Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

ΜΙΑ ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

                                            + ΚΩΣΤΑ   Π   ΜΑΡΙΝΗ

   ΑΠΟ   ΤΗ  ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ   ΤΡΑΓΩΔΙΑ
        Βύζασε το παιδί της η Αϊσά, το πίθωκε με προσοχή στη νάκα του, που  την είχε κρεμασμένη  σε μια βελανιδιά, και το κουνάει να πλαγιάσει. Κι όπως πηγαίνει παραδώθε η κούνια, πετάει κι η σκέψη  της από τον άντρα στο παιδί της κι η καρδιά της πλημμυράει απ’ αναγαλλίαση, χαρά κ’ εφτυχία κι αναβλύζει γλυκόηχα και χαϊδεμένα νανουρίσματα:
                                       «Νάνι, νάνι, νάνι, ναάνι
                                        κι ό,τι  το πονεί να γειάανει!»
που ξακολουθάν ατέλειωτα και μυριοδιπλογύριστα, όπως μυριόδιπλη και  χωρίς τέλος  είναι και της μάνας η αγάπη. Έναν καιρό γύρισε και ο άνδρας της από το χωριό, φόρτωσε και το ρέστο στάρι στον αραμπά κι απέ πήρε το δικράνι  κι άρχισε να σωρώνει  τάχερα σε μ’ άκρη  ταλωνιού. Στερνά τα σκέπασε καλά με ξερόκλαρα, αφάνες κι αγκαθιές,κι έρριξε απάνου βαριά δοκάρια και πέτρες.
    Γιατί τα σκέπασες τάχερα ,Κιαμήλ; ρώτησε η γυναίκα του. Δεν θα τα κουβαλήσουμε τώρα;  Όχι Αϊσά, παραπέρα τα παίρνουμε τώρα δεν έχουμε τράτο…..  Γιατί Κιαμήλ; Τι θα κάμεις τώρα; Θα συνεμπάσω και ταλώνι του χασάν.  Εκείνος κυνηγιέται και δεν κοτάει να ξαναφάνει στο χωριό. Η γυναίκα του δεν μπορεί μοναχή της. Έχει και τα παιδιά βλέπεις….. Μα ο χασάν μας αδίκησε, Κιαμήλ. Μοίρασε όπως ήθελε!. Τι ναν του κάμουμε, γυναίκα;  Αφού ‘ναι μεγαλήτερος…. Μα κάποτε θαν το καταλάβει τάδικο.  Κι αν δεν το καταλάβει εκείνος, το βλέπει ο Αλλάχ!... Δεν μας χωνέβει κι ούτε θέλει να μας ακούει! επίμεινε ακόμη η Αϊσά.  Εμείς δεν κάνει να τον ξεσυνεριζόμαστε, γυναίκα.  Πρέπει να του βρεθούμε κιόλας ετώρα στην περίστασή του. Και ξένος να ήτανε, όχι  πού΄ν’ αδερφός μας!

...
    Καλά νοικοκύρη!...Κάμε  ότι σε φωτήσει ο Θεός…Μόνο που κάνεις το καλό και βρίσκεις τανάθεμα!  Τόνε βόηθαγες τόσα χρόνια,πρίν παντρεφτείς,και για το σπολλάτη εκράτησε τα καλήτερα  χωράφια και σάφηκε τις άκρες………Και τα δικά μας χωράφια δεν είναι για πέταμα! την παρηγόρησ’ ο Κιαμήλ.   Δε θα κάμει περισσότερο γέννημα εκείνος…..Τάδικο  του Χασάν το διόρθωσ’ ο Θεός.  Κατάλαβες;  Κι αλλονένα, εμείς να είμαστε καλά, κι απε χωράφια……Η Αϊσά δεν εμίλησε  πλιά. Πήγε και ξεκρέμασε την νάκα,την πέρασε στην πλάτη της αγάλια γάλια  για να μην ξυπνήσει το παιδί, μάζωξε το σκοινί  που την είχε κρεμασμένη κι ακολούθησε τον άντρα της, που πήγαινε κοντά τον αραμπά, σαλαχώντας τα βόϊδια. Τόπο τόπο  τα κέντριζε κιόλας με την θεόρατη φουκέντρα του,μα κείνα ούτε τότε δεν  αλλάζανε ταργό,ατάραχο κι οκνό κανονικό βήμα τους.
