Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Γ. Ρίτσου: Το χρέος των ποιητών



Ο Ρίτσος, “ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας”, μιλάει για το χρέος του ποιητή, για το ποίημα που δεν έχει χρόνο να ρεμβάζει παρά δίνει το παρόν στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του και για τον ποιητή, που είναι χρεωμένος, όπως ο πρόθυμος εργάτης κι ο έτοιμος για μάχη στρατιώτης, να ‘ναι πάντα στην πρώτη τη γραμμή μη τυχόν και τον εύρη ανέτοιμο η μεγάλη ώρα. Έχοντας κάνει την παραδοχή ότι “το ποίημα είναι ένα τυπωμένο δάκτυλο μες στη βροχή, που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου” έχει συγχρόνως ξεκαθαρίσει, ότι για την ποίηση τη δική του ο ήλιος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ομορφιά, το δίκιο του αδύνατου και την ευτυχία των πολλών.

Την άποψή του αυτή μας τη δίνει κι αλλού λέγοντας πως “Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μιαν εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει χωρίς να το ξέρει μια μάχη σώμα με σώμα με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο, δεν εννοούμε μόνο το φυσικό αλλά όλες τις μορφές κοινωνικών θανάτων. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο υπάρχει θάνατος, θα υπάρχει και αντίσταση στο θάνατο. Μιαν αναμέτρηση μ αυτή τη μορφή θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) ,
μια μάχη για να φτάσουμε στο “αταξικό γαλάζιο”

(συνέντ. στο περιοδικό Λέξη τ. 182).
Το χρέος των ποιητών

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.
Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία.
Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.

Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα –
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.

Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ’ τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ’ τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου –
κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή – δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ’ ένα κολχόζ.

Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες –
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

Υπάρχουν ποιήματα πού καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες πού αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.

Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση τού δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ’ αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.

Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δαχτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι πού πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.

Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα μες στην ερημιά –
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ’ ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένοι μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων –
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.

Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.

Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ –
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.

Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, –
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,
– ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα,
σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα – διακόσμηση ξένων παλατιών –
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, – ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε’ Τόμος] (1978)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.