Στέλνω για
δημοσίευση, κείμενο του ΄΄Κωστούλη΄και πρέπει να διαβάσουνε οι Γλανιτσιώτες
ούλοι .Προτείνω για να φτιάξουμε πνευματικό μνημείο,που πρέπει να στεγάζεται
επάνω στο Σχολείο.Γι΄αυτό μαζεύτε υλικό πνευματικών ανθρώπων,να μη χαθεί
στη λησμονιά ,πόνεμα τόσων κόπων.
Σόλων- Το κείμενο αντέγραψα, με τη γλώσσα και τη γραφή της εποχής
εκείνης, από το βιβλίο του Κώστα Μαρίνη΄΄Κωστούλη΄΄ ‘’ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ’’
Ι.- ΚΑΛΟΦΑΓΩΤΟ
Μπήκανε οι Απόκριες. Από μπονώρα,
σούρπ΄ακόμα, αρχίσανε να σκίζουνε τον ήσυχο αέρα του χωριού τα ξαφνικά, δυνατά,
ξαγριεμένα και ξεκουφαντικά σκουξίματα του θρεφταριώνε, που τα σκοτώνουν οι
χωριανοί γυρίζοντα συγγενικές παρέες από σπίτι σε σπίτι.
« Γκουίίί…
γκουίί…γκουί…» σκουζοβολάει κάποιο θρεφτάρι κι όσο να σιγοποιγιάσει εκείνο ,
άλλο αρχινάει, τρίτο του παίρνει το νηχό, τα μικρά παιδιά μπήγουν τα κλάηματα
΄πό τη σκιάχτρα τους, αγουριόνται τα σκυλιά, ξεφωνητά και βιαστικές προσταγές
ακούγονται, κι όλα, σμίγοντας, κάνουν έναν αγριόηχο κι ασιγάλιαστον αντίβουο,
μι΄ανταριάρικη και φρικιαστική φοβέρα…
Η παρέα του μπάρμπα Φώτη έκαμε αρχή από το
δικό του θρεφτάρι. ΄Οσο να ειπείς «τρία» τρεις τέσσεροι αρπάξανε το χοιρινό από
τ΄αφτιά κι από τα πόδια, το ξαπλώσανε χάμου, το κρατήσαν ακούνητο και το σφαξε
ο Γιώργης, τρυπώντας του το λαιμό μ΄ενα μακρί Ντρομπολιτσιώτικο μαχαίρι.
« Βζίί!» ξαπολύθηκε το
αίμα, ραντζεληστά και με δύναμη, όπως ξεπετιέται το νερό από τη χούρχουρη του
μύλου, και πλημόνησε ο τόπος! Το γουρούνι έσκουξε σφαερά και πονεμένα κ΄εβαλε
ούλα τα δυνατά του να ξεφύγει. Μα ξατόνησε σιγά σιγά και, μ΄ενα στερνό και
ξέψυχο γκραχάλισμα, έμεινε.
Αμέσως ο Γιώργης έχωσε το χέρι του στη σφαή,
έβγαλε από μέσα το καρύδι (το λάρυγκα του χοιρινού, που τονε λένε και
καρούντζαφλα), το δωκε και το ψήσανε γλήγορα γλήγορα στα κάρβουνα, το κόψανε
μικρά κοματάκια και μοιράσανε σ΄ούλους τρανούς και μικρούς, και με μια ποτηριά
στον καθένα.
-Ες
υγεία μας, χρόνια πολλά ,
καλοφάγωτο! Χαιρετήσανε.
Σύγκαιρα βάλανε το γουρούνι μέσα στο λεβέτι
με το θερμό, τ΄αφήκανε λίγο κει μέσα,
φροντίζοντας να ζεματιστεί όπως πρέπει, να πάρει
ουλούθε όμοια, να μην παραπάρει πουθενά, κι απέ το βγάλανε και το ξαπλώσαν
απάνου σ΄ένα τραπέζι κι αρχίσανε ναν το μαδάνε, Οι τρίχες, ζεματισμένες από το
θερμό, βγαίνανε χεριές χεριές, ξεριζωνόσαν ατόφυες με ανέκοπη προσπάθεια. Στις
δίπλες, κοντά στα λαιμικά, που δεν είχε πάρει καλά, ρήνανε θερμό με το τσουκάλι
και ξύγανε δυνατά με την κόψη του μαχαιριού, για να μαδήσει. Κι όπου απόμεινε
καμιά τριχούλα, την τσουρουφλήσανε με τη σιδερένια μάσια που με δάφτη συμπάνε
και ξεθρακάνε τη φωτιά, ξεπιταφτού πυροκοκκινισμένη στη θρακόβολη.
΄Ετσι πρόβαλε το χοιρινό με την κατάσπρη
χιονάτη φορεσιά του, δίχως καμία τρίχα. Το πλύνανε και το καθαρίσανε καλά, το
ξεκοιλιάσανε και βγάλανε με προσεχή τα μεσικά του, το ζυγιάσανε με το σατέρι,
του σφηνώσανε στ΄ανοιχτό στόμα του ένα
λεϊμόνι κι απέ το κρεμάσανε στο πατερό από τα πισινά του πόδια.
Τραβήξαν έπειτα στ΄αλλα σπίτια για να
σκοτώσουνε και τα ρέστα θρεφτάρια. Στου μπάρμπα Φώτη έμεινε μονάχα ο Αλέξης για
να ξεχωρίσει τ΄αντερα με τάξη, για να μην κοπούνε. Πρώτα πρώτα έβγαλε τη φούσκα
του γουρουνιού και την έδωκε του Δημήτρη, που παράστεκε με λαχτάρα και λιγούριασε καρτερώντα. Την
άδραξε, την άδειασε καλά, την άλειψε με κρύα στάχτη, τη φούσκωσε και την
ξαναφούσκωσε κι ούλο την εσταχτοκύλαγε, την έτριβε με τα δυό του χέρια και την εζούπαγε δεχτά δεχτά για να
τεντώσει, να γίνει μεγάλη. Έναν καιρό έβαλε μέσα πεντέξι αραποσιτόσπειρα, την
εφούσκωσε πολί και την έδεσε μπροστά, για να μη βγαίνει ο αέρας.
Καθώς ήτανε φουσκωμένη, έμοιαζε με μεγάλο
στρουμπουλό κολοκύθι, κι όπως ταρακουνιότανε, χοροπηδάγανε μέσα τ΄αραποσιτιού
τα σπειριά και βρόνταγε δυνατά, σαν ταβούλι. Από το βρόντο ξαφνιαζόσανε τα
λιανώματα και προγκολογάγανε μέσα στο γρασίδι.
Βρόντηξε κάμποσο ο Δημήτρης κι απε την έδωκε
του Φωτάκου (όσο να σπάσει και να την πάρει ο τρανός Φώτης ή κανας άλλος γέρος και ναν τη φτειάσει καπνοσακκούλα
!) Το μικρούλι την πάγαινε κυλώντα μέσα στο πάτωμα, την κυνήγαγε κατσουλώντα κι
έκανε χίλια γούστα.
΄Ετσι ήβρε και η Γιώργαινα καιρό, πήρε
τ΄αντερα μέσα σ΄ενα κοφίνι, τα πήγε στη Λιάσκοβα στο ρέμα τα πλυνε και τα γαργάρισε όμορφα όμορφα και γυρίζοντα,
τα γιόμισε με το μπουλουγούρι (χοντραλεσμένο σιτάρι, κομένο στα δύο, στα τρία),
που το είχε βρασμένο από τα χτε, ανακατωμένο και με διάφορα μυρουδικά και
ζερζεβατικά κι έφτειασε την οματιά.
Χώρια γιόμισε τα λοκάνικα : μέσα στα ψιλά άντερα εθήκιασε κοματάκια κριάς
αντάμα με πορτοκαλόφλουδες, κοπανισμένα μπαχαρικά και κανελλογαρούφαλα, τα δεσε
στην άκρη και τα κρέμασε στον καπινό για να ξεραθούνε.
Στερνά ταχτοποίησε το σπίτι, ανασκήρισε
καλά, εμαγέρεψε το συκώτι του
γουρουνιού, εζύμωσε και μια μπομπότα
(από αραποσιτένιο αλέβρι), την έρηξε χάμου στη γωνιά και την εσκέπασε με
χόβολη, για να ψηθεί, κι απ΄εστειλε το Δημήτρη να δειοποιγήσει την παρέα πως
ειν΄ετοιμο το φαϊ, να ρθούνε να φάνε.
ΙΙ. Η ΤΣΙΚΝΟΠΕΦΤΗ
΄Απ΄όλα τα σπίτια του χωριού σήμερα βγαίνει
μπόλικη μυρουδιά τσίκνας και μπουχλώνει σαν καταχνιά, σάμπως να βγαίνει θυμίαμα
απόνα μεγάλο λιβανιστήρι. Είναι η Τσικνοπέφτη σήμερα, που λυώνουνε τάλείματα.
Πέρασε η μια κριάτινη βδομάδα, κοντέβει
και η άλλη και πλιά θα μπεί η τυρινή βδομάδα΄ την Κυριακή θ΄αποκρέψουνε
το κριάς κι ό,τι τους μείνει θαν το λαμπρέψουνε τα σκυλιά μεθάβριο τη
Σκυλοδεφτέρα.
΄Από το κριάς του χοιρινού, που τους ήτανε
μεινεμένο, ξεχωρίσανε όσο θα τρώγανε το Σαββατοκύριακο και το ρέστο το κόψανε
μικρά κοματάκια, το ρήξανε στο λεβέτι και το βάλανε απάνου στη φωτιά να
λειώσει. Ψιλοκόψανε μέσα και κάμποσα κρεμύδια, ρήξανε και μπαχαρικά κι
ανακατώνουν αναώς το γουρνόκριατο, που λυώνει και τσουλαγρίζει. Αγάλια ΄γάλια
τα μεζέδια μικραίνουνε, ζαρώνουνε και παίρνουν ένα ρουσόξανθο χρώμα.
Σύντας έλυωσε ούλο το πάχο, κατεβάσανε το
λεβέτι από τη φωτιά και το κενώσανε μέσα σε λαήνες,
αλλού το λαγάρι και σάλλες το σύγκριατο, λαγάρι ανάκατο με τσιγαρίδες.
Τις αφήκανε
να παγώσουνε και στερνά τις εσιγουρέψανε, για να φτειάνουνε με αβγά
και με τις τσιγαρίδες κανα
γουρνοκαγιανά και ν αρτένουνε τον τραχανό με το λαγάρι.
Κρατήσανε κι άλυωτο καμπόσο γουρνοβασιλικό και το σιγουρέψανε για
γιατρικό, τι γιατρολογάει τα πονίδια, που αλείφουνε με δάφτο και είναι περίβαλτο για τις σκασίλες που γινόνται
στα χέρια και στα πόδια τις αβγηνάδες με το ξεροβόρι, το τσιάφι, και το βράδι
χαλουπώνοντα που κάνει πολί φύο.
΄Αλυωτο έμεινε κι όσο ξίγκι βάλανε κατα μεριά
τα παιδιά, που κάμανε δικό τους κουμάντο και φυλάξανε πολλά σβολάκια, για να
βάνουν απάνου στο στοιχερό τουν αλωνιώνε, να γλυστράνε και να γυρίζουνε γλήγορα
οι τραμπάλες, που φτειάσανε και
τραμπαλιζόνται.
Γι΄αφτό ναι μαζωμένα στ΄ αλώνια και σηκώνουν
τον τόπο με τις φωνές και τις αντάρες. Στου Καλόγερου τ΄αλώνι έχουνε την
καλήτερη τραμπάλα, τραμπαλίζουνται και η φωνή τους φτάνει στα ουράνια, καθώς
τραγουδάνε ούλα μαζί για πείσμα της γριά Σούλιαινας, που τους λέει να πάψουνε,
για δε μπορεί ναν τ ακούει. Μα που να σωπώσουνε τα πειραχτήρια !
Όσο τα μαλλώνει, τα φοβερίζει και τα
καταριέται κείνη, τόσο δυνατότερα λένε και ξαναλένε:
«Τράμπα- τραμπαλίζουμε
Πέφτω και τσακίζουμαι
Και βαρώ το γόνα μου
Και με κλαίει η Τρυγώνα
μου !
Και βαρώ και τ άλλο μου
Και με κλέι η Μυγδάλω
μου !
Και βαρώ το νύχι μου
Και με κλαίει η νύφη
μου ! »
ΙΙΙ. ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ.
Γλέντια και τρελοχαρές σήμερα στο χωριό. Δυό
τρείς παρέες μπούλες γυρίζουνε και γίνεται μεγάλη χασμουδία.
Απ΄ουλούθε ακούγουνται τ΄ αποκριάτικα τραγούδια.
Στο σπίτι του γερο Φώτη
έγεινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, καθώς ανταμωθήκανε το δειλινό και οι
τρείς παρέες. ΄Αφού το ήφερε γύρο κι ατός ο γέρος!
Με τη σειρά του μπήκε κι ο Γιώργης στο χορό
και του τραγουδήσανε:
«Βλάχα πάει στο παζάρι
Κι άλλη βλάχα τη
ρωτάει:
-Βλάχα, τι σαι
πικραμένη
Και ψηλανασκουμπωμένη;
-Τι καλό χω η κακομοίρα
Με τον πατσαλιά που πήρα;
Τα τσαρούχια του στη
φράχτη,
Τα προπόδια του στη
στάχτη !
Τόνα βόιδι έχει
ζεγμένο,
Τ άλλο στο παγνί
δεμένο!
Το γαϊδούρι με το σπόρο
Τ΄απαράτηκε στο δρόμο
!»
Χορέβανε, τραγουδάγανε και πίνανε ούλοι,
πίνανε και τρώγανε κι από τις ζεστές μελωμένες λαλαγγίδες, που ετοίμαζε η
Γιώργαινα.
Τραβήξανε και κείνη με τη σειρά της στο
χορό.
-Μα ποιος
θα τηγανίσει τις λαλαγγίδες; Ποιος θα φέρει κρασί; ήβρε τάχα μου αφορμή.
-Δε θέλουμε πιά! Δε θέλουμε ! φωνάξανε και την
αναγκάσανε θέλοντα και μη να μπεί στο χορό. Της είπανε κι ένα γουστώδιο
τραγούδι:
« Ούλοι μου οι κακοί
γειτόνοι
Ακαμάτρα με φωνάζουν.
Μ΄ακαμάτρα γω δεν είμαι,
Τη δουλίτσα μου την
κάνω:
΄Οσο να μπει να βγει ο
χρόνος
΄Ερηξα κλωνά στ΄αδράχτι
!
Κι όσο να
διπλοχρονιάσει
΄Εγινε ξεσφοντυλίδι !
Κι έπιασα ναν τ΄αναλύσω
Απ΄αφτί σ΄αφτί της
γάτας !
Και είδε η γάτα το
ποντίκι
Κι ανακάτωσε το νέμα…
Θα φτειανα τ΄αντρός μου
σκούφα
Κ΄ελειπε η κορφή κι ο
γύρος !»
Μπήξανε τα γέλια για την αξιωσύνη της
νοικοκυράς που σε δυό χρόνια κατάηφερε να νέσει τόσο πολί νέμα, που δεν έλειπε,
για να γένει η σκούφα τ΄αντρα της, παρά μόνο η κορφή κι ο γύρος !
Η Γιώργαινα πήγε ναν το σκάσει, μα για
καπρίτσιο της τραγουδήσανε κι άλλο ένα τραγούδι:
« Απόψ΄αντράς-
-Ζαμπάμ και ζαμπήμ και
ζαγα ζαγά-
Απόψ΄αντράς μου μέθησε
Και μ΄επιασε και
μ΄εδειρε!
Τάχα δεν του- τάχα δεν
του ειχα στρώματα
δεν του είχα και
προσκέφαλα.
Πιάνω του στρώνω
στρώματα
Πέντε γαϊδουροτόμαρα !
Του στρώνω και
προσκέφαλα
πέντε γαϊδουροκέφαλα !
Ξανακεραστήκανε και
μπήκε στο χορό ένας ντυμένος
παπαδίστικα. Του τραγουδήσανε και κεινού:
« Παπά σαν ή- μωρέ
παπά, παπά σαν ήθελες παντριά
Παπά σαν ήθελες
παντριά, σαν ήθελες γυναίκα,
Μπαρμπέρισε τα γένεια
σου και κούρεφ΄τα μαλλιά σου
Και σειρ΄στην Κουμουντούραινα, πόχει τρεις δυχατέρες
Τη μια τη λένε
Βαμπακιά, την άλλη Κρύα Βρύση,
Την τρίτη την καλήτερη
την λέν Καψοκαρδούσα,
Πόκαψε τις εννιά
καρδιές και τη δική σου δέκα ! »
-Να ειπείται και της
παπαδιάς μου ένα, τους λέει ο παπάς.
-Για το χατήρι σου ναν
της ειπούμε δύο ! του κάνουνε κι αρχινήσανε κιόλα το ένα:
« Μια παπαδιά – τούρκα
η παπαδιά
μια παπαδιά στον
αργαλειό
Μια παπαδιά στον
αργαλειό τα πόδια της κουνάει !
Και με το νου – σκύλα η
παπαδιά
Και με το νου της έλεγε
και με το νου της λέει:
-Δεν τονε θέλω τον
παπά, τον τράγο με τα γένεια
Θα πάρω τσιοπανόπουλο,
θα πάρω ΄ναν τσιοπάνη,
Πόχει τα χίλια πρόβατα
τα πεντακόσια γίδια…»
Ο παπάς εκατσιμούδιασε τάχα μου και η παπαδιά όσο
και χορομπούλαγε, ξαδιάντροπα δήθενες,
κι άφηνε να φαίνεται η γάμπα της ίσιαμε το γόνα !
Κι όπως ήτανε
μερακωμένη, χόρεψε κι άλλουν ένα
τραγούδι:
« Για μπάτε βγάτε στο
χορό να μάθετε τραγούδια,
Να ειδείτε κεντηστές
ποδιές πράσινες και γαλάζιες,
Να ειδείτε και μια παπαδιά, πως πάει με τους
λεβέντες!
Πάει κι ο παπάς
απόκοντα κοντά περικαλιώντα:
-Κοντοκαρτέρει,
παπαδιά, κάτι να σε ρωτήσω΄
Να μη μου πήρες τα
γιερά, που θελα λειτουργήσω;
-Στην εκκλησιά σου
τ΄αφηκα και σείρε ναν τα πάρεις
Και γω θα πα να
παντρεφτώ, να πάρω παλικάρι !...»
Στο στερνό μπήκε στο χορό ο αρχηγός τους,
που τους εμάζωνε, όπως η κλώσα τα πουλιά. ΄Ητανε κιόλας γιομάτος, πούπουλα, τα
είχε καλιασμένα στο κορμί του κι έμοιαζε σαν την κλώσα. Του τραγουδήσανε
κιόλανες της κλώσας το τραγούδι:
« Μωρή κουτού-
-τσικ μάννα, τσικι τσικ-
Μωρή κοτούλα λαθουρή
Τι μας κοκολογιέσαι
Και μας παραπονιέσαι;
Πογώ σου φτειάνω τη
φωλιά
Στου βαγενιού τον πείρο
Να ρχόμαστε τρογύρο !
Πάνε οι μπεκρήδες για
να πιούν,
Τη βρίσκουν τη χαλάνε
Την κότα ξελακάνε.
Πρι βγάλ΄η κότα τα πουλιά
Της εχαλάσαν τη φωλιά !
Πήγα τηνε ξανάφτειασα
Στης εκκλησιάς την
πόρτα
Για να συχάσ΄ η κότα.
Πάνε οι παπάδες για να
μπουν
Και τη φωλιά πατάνε
Στο διάβολο να πάνε !
Μα γω την εξανάφτειασα
Στης Λιγερής το φέσι
Λιγίζεται να πέσει.
Βεργολιγιέται η κοπελιά
Και πέφτει χάμου η φωλιά
Και
η κότα ξελακάει
Στο διάβολο να πάει ! »
-Χρόνια πολλά, και του χρόνου ! τους
αποχαιρετήσανε και φύγανε ούλοι μαζί κι ούτε χωρίσανε πλιά σε τρεις παρέες,
όπως ήσαντε πρώτα. Γυρίσανε ούλα τα σπίτια τραγουδώντα, χορέβοντα και τρωγοπίνοντα.
Κόντεβε να ξημερώσει η Σκυλοδεφτέρα, που
διαλύθηκε το γλέντι…
το μεγαλυτερο λογοτεχνικο πνευμα και συγγραφεα που εβγαλε η γλανιτσια,ασυναγωνιστος και πολυ μπροστα απ ολους σ ολες τις ελληνικες εκγυκλοπαιδειες και στα πανεπιστημιακα βιβλια της φιλολογιας ποιητης με πανελληνια απηχηση.παρομοιος στην ιστορια με πανελληνια παρουσια ηταν και ο προωρα αποδρασας απο τη ματαιη τουτη ζωη χρηστος κωνσταντινοπουλος, του λωνη το παιδι.αυτοι οι δυο επρεπε να ειναι στα σπιτια ολων των χωριανων με τα δυο βιβλια τους.τους αντιλαλους απο το χωριο μας ο πρωτος και το χωριο μου μυγδαλια γλανιτσια ο δευτερος.τοχω ξαναπει πρεπει να τα επανεκδωσει ο συλλογος με την αδεια των κληρονομων εννοειται και να αγοραστουν απ ολους τους γλανιτσιωτες.....
ΑπάντησηΔιαγραφήαιντε μπραβο ντεεε....ανοιχτην κασελα και βγαλε πραμα.....θυμαμαι να με στελνουν να φωναξω το σοι να μαζευτει να σφαξουμε τα γουρουνια,θυμαμαι τους γεροντοτερους του σογιου να ορμηνευουν τους νεοτερους ,πως πιανουν πως σφαζουν το γουρουνι,και να κρυφοκαμαρωνουν για παιδια και εγγονια που τρανηνανε και βαλαν το γουρουνι χαμου......για να μην ξεχναμε και την ντροπη..... αν μας φυγει θα γελαει το χωριο .......gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήO Σόλωνας είπε ότι θα το γράψει όλο και θα το δημοσιεύσουμε εδώ
ΑπάντησηΔιαγραφήEχει φύγει ποτε κάποιου gerolyke?
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχαχαχα...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήρωτατε το σωτηρη,οταν οι παπαδεοι σταματησανε να τα σφαζουνε και τα τουφεκαγανε του μπουρεκοπανου επαθε καρδιακη προσβολη και ψοφησε απο το φοβο του μολις δεν το πετυχε η πρωτη σφαιρα.ετσι δε χρειστηκε δευτερη.παρτε τηλεφωνο το σωτηρη του παπα να σας το ειπει.ηταν στο....εκτελεστικο αποσπασμα....
ΑπάντησηΔιαγραφήΛούη ρωτάω εσένα . Έχει φύγει κανενός γουρούνι μισοσφαγμένο?
ΑπάντησηΔιαγραφήρε νις δε λεγονται αυτα...μεχρι προξενιο μπορνα χαλαγε...ντροπιαζοτανε ουλο το σοι...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήασε που ητανε ντροπη να το ντουφεκισεις......ελεγε το χωριο οι καλντιζμενοι ντουφεκανε.χαχαχαχα gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΝΤΙΣΑΝΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΟΙ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΡΟΛΥΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΦΕΚΑΓΑΝΕ
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ποιο σοι δεν καλντισε????gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήσυγχαρηήρια σε όλους όσους συντελέσανε κα φέρανε στη επιφάνεια ένα τόσο σπουδαίο πατριώτη που πράγματικά μας κάνει υπερήφανους για την καταγωγή μας.προσωπικά είχα ακούσει για τον μαρίνη όι ήταν ένα φωτισμένο μυαλό,αλλά ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω περισότερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήευκαιρία είναι λοιπόν μετά απ΄αυτό να μάθουμε περισσότερα πρεπει η προτροπή του κούκου για την επανέκδοση των βιβλίων και των δύο πατριωτ'ων να γίνει πάση θυσία, θα είναι απ΄ότι καταλαβαίνω από τα λίγα που διάβασα στην ιστοσελίδα ένας ανεκτίμητος θησαυρός. καλό είναι επίσης να μας διηγηθούν για η ζωή του όσοι ξέρουν γιαυτόν.
στην προηγούμενη ανάρτηση διαβασα πως η τύχη των συγγενών του αγνοείται. Τό καλοκαίρι θυμαμάμι πως ο Μαγγοθανάσης ανάφερε ότι πέρασε ένας εγγονός του και έψαχνε για το σπίτι του παππού του ό εγγονός έφερε το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον παππού του.
*
καλημερα...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι οι τρεις ενότητες με τους τίτλους Ι ΚΑΛΟΦΑΓΩΤΟ, ΙΙ ΤΣΙΚΝΟΠΕΦΤΗ καιΙΙΙ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ του μεγάλου Λαογράφου μας Κώστα Μαρίνη, που επιμελήθηκε την ανάρτησή του στο ιστολόγιό μας ο Σόλωνας , και επίκαιρες είναι και ζωντανές φαντάζουν και μας ανασταίνουν το πάλαι ποτέ λαϊκό πολιτισμό του χωριού μας.Αυτό φαίνεται από όλα τα δρώμενα και την γλώσσα -ντοπιολαλιά με τους ιδιωματισμούς της, τα ήθη και τα έθιμα ,τα σκωπτικά και περιγελαστικά τραγούδια , τις αυτοσχέδιες μπούλες - μασκαράτες.Είχαν και οι πρόγονοί μας ,κάποια διαλείμματα ,ημέρες χαράς και ξεφαντώματα μέσα στο δριμή και παρατεταμένο χειμώνα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν οι Απόκριες μια ειδωλολατρική γιορτή από τους ρωμαϊκούς χρόνους.Τότε τους δινόταν η ευκαιρία να καλοφάνε ,να καλοποιούν και να ξεφαντώσουν. Στα λαογραφικά αυτά δρώμενα διακρίνεις τη συλλογική συμμετοχή και προσπάθεια με τα σόγια , την αλληλεγγύη των μελών της μικρής κοινωνικής ομάδας ,που τη συνδέουν δεσμοί αίματος ή επιγαμίας. Ο παλιός Γλανιτσιώτης βίωνε ,αφομοίωνε όλα αυτά στο πετσί του και τα αποθήκευε μέσα στην ψυχή του.Γι'αυτό κάθε νοικοκύρης και ο πιο φτωχός είχε το δικό του θρεφτάρι για να γιορτάσει τις Απόκριες με το δικό του ομαδικό τρόπο. Οι Απόκριες ως γνωστό ακολουθούν πάντοτε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο. Αργότερα μετά το '60 η σφαγή των χοίρων - θρεφταριών μετατατέθηκε στα Χριστούγεννα. Στις διακοπές των Χριστουγέννων οι ξενιτεμένοι μας στα αστικά κέντρα έπαιρναν τις άδειές τους και αυτό πολύ τους εξυπηρετούσε . Και το έθιμο αυτό ατόνισε τελικά και έσβησαν και οι Άπόκριες έτσι στο χωριό μας.Σήμερα δε γνωρίζω κάποια οικογένεια που νε εκτρέφει και να σφάζει θρεφτάρι ούτε καν τα Χριστούγεννα.Στο Σήμερα. Εμείς οι αθεράπευτα νοσταλγοί των παραδόσεων και της πατρικής γης μπορούμε ,αν βέβαια το θελήσουμε , να ΑΝΑΒΙΩΣΟΥΜΕ μαζί με τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού μας, όσα ο Μαρίνης μας κατέγραψε και μάλιστα με λίγα έξοδα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ. Ποτέ δεν είναι αργά .Ετσι θα δώσουμε στο χωριό μας τη χαμένη ψυχή, που του λειπει για δημιουργία ,για πρόοδο και ανάπτυξη .
Καλές Απόκριες Γλανιτσιώτες όπου γης.
marpolix