(Με το Γρηγόρη του Ζάνη)
Γράφει ο Παλιοπυργήσιος
Ήταν το
σχολικό έτος 1955-56. Πρέπει να ήταν Μάιος μήνας. Πώς το θυμάμαι; Να πώς. Και
τα δύο πρόσωπα του περιστατικού στο οποίο θ’ αναφερθούμε (θύμα και θύτης)
θυμάμαι ήταν με κοντομάνικο πουκάμισο.
Ο
Γρηγόρης του Ζάνη πήγαινε στην Έκτη τάξη του Οκταταξίου Γυμνασίου Λαγκαδίων.
Έμενε σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι μαζί με τον ξάδερφό του τον Πάνο του Σπηλιώτη και
τον Κώστα της Κίτσιαινας (Πρίτσιρη). Το σπίτι αυτό ήταν στη μέση περίπου του
δρόμου που οδηγεί από την «Παναγιά» στη «Λάκκα», κοντά το σπίτι της
κυρα-Σταθούλας.
Γνωστά τα ονόματα των Λαγκαδινών νοικοκυράδων γιατί ενοίκιαζαν συνέχεια στα σπίτια τους Γλανιτσιώτες μαθητές και έτσι είχαν δημιουργήσει διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ τους, είτε θετικές είτε αρνητικές. Μάλιστα στης κυρα-Σταθούλας, ή εκείνη τη χρονιά ή την προηγούμενη, έμεναν μαθητές από το χωριό μας που δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τη σπιτονοικοκυρά τους. Δε θυμάμαι καλά, (ο Πάνος του Σπηλιώτη είναι σε θέση να μας ενημερώσει σχετικά στο θέμα αυτό αλλά και για όλο το περιστατικό στο οποίο θα αναφερθούμε), δεν τους άφηνε να μαγειρέψουν στην κουζίνα και τι σκέφτηκαν να της κάνουν οι μπελάδες. Άναψαν κάτι χαρτιά στη μέση της σάλας και έψησαν μια ρέγγα. Ε, χαμός έγινε. Δεν ξέρω αν έγινε αναφορά στο Γυμνασιάρχη και τι επιπτώσεις είχε το επεισόδιο αυτό. Πάνο, αν θυμάσαι συμπλήρωσε, διευκρίνισε σε ό,τι νομίζεις. Ο Γρηγόρης είχε σχέση με το περιστατικό αυτό;
Από δω
και κάτω θα μας τα εξιστορήσει, όπως τα θυμάται, ο Κώτσιος του Μαγκόγιαννη:
«Ήταν
ένα πρωινό του Μάη το 1956. Όλα τα παιδιά του Γυμνασίου βολτάριζαν πέρα-δώθε
στο γυμναστήριο, κουβέντιαζαν, καλαμπούριζαν, σχολίαζαν για βαθμούς, για
καθηγητές κ.λ.π. και βούιζε ο τόπος έτσι όπως απολάνε τα μελίσσια τον
Απριλομάη. Κάποια στιγμή χτυπάει το κουδούνι, οι φωνές σιγοπιγιάσαν και όλοι οι
μαθητές κατευθύνθηκαν προς το μέρος όπου γινόταν η σύνταξη για την προσευχή. Εκείνη
τη στιγμή με συναντάει ο Γρηγόρης στην πέρα μεριά του γυμναστηρίου και με
ρωτάει:
-
Μήπως ήρθατε χθές το απόγευμα στο σπίτι με το Χρήστο του
Λεγάκη και πήρατε ένα ρολόι που είχα αφήσει επάνω στο τραπέζι για να μου κάνετε
πλάκα, γιατί κάποιος πρέπει να μου το πήρε το ρολόι.
Δεν
πρόφτασα ν’ απαντήσω, (αλλά τι ν’ απαντήσω αφού εγώ επίστευα ότι αυτός μου
κάνει πλάκα, γιατί πώς να περάσει από το
μυαλό μου ότι υπήρχε ρολόι στο Γρηγόρη, αλλά και στον καθένα μας εκείνη
την εποχή), και ακούμε τη φωνή του Γυμνασιάρχη (Παναγιώτης Πεφάνης λεγόταν):
«Εσείς οι δύο ρε μασκαάδες (τα ψεύδιζε λίγο) να ’ρθείτε στο Γραφείο μετά την
προσευχή». Γιατί; Γιατί τάχαμου αργήσαμε κάτι δευτερόλεπτα να πλησιάσουμε στη
σειρά για προσευχή και παραβήκαμε τους κανόνες σωστής λειτουργίας του Σχολείου.
Μα αν τους παραβήκαμε εμείς μια φορά αυτός τους παρέβηκε δύο γιατί κτύπησε το
κουδούνι και δεν είχε φτάσει στο σχολείο, από το δρόμο μας είδε και μας….
απήυθηνε την κατηγορία. Τέλος πάντων. Τσακιστήκαμε ώσπου να φτάσουμε στο μέρος
της σύνταξης. Άρχισε η προσευχή. Οι άλλοι κάνανε το σταυρό τους και
σιγοψιθυρίζανε την προσευχή κι εγώ κι ο Γρηγόρης κοιταγόμαστε και με νοήματα
ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον ποιο άραγε ήταν το παράπτωμά μας. Πότε σήκωνε ο ένας
τους ώμους του πότε ο άλλος, δείγμα ότι δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε τι ήταν
το λάθος μας που θα μας οδηγούσε για απολογία στο Σύλλογο των Καθηγητών.
Τέλειωσε
η προσευχή, μπήκαμε όλοι στις αίθουσες, αφήσαμε τα βιβλία στα θρανία μας εγώ κι
ο Γρηγόρης κι εβγήκαμε εγώ από την αίθουσα της Ε΄ κι αυτός από την αίθουσα της
ΣΤ΄ να πάμε στο Γραφείο. Καθώς ανεβαίναμε την ξύλινη σκαλίτσα που οδηγούσε από
το μεσαίο όροφο στον επάνω, που στεγαζόταν η Ζ΄ και η Θ΄ τάξη και το Γραφείο των
καθηγητών, έλεγα στο Γρηγόρη να ισχυριστεί ότι πραγματικά έχασε το ρολόι του,
γιατί δεν το πίστευα ότι έχασε το ρολόι, και με ρωτούσε σχετικά.
Του
γυμνασιάρχη του φταίγαν όλα εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω τι του έφταιγε, τι τον
είχε σαρακοφάει, στο ότι αργήσαμε να πάμε για προσευχή (μερικά δευτερόλεπτα)
προστέθηκε ότι αργήσαμε να πάμε στο Γραφείο (άλλα μερικά δευτερόλεπτα) με
αποτέλεσμα να καθυστερήσουν τάχα εξαιτίας μας οι καθηγητές να πάνε στις αίθουσες
για μάθημα!!
Φτάσαμε.
Η πόρτα του Γραφείου ανοιχτή. Οι καθηγητές όρθιοι γύρω από τη μεγάλη
τραπεζαρία. Ο κ. Γυμνασιάρχης όρθιος κοντά στην πόρτα, έτοιμος σε θέση μάχης.
Με το που μπαίνει μέσα ο Γρηγόρης αρχίζει να του ρίχνει κάτι άγαρμπες απανωτές
σπαλιάρες επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις λέξεις «παλιο-μασκαά», τα ψεύδιζε λίγο.
Ο Γρηγόρης για να προφυλαχτεί έβαλε τα χέρια του στα μάγουλά του αλλά ο
ξυλοδαρμός συνεχιζόταν με πολύ θυμό, ασταμάτητα. «Παλιο-μασκαά, τέσσερες ημέρες
αποβολή, αλλά επειδή σ’ έδει(ρ)α δύο μόνο μέρες αποβολή».
-
Όχι, κ. Γυμνασιάρχα, μη μου κάνετε χάρη, οχτώ ημέρες να την
κάνετε την αποβολή και θα τα βρούμε, του απαντάει ο Γρηγόρης και σιγά-σιγά
γλιστράει έξω απειλώντας και φωνάζοντας ότι θα πάει στο γιατρό για Έκθεση
αυτοψίας.
Ωχ, είπα
μέσα μου, ήρθε η σειρά μου. Όμως θες γιατί κουράστηκε, θες γιατί μετάνιωσε, θες
γιατί επενέβη και τον απέτρεψε ο Θεολόγος κ. Χρήστος Παπαδημητρίου από την
Ποδογορά (με συμπαθούσε πολύ γιατί δεν απουσίαζα ούτε μια φορά από το
Κατηχητικό που μας έκανε). «Φύγε κι εσύ μασκαά από μπροστά μου» μου λέει κι εγώ
δειλά-δειλά βγήκα έξω και βρήκα το Γρηγόρη που συνέχιζε ν’ απειλεί και να
επαναλαμβάνει τη φράση «αν μάλωσε πρωί-πρωί με τη γυναίκα του και ήρθε
νευριασμένος, δεν του χρωστάνε οι μαθητές». Εδώ πια ο Γρηγόρης, δεκαεφτάχρονο
παιδαρέλι, σαν ένας μεγάλος παιδαγωγός, διετύπωσε το σπουδαίο παιδαγωγικό
αξίωμα «ότι ο Δάσκαλος, φεύγοντας από το σπίτι του για το σχολείο, δεν πρέπει
να παίρνει μαζί του το τυχόν διαταραγμένο κλίμα των διαπροσωπικών του σχέσεων
με τα όποια μέλη της οικογένειάς του».
Πώς να
ένιωθαν άραγε ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγητές όταν έφτανε στ’ αυτιά τους αυτό
το παιδαγωγικό αξίωμα που τους απήυθυνε ο Γρηγόρης; Ο Γρηγόρης έκανε νευρικές
βόλτες πέρα δώθε φωνάζοντας και απειλώντας. Έξω εκεί έκανε βόλτες και ο
καθηγητής κ. Σταθόπουλος (μαθηματικός, είχε κενή την πρώτη ώρα), που παρότι
πολύ σκληρός απέναντι στους μαθητές, προσπαθούσε να ηρεμήσει το Γρηγόρη,
επαναλαμβάνοντας συνεχώς «ηρέμησε, Γρηγόρηηη» «ηρέμησε, Γρηγόρηηη». Από τον
τρόπο έκφρασης καταλάβαινε ο καθένας ότι εξέφραζε τη συμπάθειά του στο μαθητή
και την αποδοκιμασία του στο κ. Γυμνασιάρχη.
Ο
Γρηγόρης πήγε και ξαναπήγε στο ιατρείο του Μακρή αλλά δεν τον βρήκε. Ήθελε
σώνει και καλά Έκθεση αυτοψίας,
απειλούσε και με μήνυση. Σιγά-σιγά όμως ηρέμησε. Πήγε στο Μακρή, αλλά, απ’ ότι
μάθαινα, με συμβουλευτικές συστάσεις του γιατρού, πολύ καλός άνθρωπος, ίσως και
με επέμβαση άλλων παραγόντων το θέμα δεν προχώρησε. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος
σ’ αυτό. Ο Πάνος του Σπηλιώτη, αν θυμάται, ας κάνει όσες διευκρινίσεις νομίζει.
Επίσης, αν θυμάται, να μας πει αν είχε σχέση με τη ρέγγα της κυρα-Σταθούλας,
που ίσως αυτό να προκάλεσε το εντελώς αδικαιολόγητο μένος του κ. Γυμνασιάρχη
και αν ο Γρηγόρης είχε πραγματικά ρολόι και το έχασε.
Πάντως ο
Γρηγόρης μετά από αυτό το περιστατικό έφυγε από το Γυμνάσιο Λαγκαδίων και πήγε
στο Γυμνάσιο Στρέζοβας (Δάφνης Καλαβρύτων).
Γρηγόρη,
εγώ είχα πολύ μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό σου, εσύ το αναγνώριζες, γι’ αυτό αυτό
το περιστατικό είναι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου, όπως και η όλη
υποδειγματική προσωπικότητά σου».
(Παλιοπυργήσιος)
KRIMA POU KAI AYTOS EFYGE TOSO NWRIS !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ Γιώτα. Μικρή τον έλεγα ο "θείος ο καλός". Από τότε πάντως φαινόταν η "δικολατρία" του {έκθεση αυτοψίας, μήνυση...}. Θυμάμαι που τον συναντούσα, νέα δικηγόρος τότε εγώ, στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Πήγαινε τακτικά και παρακολουθούσε δίκες, έτσι αντί για καφενείο. Ας είναι καλά εκεί πάνω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ γενιά του πάντως, όλοι τους, μορφές...
Μπράβο στο Παλιοπυργήσιο που τακτικά μας ταξιδεύει σ' αυτές τις αγνές και άδολες εποχές.
Γιάννα
NAI NAI GIANNA EIXA SKEFTEI KAI EGW TO IDIO POSO SEBASTA ATOMA EINAI-HTAN OLA THS EPOXHS TOU !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν δίκαζα στην Ευελπίδων πόλλες φόρες ερχόταν και παρακολουθούσε τη διαδικασία ενω μετά με περίμενε να κουβεντιάσουμε .Γιώργος Μπουρέκας
ΑπάντησηΔιαγραφή....με μια κλιτσα στα χερια,αλωτε φορτωμενος πολυδερεικη,αλλωτε γελωντας,εψαχνε δικιο......ακακο παιδι......gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΗταν ενας καλος πατριώτης,ευγενικός, κοινωνικός με προσφορά στο χωριό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόναγε και αγάπαγε το χωριό και κάθε άνθρωπό του χωριστά. Ήξερε πολλές ιστορίες, ανέκδοτα καιχαιρόταν να τα μολογάει με κείνο το απλό και γνώριμο χαμόγελό του.