Toυ Αντώνη Δρεμέτσικα απο την Γορτυνία
1949 -1953,
ΧΩΡΙΣ : ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ - ΝΕΡΟ - ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ - ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ -
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ - ΚΙΝΗΤΟ!
Οι αναμνήσεις, από παιδικές χαρές Χριστουγέννων, είναι για
μένα και τους συνομηλίκους μου βιωματικές, ενώ για εκείνους που τις ακούνε,
φαντάζουν μυθικές - παραμυθένιες.
Οι αναμνήσεις, από προεόρτια, είναι εντονότερες εκείνων της
γιορτής και δεν μπορούν να συγκριθούν με σημερινές, επειδή το σχολειό έπαψε να
υπάρχει εδώ και 25 χρόνια ελλείψει παιδιών! Ίδιο κατάντημα και του χωριού που
ζει με τα απόστραγκα μιας χαμένης ζωής.
Η εργώδη τότε κινητικότητα στην οικογένεια, στο σχολειό και
στο χωριό, προϊδέαζε την παιδική φαντασία ότι τα αναμενόμενα ήσαν μεγάλα και
σημαντικά. Η εκκλησία με την μακράν της κι αυστηρή νηστεία σε γάλα, τυρί,
κρέας, αυγά και λάδι, υποδέχονταν την γέννηση του Χριστού, τον ερχομό του Άϊ
Βασίλη, την βάφτιση και τον αγιασμό των υδάτων!
Στο σχολείο σταματούσαν τα μαθήματα μέχρι τ’ Αγιαννιού, ενώ
παρέμενε σ’ ετοιμότητα για τα προεόρτια. Ο δάσκαλος κλείδωνε τις βέργες και την
αυστηρότητα στο γραφείο του και γινόταν απλός, φιλικός, διαφορετικός! Μάζευε τα
μεγαλύτερα παιδιά στην αυλή του σχολείου και συντόνιζε την καλή εκτέλεση των
οδηγιών που έδινε.
Πρώτη φροντίδα, η καθαριότητα. Καθαρίζονταν οι αυλές και οι
δρόμοι του χωριού, από τις κοπριές των κοπαδιών, που ξενύχταγαν στις αυλές,
στους κήπους κι ακόμη στα κατώγια.
Ο φόβος επιδρομής, λύκων και ζωοκλεφτών, ανάγκαζε τους
κατοίκους να «κοιμούνται αγκαλιά» με τα ζωντανά τους!
Μετά ο στολισμός. Στολίζαμε το σχολειό, την σημαία, την
εκκλησιά και την πλατεία με σμύρνα και σκίνα που φέρναμε από τα γύρω δάση. Στον
στολισμό συμμετείχαν και μικρότερα παιδιά, που ακόμη δεν είχαν πάει στο
σχολειό. Ο ηλεκτρισμός δεν είχε έρθει ακόμη στο χωριό κι έτσι δεν υπήρχε ο
σημερινός διάχυτος φωτισμός και στολισμός. Η νύχτα ήταν μακρά και κυρίαρχη,
ίδια για όλους. Σκοτάδι βαθύ απλώνονταν, που βύθιζε την πλάση στην απέραντη
σιγαλιά του.
Αν και το σχολείο ήταν κλειστό, μπαίναμε στις Τάξεις
προαιρετικά για να φρεσκάρουμε τους ψαλμούς σε τροπάρια και στα κάλαντα
Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων. «Η Γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…», «Η
Παρθένος σήμερον…», «Καλήν ημέραν άρχοντες.», «Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά, «Εν
Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε» κ. ά.
Ανάλογες ήσαν και οι προετοιμασίες σε κάθε σπίτι. Οι
νοικοκυρές, έφτιαχναν πρόσφορο για την εκκλησιά και με την ίδια καθάρια ζύμη,
μικρά ψωμάκια που κι εκείνα τα σφράγιζαν όπως και την προσφορά. Σημειωτέον ότι
κάθε σπίτι είχε δική του σφραγίδα, που δεν επιτρέπονταν να σφραγίζονται και τα
καρβέλια του ψωμιού, παρά μόνο η προσφορά.
Ανάλογα των δυνατοτήτων κάθε σπιτιού, έφτιαναν γλυκά όπως
γαλόπιτες, λαδοχαλβά,κουλούρια,κουραμπιέδες και τα αρχοντικά παντεσπάνι και
μπακλαβά με ντόπιο μέλι και καρύδια! Επίσης ετοίμαζαν νόστιμα φαγητά με κρέας
από κατσίκι, αρνί και πουλερικά.
Πολλοί «έσφαζαν» το θρεφτάρι, (σπιτικό χοιρινό) την παραμονή
των Χριστουγέννων για να γιορτάσει η οικογένεια απολαμβάνοντας την ομματιά, την
τσιγαρίδα, τα σιγκάθια, που λόγω νηστείας, δεν επιτρέπονταν να φαγωθούν, πριν
τα Χριστούγεννα!.
Η αυστηρή νηστεία δοκίμαζε τις αντοχές της εγκράτειας όλης
της οικογένειας, μικρών και μεγάλων. Οι μανάδες στέκονταν σαν κέρβεροι πάνω στα
αρτύσιμα, να μην τα αγγίξει χέρι, ούτε να τα δοκιμάσει κανείς! Θεωρούσαν την
κατάλυση της νηστείας μεγάλο κακό για το σπίτι! Όποιοι κατέλυαν την νηστεία
«μαγάριζαν» το πιάτο, το κουτάλι και τον τέντζερη!
Πολλοί που είχαν την ονομαστική τους γιορτή και ήθελαν να
την γιορτάσουν, με γλέντι και χορό, προετοιμάζονταν για συρροή επισκεπτών.
Έφερναν πρόσθετους ξύλινους δοκούς και στύλωναν τις σκάλες και τα πατώματα.
Είχαν συμβεί πολλές υποχωρήσεις πατωμάτων με μικροατυχήματα. Έτσι κανείς δεν
τόλμαγε να γιορτάσει, στο σπίτι αν το πάτωμα, δεν ήταν ανθεκτικό στο βάρος των
προσερχόμενων και ιδίως των χορευτών με τα σκέρτσα τους !
Επίσημα, η γιορτή άρχιζε πρωί, πρωί, την παραμονή
Χριστουγέννων. Τα παιδιά σε ομάδες συνήθως 3ών ατόμων, ξεχυνόμαστε βιαστικά,
από σπίτι, σε σπίτι, να πάρουμε πρωτιές απαγγέλλοντας τα κάλαντα! Οι νοικοκυρές
καλοντυμένες μας περίμεναν στις αυλές με ανοιχτή την πόρτα, «να μπούμε στο
σπίτι και να τα πούμε». Μας «φίλευαν», καρύδια, ή αμύγδαλα και δικό τους
χειροποίητο γλυκό. Εμείς, όπου ξέραμε, ότι υπήρχε «αγοραστό» γλυκό, με
σοκολάτα, περνούσαμε στα παρακάλια:
Θεια, δος μας και λίγο «αγοραστό»! Αφού ξέρουμε ότι έχεις!
Μη με κολάζετε φούλια μου! Έχω κάτι λίγα, που ούτε εγώ τάχω
κάνει μεγιά! Τάχω για να ξεντροπιαστώ. Ελάτε μεθαύριο κι αν περισσέψουν θα σας
δώσω! Αλλά να μην το πείτε πουθενά! Έτσι κρατάγαμε και λίγα βερεσέδια κι ό,τι
βγάζαμε!
Όποια ομάδα πέρναγε απ’ όλα τα σπίτια τέλειωνε κι ερχότανε
στο προαύλιο της εκκλησίας και περίμενε τις άλλες. Εκεί κάναμε κουτσομπολιά για
το πώς μας δέχθηκε κάθε σπίτι και τι μας φίλεψε! Αν κάποια οικοκυρά έδινε
περισσότερα, ή καλύτερα φιλέματα σε μια ομάδα και το μάθαιναν οι άλλες, είχε
«κακά ξεμπερδέματα»! Όμως σπανίως κρατάγαμε μυστικό!
Στο τέλος όλες οι ομάδες μαζί, λέγαμε τα κάλαντα στην
εκκλησιά. Ο παππάς έβγαινε με το σταυρό στο χέρι, μας ευλόγαγε ένα, ένα,
ασπαζόμενοι τον σταυρό και το χέρι του παππά.
Με τα δώρα (στις τσέπες και στο στομάχι) και με την ευλογία
του παππά, επιστρέφαμε στα σπίτια κι αναλαμβάναμε εσωτερικές και εξωτερικές
δουλειές, που μας περίμεναν. Το βράδυ μαζεύονταν η οικογένεια γύρω από την
φωτιά που την φούντωναν τα κλαδιά από σκίνα και σμύρνα. Τα είχαμε μαζέψει το
απόγευμα και χλωρά όπως ήσαν, τρίζανε και πετάγανε σπίθες, σαν τα σημερινά
βεγγαλικά. Μοσχοβόλαγε το σπίτι κι όλο το χωριό λιβάνι.
Ο Χριστούλης, θα γεννιόταν στις πέντε το πρωί κι έπρεπε να
είμαστε οικογενειακώς στην εκκλησία καθαροί και με καθαρά ρούχα. Έτσι από
βραδύς και με σειρά, ο ένας μετά τον άλλον, αρχίζοντας από τους μικρότερους,
σαπουνιζόμαστε υπό το φως λάμπας πετρελαίου που έφεγγε με φυτίλι. Το νερό
έβραζε στο λεβέτι και καυτερό στο τσουκάλι ανακατεύονταν με κρύο κι έριχνε ο
ένας εναλλάξ στον άλλον. Ανάλογα με τα μέλη κάθε οικογένειας, εφοδιάζονταν και
η ποσότητα νερού, από τη βρύση που απείχε 300 μέτρα έξω από το
χωριό. Η μεταφορά στα σπίτια γίνονταν σε ξύλινες βαρέλες, φορτωμένες στο
γάιδαρο, ή ζαλιά στις πλάτες των γυναικών. Ένας, ένας που πλενόταν, έπεφτε για
ύπνο. Εμείς είμαστε οκτώ αδέλφια. Τα πέντε αγόρια κοιμόμαστε στο ένα παραγώνι
δίπλα στη φωτιά και τα τρία κορίτσια στο απέναντι. Τελευταίοι έμεναν ο πατέρας
και η μάνα, που κοιμόντουσαν στην σάλα.
Οι γονείς μου, όπως και πολλοί άλλοι, λόγω της αβάσταχτης
κατοχής, είχαν φύγει από το χωριό και εγκατασταθεί σε αγροικίες, ή
συνοικισμούς, απόστασης μέχρι 5 χιλιόμετρα. Πηγαινορχόμαστε στο χωριό, στο
σχολειό και στην εκκλησιά, με τα πόδια.
Τα Χριστούγεννα, όπως και το Πάσχα που ο εκκλησιασμός
γίνονταν νύχτα, περπατούσαμε δύσβατα και ανηφορικά μονοπάτια που τον χειμώνα
ήσαν αδιάβατα από λάσπες που τις δημιουργούσαν τα ποδοβολητά των ζώων! Από τα
είκοσι παιδιά του οικισμού, μόνο τρία φορούσαν παπούτσια. Τα υπόλοιπα 17
πηγαινορχόμαστε στο σχολειό και στην εκκλησιά ξυπόλυτα!
Τα Χριστούγεννα, ξύπναγε νύχτα, όλη η οικογένεια κι
ετοιμαζόμαστε για την εκκλησιά. Είχαμε δύο άλογα, στα οποία ανέβαιναν τα
μικρότερα αδέλφια και στο άλλο η μάνα, με το μωρό στην αγκαλιά. Ο πατέρας κι
εμείς τα «μεγάλα» παιδιά, άνω των πέντε ετών, με την λάμπα πετρελαίου σαν φάρο,
ξεκινάγαμε την Οδύσσεια! Ο αέρας την έσβηνε συχνά. Αν τύχαινε, να ήταν ο καιρός
βροχερός, η διαδρομή δεν περιγράφεται, γιατί θα θεωρηθεί υπερβολική και
απίστευτή. Το παίρναμε απόφαση να πάμε στον προορισμό μας και χωρίς την λάμπα.
Αφήναμε την σβησμένη λάμπα και πιανόμαστε από τις ουρές των αλόγων να βγούμε
από τις κακοτοπιές. Έτσι η θέληση κάνει δυνατά, τα αδύνατα, ακόμη κι όταν δεν
το πιστεύει ούτε αυτός που τα πραγματοποιεί! Φτάναμε στο χωριό πριν από τις
πέντε το πρωί, που θα χτύπαγε η καμπάνα της Γέννησης. Περνούσαμε από την βρύση
και πλέναμε τα πόδια που γυαλίζανε από την τριβή τους στις λάσπες! Όποια είχαν
παπούτσια τα βγάζανε όταν έπρεπε να περάσουν «λασπουριές» και τα φοράγανε όταν
έμπαιναν στην εκκλησιά. Στην απόλυση τάβγαζε, τάβαζε ξανά στο τράϊστο, για την
επόμενη λειτουργία!
Ο πολύς κόσμος περίμενε έξω στην εκκλησιά τον παπά. Μόλις
ξανάφαινε του φώναζαν Άντε παππούλη, άνοιξε την εκκλησιά να μπούμε μέσα. Ξυλιάσαμε
από το κρύο. Ο παππάς έφερνε μαζί του και την γλώσσα της καμπάνας! Την έδινε σε
μας, ως ανταμοιβή, που είχαμε φτάσει πρώτοι αν κι ερχόμαστε από μακριά. Τα
παιδιά που χτύπαγαν την καμπάνα, λέγανε πως θα ήσαν τυχερά στη ζωή τους και
γινόταν συνωστισμός και ενίοτε και μεγάλος καβγάς.
Με το χτύπημα της καμπάνας, η εκκλησιά γιόμιζε κόσμο, από
παιδιά, εφήβους και ανθρώπους της δουλειάς. Άρχιζε κατανυκτική Θεία Λειτουργία.
Παπάς και ψάλτες υμνολογούσαν με ιδιαίτερη μελωδία τα τροπάρια της Θείας
Γέννησης. Ομάδα μαθητών της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, έστηναν τρίτο ψαλτήρι στο
κέντρο της εκκλησίας με καθοδηγητή τον δάσκαλο. Όλο το εκκλησίασμα συμμετείχε
στην υμνολογία κι όλοι μαζί συνέθεταν ένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο μουσικό
άκουσμα. Με το τέλος, ο ιερέας κοινωνούσε σχεδόν όλο το εκκλησίασμα. Εκφωνούσε
θείο κήρυγμα για την πανανθρώπινη σημασία του μηνύματος της γέννησης του Θείου
Βρέφους. Ακολουθούσε η διανομή του αντίδωρου και μετά ασπασμοί μεταξύ όλων των
πιστών μέσα και έξω του Ι. Ναού.
Το χωριό μας είχε την τύχη, να έχει δικούς του παραδοσιακούς
οργανοπαίχτες. Ο Θανάσης Καραχάλιος, που αν και σοβαρά βαρήκοος, εντούτοις ήταν
στο βιολί, ανυπέρβλητος. Ο Ντίνος Καραχάλιος, επιδέξιος στην κιθάρα και άριστος
τραγουδιστής. Στο κλαρίνο ήσαν εναλλάξ οι Βυζικιώτης Ρέλιος και ο Καστρακιώτης
Ασημάκης. Η κομπανία γύριζε το βράδυ στα σπίτια όσων γιόρταζαν και άναβαν τα
γλέντια και τα κέφια.
Η γιορτή τέλειωνε τα ξημερώματα της επομένης κι άφηνε την
θέση της στα προεόρτια της επόμενης μεγάλης γιορτής της Πρωτοχρονιάς . Οι φήμες
και τα αναγνώσματα, πως έρχεται ο Αϊ Βασίλης, με δώρα φορτωμένος, γίνονταν
έντονες και πειστικές σε μας παιδιά, που μας γιόμιζαν ελπίδες, όνειρα, χαρές,
που τελικά δεν τις βλέπαμε, αλλά δεν απογοητευόμαστε.
Μας άρεσε όμως σαν ιδέα και για τούτο την αποδεχθήκαμε, όπως
έκαναν οι γονείς και οι μεγαλύτεροί μας. Η γιορτή άρχισε την παραμονή με τα
κάλαντα της πρωτοχρονιάς και το βράδυ πέφταμε νωρίς για ύπνο, επειδή δεν
υπήρχαν τα σημερινά μέσα επικοινωνίας που μας χαρίζει το ηλεκτρικό ρεύμα, με
την τεχνολογία της τηλεόρασης και των κινητών, να βγούμε και να υποδεχθούμε τον
καινούργιο χρόνο. Για ρολόι είχαμε τα κοκόρια που μας ξυπνάγαμε πρωί - πρωί και
τις κότες που μας κοίμιζαν από νωρίς τα βράδια!
Συγκρίνω σήμερα εκείνη την εποχή σε χωριό που έσφυζε από ζωή
και ζωντανά, με την σημερινή απέραντη νεκρική σιγαλιά! Μέσα σε 60 χρόνια,
χάθηκε, σαν από αόρατη εσωτερική αιμορραγία, ένας ολόκληρος κύκλος, που αέναα
γεννούσε παιδιά, παρήγαγε αγαθά, τα κατανάλωνε ο ίδιος , έδινε και του χάρου
και πάλι αύξανε!
Το σχολειό ελλείψει παιδιών έκλεισε πριν 25 χρόνια Νιάτα
κάτω των 60 ετών δεν υπάρχουν. Ο παππάς συνεχίζει να χτυπά την καμπάνα, ώσπου
να φύγει από την ζωή κι ο τελευταίος κάτοικος !
Αντώνης Δρεμέτσικα 12.12.2016
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ συγγραφέας μας έδωσε τις βασικές εικόνες και τα συναισθήματα των παιδιών κυρίως κατά τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στο χωριό του, που όμως είναι τα ίδια περίπου σ' όλα τα χωριά της Γορτυνίας. Προσωπικά η περιγραφή μού άρεσε, γιατί μου θύμισε νοσταλγικές στιγμές καθώς και "οικεία κακά" δηλ. φτώχια και στερήσεις, που αφήνουν ισόβιο σημάδι.
Σκέπτομαι. Λίγοι πλέον απόμειναν να τα θυμούνται και λιγότεροι να μπορούν να τα περιγράφουν. Οι νεότεροι,νομίζω, πρέπει να τα διαβάζουν και να τα σχολιάζουν. Είναι δείγμα από τη ζωή των πατέρων τους.