   Όμοια αργόσουρτος,μονότονος κι ατάραχος ήτανε κι ο νηχός  που έβγαινε από τους ξύλινους τροχούς  του βαρυοφορτωμένου αραμπά και σκρόπαγε  στην κάπελη σα μια πρωτόγονη μουσική:        « τρίίί….τρίτρίίί…..τριτριτριτρίίίί…
                                              τραριλαρίίί….λαριλαρίίίί…..
                                              τριτριλαρίίί…λαραλαρίίίί…..
     Κι όπως αχολογούσ’ ο τόπος , ο Κιαμήλ,συνεπαρμένος, διαλογιζότανε πως άκουγε κάποιο παλιό τραγούδι, που λέγανε οι ανθρώποι πριν ακόμα πονηρέψει ο κόσμος και τηράει ο ένας να βγάλει τα μάτια ταλλουνού. Μά τώρα το τραγούδι κείνο το τραγουδάνε μοναχά τα πράματα κι ο νηχός του ξεχωρίζει στου νερού το κελάρι, στου κοπαδιού τα κουδουνίσματα σταραμπά το τρίξιμο…..  Και τώρα του φαινότανε πως άκουγε το παλιό τραγούδι μαθρώπινα λόγια:
      « Η εργασία ποτέ δεν πάει άκαρπη κι ούτε μας αφήνει δίχως ξεπληρωμή: όποιος δουλέψει χάσιμο δεν έχει!  Η γης που ποτίζεται με ίδρωτα, καρποφοράει και να ! γιομάτοι απ’ αγαθά της γυρίζουμε στο σπίτι,που θα πλημμυρίσει από αφτυχία και γαλήνη. Όλον τον χειμ΄ωνα δεν τρώμε τις φρεσκοζυμωμένες λαγάνες κι από τα τζιάκια του σπιτιώνε θα βγαίνει καπνός, που θα οδηγάει  τους κοπιασμένους διαβατάρηδες  στη φιλόξενη σκεπή μας. Θα τρώνε θα ξεκουράζουνται, θα κοιμούνται στο παραγώνι,και την αβγή θα τραβάνε  το δρόμο τους στυλωμένοι, και η καρδιά τους ολόγιομη αο’ αγάπη θαλησμονάει τους μουχτερούς  διαλογισμούς κι από τους δρόμους του κακού θα ξεστρατίζει.
    Γεροί και σιδερένιοι θα πρέβουμε  με τη δουλιά και με την ταχτική ζωή μας το στρώμα  μας δεν θα βρομήσει αο’ αρρώστειας  χνώταα ακόμα και στα βαθιά γεράματα, ημέρα ο χάρος δεν θα μας έβρει στο στρωσίδι. Γιαφτό αξίζει να ειποθεί και νακουστεί ως τα πέρατα του κόσμου:  Η έργασία εάν’ ο Θεός  αναιώνιος και παντοδύναμος!  Στηρίζεται στην μόνοιαση, στην αγάπη και στην ειρήνη. Ας είναι για πάντα βλοημένο το όνομά της ,κι όσοι πιστά την ακολουθάνε  κι αυτοί μακαρισμένοι να ‘ναι.»
      «Ντούρ!»  ακούστηκε άξαφνα  κι από το μονοπάτι ξεπροβάλανε πεντέξι στρατιώτες. Ο Κιαμήλ  κράτησε  τα βόδια δίχως δέφτερο λόγο και περίμενε υποτακτικά. Ο αποσπασματάρχης  τόνε πρόσταξε να ξεφορτώσει αμέσως τα σακιά και να γυρίσει πίσω. Ο τούρκος δεν τόλμησε να ρωτήσει το γιατί, μα περκάλεσε μόνο ναν τον αφήσουνε να πάει ως το χωριό ναποθηκέψει το στάρι. Ναν το πάει η γυναίκα  ! σου του λένε. Μα είναι πολύ αντίτεινε . Ας πάει πολλές φορές !  ΄Έχει και το παιδί, μουρμούρισε, με την ελπίδα πως αφτό   θαν τους λυγίσει ναν τον αφήκουνε να πάει.  Φτάνει τον άγριεψ’ ένας φαντάρος κι ο Κιαμήλ δεν ξαναπερκάλεσε. Δεν ήταν αργητό ναν τον αρχίσουνε, κι απ έ  βάλε μάρτυρες πλιά  όσο να σταματήσει ο υποκόπανος……..    Γιαφτό δίχως αργοπόρια  ξεφόρτωσε τα σακκιά και τακούμπησ’  απόμερ’απ’ το δρόμο. Στερνά έπιασε τα βόιδια  από τα λουριά και τα γύρισε πίσω, ακολουθώντας  ταπόσπασμα  υποταχτικά κι  αμίλητα.
    Ούτε στην γυναίκα του δεν είπε κουβέντα της έρριξε μόνο μια κλεφτή ματιά, την κοίταξε  και κείνη και το παιδί τους μ΄ένα τρυφερό βλέμα, που έδειχνε πως εκεί  μέναν οι λογισοί του…….   Στο δρόμο που πάει κατά την θάλασσα, προχωράει αργοσάλευτη, πυκνή, μακριά και λυπητερή συνοδεία.  Πάνε ανακατεμένα γυναικόπαιδα, μαρτίνια, άλογα  φορτωμάνα και γελάδια, ζεγμένα στους αραμπάδες που καθώς είναι ξεχαρβαλωμένοι από τα πολύμερα τραντάγματα, τριζοβολάνε θλιβερά και συφοριασμένα, και το παράφωνο  αχητό τους δεν μοιάζει πλιά με το παλιό τραγούδι, παρά με σπαραχτικό μοιρολόϊ που σφάζει μέσα στην καρδιά. Εξόν από τους  Τούρκους αραμπατζήδες που πάνε φορτωμένο το υλικό του στρατού, τραβάνε και μπουλούκια χριστιανοί, που φεύγουν από κείνα τα μέρη. Καλά καλά δεν ξέρουνε πού πάνε. Είδηση δεν έχουνε που θα καταλήξουνε. Από τα σπίτια  τους φύγανε, ακολουθώντας το στρατό, με την ιδέα πως θα ξαναγυρίσουνε σε λίγο. Για λίγες μέρες-έτσι ακούστηκε-, για λίγον καιρό, να τραβηχτούνε προς την ακρογιαλιά τα λιγοστά στρατέματα κι ο χριστιανικός πληθυσμός, να μη μείνει κανένας στα μέρη πού  ‘ναι  μακριά από τα  Ελληνικά κέντρα. Έτσι μισέψανε όλοι και τραβάνε  προς την θάλασσα,προς τις μεγάλες  Ελληνικές πολιτείες. Μα δεν πάνε μοναχοί τους, Μαζί τους πείρανε κι ότι μπορούσανε, όλα τα πράματα που είχανε υποψία πως θαν τους τα πάρουνε και δεν θαν τα βρούνε στο γυρισμό τους.
    Ξεδιαλέξαν από το έχει τους , τα πιο πολύτιμα ρούχα, μόμπιλα κι ανάχρια του σπιτιού,τα φορτώσανε σαραμπάδες, σάλογα, σε  βασταγά, πήραν ακόμη και στο νώμο τους και πάνε. Μερικοί σέρνουνε μαζί τους και γελάδες με τα μουσκαράκια τους, αρνιά, μύρτινες και κότες ακόμα.  Ότι  έχει και ότι μπορεί ο καθένας. Μια κοπέλα πηγαίνει στα χέρια τη μηχανή της. Ποιος ξέρει πόσα όνειρα στήριξε σε δάφνη  το φτωχό κορίτσι, ίσως με κείνη την μηχανή έβγανε το ψωμί της, και τώρα την παίρνει μαζί της σαν ιερό κειμήλιο!....Ξεκινήσαν όλοι με την απόφαση να γλυτώσουνε ότι  πήραν από το βιό τους, κι ας κακοπάθουνε στο δρόμο. Μα τα μαρτύρια παρχίσανεεί’ αβάσταχτα. Τα πόδια τους, που  που δεν είναι μαθημένα στις μακρινές και κουραστικές  πορείες, βγάζουνε φουσκάλες και πληγιάζουν από τα παπούτσια. Για να ξαλαφρώσουν από το πόνο και να μην κουτσουριαστούν ολότελα,βγάνουν τα παπούτσια και τα παίρνουνε στα χέρια.
    Μα τα πόδια τους καίγουνται στον καφτερό μπουχό του δρόμου κι αναπηδάνε, σα να πατάν απάνου σ’ αναμένα κάρβουνα. Και δεν είναι μόνον απ’ αφτό που κοντοποδιάζουνε, κι όσο πάει και πιάνεται  η πνοή τους και δεν μπορούνε να μιλήσουνε. Κοντά στην πείνα,στην κομάρα και στην απελπισιά, τους λιγουριάζει μι’ ανεβάσταγη καούρα στα σωθικά ο μπουχός που σηκώνεται από την ποδοβολή, τους έχει κλεισμένο το λαρύγκι, και το πικραμένο και φαρμακισμένο στόμα τους είναι ξερό  και μαραμένο. Και  καθώς προχωρούνε και τους ζεματάει ο αυγουστιάτικος ήλιος, νηστικοί από μέρες, διψασμένοι και συφοριασμένοι, μέσα στα  σύγνεφα του κορνιαχτού που κολλάει στις ρεντζέλες του ίδρωτά τους, τους τσούζει και τους φλογίζει και τους μπαριάζει σα μάβρα φαντάσματα, δεν αντέχουνε  πια ναν τα κουβαλήσουνε όλα όσα πήρανε ξαρχής…..
     Τότες απομεριάζουνε και ξεδιαλέγουνε από τα ξεδιαλεγμένα και ξανα διαλέγουν  από τα ξαναδιαλεγμένα. Τα’ αφήνουνε και τα ξαναπαίρνουνε, και πάλε ματανογάνε και δεν συμφωνάνε να παρατήσουν τίποτα. Τι να πρωτοπάρουν και ποιο ναφήκουνε; Το κάθε τι, ως και το παραμικρό ακόμα,είναι δεμένο με δαύτους, δεμένο με πολλούς και πολλών χρονών δεσμούς, και δεν τους κάνει καρδιά να τ’ αποχωριστούνε.  Η κούραση όμως δεν παραλεί  μονάχα το σώμα, τσακίζει και την επιμονή. Κι έτσι με σπαραγμό και θρήνο ξαναγκάζουνται ναφήκουνε πολλά πράματα, που τους στοιχίσαν πίκρες και καημούς όσον να τα’ αποχτήσουνε. Και τώρα που ταξαναποχτάνε, διπλασιάζουν οι νκαημοί τους, αξιώνουν και αβγαταίνουνε οι πίκρες, και μόνο τα μπογαλάκια τους μικραίνουνε, κι αλίμονο! οι ελπίδες τους για γυρισμό σβένουν ολότελα….  Μέσα σαφτή τη σπαραχτική συνοδεία παραδέρνει κι ο Κιαμήλ. Και καθώς πάει  μαζί με τους άλλους………………….
       Η  Αϊσά περίμενε να γυρίσει ο Κιαμήλ . Όταν είδε και αργούσε την ζώσανε……………………
       Έναν καιρό περάσαν από κει ένα μπουλούκι βόιδια. Δύο από δάφτα ξεκόψανε κι  ήρθανε στο καλύβι. Καθώς  τα είδε η Αϊσά………..
   Μέσα σαφτή  τη σπαραχτική συνοδεία παραδέρνει κι ο Κιαμήλ. Και καθώς πάει μαζί με τους άλλους  κι όλοι μαζί κακοπαθαίνουνε, δεν ξεχωρίζει τον εαφτό του απ’ τους χριστιανούς, τονέ θεωρεί μέτοχο της σκοτεινής μοίρας εκεινώνε, καταλαβαίνει πως είναι θύματα της ίδιας καταστρεφτικής δύναμης, που σκροπάει γύρω της συφορές και δυστυχίες, σπέρνει τη ρημαίλα  κεί που άνθιζε η εφτυχισμένη  ζωή, και κάνει στάχτη και μπούλμπερη τις γαληνεμένες κατοικίες………
Και γιομίζει πόνο η ψυχή του γι’ αφτή την κατάντια, του καίγεται η καρδιά πού βλέπει τόσον κόσμο να τραβούνε βουβοί κι αμίλητοι, σα φτώματα, που απόμειν’ ακόμα μέσα τους η νέβρα της κίνησης μονάχα. Μερικούς από δάφτους τους γνώριζε. Ήσανε κοντοχωριανοί και συναυλακαραίοι. Κάποτε τους είχε δανεισμένο στάρι, στο γάμο του του δώκανε τυρί και βούτυρο. Τους το επίστρεψε την ερχόμενη άνοιξη, μα τότε, στην περίστασή του, του βρεθήκανε. Τώρα  φεύγουνε…. Πού πάνε; Γιατί αφήκανε τα χωράφια τους και τα σπίτια τους;  Ο τόπος μπορεί να μας θρέψει ούλους! διαλογίζεται… Δεν είμαστε πολλοί να φύγουν οι μισοί, καθώς τα μελίσσια φεύγουν από το κουβέλι.
Εκείνα βγαίνουνε  γιατί δεν χωράνε, μα σε μας δεν συμβαίνει  το ίδιο. Κι άλλους τόσους θρέφει ο τόπος μας. Στη γης γεννήθηκε και στον τόπο μένει κολλημένος ο νούς του. Δεν ήξαιρε άλλη λογική: “ αφού μπορεί και μας θρέφει ούλους:’’ Αφτό  ήξαιρε, τα παραπέρα δεν τάνοιωθε ούτε μπορούσε να βρεί εξήγηση, γιατί αυτός ο ξεσηκωμός κι οι ανυπολόγιστες καταστροφές. Το μυαλό του ψάχνει παραδέρνει, μάταια όμως κι ανώφελα, καθώς μάταια γκλαφουνάει και παραδέρνει το λαγωνικό πού πέφτει μέσα σε βαθύ ρουμάνι, όπου δεν βρίσκει πέρασμα και του ξεφεύγει το αγρίμι…. Μια στιγμή,που πέρασε κοντά του μια μικρομάνα με το παιδί της στην αγκαλιά, ο νους του πήγε στην δική του γυναίκα και στο παιδί του. Χάνετ’ ο νούς του σε συλλογές για τους δικούς του, κι ένας γλυκός πόνος τον σφάζει μέσα στην καρδιά του εκεί σμίγει με τον πόνο για τους άλλους και γίνετ’ ένα……
Πάνου σ’ αφτή τη συλλογιά, σταματήσανε οι αραμπάδες. Ξαφνιάστηκε, όπως ο κοιμισμένος μυλωνάς, που πετάγεται μόλις πάψει το λιθάρι του μύλου να γυρίζει και να βροντάει. Τι να τρέχει; Τι συβαίνει μπροστά στην ρεματιά; Όλοι ανησυχούνε, θέλουνε να μάθουνε, μα κανείς δεν ξαίρει ναν τους βγάλει από την έννοια.  Ο καθένας βάνει χίλια δυό με το νου του. Ότι και να συβαίνει όμως ,καταλαβαίνουνε πως δεν είναι για καλό. Η ανησυχία τους δεν βάσταξε πολύ σε λίγο η σταματημένη συνοδεία ξανακίνησε αργά και αποσταμένα. Τώρα κιόλας οι κλείδωσες τουν  ποδιώνε  τους, που πιαστήκανε και κραγκανιάσανε απ’ το λίγο εκείνο σταμάτημα, αλέθουνε με πόνους και δυσκολία. Σιγά σιγά όμως με τα πρώτα βήματα, ντώνουνε ξανά, πάβουν οι πόνοι τούτοι κι απομένει μονάχα η κούραση που τους παραλυάζει και βαδίζουνε σιγά, αργούνε να σηκωπιθώσουνε τα πόδια τους, σα να ‘ναι βολυμένια. 
Καθώς ξαγναντίζουνε στη ρεματιά, καταλαβαίνουνε γιατί σταμάτησε η συνοδεία και γιατί όλο κι αργότερα τραβάει. Το γιοφύρι είναι χαλασμένο από  τις οβίδες της περσινής μάχης, και για να περνάνε, έχουνε κόψει ένα παραδρόμι μπηχτά στον κατήφορο. Το μονοπάτι τούτο είναι στενό και απότομο, και πια δεν μπορούνε να βαδίσουν όπως στην δημοσιά. Μα στο απότομο τούτο κατηφόρισμα δε βαστάν οι αραμπάδες. Καθώς είναι σαραβαλιασμένοι, τσακίζουνται ολότελα κι απομένουν ερείπια, που όλο και σωρώνουνται στη ρημασμένη ρεματια…. Οι νοικοκυραίοι μαζώνουνται γύρω από τα τελευταία απομεινάδια του μόχτου και του καημού όλης της ζωής τους, και προσπαθούνε να τα βγάλουνε , να ξεδιαλέξουν και να πάρουν ότι μπορέσουνε. Ότι κι αν γλυτώσουνε, καλό θάναι…..Μάταια όμως! Πώς να καταφέρουνε να τραβήξουνε  όξω από κείνο το βαντακιασμένο ανακάτωμα τους δικούς τους μπόγους ο καθένας ; Τα χέρια τους είναι ανήμπορα, δεν αντέχουνε. Κι άξαφνα μέσα σαφτή  την απελπισιά , κάποια γυναίκα άρχισε  να κλαίει, κι απόκοντα ξεσπάσανε όλοι σ’ ένα σπαραχτικό θρήνο, που ο βόγκος του αντηχάει χλίβερά και πονεμένα σ’ ουλουνώνε τις καρδιές και κάνει να βουρκώνουνε τα μάτια.
Κι όλοι όσοι φτάνουνε στον τόπο της σωρωμένης δυστυχίας, άλλοι απάνου από του χαλασμένου γιοφυριού τα πόδια, άλλοι κάτου, αποκεί, αποδώ, γύρω, όλοι κλαίνε βραχνά και λυπιμένα, και οι χυδιές τους γιομίζουνε την ρεματιά, και με ταπόφωνα σκροπιέται πανταχού και φτάνει  στα φουρτουνιασμένα πέλαγα ο θρήνος τους:
«Συφορά που μας ήβρε! Πού πάμε; Τάχα θάχει ο πόνος μας άκρη; Της χαλάστρας ποιο θα ‘ναι το τέλος;’» Συφορά που μας  πήρε! Συφορά και κατάρα! Λύκοι μέσα στη στάνη! Σάρκες τρών’ αίμα πίνουν, ξεσκίζουν!  Διαγουμάει ταχόρταγο δόντι!
« Τα θεριά μας αρπάξαν στο στόμα! Πάει το σπίτι! Που χωράφι κι αμπέλι; Πού ελιές κουτσουνάτες με φορτώματα λάδι; Οι αργατιές με τραγούδια θα στολίσουν ποιόν κάμπο; Τι χωράφια θα οργώνουν;  Που θα σπέρνουν το στάρι;» Αχ, Αλί, τρισαλί μας! Ασυγύρηγα μείναν τα καπνά μές στις λιάστρες! Ζωντανά καρτερούνε , με την φάγνα  στα χέρια νάν τους πάει η κυρά τους και τα φιόρα στις γλάστρες το λιοπύρι να καίει!  Το πανί να ξυφάνει για δεν έφτασε η κόρη; Τα προικιά- για τη δρόσο απλωμένα- για δε μάζωξε η νύφη; Το φαί , κενωμένο στα πιάτα, μύγες το χουν ζωμένο, κι η μαρτίνα απ’ το γάλα τσιτωμένη βελάζει!  Συφορά ! πάνε όλα: ρημαίλα γινήκαν !  Πάει πιά η γαλήνη κι η τάξη! Χάθη πια ησυχία!... Πού αρμονία κ’ είρήνη;
Λύκοι πήραν κυνήγου τη στάνη! Ποιος μπορεί ναπομείνει στην παλιά του κοιμήστρα;  Ποιο πουλί μες στην κούρνια , όπου μπήκε γεράκι, για να μείνει το λέει η καρδιά του;
Συφορά και κατάρα! Που θα βρούμε ανάσα; Τι θα βάλουμε απάγγειο; Την αντράλα, τον τρόμο του μυαλού ποιος θα σβήσει;  Η αξαφνιά πως θα λείψει κι ο πρόγκος του νου μας;  Της καρδιάς τη λαχτάρα θαπαλύνει ποια γλύκα;  Του γονάτου η τρεμούλα  ποιο ντα βράντισμα θα βρεί; Που θα γείρει το βράδυ ο εργάτης  της μέρας και  τον κόπο απ το σώμα θα διώξει; Πάει πλιά του σπιτιού μας η γλύκα  που τον κάματο σβηούσε!  Λύκοι μπήκαν στην στάνη! Πάν αλλούθε  ταρνιά, παν αλλούθε οι μάνάδες! Συφορά μας κακή!  Ποιάς φουρτούνας ποτάμι μπροσταριά μας επήρε;  Ξεθεμέλιωμα τάχα έχει γίνει σαν τώρα;  Που να ξάνα στηθεί η σκροπισμένη γαλήνη;  Πώς να γίνει και πάλε μαζωμένο ότι εχύθη; Συφορά μας κακή! Του χεμώνα οι μπόρες σα δεντρά  της ερημιάς θα μας δέρνουν, και τα κρύα κι οι πάγοι τα πλεμόνια θα βρίσκουν.  Τη ζωή θα μας κόβει η πείνα , κι η ανέχεια σωρούς τις αρρώστειες θα φέρνει. Και ταρρώστου οι βίγκοι, ταρφανού και της χήρας το κλάημα, θα γιομίζουν της πίκρας ποτήρι και χολή θα μας γίνουντ’ οι γλύκες. Συφορά μας τρανή! Θα μας ρέβει ο πόνος, την καρδιά μας θα βόσκει μαράζι, σαν τον νου κυνηγάει η ανάγκη και θυμάται τα πρώτα καλά μας!  Συφορά και κακό! Πάει εχάθη η φτυχία! Δυστυχία μας ήβρε!
_ Ναν τους διώχτε με το στανιό!  Μόλις ακούστηκε αφτή η διαταγή, γιουρουστήσανε μέσα στη συφοριασμένη εκείνη προσφυγική μάζα, εξόν από τη διατεταγμένη φρουρά, και πολλοί άταχτοι στρατιώτες. Ο σκοπός τουτουνώνε  δεν ήτανε να κάμουνε τους πρόσφυγες  να ξεκινήσουνε, μα να βρούν εφκαιρία, μέσα σαφτή την αναμπουμπούλα, να καρπωθούν όσο μπορούσανε. Πρώτα πρώτα αρπάξαν όσα χρυσαφικά πήρε το μάτι τους μπροστά, δεν αφήκανε σε προσφυγοπούλα βραχιόλι, σκολαρίκι, σταβρούδι κι αλυσιδίτσα. Στερνά , που άριεψε και τραβήχτηκε η προσφυγιά, μαζωχτήκανε στους παρατημένους μπόγους. Κι όταν κάμανε κι από κει μαζούκλα, ξεσπάσανε στους αραμπατζήδες που, σα δε μπορούσανε να περάσουνε πέρα, περιμένανε διαταγή τι να κάμουνε….. Και μείνανε τα βόϊδια ζεγμένα στους ακίνητους αραμπάδες………..
Στακρογιάλι τα’ Αδραμυτιού μαζωχτήκανε  οι χριστιανοί και περιμένουνε παπόρια νάν τους πάρουνε. Κάποιο μικρό παποράκι που ήτανε κεί, πήρε το διοικητή και άλλους άξιωματικούς και πάει στη Μυτιλήνη. Ο στρατός τραβάει στ’ Αϊβαλί να μπαρκάρει. Ακολουθάνε κοντά και μερικοί  πρόσφυγες, μα οι πολλοί, οι χιλιάδες , ο λαός, δεν έχουν ανάκαρα νακολουθήσουνε και καρτερούνε εκει τα παπόρια. Μα ούτε βάνει ο νούς τους πως μπορεί να πάθουν κακό, μια και κακό χερότερο από το θάνατο δεν είναι!
Εκεί στακρογιάλι τ’ Αδραμυτιού τους ήβρανε μαζωμένους οι ξαγριεμένοι κι ανήλεοι  τσέτες,και τους εσφάξανε όλους, όπως σφάζουνε ταρνια  στα χασάπικα!  Κι ο γιαλός κοκκίνησε από το αίμα…..
Η Αϊσά περίμενε να γυρίσει ο Κιαμήλ. Όταν είδε κι αργούσε, τη ζώσανε τα φίδια. Παρηγοριότανε όμως με την ελπίδα πως θα βρε τρόπο να κρυφτεί μέσα στους δασοκρυψιώνες και θα ‘ναι αντάμα με τους τσέτες. Μα όταν γύρισε ο κουνιάδος της και σκορπίσανε ούλα τάταχτα  μπουλούκια, χωρίς να φανεί ο Κιαμήλ, τότε την εφάγανε τα φίδια……..Κι όμως στα βάθια του μυαλού της ξεφάγκριζε ακόμα το μουντό φως μιας αβέβαιης ελπίδας, που δεν άφηνε να ολοσκοταδιάσει. Μα δεν άργισε και το σκοτάδιασμα:  Ο κουνιάδος της την πέταξε όξω από το σπίτι που είχε ανταμικό, κι αναγκάστηκε να  συμμαζωχτεί σταχεροκάλυβο και να κλαίει τη μαύρη της μοίρα. ¨Έναν καιρό περάσαν από κεί ένα μπουλούκι βόϊδια. Δυό από δάφτα ξεκόψανε κ’ ήρθανε στο καλύβι. Καθώς τα είδε, η Αϊσά φλητούρηξ’ από τη  χαρά της. Α! να ξανάφαινε κι ο Κιαμήλ τώρα! σκέφτηκε. Δεν πρόφτασε όμως να πικροχαρεί με τη σκέψη της, που φτάσανε δυό βοϊδολάτες και με τα ρόπαλα πήρανε τα βόϊδια ναν τα πάνε στο μπουλούκι. Μάταια τους είπε πως είναι δικά της και πρέπει να τα αφήκουνε.  Ανώφελα έκλαψε και δάρθηκε για ναν τη λυπηθούνε. Δεν μπορούμε ναν ταφήκουμε, της λένε, γιατί ο Σαρήμπεης μας τα παράδωκε μετρημένα.
Μαφού δεν είναι δικά του; Η διαταγή λέει, όσα βρεθούνε δίχως νοικοκύρη στο λόγκο να ‘ναι δικά του. _Κι άμα βρεθεί ο νοικοκύρης ;  Για να τα πάρεις, να κάμεις μια αίτηση, να υπογράψει κι ο μουχτάρης πως είναι δικά σου τα βόϊδια και να την πας την αίτηση στην πρωτεύουσα……….΄Εκαμε όπως της είπανε και πήγε την αίτηση στο κονάκι. Εκεί  την αρχίσανε με το σήμερ’ άβριο, η μια βδομάδα περνούσε κοντά την άλλη, τα λεφτά που είχε σωθήκανε κι ακόμα τίποτα δεν έγινε. Θέλει να γυρίσει πάλε στο χωριό της, μα δεν μπορεί να αφήσει να χαθούνε τα βόϊδια. Δεν είναι μικροδουλιά σε μια φτωχή και χήρα χωριάτισσα ένα ζευγάρι βόϊδια! Μια μέρα πού πήγε να περκαλέσει πάλε, κάποιος υπάλληλος τήνε  σπλαγνίστηκε και της είπε πως μπορεί να βγάλει πέρα την υπόθεση.
Μα χρειάζεται παράς,αλλιώς δεν γίνεται! της  ξέκοψε. Το λιγότερο χρειάζονται δύο μπαγκανότες…… Αχ η άμοιρη! Νάν το ήξαιρ’ από την αρχή! Μα τώρα τι να κάμω; Που να βρω λεφτά;  Πάνου στην βουρλισιά της, ακούει έναν τελάλη και φώναζε μ’ αδιάφορη φωνή-σα να τελάλιζε τίποτα  φρέσκα ψάρια- πως κάτου στο λιμάνι ήρθανε ξένα παπόρια για να φορτώσουνε κόκαλα και ταγοράζουνε μια οκά ένα γρόσι.
Μια οκά ένα γρόσι!..ξανάλεγε κάθε λίγο. H Aϊσά στην αρχή νόμισε πως  παράκουσε, κι ούτε το χώραγε ο νούς της τέτοιο πράμα. Μα όταν το ξανάκουσε και το σκέφτηκε καλά, της φάνηκε πως ήτανε δώρο του Θεού ξεπίτηδες για κείνη, πως για δική της ανάγκη έστειλε ο Αλλάχ τα ξένα παπόρια….
Να, που θα βρω τα λεφτά για τα βόϊδια μου !ψιθύρισε.  Για κόκκαλα;   Όσα θές! Είχε ιδεί στη ρεματιά πολλά, πολλές οκάδες…..Και για να ξεμπερδέψει μια ώρ’ αρχήτερα, ξεκίνησ’ αμέσως. Δανείστηκε δυό τσουβάλια και πήγε. Πρίν νυχτώσει, δεν μπόρεσε να μαζώξει πολλά, γιατί δεν την άφηνε και το παιδί. Γιαυτό αποφάσισε να μείνει  εκεί, και τη νύχτα που θα βγεί το φεγγάρι και θα κοιμάται το παιδί της, να σηκωθεί, να σωρώσει πολλά, και πρωί πρωί ναν τα πάει στη χώρα. Βρήκε λοιπόν έν’ απαγγερό μέρος, πήρε το μικρό στην αγκαλιά της, ξαπλώθηκε, σκεπάστηκε καλά με τα τσουβάλια και κοιμήθηκε.  Έναν καιρό την νύχτα που ξύπνησε, το φεγγάρι φώταγε σαν ημέρα. Σκέπασε καλά το παιδί της κ’ έκαμε να τηράξει κει που ήξαιρε τους σωρούς τα κόκαλα,να ιδεί αν ξεχωρίζουνε καλά στο φεγγαρόφωτο.
Τηράει, τι να ειδεί!  Από κάθε σκελετό ξέβγαιν’ ¨ένα περίεργο μακροπόδαρο ζωντίμι, που έμοιαζε πελώρια ακρίδα δίχως φτερούγες. Γιόμισε η ρεματιά από δάφτα κι από μια νεκροχωματίλα που σκρόπαγε, σαν πηδούσανε από κόκαλο σε κόκαλο…..
Μόνο σαν πήρε πλατιά  ο ήλιος , ήλθε η πινογά της και ξεθάρεψε λίγο. Η φτώχεια όμως κι η ανάγκη διώξανε γλήγορ’ από την καρδιά της κάθε δισταγμό και τρομάρα. Μάζωξε όσο μπόρεσε περισσότερα , τα πούλησε,και ξαναμάζωξε κι άλλα,ως που κατάφερε να πλερώσει, να πάρει τα βόϊδια  και να φύγει για το χωριό της.
Να ήξαιρε όμως η δόλια! Για να ξαγοράσει τα βόδια της,πούλησε και τα κόκαλα  του πατέρα  του παιδού της.


           B Girakas         18/1/2011

1 σχόλιο :

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.