Γράφει ο
«Παλιοπυργήσιος
Πάνε
πολλά χρόνια. Ζούσε ο μακαριστός εφημέριος του χωριού μας Παπα-Πάνος. Ήταν
ντάλα καλοκαίρι. «Έψηνε ο ήλιος το ψωμί». Τα τζιτζίκια μέσα στο λιοπύρι έχουν
μεγάλο πανηγύρι, βάνουν όλη τους τη δύναμη ποιο να φανεί πιο δυνατό στο λάρυγγα
και στο τραγούδι. Πέρασε το μεσημέρι και ο Παπα-Πάνος μαζί με πεντέξι άλλους
έχουν πιάσει τον ίσκιο του πλάτανου, μπροστά στο μαγαζί του Βασίλη, πίνουν τον
καφέ τους, θυμούνται τα περασμένα και σχολιάζουν τα τωρινά.Ο Παπα-Πάνος
έπινε το σκέτο καφέ του και τράβαγε το στριφτό τσιγάρο με λαθραίο καπνό.
Στριφτό, όχι όπως το στρίβουν τώρα με τον έτοιμο κομμένο καπνό μέσα σ’ εκείνα
τα φακελάκια.Τώρα αυτός ο καπνός δεν είναι λαθραίος, είναι νόμιμος,
εγκεκριμένος και υπόκειται σε φορολογία.
Τότε
κυκλοφορούσε μόνο παράνομα, άκοπος σε αποξηραμένα φύλλα. Ήταν αυστηρές οι
ποινές και γι’ αυτούς που πουλούσαν και γι’ αυτούς που αγόραζαν. Πάντως του
Παπα-Πάνου του άρεσε υπερβολικά. Να τι έκανε για να το εξασφαλίσει. Αγόραζε
τσιγάρα, ας πούμε με δύο δραχμές – με δύο δραχμές έπαιρνες τότε οχτώ τσιγάρα
από κείνες τις κούτες των 88 σιγαρέτων – τα έδινε σε όποιον ήξερε ότι έχει
λαθραίο και αυτός του έδινε λαθραίο καπνό ή κομμένο ή άκοπο. Όταν ήταν άκοπος
τον έδινε του Κώτσιου του Μαγκόγιαννη και τον έκοβε αυτός. Αυτός τον έκοβε πολύ
προσεκτικά, ψιλό-ψιλό, έτσι έμεινε πολύ ευχαριστημένος και δεν τον άλλαζε το
μουστερή με τίποτα. Α, ναι, κείνη τη στιγμή ήρθε ο Λαμπίτσας από τον
Παλιόπυργο, κάθισε στην παρέα τους, ήπιε το ούζο του, κέρασμα φυσικά, πήρε οχτώ
τσιγάρα από τον Παπα-Πάνο, έβγαλε ένα μάτσο ξερά φύλλα καπνού, το έδωσε με
τρόπο στον Παπα-Πάνο, αυτός το έκρυψε κάτω από το ράσο, με τρόπο – αφού σου
είπα ήταν πολύ αυστηρά τα πράγματα – και συνέχιζαν το λακριντί.
Μα, να,
κάποιος ξένος ξανάφανε. Α, ναι είναι ο Γιάννης, γνωστός, από γειτονικό χωριό.
Μαζί του και η κόρη του, δεκάξι περίπου χρονών.
-
Γεια σας, πώς τα
λέτε, πώς πάνε οι ζέστες;
-
Καλώς το Γιάννη, ελάτε καθίστε.
-
Τον Πάνο θα ήθελα, εδώ είναι, βγαίνει, κάτι τον ήθελα.
Δεν
απόσωσε το λόγο του και να ο Πάνος, ξανάφανε.
-Βρε
Γιάννη, φίλε, καλωσόρισες, πώς από ’δω;
- Ήρθα
να ειδωθούμε, ρε φίλε, τόσο καιρό έχουμε να σμίξουμε. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια,
χαρές. Κάθονται στον ίσκιο της ακακίας. Παραγγέλνουν τ’ αναψυκτικά τους και δε
χορταίνουν να θυμούνται όλα αυτά που τους ένωσαν στο παρελθόν και που τους
είχαν δημιουργήσει έναν τόσο σφιχτό φιλικό δεσμό.
Η ώρα
περνούσε. Σε λίγο ο Γιάννης θα έφευγε για το χωριό του. Ο Παπα-Πάνος που ήξερε πόσο «σφιχτός» είναι ο
Πάνος ψιθυρίζει στους άλλους:
«Ο
Πάνος θ’ αφήσει τον ξένο να πληρώσει τ’ αναψυκτικά και θα μας ντροπιάσει». Όλοι
οι άλλοι συμφώνησαν ανεπιφύλλαχτα με την άποψή του. Φωνάζουν με τρόπο το
μαγαζά-Βασίλη του ψιθυρίζουν:
«Αν
καταλάβεις ότι ο Πάνος θα γυρορθεί ν’ αφήσει τον ξένο να πληρώσει θα τους πεις
ότι τα κεράσματα είναι από την παρέα του Παπούλη».
Κάποια
στιγμή φάνηκε ότι ο Γιάννης θα σηκωνόταν να φύγει. Φωνάζουν λοιπόν το μαγαζά να
πληρώσουν.
-
Τι σου χρωστάμε, Βασίλη, λέει ο Γιάννης:
-
Εγώ θα πληρώσω, Γιάννη, λέει ο Πάνος, αλλά το χέρι του
δυσκολευόταν να μπει στη «στενή» τσέπη του. «Όχι εσύ» ο ένας «όχι εσύ» ο άλλος.
Τελικά
ο μαγαζάς, αφού κατάλαβε με σιγουριά ότι θα πλήρωνε ο ξένος, του λέει: «Τα
κεράσματά σας είναι πληρωμένα από την παρέα του Παπα-Πάνου».
Τότε
λύθηκε το χέρι του Πάνου, κτυπάει στις πλάτες το Γιάννη και του λέει. «Αμ τι
νόμισες, Γιάννηηηη, θα σ’ αφήσουμε να πληρώσεις εδώ στο Χωριό μας και να
ντροπιαστούμε». Και ζήσανε εκείνοι καλά
και εμείς καλλίτερα……._
ρε παλιοπυργισιε...για ρωτα τον κωτσιο κοβει ακομα καπινο???εχει τα κοπιδια ακομα???οχι τιποτα αλλο.....αλλα παμε ουλοι για γλαστρα...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΕΡΟΛΥΚΕ ΕΓΩ ΕΦΕΡΝΑ ΑΠΟ ΞΑΝΘΗ ΣΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΓΓΕΛΗ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΙΑ Ο ΘΕΟΣ ΝΑΤΟΝ ΕΧΕΙ ΚΑΛΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΧΑΡΙΣΤΙΟΤΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΥΜΑΣΕ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΑΣ "ΛΙΑΣΚΟΒΑ"
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήο παπουλης μου καθε αυγουστο πηγαινε για λαθραιο στη χοβολη με το μουλαρι και μετα αρχιζε η τελετουργια του κοψιματος.λειαινε ενα κουτσουρο με γυαλι και πανω εκει τοκοβε.ασε που το τυλιγε κι εκανε τσιγαρο με ψιλη εγκλεζικη φημεριδα
εδω
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφιερωμένο στον ευλοημένο και ας με αχουγιάξει από κει που είναι...
φοβερό κομματι
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτος μεχρι τη χοβολη αντε πυργο αιγιο πηγαινε αλλα εμας μας εχασε η γλανιτσια και τωρα τραγουδαμε το ως ανω φοβερο ασμα.......κατεβα να το πουμε..........
ΑπάντησηΔιαγραφήρωταει ο πετρουλιας....ποναι το δεκα το καλο????κανεις δεν μιλαει και τηρανε ουλοι τον παπα...ο μακαριτης ο πετρουλιας [παιζανε και παρεα]χαμογελαει....και λεει που να το βρεις μες το ρασο παπα οταν το θες....τους αχουγιαζει ο παπας,εμενα τρεμουν τα χερια μου πως να παρω το δεκα,χαμογελαει και.......αλλαζουνε κολιτσινα!!!!!!θοσυχωρεστους...απιθανες φατσες gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτο ειναι το προβλημα σου ηηηη που ητανε το δεκα?? gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφή