Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Τι να τον κάνουμε λοιπόν τον Πικάσο;

Αγαπά ο θεός τον κλέφτη αλλ' αγαπά και το νοικοκύρη, μόνο που στον τόπο μας τελικά νοικοκύρης δεν υπάρχει κι έτσι μόνο τον κλέφτη αγαπά ο θεός.
"Αν και δεν ήταν από τα πιο γοητευτικά έργα του Πικάσο και κατά συνέπεια δεν νομίζω πως το ερωτεύτηκε κάποιος συλλέκτης ώστε να παραγγείλει την κλοπή του, είναι τεράστια η συμβολική σημασία του η οποία υπερβαίνει την καλλιτεχνική του. Είναι το μοναδικό έργο του Πικάσο που ανήκε σε συλλογή δημόσιου μουσείου στην Ελλάδα και το κενό είναι δυσαναπλήρωτο."
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα
Tου Ντένη Ζαχαρόπουλου ιστορικού και κριτικού τέχνης και καλλιτεχνικού διευθυντή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Αν και πολύ νεώτερος του κυρίου Σωμερίτη, μεγάλωσα κι εγώ μ'αυτές τις συγκινήσεις, μ'αυτή την παιδεία, μ'αυτά τα σύμβολα, μ'αυτούς τους ανθρώπους, μ'αυτή την ιστορία. Ότι το αξίζε η γενιά στην οποία το παρέδωσε ο Πικάσο το έργο αυτό και στον ελληνικό λαό που αντιστάθηκε είναι βέβαιο.
Το σύμβολο που μας έκλεψαν
O Ριχάρδος Σωμερίτης γράφει με αφορμή την πρόσφατη κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη.
1949, τελείωνε ο απαράδεκτος και κατασκότεινος εμφύλιος αλλά τα έκτακτα δικαστήρια συνέχιζαν το έργο τους, χιλιάδες άνθρωποι ήταν στις φυλακές, στη Μακρόνησο, στους τόπους εξορίας, οι περισσότεροι δωσίλογοι προκαλούσαν. Και ξαφνικά νιώσαμε αλλιώς. Το Γαλλικό Ινστιτούτο της οδού Σίνα παρουσίασε αυτή την υπέροχη έκφραση θαυμασμού για την Αντίσταση του ελληνικού λαού από το 1940 ως το 1944 και αλληλεγγύης μαζί του που ήταν η τιμητική δωρεά 46 έργων ισάριθμων μεγάλων καλλιτεχνών που σφράγισαν τον 20ο αιώνα : του Ματίς, του Πικάσο, του Μπράκ, του Λεζέ, του δικού μας Πράσινου...

Μέσα στη μιζέρια και την καταχνιά βλέποντας αυτά τα έργα ξανανιώσαμε ευρωπαίοι, λιγότερο μόνοι. Πολλοί από μας, πολύ νέοι ακόμα, βλέπαμε αυτά τα έργα και δακρύζαμε : ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν σε άμεση οπτική επαφή με τους μύθους της σύγχρονης τέχνης ακόμα και όταν είχαμε παρακολουθήσει τις αναζητήσεις και τα επιτεύγματα πολλών σημαντικών δικών μας δημιουργών, όπως ο Μόραλης, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Βυζάντιος... Μελετώντας όμως τα 46 έργα της έκθεσης συνδεθήκαμε και εμείς, όπως πριν από τον πόλεμο και τόσοι σημαντικοί δικοί μας, με τις πηγές.

Δεν ήταν εύκολο. Η δική μου η παρέα που περιδιάβαζε ανάμεσα στα έργα (ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Γιάννης Τσοκόπουλος, ο Σπύρος Τσακνιάς, ο Φάνης) είχαμε σταθεί κυρίως μπροστά το έργο του Πικάσο και προσπαθούσαμε, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε γιατί ήταν ήδη σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο Μεγάλος αλλά παρά τα ερωτηματικά, τόσο συγκλονιστικός. Και εκεί που τα συζητούσαμε αυτά χαμηλόφωνα μας πλησιάζει ο Γιάννης Τσαρούχης κι αρχίζει να μας χαρίζει ένα εκπληκτικό μάθημα τέχνης, ιστορικό, θεωρητικό αλλά και τεχνικό που το συνέχισε ως το ατελιέ-σπίτι του, στη γωνία Σταδίου και Καραγεώργη της Σερβίας, πάνω από τον Ελευθερουδάκη και τα γραφεία της εφημερίδας «Ελευθερία» όπου δέσποζε η υπέροχη δική του δουλειά.

Τα γράφω αυτά για να καταλάβουμε όλοι ότι ειδικά η κλοπή του έργου του Πικάσο, χωρίς να υποτιμώ διόλου την αξία του έργου του Μοντριάν που επίσης κλάπηκε, έχει, μέρες που ζούμε, τον χαρακτήρα μιας ακόμα καταστροφής. Γιατί ο πίνακας αυτός, ίσως όχι ένας από τους πιο περίφημους του μεγάλου καλλιτέχνη, είναι αυτός που ο ζωγράφος της Γκουέρνικα, χάρισε
στον τόπο μας για να τον τιμήσει. Και επί πλέον πόσους Πικάσο έχουν ελληνικά μουσεία (δεν μιλάω φυσικά για σπίτια εφοπλιστών...) στη διάθεση όσων θέλουν την άμεση οπτική επαφή γιατί ποτέ δεν αρκεί το ξεφύλλισμα βιβλίων τέχνης.
Αλλά και πέρα από αυτό. Η δωρεά των 36 έργων δεν είναι τυχαία.
Αντιπροσωπεύει μια τεράστια προσπάθεια ενός ανθρώπου που τόσο αγάπησε τη χώρα μας, του προοδευτικού καθολικού και φιλόλογου Ροζέ Μιλλιέξ και της γυναίκας του, της πεζογράφου Τατιάνα Γκρίτση, που σε ψυχικό δεσμό με την ελληνική Αντίσταση, αφιέρωσαν τα κατοχικά χρόνια όπου βρέθηκαν στη Νότιο Γαλλία για να την κάνουν γνωστή και για να την τιμήσουν διαμέσου των εκδόσεων «Cahier du Sud». Με τη συμπαράσταση και του Οκτάβ Μερλιέ, του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, που μαζί τόσα πρόσφεραν, τις υποτροφίες του 1945 και τις εκθέσεις, τα υπέροχα βιβλία και τη μοναδική ελληνική βιβλιογραφία που δεν έβρισκαν εκδότη και κυρίως την πολιτιστική αφύπνιση τριών τουλάχιστον γενιών.
Με τον πίνακα του Πικάσο κλάπηκε έτσι ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας μας κι αυτό είναι που μετράει. Όπως μετράει και το γεγονός ότι αυτή την προσφορά των 36 -που συνοδεύεται και από τόσα κείμενα μεγάλων της γαλλικής διανόησης- την κρύψαμε δεκάδες χρόνια (δεν άρεσε η αναφορά στην Αντίσταση), δεν την προστατεύσαμε, δεν την στεγάσαμε αυτόνομα, φοβούμαι ότι την διαλύουμε: πώς βρέθηκε το έργο του Πικάσο μακριά από τα άλλα; Τώρα πρέπει η επιστροφή του πίνακα αυτού να αποτελέσει προτεραιότητα. Εκτός κι αν δεν την αξίζουμε.
.
Πως στη συνέχεια, μετά τη μαύρη αγορά και τους δωσίλογους, συνέχισαν όσοι υπέγραψαν, όσοι υπέκυψαν στο νόμο της αγοράς, όσοι βολεύτηκαν, όσοι βασάνισαν, όσοι εκμεταλεύτηκαν τις καταστάσεις, όσοι σιγά σιγά αδιαφόρησαν κι όπως λέει κι ο Σωμερίτης, ενοχλούνται πια από τη λέξη και μόνο "αντίσταση" είναι το πρόσωπο μιας κοινωνίας που γνώρισα παιδί, που αγόραζε την εφημερίδα γυρισμένη προς τα μέσα από το φόβο του χαφιέ, που ανεχόταν τον πρώτο δημοσιογράφο να συνδράμει το παρολίγον πραξικόπημα και τέλος με την επιτυχία του τελευταίου --που δε θα ήταν ούτε κι αυτό το τελευταίο-- να δίνει μαθήματα εθνικής υπερηφάνειας.
Αυτή ήταν η καθημερινή πραγματικότητα, αυτή όπου οι υπουργοί του Μεταξά κυκλοφορούσαν ελεύθεροι ανάμεσά μας και τιμημένοι από την πολιτεία μαζί με τους αμνηστευμένους συνεργάτες των Γερμανών που έγιναν ακαδημαϊκοί. Μαζί εν χορώ, έσβηναν κάθε μέρα κι από μια σελίδα της ελληνικής ιστορίας αντικαθιστώντας την με κούφιους λόγους και λυρικές κορώνες σε ύφος τέως και μελλοντικων γυμνασιαρχών που είναι σήμερα οι πατριάρχες της νεοελληνικής γραμματείας. Το σύμβολο αυτό που ενσάρκωσε ο Πικάσο, η ιστορία της ελεύθερης σκέψης κι έκφρασης, ο αγώνας των λαών για χειραφετηση κι ανεξαρτησία, ο πόθος για παιδεία και πρόοδο γονάτιζαν όλο και περισσότερο μπρος στο βωμό του χρήματος και τον ελληναράδικο τραμπουκισμό.

Τέλος η αδιαφορία επικράτησε σπάταλη, άκαρπη, μισαλλόδοξη, κούφια, κι όμως βροντερή και ξεδιάντροπη να κυβερνά τη χώρα όχι σαν κυβέρνηση όπως βολεύονται κάποιοι να λένε αφήνοντας τις ευθυνες του καθενός απ'έξω, αλλά σα συλλογική έκφραση της κοινωνίας μας, σαν καμάρι της αμορφωσιάς και της ματαιοδοξίας, του νεοπλουτισμού και της απάνθρωπης αδιαφορίας που είναι η σημερινή μας ταυτότητα. Δε θέλουμε κι όλας τον Πικάσο. Πολύ δουλειά και κόπο θέλει η πρόοδος, ο κόσμος, ο διαφωτισμός. Καλύτερα με την ανατολίτικη νωχέλεια να μείνουμε εκτός Ευρώπης, να ψέλνουμε με το παπαδαριό και τις προκαταλήψεις και να ξεχνιόμαστε με το ναργιλέ στην άκρη της πισίνας, φούντα και ξάπλα, δίχως κράτος, δίχως ιστορία, δίχως φασαρίες.

Μας κλέψαν τις αξίες μας, τη ζωή μας, το μέλλον μας, τις ελπίδες μας και μαζί μ'αυτές τους λίγους φίλους που ήρθαν να μας σταθούν όταν σύσσωμος ο κόσμος μας αγνοούσε γιατί δεν μάθαμε ποτέ να τιμάμε από μόνοι μας τους αγώνες μας. Μια σύνταξη έφτασε για να κάνει εξαγοράσει κάθε αγωνιστική συνείδηση. Τι να τον κάνουμε λοιπόν τον Πικάσο;


Ας πάει και το παλιάμπελο, δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο λέει, έκανε πέντε την ημέρα τέτοια, έχει κάνει και καλύτερα, δε μας έδωσε και τίποτα της προκοπής. Άστο κι άντε να πάμε σε κανα μπουζουξίδικο να ξεδώσουμε κι αύριο μέρα είναι. Έχει ο θεός, μπορεί να πιάσουνε τους κλέφτες και νάναι πάλι όλοι ευχαριστημένοι, άλλωστε ποιος τον είχε δει? Τόσα χρόνια στις αποθήκες στοιβαγμένος, πάλι στις αποθήκες θα καταλήξει. Αγαπά ο θεός τον κλέφτη αλλ'αγαπά και το νοικοκύρη, μόνο που στον τόπο μας τελικά νοικοκύρης δεν υπάρχει κι έτσι μόνο τον κλέφτη αγαπά ο θεός.
Ο Πικάσο είναι τόσο δικός μας όσο κι ο Παρθενώνας, ας μάθουμε να μοιραζόμαστε κι όχι να απαιτούμε ιδιοκτησίες. Ο πολιτισμός είναι μοιρασιά γιαυτό δεν τον κλέβει κανείς κι ας αφήσουμε τους κλέφτες να χτυπάνε τις συνοικίες των βαρβάρων. Εκεί όπου οι ελέφαντες και οι καμήλες στέκουν μπροστά στις πόρτες των αφεντάδων της ανατολής.

Νάστε καλά κύριε Σωμερίτη που θυμηθήκατε κι εσείς όλα αυτά κι μας τα γράψατε, δε θυμώσατε όμως αρκετά, έπρεπε τα χρόνια που χάσατε από τη ζωή σας να τα μετρήσετε διπλά μετά ετούτη την κλοπή. Τώρα να δούμε ποιος θα μιλά για τις πηγές αφού στερέψαν; Ποιος θα θυμάται αφού κι εσείς χρειαστήκατε σχεδόν δυο βδομάδες για να μας γράψετε αυτά που έπρεπε σύσσωμος ο πνευματικός μας κόσμος να φωνάζει από το πρωί ως το βράδυ. Προφανώς όμως είναι απλά αναμνήσεις από άλλες εποχές, χαμένες έτσι κι αλλοιώς, χαμένες πολύ πιο πολύ απο τις πατρίδες που δεν είχαμε. Χαμένες πολύ πιο πολύ από τις γνώσεις που δεν αφομοιώσαμε, χαμένες πολύ πιο πολύ από τα βιώματα που δε ζήσαμε, γιατί και πάλι απ'όλη την ιστορία ο Τσαρούχης έμεινε (νάναι καλά ο Γιάννης εκεί που βρίσκεται) αλλά ο Πικάσο όχι. Άλλες αξίες, άλλες ιστορίες, άλλες αγάπες, άλλοι λαοί.
Θυμάμαι τον Τσαρούχη μια και τον αναφέρει κι ο Σωμερίτης, να γυρίζει εν μέσω Χούντας στο Παρίσι μετά από επίσκεψη στο Μαρούσι στο κτίριο που θα γινοταν εκ των υστέρων το Μουσείο του και να μου λέει έντρομος, "Ντένη, πάει, έκανε η Χούντα τη δουλειά της, η αστική τάξη της Αθήνας μένει πλέον σε ρετιρέ σε στιλ αντιτορπιλικού!" Ας μάθουμε να τιμάμε τα υπόγεια λοιπόν αντί τις πισίνες. Ας θυμηθούμε όχι τους φτωχούς αλλά τους πλούσιους εκείνους ανθρώπους που ήξεραν την ανθρωπιά, όχι τα δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες, την κατανάλωση.

Σ' εμάς ο Ετεοκλής τρώγεται ακόμα με τον Πολυνίκη κι η Αντιγόνη έγινε αρχισυντάκτης σε κάποια εφημερίδα. Άσε τον Πικάσο στις παραλίες του. Ποιός είναι αυτός που θα μας δίνει μαθήματα ανθρωπιάς σε μας που σβήσαμε μέχρι και το τελευταίο ίχνος του ανθρώπου από την πολιτεία μας; Ας τον πάρουν, δε τον χρειαζόμαστε πια. Έτσι όπως ζούμε πια τυφλοί και με κλειστά τα μάτια σαν τυφλοπόντικες τι να την κάνουμε τη ζωγραφική! Νάστε καλά κύριε Σωμερίτη, καλιο αργά παρά ποτέ, μόνο που είναι πια πολύ αργά, πολύ αργά για να θυμώμαστε αυτά που έχουμε τόσο συστηματικά και συνειδητά αποσιωπήσει. Στην αποθήκη λοιπόν, ξανά στο κάτεργο της άννοιας και της άγνοιας, εκεί είναι η θέση μας την αποκτήσαμε με κόπο. Ας την τιμήσουμε ανοιχτά. Πόσο καλύτερη είναι η Ελλάδα χωρίς Πικάσο!



πηγή

7 σχόλια :

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.