Του ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Χρόνια πάνε που ο γέρο Χρίστος και η
γυναίκα του η Δέσπω, η θειά Χρήσταινα, όπως τη φώναζαν, έδωσαν την ευχή τους στον πρωτότοκο γιό τους να
ξενιτευτεί.
Η μάνα του, που δεν ήθελε το γιό της στα ξένα και τα καζάντια της
ξενιτιάς, πείσθηκε από το γέρο της.
__Άστο παιδί γριά να φύγει. Μην του
κόβεις την προκοπή. Εδώ δεν είναι ζωή. Έχουμε και τα άλλα παιδιά κοντά μας. Την Ελένη, την Παναγιώτα
και τον Γιάννη μας.
Από τότε που έφυγε ο Γιώργος της πόσες
βολές δεν έκανε το Σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα της μεγάλης Παναγίας
παρακαλώντας την να τον έχει γερό στα ξένα που είναι.
Παραμονές Χριστουγέννων πάντοτε περίμενε τον ερχομό του με ανοιχτές τις αγκαλιές της και, με τ’ άλλα τα
παιδιά της, γιόρταζαν μαζί κι
ευτυχισμένοι την Γέννηση του Χριστού.
Την παραμονή των Χριστουγέννων έσφαζε
μια παχιά κότα να την κάνει βραστή και με λίγο ρυζάκι να γίνει σούπα για τη
νύχτα που θα γύριζαν από την εκκλησιά.
__Θεια Χρήσταινα ήρθαν τα Χριστούγεννα . Θάρθει ο Γιώργος
φέτος; Τη ρώτησε η Βασίλω που την είδε να συγυρίζει
και να σκουπίζει την αυλή της.
__Κάθε χρόνο έρχεται Βασίλω μου, δεν
πήραμε γράμμα του ακόμη. Πρέπει να έρθει.
__Με το καλό να τον δεχθείς, θεια Χρήσταινα .
__Και συ τον αδερφό σου Βασίλω, και
τις χαρές σου.
Χρόνια μπορεί κανείς να καρτεράει,
όταν όμως έρθει η ώρα, η καρδιά πάει να σπάσει από τη λαχτάρα.
Παραμονές Χριστουγέννων και το μάτι
της κοίταγε όλο προς τις απάνω ράχες.
Από κει θα ‘ρχόταν ο γυιος της, το παλικάρι της , ο Γιώργος της . Από κει τον
καρτέραγε.
Λες να μην μπορέσει να ‘ρθει;
σκεφτόταν και μια απελπισία την έπιανε και μια ζάλη στεκόταν στο κεφάλι της.
__Γιαγιά Χρήσταινα , ακούστηκε μια παιδική φωνή. Ε, γιαγιά Χρήσταινα.
Έστριψε το κεφάλι της και ο μικρός
Βασιλάκης της είπε. Το απόγιομα , στις
πέντε η ώρα έχεις τηλέφωνο.
__Ποιός το είπε γιόκα μου; τον ρώτησε
σαν να μην πίστευε από την αγωνία της αυτό που άκουσε.
__Μου το είπε στο μαγαζί του ο
Βασίλης.
__Ευχαριστώ Βασιλάκη μου, μήπως σου
είπε τίποτε άλλο;
__Μου είπε να πάω πίσω να τον ενημερώσω
ότι σε ειδοποίησα. Α ναι!. Μου είπε να
σου ειπώ ότι στο τηλέφωνο ήταν ο γυιός σου, ο Γιώργης.
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. «Ο
Γιώργος μου είναι» είπε. Έτσι πήγε πριν
την ώρα και στήθηκε στο τηλέφωνο με
αγωνία να ακούσει τη φωνή του.
Όταν της έδωσαν το ακουστικό να
μιλήσει με τον Γιώργο της, άκουσε την φωνή του.
__Έλα μάννα …..Μ΄ ακούς;
__Σε ακούω γιόκα μου. Περίμενα στο
τηλέφωνο όλο το απόγευμα να
τηλεφωνήσεις.
__Μάνα, ζήτησα από
το αφεντικό να μου δώσει άδεια, να κάτσω κοντά σας και μετά τα Χριστούγεννα
μέχρι την Πρωτοχρονιά.
__Σε περιμένουμε παιδάκι μου, και
περισσότερο ο πατέρας σου που είναι άρρωστος και δεν βγαίνει έξω.
__Μάνα, το αφεντικό δεν μου είπε
ακόμη τίποτα. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να φύγω. Τον είδα, όταν του είπα να
μείνω και Πρωτοχρονιά στο χωριό, που στραβομουτσούνιασε.
__Πρόσεχε παιδάκι μου, μην πάθουμε
καμία και σε διώξει από τη δουλειά σου.
Αν έρθεις πρέπει να ξέρω να στείλω
τον αδερφό σου με τον γάϊδαρο να
φορτώσεις τα πράγματά σου.
__Μάνα, θα ξανά τηλεφωνήσω. Πες μου τώρα ο πατέρας πώς είναι;
Δεν πέρασε;.
__Καλά είναι γιόκα μου, μόνο που
είναι κατάκειτος και δεν μπορεί να σηκωθεί να περπατήσει. Ο γιατρός είπε ότι,
αν δεν γίνει καλά το πόδι του, θα πρέπει να του το κόψουνε.
__Πια μάνα, θα κόψουνε το πόδι του και μου λέγεις
ότι είναι καλά;
__Τι να σου ειπώ παιδάκι μου, μπας
ξέρω κι εγώ; Έτσι μου είπε ο πατέρας σου να σου ειπώ για να έρθεις τα Χριστούγεννα και να είσαι κοντά μας.
Μήπως και ο ίδιος δεν προφασιζόταν στην μάνα του ότι το αφεντικό δεν
ήθελε να του δώσει άδεια!. Ο λόγος άλλος ήταν. Είχε τάξει στο κορίτσι του, την
Τασία, να κάνουν μαζί τα πρώτα Χριστούγεννα. Τώρα πώς να αθετήσει την υπόσχεσή
του;
__Να έχεις υπ΄ όψη
σου το λεωφορείο έρχεται μέχρι τη
Γλόγοβα, όταν ξεκινήσεις να μας ειδοποιήσεις για να στείλουμε το ζω να σε
πάρει.
__Στό χωριό δεν έρχεται ο Λεωνίδας με
το φορτηγό μάνα;
__Τις πολλές βολές έρχεται μεσάνυχτα, όταν έχει πολύ δουλειά.
__Καλά μάνα, θα σε πάρω τηλέφωνο
σύντομα να σε ενημερώσω. Χαιρετίσματα
στον πατέρα και στα αδέρφια μου.
__Γιώργη , να με συμπαθάς γυιόκα μου,
σε ζάλισα το ξέρω, στο πατέρα σου που θα με ρωτήσει, αν θα ‘ρθεις, τι να του ειπώ;
__Πες του, μάνα, ότι είναι δύσκολα. Μάλλον
δεν θα έρθω.
__Με το καλό παιδάκι μου. Με το καλό
και αν έρθεις και αν δεν έρθεις.
__Έλα γυναίκα άργησες να γυρίσεις. Τι σου είπε το παιδί, θα
έρθει να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί;
__Δύσκολα γέρο, μού τα είπε. Δεν
έδωσε οριστική λύση αν έρθει η όχι. Από την μια πλευρά τα οικονομικά, ο βαρύς
χειμώνας και από την άλλη η δυσκολία του αφεντικού του, τον έχουν κλονίσει.
Το βλέπω γριά, κάνουμε παιδιά, τ’ αναθρέφουμε και όταν μεγαλώνουν, φεύγουν
για τα ξένα να τα χαίρονται άλλοι. Μόνοι μας σπέρνουμε, μόνοι μας θερίζουμε και
στις γιορτές, που πρέπει όλοι να είμαστε μαζί, δύσκολα μαζευόμαστε.
Ας είναι. Ότι τον φωτίσει ο Θεός, ας κάνει.
Δεν πιστεύω να του είπες αυτό που
σκαρφιστήκαμε για το πόδι μου, ότι δεν
πάω καλά, και να στενοχώρησες το παιδί!
__Όχι γέρο, δε του είπα τίποτα
τέτοιο. Τα καταλαβαίνει τα ψέματα ο Γιώργος μας και μπορεί να χαθεί η
εμπιστοσύνη που μας έχει.
Ο Γιώργος, μετά το τηλεφώνημα με τη
μάνα του, αποφάσισε αμετάκλητα να έρθει για τις γιορτές στο χωριό. Όλη η πλάση μαζί γιόρταζε την θεία Γέννηση ,
γιόρταζε ο πατέρας του, οι δικοί του. Η αγάπη των δικών του, τα τρυφερά λόγια
της μάνας του, τα καμώματά της τα μικροψέματά της και η νοσταλγία της
οικογένειας, τον υποχρεώνουν να έρθει
κοντά τους.
Το ίδιο απόγευμα κάλεσε τη Τασία να βγούνε βόλτα στα μαγαζιά. Ήθελε να
πάρει το πρώτο δώρο στο κορίτσι του για να ιδεί και τις αντιδράσεις της.
__Ξέρεις αγάπη μου, θέλω να πάρω ένα
δώρο για την αδελφή μου την Παναγιώτα, θέλω την βοήθειά σου. Τι θα έλεγες για
ένα πουλόβερ;
__Δεν είναι άσχημη η ιδέα σου .
Με την Παναγιώτα φοράμε τα ίδια νούμερα.
Μπήκαν σε ένα μεγάλο μαγαζί και η
υπάλληλος άπλωσε επάνω στον πάγκο πουλόβερ, ακρυλικά, βαμβακερά, μάλλινα.
Η
Τασία πήρε ένα ολόμαλλο κόκκινο πουλόβερ, το άπλωσε κάτω από το σαγόνι της,
κάλυψε το στήθος της, άπλωσε τα μανίκια και το άφησε να πέσει κατά μήκος του
σώματός της. Μια έξαψη, ένα πόθο, ένα
πειρασμό προκάλεσε στον Γιώργο αυτή της η κίνηση και μια λάμψη, μια ικανοποίηση και χαρά προκάλεσε
η πρόβα στην Τασία.
__Σου αρέσει; τη ρώτησε και περίμενε εναγωνίως την απάντησή
της.
__Τρέλα είναι ! Απάντησε εκείνη.
Η υπάλληλος το τύλιξε όμορφα και το
παρέδωσε στο Γιώργο.
Ο Γιώργος δεν το κράτησε πολύ στα
χέρια του, μπροστά στην υπάλληλο του καταστήματος παρέδωσε το δώρο στην Τασία.
__Αυτό, της είπε, είναι το
Χριστουγεννιάτικο δώρο μου! Κι αυτή με
μια αγκαλιά και ένα φιλί του ανταπέδωσε την αγάπη της.
__
Από ότι καταλαβαίνω ετοιμάζεσαι για
το χωριό σου. Άλλα είχαμε συμφωνήσει.
__Ξέρεις τα αισθήματά μου για σένα.
Στο έταξα να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Αυτό δεν αλλάζει την απόφασή μου. Σε
καλώ μαζί μου στο χωριό να περάσουμε γιορτές μαζί με τους δικούς μου. Τι θα
έλεγες;
__Γιώργο, αυτό δεν γίνεται. Η μάνα
μου και ο αδερφός μου θα έρθουν στην Αθήνα. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω την
απουσία μου. Εξ άλλου δεν έχουμε λόγοδώσει, πού να έρθω; Πώς θα με
αντιμετωπίσουν οι δικοί σου;
__Αυτό δεν μου το είχες ειπεί, ότι θα
έρθουν οι δικοί σου στην Αθήνα.
__Όπως δεν μου είπες και συ, ότι θα
πας στο χωριό σου.
__Πιστεύω να μην μου θυμώσεις για την
απόφαση που πήρα. Αν ήξερες την πίεση
και τα προβλήματα που υπάρχουν, θα με προέτρεπες η ίδια να πάω στο χωριό.
__Δεν σου θυμώνω ,αλλά θα ήθελα να
τηρείται η συμφωνία μας σε ότι αποφασίζουμε.
Δυο ημέρες γύριζε στα φωτισμένα και στολισμένα
με φάτνες και Άγιοβασίληδες μαγαζιά του Πειραιά να ψωνίσει τα
Χριστουγεννιάτικα δώρα για τους δικούς του.
Έκανε υπολογισμούς να πάρει στην μάνα
του, τον πατέρα του τις αδελφές του και τον αδελφό του από ένα δώρο. Δεν έπρεπε
να ξεχάσει κανέναν. Ακόμη και για τα μικρά παιδιά της γειτονιάς θα έπαιρνε καραμέλες, λουκούμια και κανένα παιγνιδάκι.
Θα έπρεπε να δώσει χαρά σε όλους.
__Δεν την ξαναπατάω όπως πέρσι ,
έλεγε μέσα του, που ήρθα στο χωριό και με κοιτάγανε στα μάτια και δεν είχα να
τους φιλέψω ούτε μια καραμέλα.
Να τρώνε την βαλίτσα και τον σάκο με
τα μάτια τους κι εγώ να μην μπορώ να κάνω ένα δώρο. Φέτος έκανε κράτει και υπολογισμούς και με την Τασία αγόρασε για
τον καθέναν από ένα δώρο.
Αγόρασε και για το σπίτι από το
καφεκοπτείο του Λουμίδη μια οκά καφέ
Βραζιλίας να μοσχοβολήσει το σπιτικό στο χωριό και ζάχαρη και ένα σέτ από έξι
φλιτζάνια του καφέ.
Αγόρασε και ένα βάζο με γλυκό του
κουταλιού κεράσι, να φιλέψουν συγγενείς
και γείτονες , που θα έρχονταν να
χαιρετήσουν τον πατέρα του και να
καλώσορίσουν τον ίδιον.
Έτσι έτοιμος, ανυπόμονος, ειδοποίησε την μάνα του: «παραμονή
Χριστουγέννων θα έφθανε στο χωριό».
Στο χωριό μια αλλαγή γινότανε για να
καλοδεχτούν οι κάτοικοι τον ερχομό των δικών τους από τα ξένα.
Σάρωναν τις αυλές, καθάριζαν τα
σπίτια, έστρωναν κουρελούδες στο πάτωμα και επάνω στα κασόνια και τις κασέλες
άπλωναν κεντητά απλάδια δίνοντας ένα ξεχωριστό γιορταστικό τόνο στο σπιτικό
τους.
Το απόγευμα αργά ο Γιάννης, ο αδερφός
του, είχε να κάνει πολύ δρόμο, μέσα από
γιδόστρατες και δρόμους λασπωμένους από τις τελευταίες αδιάκοπες νεροποντές.
Έπρεπε να φθάσει στη Γλόγοβα, στον
τελευταίο σταθμό του Λεωφορείου, μιας
και δεν «καταδεχόταν «το λεωφορείο, να
έρθει στο πετροχώρι μας, τη Γλανιτσιά.
Έτσι του είπε η μάνα του να πάει με
μισή ώρα ήλιο και να περιμένει τον ερχομό του αδελφού του από τη Αθήνα.
Απαραίτητος ήταν ο γάϊδαρος για να φορτωθεί κάποια βαλίτσα, κάποιο σάκο που
έκρυβαν μέσα δώρα και καλούδια για την
οικογένεια, αγορασμένα με φροντίδα και αγάπη από τον Γιώργο.
Ξεκίνησε με δυο χωριανούς ακόμη, που
ήξεραν τον δρόμο και τα περικοπά στο δάσος.
Ψιλόβρεχε, μουσκεμένος και λασπωμένος
από τα βαριά παπούτσια που σήκωναν την λάσπη , προχωρούσε σχεδόν αμίλητος με τους άλλους συνοδοιπόρους
του και, πού και πού, τα βλέμματά τους ανταμώνανε στις κλειστές στροφές του δρόμου.
Τα γύρω βουνά κάτασπρα αντιφέγγιζαν
τα σκεπασμένα με πρίνια σκοτεινά μονοπάτια.
Κάπου- κάπου στροφές, σκάλες,
κατηφοριές, νεροσυρμές, δυσκόλευαν την διαδρομή.
Τα ζώα περπατούσαν αργά στο
κακοτράχαλο και γεμάτο γκρεμούς δρόμο.
Περάσανε την μεγάλη ρεματιά βρέχοντας
δυνατά και στο βάθος, σκάπετα στις κορφές των βουνών, ήταν το όμορφο Γορτυνιακό χωριουδάκι η Γλόγοβα, που ήταν και ο προορισμός τους.
Η ώρα πέρναγε, ο δρόμος μίκραινε και
τα πρώτα σπίτια φάνηκαν. Κάτω σ’ ένα υπόστεγο χαμογελαστοί περίμεναν οι δικοί τους.
Βιαστικά χαιρετηθήκανε, φιληθήκανε,
φορτώσανε τα μπαγκάζια τους και πήρανε τον δρόμο της επιστροφής.
Ο ήλιος κατέβαινε κατά την δύση, κρυμμένος
πίσω από πυκνά μελανιασμένα από το θυμό τους σύννεφα. Είχανε γίνει μια παρέα από πέντε- έξι ζα και δεκαπέντε νοματαίους.
Το μουλάρι του Πάνου του Δρυμωνά είχε
προσπεράσει τον γάϊδαρο της Στρομπόλως του Γιωργούτσου, τσούκλωσε τ’ αυτιά,
έβαλε το κεφάλι κάτω και προσπαθούσε να περάσει τα μουλάρια του Θανάση του
Γιωργιά, που ήταν μπροστά του. Τα μουλάρια του Γιωργιά, δεμένα το ένα πίσω από το άλλο ήθελαν να περάσουν
τον γάϊδαρο του Αντρέα του Ντρούλια και
προσπαθούσαν να αποφύγουν το προσπέρασμα από το μουλάρι του Πάνου του Δρυμωνά.
Ο συναγωνισμός στα ζα ήταν μεγάλος
μέχρι που δυο σαμάρια χτύπησαν μεταξύ τους και λίγο έλλειψε η βαλίτσα της Φώτως
του Αναγνώστη να καρτερεθεί στο ρέμα με τον γάϊδαρο του Κούγια.
Έχουν και αυτά τα χούγια τους ,
συναγωνίζονται, θέλουν να δείξουν την δύναμή τους , θέλουν να είναι μπροστά.
__Βιαστείτε παιδιά, ακούστηκε η φωνή
του γέρο Κώστα. Τα σύννεφα έχουν βροχή,
θα πνιγούμε.
Έπρεπε να φθάσουνε σύντομα στο μεγάλο
ρέμα, στο Γλογοβίτικο που άστραφτε καθάριο το νερό στον ερχομό τους . Μα τώρα
από την απογευματινή βροχή φούσκωσε, θόλωσε και γινόταν βαθύ! Στην αρχή μέχρι
τα καλάμια, μετά μέχρι το γόνατο, ύστερα και σε μεριές- μεριές ανέβαινε παραπάνω
το νερό.
Ο γάϊδαρος αρνιόταν, να περάσει
πρώτος στο ρέμα ,φοβόταν . Ξεποδεθήκανε τραβώντας το καπίστρι. Μπροστά αυτοί πίσω το ζώο βήμα- βήμα αρχίσανε να σιγοπερνούνε.
Και άλλες παρέες ακολούθησαν με
γαίδουράκια και δυνατά μουλάρια.
Πίσω τους ερχόταν
ο Γιώργης του Γιώργα με την κόρη του,
την Ελένη, καβάλα στο μουλάρι. Ο Πάνος του Δημαρά με τον γυιό του, το Δήμο. Ο Πέτρος του Νασιου
με τον αδερφό του Θανάση και άλλοι που
το ίδιο « καράβι» κουβάλησε στη Γλόγοβα. Την
παρέα ακολουθούσαν ο Γιάννης του
Λάγιου, ο Ανάστος του Σμπόρα με τον Κουρή, η Φώτω του Αναγνώστη, που είχαν
συνεννοηθεί από πριν και τα πράγματά τους φορτώθηκαν στο δεύτερο ζω του Γιωργιά. Γνώρα στην παρέα, στο
υπόστεγο έδωσε και ο Νίκος ο Σκόμπης, ένας μικρόσωμος ζωηρός και ομιλητικός
πατριώτης από του Συριάμου. Οι αποσκευές του, ένας σάκος μεγάλος και ένα
χαρτόκουτο, είχαν φορτωθεί σε δύο ζα.
Ερχόταν να κάνει Χριστούγεννα στο χωριό του. Θα ‘βρισκε κανένα δικό του να τον
περιμένει; Ποιος ξέρει;
Το κρύο περόνιαζε τα χέρια και τα
πόδια, οι τρίχες σηκώθηκαν όρθιες και τα μάτια θόλωσαν. Ένας θόρυβος και μια οχλοβοή ακούστηκε στο
βάθος της ρεματιάς.
Ένας της παρέας φώναξε με όση δύναμη
είχε.
__Βιαστείτε έρχεται Δούναβης να μας
πνίξει.
Μόλις πρόλαβαν ζα και ανθρώποι να περάσουν,
και το ρέμα έγινε θεριό! Βούϊζε και
έπαιρνε τα πάντα μαζί του.
Ο αέρας δυνάμωνε και πυκνό χιόνι
άρχισε να πέφτει. Ο δρόμος στριφογύριζε ζα κι ανθρώπους και ανέβαιναν
ανάμεσα σε μικρά πουρνάρια στην αρχή και ύστερα σε θεόρατα πρίνια. Μετά από μια
κοφτή ανηφοριά βγήκανε στο ξάγναντο και βλέπανε την κορφή της Κουκούλας με την
κάτασπρη πλάτη της, που κοίταγε προς τ’ αμπέλια χιονισμένη .
Ήρθε η «πινογά» τους,
σταυροκοπηθήκαν και ακολούθησαν το
μεγάλο φαρδύ δρόμο που οδηγούσε
κατευθείαν στο χωριό. Οι λούμπες με τα κρυσταλλιασμένα νερά τους ξεγέλαγαν, ότι είναι ο στεγνός δρόμος. Μόλις πατάγανε πάνω, πλάτς έσπαγε ο πάγος και
το νερό πεταγόταν σαν πίδακας και έβρεχε
τα μπατζάκια και τις φούστες μέχρι επάνω.
__Γριά, τα παιδιά τι να ‘γιναν; Άργησαν και έξω το έστρωσε.
__Πρέπει γέρο, όπου και να ’ναι
θα έρθουν.
__Τα στεγνά πουρνάρια από το κατώϊ
γριά, φέρτα επάνω και κανένα σύγχοντρο
ξύλο απ’ το κεντρί και βάλτα στη γωνιά.
Θα έχουν ξεπαγιάσει τα παιδιά. Να κάνουμε
φούντουλα μεγάλο να ζεσταθούν και να στεγνώξουν τα ρούχα τους.
Βάλε και το μπρίκι στη φωτιά με χαμομήλι να βράζει.
__Γέρο, η ζάχαρη τέλειωσε πέντε
ημέρες τώρα, πώς να το πιούν τα παιδιά; Εγώ
ντρέπομαι να ρωτήσω το Γιώργο μας, αν
έφερε ζάχαρη.
Βράδιαζε, ψιλό χιόνι έπεφτε ,
τα παπούτσια τους και τα πόδια των ζώων άφηναν τα’ αποτυπώματά τους στη
λεπτή κρούστα του φρέσκου χιονιού.
Ο βοριάς δυνάμωσε. Τώρα όμως
βρίσκονταν αγνάντια στο χωριό τους, κοντά στους δικούς τους. Πλησίασαν στη
βρύση και δυο- τρείς χωριανές ακόμη με τα βαρέλια και τις βαρέλες περίμεναν να τα
απογεμίσουν.
Σε λίγο όλη η συνοδεία ήταν μέσα στην
πλατεία του χωριού όπου άρχιζαν να
χωρίζονται. Κάθε ένας έπρεπε να πάει στο σπίτι του.
__Νίκο, σε περιμένει εδώ
κανένας δικός σου; Τον ρώτησε ο Γιώργος.
__Γιώργη, δεν μπόρεσα να ειδοποιήσω
τους δικούς μου έγκαιρα, να έρθουν με το μουλάρι να με πάρουν. Έλεγα ότι θα
ήταν ημέρα μπροστά μου να βρώ κανένα ζω μέχρι την Περαμεριά για να κάνω τη δουλειά μου. Από κει το χωριό
είναι κοντά και εύκολα θα έφτανα.
__Μην στενοχωριέσαι Νίκο. Απόψε θα
μείνεις στο σπίτι μου, θα κάνουμε Χριστούγεννα μαζί και αύριο βλέπουμε. Δύο τρείς στο χωριό που τον είδαν τον
χαιρέτησαν διακριτικά. Δεν τον γνώριζαν, δεν έμοιαζε με χωριανό αλλά ούτε και
ρώτησαν. Ήταν και το μισοσκόταδο, ήταν
και σχεδόν κουκουλωμένος για ν’ αποφύγει το κρύο.
Οι γυναίκες στη βρύση, που πρώτες
έριξαν τα μάτια τους επάνω του, αποφάνθηκαν:
Για να ξεπεζέψει τέτοια ώρα στο χωριό, μάλλον ξενιτεμένος του χωριού θα
είναι.
Ο Γιώργος και η παρέα του πήραν τον
κατήφορο. Πλησίασαν στο σπίτι τους.
Έφεγγε από τις χαραμάδες στα πορτοπαράθυρα η μεγάλη κοκκινωπή φωτιά της
γωνιάς.
Ο θόρυβος από το ξεκαλίγωτο περπάτημα
του γαϊδουριού, τα βήματα και οι φωνές
τις παρέας, έδωσαν την πληροφορία του ερχομού τους στο σπίτι.
__Έλα Γιάννη παιδάκι μου, αργήσατε,
του είπε η μάνα του.
__Μάνα, καλά που ήρθαμε, της
απάντησε. Το Γλογοβίτικο ρέμα κατέβασε και πάρα λίγο να μας πνίξει.
__Θεός φυλάξοι παιδάκι μου! Τι λές εφτού!
Δεν γίνεται τέτοιο κακό. Έχουμε
την ευλογία και την προστασία του Χριστού μας που θα γεννηθεί απόψε!
Γιώργη μου, ώρα σας καρτέρηγα . Καλώς
τον μου! Άνοιξαν την αγκαλιά τους, μάνα
και γιός, και έγιναν ένα. Φιλήθηκαν και πάλι σφιχταγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε
ξανά και ξανά!
Κοντά τους, με παραπονιάρικο και
ζηλιάρικο βλέμμα, τους κοίταγε ο πατέρας του. Ο Γιώργης χώθηκε στην αγκαλιά του για πολλή ώρα με αναφιλητά. Ύστερα
ήρθε η σειρά της μικρής του αδελφής, της Παναγιώτας πρώτα και της μεγάλης
αδελφής του μετά της Ελένης.
Η χαρά τους δεν περιγράφεται, ούτε
και μολογιέται. Όλοι έγιναν ένα κουβάρι αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι.
Λίγο παράμερα καθόταν ο Νίκος και
ζήλευε τις όμορφες, οικογενειακές σκηνές
που είδε. Η μοναξιά του δεν κράτησε πολύ,
ο Γιώργος δεν άργησε να τον συστήσει
στους γονείς του και τις αδελφές του.
Από δω ο Νίκος ο Σκόμπης,
τους είπε. Συνταξιδέψαμε μαζί. Είναι από του Συριάμου. Όλοι άπλωσαν το
χέρι τους να τον χαιρετήσουν.
__Καλώς όρισες στο χωριό μας και στο
σπίτι μας, του είπε ο γέρο Χρίστος. Και πού να ξέρετε ότι με τον πατέρα του
είμαστε στρατιώτες μαζί και οι καλύτεροι φίλοι.
Νίκο, είσαι φιλοξενούμενός μας και
είναι μεγάλη μας χαρά που είσαι εδώ.
Πρώτος έπιασε το παραγώνι ο πατέρας
και με την μαγκούρα του σύμπαγε την φωτιά να μεγαλώσει η φλόγα. Αραδιαστήκανε
και οι άλλοι γύρω- γύρω πάνω στα σκαμιά και στα στρωσίδια.
Η θεια Χρήσταινα περιφερόταν για να
αποτελειώσει τις τελευταίες δουλειές του σπιτιού. Έδινε οδηγίες στις κόρες της,
για το άναμμα του καντηλιού και το φίλεμα της παρέας με τσίπουρο, μύγδαλα,
σταφίδες.
Ο Νίκος κάθισε κοντά στο γέρο Χρίστο,
δίπλα του κάθισε ο Γιάννης και παραδίπλα ο Γιώργης γιατί ήθελε να είναι εύχερος
να σηκώνεται. Έπρεπε να τακτοποιήσει τα πράγματά του, να αδειάσει τον σάκο και
να προσέχει να μην τσαλακωθούν τα δώρα.
__Πατέρα, χρόνια πολλά,
του φώναξε χαρούμενος ο Γιώργης, δείχνοντας και τον ενθουσιασμό του, που
βρισκόταν ανάμεσα στην όμορφη οικογένεια του.
__Πολλά και τα δικά σας χρόνια, ανταπάντησε ο πατέρας του.
__Τα καλύτερα Χριστούγεννα θα
περάσουμε φέτος !.
__Καλά θα περάσουμε, απάντησε κάπως
στενόχωρα. Λείπουν πολλοί άνθρωποι από το χωριό. Οι περισσότεροι που είναι εδώ είναι μόνοι τους, δεν περιμένουν να έρθει
κανένας.
Βρε πώς άδειασε ο τόπος, μονολόγησε,
σαν να βρισκόταν μόνος του και ρώταγε τον εαυτόν του. Λίγοι γέροι απόμειναν στο
χωριό .
__Γέρο, είναι φερμένοι πολλοί
άνθρωποι στο χωριό. Δεν πρόκειται να αδειάσει από ανθρώπους, του είπε η γυναίκα
του, για να αλλάξει την στενόχωρες
σκέψεις από το μυαλό του. Είπανε ότι ήρθε και ο γιός του Ζαγκλόγιαννη,
ο Ανάστος. Σαράντα χρόνια έλλειπε από το χωριό. Αγνώριστος ήταν, λίγοι τον
γνωρίσανε.
__Πες μας καμιά ιστορία για τα Χριστούγεννα,
πατέρα . Σχεδόν τον παρακάλεσε η μικρότερη κόρη του, η Παναγιώτα.
Είναι αλήθεια ότι τα παλιά χρόνια
καταλαβαίνατε την ώρα που γεννιότανε ο
Χριστός;
__Ναι, το καταλαβαίναμε, κόρη μου.
Γινόταν ένα θαύμα.
__Τό ‘χεις ξανά ειπεί πατέρα αυτό.
Θέλω να το ξάνακούσω. Τι ακριβώς
γινότανε;
__Να, θυμάμαι τα πρόβατα στο κατώϊ ,
ήταν ανήσυχα, περπάταγαν πέρα- δώθε και
βέλαζαν. Τα σκυλιά γαύγιζαν με λυπητερό τρόπο, σαν να έβλεπαν το λύκο στο
κοπάδι.
Τα γαϊδούρια κλωτσάγανε και
ακούγονταν τα μουγκριτά των αγελάδων.
Αυτό γινόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Τότε γεννιόταν ο Χριστός! Τότε ο αέρας σταμάταγε
και ημέρευαν, ηρεμούσαν και καταλάγιαζαν
τα πάντα. Ήταν πραγματικό θαύμα, κόρη μου.
Τώρα έχω χρόνια να τ’ ακούσω αυτά. Φαίνεται ο Χριστός έχει κακοκαρδίσει
μαζί μας και δεν παρουσιάζεται.
__Μπάρμπα Χρίστο, και ο πατέρας μου
καταλάβαινε το θαύμα της Γέννησης του
Χριστού από τα ζωντανά του.
Τότε όλοι μαζί ξεκίνησαν να ψέλνουν το απολυτίκιο:
« Η Γέννησή Σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως……»
Η φωτιά ζέσταινε και στέγνωξε τα
ρούχα των τριών ανδρών και οι ιστορίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Παρ’ όλη την κούραση που είχαν κανένας δεν ήθελε
να κοιμηθεί.
Άξαφνα ποδοβολητό ζώων και χτύπημα
δυο κουδουνιών ακούστηκαν. Όλοι συνεπαρμένοι από τις διηγήσεις ησύχασαν ν’
ακούσουν καλύτερα. Ακούστηκαν φωνές και πατήματα έξω από την σκάλα. Το μυαλό τους πήγε στο θαύμα. Ανοίγει η πόρτα
και φανερώνεται η Δήμητρα, η γυναίκα του Νίκου.
Έτσι τη σύστησε ο Νίκος. Φαίνεται
ειδοποιήθηκε αργά για τον ερχομό του άνδρα της στο χωριό. Ήταν περασμένες εννιά
, την έβαλαν στο παραγώνι να ζεσταθεί, συγύρισαν τα μουλάρια της και της
πρόσφεραν ζεστό χαμομήλι.
Δεν φεύγετε απόψε, τους είπε ο
μπάρμπα Χρίστος και η γριά του το επιβεβαίωσε. Όλοι συμφώνησαν να γιορτάσουν την
Θεία Γέννηση μαζί.
Ο Γιώργος σηκώθηκε, έβαλε τη βαλίτσα
πάνω στο κασόνι, την άνοιξε να δώσει τα δώρα που έφερε στους δικούς του.
Πρώτα έδωσε στην μάνα του ένα
δεματάκι που είχε μέσα ένα μαντήλι να σκεπάζει το κεφάλι της και ένα ζευγάρι
κάλτσες. Εκείνη τον φίλησε και από τα δυο μάγουλα τρυφερά, δείχνοντας έτσι την
χαρά και την συγκίνησή της.
Στο πατέρα του έδωσε έναν Κολοκοτρωναίϊκο
σουγιά και λεπίδες να ξουρίζεται. Στις αδελφές του έφερε στην μια ένα ολόμαλλο
καφέ πουλόβερ και στην άλλη ένα ωραίο φουστάνι. Στον αδερφό του, που και
εκείνος περίμενε το δώρο του, φρόντισε να του πάρει ένα παντελόνι με μια ωραία
δερμάτινη ζώνη.
Δεν σταμάτησε εκεί, είχε δώρα και για
τους ξένους. Στην Δήμητρα έδωσε ένα πολύχρωμο κασκόλ που το προόριζε για την
μικρότερη αδελφή του και στον άνδρα της, τον Νίκο, έδωσε ένα πουλόβερ μάλλινο
σταχτή που το είχαν διαλέξει με την Τασία για να το φορέσει την πρωτοχρονιά ο
ίδιος. Όλοι τον χειροκρότησαν και τον
ευχαρίστησαν για τα δώρα του.
Πέρασε η ώρα. Έφαγαν κάτι πρόχειρα
και όλοι ξάπλωσαν να ξεκουράσουν τα μάτια τους ή έστω να κοιμηθούν λίγο, μέχρι που ν’
ακούσουν την καμπάνα. Πριν χτυπήσει η καμπάνα η Χρήσταινα σηκώθηκε, έριξε μια
ματιά γύρω της, με το θαμπό φως του καντηλιού, σήκωσε ελαφρά τα σκεπάσματα του
κρεβατιού, που κοιμόταν ο Γιώργος της. Ήθελε να ιδεί αν ήρθε ο γιός της ή
έβλεπε όνειρο.
Ο παγερός αέρας της νύχτας έφερε στο
σπίτι το χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας, που καλούσε τους χριστιανούς στην
εκκλησία. Δεν είχαν λαλήσει τα κοκόρια. Πρώτη η Χρήσταινα νίφτηκε, σταυροκοπήθηκε και αδέρφωσε δυο
κούτσουρα στη γωνιά να καίνε.
Πήρε το πρόσφορο στην αμασχάλη της, έτοιμοι
και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν για την
εκκλησία. Μπροστά ο Γιώργος με τον Νίκο και τον Γιάννη, λίγο πιο πίσω ο γέρο
Χρίστος με την γριά του και πιο πίσω οι υπόλοιπες γυναίκες.
Κράπ, κρούπ, κράπ, κρούπ ακουγόταν το
περπάτημα πάνω στο παγωμένο με κρύσταλλα δρόμο. Εκείνα υποχωρούσαν από το
βάρος, έσπαγαν σε χίλια κομμάτια και χάριζαν έναν ευχάριστο μεταλλικό ήχο.
__Κρατάτε την μάνα σας. Φώναξε ο γέρο
Χρίστος στις κόρες του, μην πέσει.
Στην εκκλησιά κάθισαν όλοι μέχρι τέλους. Η κυρά
Χρίσταινα έδωσε το πρόσφορο πήραν αντίδωρο και επέστρεψαν ευλογημένοι και
χαρούμενοι στο σπίτι.
Ο γέρο Χρίστος κάθισε πρώτος στο
τραπέζι και δίπλα του πήραν θέση οι υπόλοιποι με πρώτους τους ξένους και είπαν
τα κάλαντα. Η θεια Χρήσταινα και οι
κόρες της βοήθησαν στο στρώσιμο του τραπεζιού.
Στο κέντρο μπήκε μια μεγάλη πιατέλα με την βραστή κότα με μπόλικο πιπέρι που μοσχοβόλαγε.
Γύρο τα βαθιά πιάτα με την σούπα. Σε άλλη πιατέλα μπήκε κρέας ψημένο στην
πουγάνα. Κόψανε ένα Χριστόψωμο σε φέτες
και τα ποτήρια γιόμισαν με κόκκινο κρασί.
Σταυροκοπήθηκαν, είπαν « χρόνια
πολλά», ο γέρο Χρίστος πρώτα και οι άλλοι ύστερα, και ξεκίνησαν το φαγοπότι.
Η γριά Χρήσταινα σήκωσε το ποτήρι της
και ευχήθηκε.
__Και του χρόνου μαζί φαμελίτσα μου.
Και σεις ξένοι στο σπίτι σας χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Και το φαγοπότι, οι
ευχές και τα τσιοκαλίσματα δεν είχαν τέλος….
Τα Χριστούγεννα στο χωριό το αφιερώνω στον
αδερφό μου Χρίστο, για να του ειπώ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ για την γιορτή του και όλες τις ευχές που λένε τις ημέρες
των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Να τον ευχαριστήσω για τις ωραίες
εικόνες του κειμένου που περιγράφονται γιατί είναι ο αυτουργός. Επίσης πολλές
ευχαριστίες για την επιμέλεια και την διόρθωση των κειμένων μου.
B GIRAKAS
Χ Ρ Ο Ν Ι Α Π Ο Λ Λ Α
Κ
Α Λ Ε Σ Γ Ι Ο Ρ Τ Ε Σ
καλην ημερα αρχοντες αν ειναι ορισμος σας.....τα λεω πρωτος να προλαβω το θρυλικο..... ταειπανε -ταειπανε.ευχομαι υγεια και χαμογελα σε ολους.ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ.gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΟ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΤΖΙΡΑΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ME ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΣΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΠΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ "ΠΡΙΣΚΑΛΟΥ" ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΦΕΤΟΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή...TELIKA H NIKOLOULH....EKANE KALH DOULEIA !!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήXRONIA POLLA KAI PALI !!!!!!!!!!!!!!!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή(Τζιαπα ανησύχησες Γιώτα...στο είπα )
gerolyke Επειδή δεν μπόρεσε να φτιάξει παστό ο γιατρός αφου "εβρεχε" το γύρισε στους κουραμπιέδες. Απο αυτούς θα σε φιλέψουμε!
Ο Σόλωνας από ζαχαροπλαστική λέει τίποτα? Ξέρει κανείς?
σαν τρανυτερος του σογιου λεου κατα τις 9 αφου κουμανταρησουμε τα γιδοπροβατα και γυρισουν τα παιδια απο τα καλαντα να μαζωχτουμε ουλοι για να σφαξουμε τα γουρουνια...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι γίνεται, όλη τη νύχτα σερφάρετε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάλι με μπέρδεψε ο γερόλυκος...ποιανού σογιού τρανύτερος?
Τέλος πάντων, χρόνια πολλά σε όλους με υγεία και υπομονή και καλό φαί και φέτος
Γιάννα
Στις ντόπιες κυρίες του χωριού (από Παπαδέικα μέχρι Πολυδερέικα)εύχομαι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικά :
Στην πλουμιστή Πλουμπούδω,
στη λυγερή Λαγιολένη,
στην κομψή Αρέσμω,
στην Τασούλα,
στη Γιωργιά,
στη Μηλιά
και στην αδυναμία μου Λεμονιά.
Ρώτησα χτες τον Πανάγο πως πάει η πώληση στο πετρέλαιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή-Πως να πάει ρε Γιώρη .Μου ήρθε χτες ένας και μου λέει φερε μου 150 λίτρα στο .... τάδε δρόμο .
_Δεν φέρνεις μια τέσα να στην γιομίσω τζιάπα του που θα φέρω το φορτηγό για 150 εκει πάνου του λεω...
χαχαχαχα
(η τεσα για όσους δεν ξέρουν ήταν το σιδερένιο καρδάρι που βράζαμε το γαλα )
αστα γιαννα...παραλιγο να μας φυγει εφετος να γελαει το χωριο .....gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συγκίνησε βαθιά η αφιέρωση και οι ευχές του αδελφού μου Βαγγέλη. Του εύχομαι κι εγώ δημόσια, Υγίεια και Χρόνια Πολλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω να εκφράσω τη χαρά μου για τις προσπάθειές του, αρκετά επιτυχημένες κατά κοινή ομολογία, να κρατήσει ζωντανές πολλές πλευρές της ζωής και της δράσης του χωριού μας, στά χρόνια της πληθυσμιακής του ακμής. Σ' αυτό εύχομαι να είναι επίμονος και...εξελισσόμενος.
Οι παλιότεροι ζούμε κυριολεκτικά με κείνες τις μνήμες, γιατί είμαστε μέρος εκείνης της ζωής, όπως πολύ σωστά σημειώνει και ο ΑΡΗΣ.Ειδικά η περίοδος όπου στο χωριό προσέγγιζε η συγκοινωνία αλλά δέν κατέληγε εκεί, οπότε συνδεόμαστε, είτε προς τη Γλόγοβα είτε προς το Βαλτεσινίκο με τα πόδια ή τα ζώα, έχει πραγματικά πιπεράτες(;) ιστορίες. Μία απ' αυτές την προσέγγισε ο Βαγγέλης με αρκετή πιστότητα.Τον ευχαριστώ για την αφιέρωση.
Εύχομαι στους πατριώτες ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ.Υγίεια, Αγάπη και Αλληλεγγύη, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις.
Χρίστος του Ντίνου
ρεβεγιόν λένε εδώ τη μάζωξη για να κάνουνε χριστούγεννα σε κανα σπίτι.
ΑπάντησηΔιαγραφήεμένα δε μου λέει τίποτα.
Θέλω να παίζω στου Τούρκου βιδαριστό 31, ό,τι μου απέμενε από τα κάλαντα το στριφτό , και να πάω σπίτι λίγο πριν ξημερώσει , με σβησμένες τις κολώνες,,αναβοσβήνοντας τον τσιακουμάκι για να βλέπω μη σκοτωθώ πουθενά από τα κακοτράχαλα σοκάκια .
χρόνια πολλά και καλά σε όλους.
*
ΑπάντησηΔιαγραφήεδω Στα κάλαντα, τω καιρώ εκείνω, πληρωνόμασταν σε είδος (μύγδαλα,σταφίδες, κάνα κουρμπιγιεδάκο, τσαπελόσυκο ή καρύδι).Και μόνο ο Ντουσιαντώνης πλήρωνε με ζεστό χρήμα (κάτι θεριακωμένα χαρτονομίσματα που τα κάναμε πιο λιανά για να φαίνονται πολλά ).
η μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν μας δίνανε δίπλες χωρίς ζάχαρη!
ΑπάντησηΔιαγραφή*