα πέθαινε
πρόωρα. Οι πατριώτες δεν
θα τον άφηναν
να πεθάνει από
την πείνα. Μα αυτός
ήταν δυνατός άνθρωπος, είχε αρχές
στη ζωή του, και
δεν ήθελε με
κανέναν τρόπο να
υποχρεωθεί. Μα μήπως θα
υποχρεωνόταν; Ποιος
Γλανιτσιώτης δεν είχε
πάρει δανεικά και
αγύριστα βέβαια, από τον
Πάνο. Δεν ήθελε να
υποχρεωθεί στους υποχρεωμένους. Τέτοιος ήταν.
Το φοβερό
χειμώνα του 1941-42, η
υγεία του κλονίστηκε. Εισήχθη στο
νοσοκομείο “Σωτηρία”, αλλά σωτηρία
δεν βρήκε. Πέθανε την
ίδια χρονιά, σε μια
εποχή που η
ζωή του ανθρώπου
ήταν το πιο
φτηνό πράγμα. Πείνα και
κατοχή. Στη κηδεία του
δεν παρευρέθηκαν οι
αγαπημένοι του Γλανιτσιώτες, λόγω της
κατοχής, και ο τάφος
του είναι άγνωστος.
Όμως 70 χρόνια
και πλέον από
το θάνατό του,
έχει μείνει στην
ιστορία του χωριού
μας, ως εξέχουσα πνευματική
φυσιογνωμία της εποχής
που έζησε.
Ο Θανασης με εξαιρετικό τρόπο γραφής έφτιαξε την προσωπογραφία Πάνου του Παπαδημήτρη Χρειαζεται πολυ δουλεια για να συγκεντρωσεις ολα αυτά τα στοιχεία και ασφαλως λιγοτερη να τα αποτυπώσεις σε μια κόλα χαρτί οταν ξέρεις πεντε σειρές γράμματα
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαναση συγχαρητήρια !!
Πραγματι, πολυ καλο !
ΑπάντησηΔιαγραφήπκ
Και σημερα θαναση ειναι ακομη φθηνοτερη η ζωη του ανθρωπου
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυχαρητηρια για το γραφτο σου
ασχετο --γερολυκε εισουνα στο χωριο της παναγιας ?
ΑπάντησηΔιαγραφήσυγνωμη θαναση......να προσθεσω στους πρωτοκλασατους[τον θεωρω ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΡΩΣΟΠΙΚΟΤΗΤΑ]τον θοικο του αργυρακη.....gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφή