Η επόμενη ημέρα μας βρίσκει συνεπής με το ραντεβού μας .
Εκείνο το ραντεβού που είχαμε κλείσει πριν ενα χρόνο περίπου
Μαζευτήκαμε το δειλινό γύρω στα 20 άτομα .
Διευκόλυνε τόσο πολύ την μνήμη μας αυτό που είχε προετοιμάσει ο Βασίλης ώστε δεν παιδεύτηκε καθόλου να μας ταξιδέψει σ εκείνη την εποχή
Τα τρίποδα μπλε σιδερένια τραπεζάκια ,σκουπισμένα, καθαρά , τοποθετημένα σαν πιόνια πάνω στο σκάκι ,με τις ψάθινες καρέκλες να τα περιτριγυρίζουν, που έγραφαν στο πίσω μέρος το ΒΒ μας περίμεναν μπροστά στο καφενείο του μαγαζά .
Οι μεγαλύτεροι, όσοι μετρούν τουλάχιστον πέντε δεκαετίες ζωής, θυμόμαστε αυτή
Όποιος στηρίχτηκε με τον αγγόνα του πάνω σ αυτά τα τραπέζια μέχρι να φέρει τον καφέ ο Βασίλης , μετρήθηκε και μέτρησε το χρόνο.Τρέχει τόσο γρήγορα ο νούς της ανάμνησης όσο και ο χρόνος που πέρασε. Διανύουν την ίδια απόσταση στον ίδιο χρόνο. Πολύ δύσκολο να βρεις με τι μετριέται ο χρόνος .Σ όλους περνάει γρήγορα , έστω και αν για κάποιους είναι σκληρός .
Από αυτές τις σκέψεις θα με επαναφέρει ο Μαγαζάς όταν θα ακουμπήσει με το άσπρο παλιό χοντρό φλιτζάνι τον καφέ και το νερό με τα παλιά ποτήρια της ΦΙΧ πάνω στο τραπέζι.
Τον έφερε με την ίδια περπατησιά .Την αργή και υπομονετική . Ίδια με της θειας μου της Θανασαινας έκανα την σκέψη. Και μ εκείνο τον ασημόχρυσο δίσκο που δεν μπορείς να του προσδιορίσεις το χρώμα . Της θειας μου της Θανάσαινας ήταν μπλε με κεντίδια. Τον θυμάμαι… Είτε καθόσουν στου Βασίλη είτε από κάτω στης θειας μου ήταν το ίδιο . Η ίδια εικόνα .Μια εικόνα! Ένα πλάνο!
Η διαφορά τους ήταν ότι η θεια μου πελάγωνε όταν της παράγγελλαν μαζί 3-4 καφέδες. Συνήθως την πλήρωνε με κατσάδα ο τελευταίος της παραγγελίας .<<Ασεμε ρε και εσύ με τον καφέ σου>>
Όλα ίδια ,όπως τότε….
Παράλληλοι βίοι με την θειά μου μέχρι κάποια στιγμή.
Παράλληλα και αντίστροφα δρομολόγια από τα μαγαζιά μέχρι τα τραπέζια στις ακακίες, με το ένα χέρι τον δίσκο και το άλλο μια πετσέτα χρωματισμένη από τους καφέδες που θα σκούπιζαν πάλι τα λερωμένα τραπέζια. Και τότε το καθαρό τραπέζι είχε εξ ισου όπως σήμερα την ιδία απόλαυση για τον καφέ.
Πίναμε λοιπόν τον καφέ και ταξιδεύαμε. Το πιο μακρινό ταξίδι όμως το έκανε ο μαγαζάς. Έφτασε σ εκείνες τις κονταυγές που σκούπιζαν μαζί με την θεια μου την Θανάσαινα τις αυλές των μαγαζιών . Συνάδελφο την έλεγε πολλές φορές.
Η συγκίνηση όρμησε σε όλους μας εκείνο το απόγευμα.
Τα μάτια του μαγαζά δεν άντεξαν
Για εμάς τους Γλανιτσιώτες όμως η ανάμνηση και η συγκίνηση είναι χαρά.
Γ.Γ. (Νις)
Βασίλης. Ένας από τους πιο αξιοπρεπείς γλανιτσιώτες!!
ΑπάντησηΔιαγραφήχψ
του χρονου????gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΩΡΓΟ ΕΑΝ ΔΕΝ ΦΟΡΟΥΣΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΜΕ ΤΗ ΘΕΙΑ ΘΑ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΤΣΙ ΗΣΟΥΝ ΕΓΩ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήφοράει και παπούτσια Αρη..
ΑπάντησηΔιαγραφήΝις
αρη το τσιουπι δεν ειναι απο γιανναιους...φαινεται ασπρουδερο gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφή