Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ Μέρος Β΄

                                           ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
 __Μπρέ, μπρέ τι ‘ναι δω!. Το τρίο σπαθάτο πίνει και βουίζει ο τόπος από το τραγούδι.
__Καλώς τον Αγγελή. Έλα Αγγελή, κάτσε να σε κεράσουμε, να ψυχοπιαστείς. Πώς πάν’ τα πρόβατα;
__Δεν μ’ αφήνουν τα κέρατα! Αν δεν είμαι κει, φεύγουν και πάνε σε ζημιές. Και όταν είμαι εκεί με κοιτάνε στα μάτια και βελάζουν, μου μιλάνε σαν άνθρωποι!. Θα ‘χανα τέτοιες ευκαιρίες; Θα ήμουν μαζί σας να πίνω και να γλεντοκοπάω. Είμαι σκλαβωμένος σας λέω!.
__Κουτσέ. Βάλτου κρασί που είσαι κοντά δεν φτάνω.-- είπε ο Ζιωγούλας.
__Βάλε, βάλε Κουτσέ, και στα δικά σας τα ποτήρια να τσουγγρίσουμε. Τρία ποτήρια ήπιε μονορούφι, κοντά- κοντά.
__ Άγιασμα είναι μπρέ!. Πού βρεθήκατε τέτοια ώρα; Βαλτοί ήσαστε να σας βρώ μπροστά μου;
__Δεν έχει καθόλου όρεξη ο Αγγελής.-- τσίγκλησε ο Τζιμπάκος για να τον πειράξει--. Το ποτήρι ίσαμε που το φιλεί.
__Καλύτερα να τον ταϊζεις παρά να τον ποτίζεις,-- είπε ο ζιωγούλας.
__Κοροϊδεύετε!. Έχει χορτάσει το στομάχι σας, πώς να καταλάβετε το δικό μου.
__Αφήστε τον άνθρωπο ρε . να πιει δυο γουλιές με την ψυχή του.Είναι ληγουριασμένος! Εσείς πάτε να του το βγάλετε από την μύτη.
__Μπράβο Κουτσέ, γείτονα! Σε παραδέχομαι. Καλά τους τα λές. Είπα να ‘ρθω χθες βράδυ που πίνατε από κει στο σπίτι. Μια ακρούλα θα πιανα.
__Ας ερχόσουν! Καλά θα περνάγαμε, είχε και μεζέ η Γιώργαινα._
__Θα ερχόμουν, αλλά άκουσα δυνατή φωνή! Κάποιος αχούγιαξε γιατί. είχε περάσει η ώρα…. Καφετζή, φέρε και από μένα κρασί και μεζέ. Τσουγγρίσανε τα ποτήρια ήπιαν….Φεύγω παιδιά, έχω δρόμο, πάω στα πρόβατα.
__Πιωμένος περπατάς γρηγορότερα, Αγγελή, Έχεις καιρό κάτσε.-- τον πείραξαν.
Ήταν στην εξώπορτα του καφενείου. Έπεσε ο ένας επάνω στον άλλον, μούτρα με μούτρα. Ο ένας έμπαινε ο άλλος έβγαινε. Ήταν ο Αντρέας Παλιοπυργήσιος.
__Πού πας να φύγεις Αγγελή; γύρισε πίσω « μπές μέσα» να βρέξουμε το λαρύγγι μας.
__Είπα να ξεφορτωθώ την τριάδα, εσένα βρίσκω μπροστά; Έχεις παρέα τώρα. Εγώ φεύγω πάω στα πράματα.

