Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια.
Ούτε δέκα χρονών δεν ήταν όταν έχασε τον δικό του πατέρα από τέτανο, ούτε δεκαπέντε όταν βομβάρδισαν οι Γερμανοί το χωριό μας, τα Κανάλια Καρδίτσης, και στείλανε τη μάνα του ένθα ουκ έστι πόνος. Δέκα τα παιδιά (εννέα, μείον τη θεία μου τη Λευκοθέα που σκοτώθηκε κι αυτή στον βομβαρδισμό…), ποιόν και ποια να πρωτοταΐσουν οι συγγενείς στην Κατοχή μέσα; Άμα περίσσευε καμιά φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη, πανηγύρι γινότανε. Και τον υπόλοιπο καιρό, ό,τι τσουρνεύανε από κάνα αμπέλι και καμιά συκιά του γείτονα…
Δύσκολη δουλειά, γιατί και οι άλλοι από τη μία πεινάγανε και από την άλλη είχανε το νου τους. Και σε κυνηγούσαν με τη βίτσα, έτσι και σε βρίσκανε με το χέρι απλωμένο. Δύσκολη δουλειά, δύσκολη ζωή, παραμόνευε το σκορβούτο. Αυτή η αρρώστια η πρόστυχη που σου πέφτουν τα δόντια από την έλλειψη βιταμίνας. Οπότε, η λύση ήταν μία και μοναδική:
Γκόρτσα!