__Καφετζή κάθε βράδυ δώδεκα η ώρα κλείνεις;
__Τι να κάνω; Πρέπει να βοηθάω τους γέρους.
Όσοι έρχονται στο καφενείο έπιναν και όσοι δεν έπινα κέρναγαν και ζωντάνευαν τις αναμνήσεις , τις διηγήσεις, τα τραγούδια των παλιών.
__Ο καφετζής,-- τους έλεγε ο Αντρέας σιγανά--, όταν δώσετε εντολή για κέρασμα τα μάτια του είναι επάνω μας. Αν δε θέλουμε το κέρασμα, χάνει το χαμόγελό του.
__Κουράζεται ο δόλιος με το πήγαινε- έλα με κατρούτσα, μ’ ελιές, με κρεμμύδια. Τι να σου κάνει; Καλά που υπάρχει κι αύτός.

__Κουτσέ, σήμερα δεν πάει κάτω. Δεν έχεις κανά σβόλο τυρί στο σπίτι;
__Τζιμπάκο, κάτι έχω. Αλλά οι γριές έχουνε μέσα τους αμαρτίες. Αν πάω στο σπίτι για να ξανά έρθω εδώ, θα μαλώσουμε.
__Ελα εδώ μάτι.-- Φωνάζουν το παιδάκι της Παύλαινας--. Πήγαινε στην γιαγιά Γιώργαινα να της πεις, «είπε ο παππούς» να σου δώσει λίγο τυρί.
Δεν λυπόταν τέτοια η κυρά Γιώργαινα και παραπάνω έδινε. Με τους φίλους του άντρα της ήταν φίλη, και φίλη με τις γυναίκες τους. Η ίδια ήρθε στην αγορά με μισό κεφάλι μυζήθρα, δυο κρεμμύδια, ένα κομμάτι καλοζυμωμένο ψωμί και μια πεντακοσάρα καλό κοκκινέλι.
__Ολάν!!.. -- Ακούστηκε χαρούμενη η φωνή του Τζιμπάκου--. Αυτές είναι γυναίκες! Κολόνες δίπλα στον άντρα, στη δουλειά, στο ανάθρεμμα των παιδιών και… στο πιοτό των ανδρών τους.
__Για σένα κουβεντιάζω με τη γριά μου κάθε ημέρα, Γιώργαινα. Πήρε καλό παράδειγμα. Σε θαυμάζει. Έταξε να κοψοκεφαλιάσει έναν κόκορα για χάρη της παρέας! --Αυτά της είπε ο Ζιωγούλας.
__Αυτά μένουν και θα μείνουν Ζιωγούλα. Η καλή παρέα, το κρασί και το τραγούδι..
Τους χαιρέτησε , πήρε τον ανηφορικό δρόμο και έφυγε.
__Έχουμε καλές γριές και οι τρείς, να πιούμε στην υγειά τους. -- είπε ο Τζιμπάκος και συνέχισε:
__Γέρο Κουτσέ, έχεις καλή γυναίκα και φιλότιμη.
__Καλή είναι γέρο Τζιμπάκο, αν δεν μου έβαζε τις φωνές κάποιες φορές. Αλλά την δική σου δεν την φτάνει καμία στην καλοσύνη.
__Τίς αλλάζουμε; να πάρεις εσύ την δική μου και εγώ την δικιά σου;
__Την δική μου ρε, γιατί την αφήνετε απ’ έξω;-- Αντέτεινε ο Ζιωγούλας.-- Εγώ τη χαρίζω --τους είπε-- και ας μη μου δώσετε την δικιά σας.
Αυτά έλεγαν και γέλαγαν….
Ήταν σχεδόν μεσημέρι.
__Πατέρα, μου είπε η μάνα να έρθεις να φάμε.
__Τι φαγητό έχει φτιάξει; Ρώτησε την κόρη του ο Τζιμπάκος.
__Μου είπε η μάνα να μην σου ειπώ.-- απάντησε η κόρη του.
__Πές το κρυφά δεν θα το μαρτυρήσω --της είπε-- και πήγαινε στο καφετζή να σου δώσει ένα λουκούμι.
__Έχει καλό φαϊ πατέρα. Κοτόπουλο και μοσχοβολάει ο τόπος.
__Να ειπείς της μάνας σου να σου βάλει τις δυο φτερούγες σε ένα πιάτο και να τις φέρεις εδώ να πιούμε με την παρέα ένα ποτηράκι κρασί.
Σαν κίνησε το κορίτσι και πήγαινε στο σπίτι μόνο του, βγήκε η κυρά Τζιμπάκαινα στο μπαλκονάκι της . Το σπίτι της είναι στην πλατεία και αντίκρυ στα καφενεία, ούτε δέκα μέτρα μακριά. Φώναξε τον γέρο της:
__Γέρο, δεν θα ‘ρθεις να φάμε;.
__Έχω παρέα γριά, -- της είπε--. Πού να την αφήσω;
__Γέρο, με την παρέα σου να ‘ρθεις, σας περιμένω. Έχω καλό φαϊ. Οι φίλοι σου είναι ευπρόσδεκτοι.
Γελάγοντας χαρούμενη και ευτυχισμένη μπήκε στο σπίτι για ετοιμασίες μιας και θα είχε τους γέρους παρέα.
__Και μόνο με το γέλιο σου είμαστε χορτασμένοι --της είπαν με μια φωνή και οι τρεις, σαν έφθασαν στο σπίτι της.
__Ήθελα πολύ καιρό να σας καλέσω στο σπίτι μου, να σας περιποιηθώ και να σας ευχαριστήσω για όσα όμορφα λέτε για τις γυναίκες σας και για εμένα. Να ξέρετε τον γέρο μου έχω στεφανωθεί, αλλά κι εσείς δικοί μου άνθρωποι είστε! Εσάς ακούω το πρωί, εσάς το μεσημέρι και εσάς το βράδυ.
Την διέκοψε ο Κουτσός και της είπε:
__Αν δεν αισθανόμαστε εσένα και το σπίτι σου δικό μας , δεν θα είμαστε τώρα εδώ.
__Τι σου είναι οι γυναίκες ρε! --Αναφώνησε ο Ζιωγούλας σαν να μην το πίστευε.-- Αγκρομάζεται στην αγορά που κουβεντιάζουμε κι ακούει τι λέμε για τις γυναίκες μας! Προσοχή φίλοι! Δεν πρέπει να λέμε και τα κουσούρια τους. Χαθήκαμε!.
Έφαγαν , ήπιαν, τραγούδησαν και έφυγαν χορτάτοι.
Έτσι έγινε το ξεκίνημα και έσμιξαν οι τρείς οικογένειες συμφάμελα.

Και ποιος δεν ήθελε αυτό το… τρίο, για παρέα, για πιοτό και για γλέντι;
Μήπως μόνοι τους χαίρονταν τα καμώματά τους , τα αστεία και τις ιστορίες τους; Ήταν για όλους η ζωντανή ιστορία του χωριού. Λίγο παστό, λίγο τυρί και μπόλικο κρασί ήταν το συνηθισμένο σκηνικό στο Τζιρακαίϊκο, στο Τζιμπιραίϊκο και Μαρουδαίϊκο σπιτικό.
Είχαν πολλές ημέρες που δεν άλλαζαν στέκι. Ο κάτω μαγαζάτορας είχε ανοίξει γιοματάρι. Εκεί έδειχναν την αγάπη τους και έδιναν όλες τις δεκάρες τους. Όποτε κι αν τους γύρευες εκεί πάντα τους εύρισκες.

Ήπιαν με την ψυχή τους κείνη την ημέρα! Ήρθαν σε ευθυμία,βράδιασε.
__Γέροι, πέρασε η ώρα --τους είπε ο καφετζής.-- Αύριο εδώ θα είμαι πάλι.
__Και αν τελείωσε η ώρα, εμείς δεν τελειώσαμε --του είπε ο Ζιωγούλας. Κοίτα ρε τι μας κάνει!. Πάνου στην καλύτερη ώρα μας διώχνει. Έχουν κλείσει τα μαγαζιά και πώς να βάλουμε μια στάλα κρασί στο στόμα μας. Συμφωνείς γέρο Τζιμπάκο;
__Συμφωνώ και επαυξάνω . Αλλά που θα πάει!...δεν θα βγω πρόεδρος;

Είχαν δυο μέρες να σμίξουν με τον Κουτσό στο στέκι τους. Δεν είχαν είδηση καμία και δεν είχε, δώσει σημάδια ζωής. Καρτέρεσαν μια δυο ημέρες, μα ο νους τους δεν έβαλε κακό. Κάποιο νέο γιοματάρι άνοιξε στην γειτονιά σκέφθηκαν.
__Κάποιος τον κάλεσε νάχει καλό χερικό Τζιμπάκο και να δώσει γνώμη για το κρασί.
__Κι εγώ αυτό υπολογίζω. Βρήκε καλό κρασί, βρήκε καινούργιες αγάπες και άφησε τις παλιές. Ολάν! Δεν α περάσει έτσι. Πρέπει να τιμωρηθεί.
__Του χρειάζεται. Δικαιολόγησε την άποψη ο Ζιογούλας.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ. Αποκαμωμένοι από το ποτό, μιας και ο καφετζής επέμεινε να φύγουν, συμφώνησαν από το καφενείο , να επισκεφθούν τον φίλο τους.
Είχε δυο μέρες να εμφανισθεί στην αγορά , δεν είχαν είδηση καμία και δεν είχε δώσει σημάδια ζωής. Ολόγιομο το φεγγάρι φώτιζε και μεγάλωνε το Τζιρακαίϊκο κυπαρρήσι, καθώς ανέβαιναν τον δρόμο που ακολουθεί προς το σπίτι του. Μια χουχουλούζα ακίνητη, άλαλη, τους καμάρωνε από ένα κλαδί του.
Κι αν η κυρά Γιώργαινα δεν τους άνοιγε, ίσως κάτι θα μαθαίναναν για τον φίλο τους.
Πλησιάζοντας το στενοσόκακο άρχισαν να σιγοτραγουδούν με βαθειά και λυπημένη φωνή.
Τούτη η γη κυρά Γιώργαινα που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Τούτη η γη με τα χορτάρια-
τρώει νιούς και παλικάρια….
Έτσι ήλπιζαν αν τους άκουγε, να ανοίξει την πόρτα της και να τους καλοδεχτεί.
Άνοιξαν τα παραθυρόφυλλα του διπλανού σπιτιού και χωρίς καμία εξήγηση έκλεισαν με θόρυβο. Στο απέναντι γειτονικό σπίτι, από την μικρή χαραμάδα που άφηνε η πόρτα, έβγαινε αμυδρό φώς. Παρέμεινε για λίγο μισάνοιχτη, χωρίς να ακουστεί φωνή και ύστερα έκλεισε χωρίς να ακουστεί, όπως είχε ανοίξει.
__Γριά σαν ν’ ακούω τραγούδι; Ακούς τίποτα;
__Κάτσε γέρο στο κρεβάτι σου, θα ιδώ εγώ. Άνοιξε το παράθυρο από το μέρος που έρχονταν οι φωνές. Τώρα ακουόταν καθαρά, το τραγούδι των φίλων του. «Καλώς τους δέχτηκες γέρο»,--του είπε--. Ξέρω ότι κάνετε τρέλες την ημέρα, όχι όμως και την νύχτα!.
__Άνοιξε μωρή, μην καθυστερείς τους ανθρώπους.
Άνοιξε την πόρτα, φώτισε με τον τσιμπλή τη σκάλα να βλέπουν, γιατί ο τσίγκος είχε ρίξει σκιά και δεν άφηνε το φεγγάρι να φωτίσει. Τους προσκάλεσε χαρούμενη.
__Κοπιάστε, καλώς ήρθατε. Πονέστε το γέρο; Ελάτε να καθίστε κοντά του να τα ειπείτε.
__Ολάν! -- Φώναξε ο Τζιμπάκος που πρώτος μπήκε στο σπίτι.
__Ρε ιστ!.. -- φώναξε ο Κουτσός.
__ Ολάν….Ρε ιστ.--. Φώναξε με την σειρά του ο Ζιωγούλας--.
Κουτσέ, του είπε. Μην σου κάναμε χαλάστρα με την γριά;. Μηπως θέλετε να αραδιάσετε κανά κουτσούβελο και δεν σας αφήσαμε;
--Τον είδε, όταν μπήκε στο σπίτι που σηκωνόταν από το κρεβάτι του--. Ανησυχήσαμε δεν φάνηκες τούτες μέρες.
__Προχθές το βράδυ που τα κοπανήσαμε, γλίστρησα από το σκαλούγκι της σκάλας και ευτυχώς χτύπησα λίγο στο πόδι. Το φάσκιωσε η γριά και κάθισα εδώ χάμω να περάσει.
__Το κρασί θα το γιάνει. Ήπιες καθόλου;
__Δεν ήπια Ζιωγούλα, έχει θυμώσει η γριά και δε με κερνάει!
__Η γριά φέρνει κρασί σε μένα και στο κρεβάτι να είμαι,-- είπε ο Τζιμπάκος--. Όταν σου έλεγα να τις αλλάξουμε, δεν ήθελες!.
Η κυρά Γιώργαινα καμάρωνε με όσα άκουγε .
__Δεν μ’ αλλάζει γιατί είμαι καλύτερη από τις άλλες.—Παινεύτηκε.
__Γριά, φέρε μια στάλα κρασί να βάλουμε στο στόμα μας.
__Να μην πιείτε άλλο. Και αύριο ημέρα ξημερώνει. Να μαζωχτείτε στα σπίτια σας, θα περιμένουν οι φίλες μου. Τώρα καλά έχετε πιει.
__Μας χτύπησε το αεράκι, όπως ερχόμαστε. Αν πιούμε λίγο ,δεν έχουμε πρόβλημα. --Απάντησε ο Ζιωγούλας. Η κυρά Γιώργαινα δεν βρήκε δικαιολογία να αποκλείσει την οινοποσία. Σ’ ένα δίσκο έβαλε μια μπουκάλα πεντακοσάρα με κρασί και τρία ποτήρια. Ετοίμασε μεζέ και όλα μαζί τ’ ακούμπησε στο μοναδικό τραπέζι της μεγάλης κάμαρας.
__Βάλε Κουτσέ στα ποτήρια σαν νοικοκύρης που είσαι, να σε χαιρετήσουμε ,-- τον ενθάρρυνε ο Ζιωγούλας. Τσιοκάλισαν τα ποτήρια τους, ήπιαν το κρασί και πάλι τα γέμιζαν μέχρι που η μπουκάλα ήρθε στο σώσμα. Έφερε και άλλη πεντακοσάρα στο τραπέζι η κυρά Διαμάντω!. Ήταν μεσάνυχτα, όταν άρχισαν να τραγουδούν με σιγανή φωνή, για να μην ξυπνήσουν τους γύρω τους.
Συγνέφιασε στον Παρνασό-
Βρέχει στα καμποχώρια
Κι εσύ Διαμάντω άργησες
-πού πας αυτή την ώρα;……
Σταμάτησαν γιατί ακούστηκε άγρια η φωνή κάποιου γείτονα.
__Δεν πάτε να μπεκρουλιάσετε αλλού; Μην μας ανησυχείτε!..
__Τραγουδάτε σιγά, τους είπε η κυρά Γιώργαινα. Τουλάχιστον να τελειώσετε το τραγούδι. --Της άρεσε!.
__Είναι κακός ο κόσμος Γιώργαινα. Δεν βλέπεις; Δεν μπορούμε να ειπούμε τον πόνο μας, το ντέρτι μας. Πέστε να κοιμηθείτε, να φύγουμε και εμείς.
Είχε τελειώσει και η δεύτερη πεντακοσάρα. Σηκώθηκαν, μπροστά η κυρά Γιώργαινα με την λάμπα να φωτάει τα σκαλούγγια και πίσω ακολουθούσαν ο Τζιμπάκος με τον Ζιωγούλα.
__Ώρα σας καλή, και αν βρείτε κλειστή πόρτα, έχουμε σπίτι εδώ. Τους είπε η κυρά Γιώργαινα.
__Καί πού θα τους βάλεις γυναίκα, να κοιμηθούν;
__Για να το λέει, έχει τόπο, είπε ο Ζιωγούλας.
__Μπράβο γυναίκα! μου άρεσε αυτό που είπες και ότι έκανες για τους φίλους μας.
Ευχαρίστησαν για την φιλοξενία οι φίλοι, καληνύχτισαν και βγήκαν στο δρομάκι. Από εκεί είπαν την τελευταία τους κουβέντα.
__Κουτσέ, όπως είπαμε!...
Η συνέχεια την επόμενη δευτέρα

6 σχόλια :

  1. Ανώνυμος18/10/11 00:01

    Για όποιους έζησαν αυτά τα πρόσωπα και την εποχή τους, είναι πολύ παραστατικό αυτό το κείμενο. Για τους άλλους θα περιμένομε τα σχόλιά τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος18/10/11 00:04

    μπαβω για μια φωρά ακμα βαγγελη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος18/10/11 00:30

    δεν με πειραζει καθολου που το ξαναζω.....την καληνυχτα μου gerolykos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΕΠΩΝΥΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΩΝΥΜΑ!!!!!!!! ΑΡΗΣ ΤΣΙΡΙΜΟΠΑΝΟΥ18/10/11 23:19

    ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑΝ ΟΛΟΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΟΥ ΤΖΙΡΑΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΖΟΥΜΕ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΕΣΠΟΖΑΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ .
    ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΟΤΕΡΟΥΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΦ ΕΝΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦ ΕΤΕΡΟΥ ΤΑ ΖΟΥΜΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος20/10/11 10:54

    ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΡΕ ΑΡΗ!ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΟΝΟΜΗΜΕΝΟΙ! ΗΡΘΕ Η ΠΕΙΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος21/10/11 11:26

    Φίλε και γείτονα Βαγγέλη. Με εκπλήσσει η πιστή ,η φωτογραφική παρουσίαση των προσώπων που κάθε φορά μας παρουσιάζεις.Ξεθάφτεις και αναβιώνεις από τη λήθη χαρακτηριστικούς τύπους του άλλοτε πολυάνθρωπου και πολύβουου χωριού μας με τις αρετές τους ,αλλά και τα πάθη και τα ελαττώματά τους.Τώρα πάλι ανάστησες ,και κυριολεκτώ,τρεις λεβεντόγερους,κοινωνικούς και απλούς ,που τους ένωνε η άδολη φιλία , η παρέα και η αγάπη τους για το κρασί. Τους θυμάμαι κι εγώ με νοσταλγία και τους τρεις φίλους ,μαζί με τον άλλο λεβεντόγερο ,τον Αγγελάρα, να κουτσοπίνουν,συνήθως στου Κακαράπη την παράγκα- καφενείο το κοκκινέλι του ,άλλοτε ξεροσφύρι,άλλοτε με ένα σβώλο τυρί,ή με λίγη ρέγγα ή με μια ελιά, ή με λίγα στραγάλια ,κόνοντας και σχετικό ντόρο. Καλαμπούριζαν ,πειράζοντας ο ένας τον άλλο ή τον καφετζή και αρχικεραστή Θανάση για την οινογνωσία και για τις ιστορικές και πολιτικές του γνώσεις.
    marpolix

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.