Δεν πρόκειται για το σημερινό παπά μας, αλλά για τον παλιό Φουρνόδαυλο Παπαντώνη, που είχε το σπίτι του στο κέντρο του χωριού. Εκείνο που ερειπώθηκε και κατεδαφίστηκε.
Ο παλιός Παπαντώνης ήταν παραπάνω από μέτριος στο ανάστημα, γεμάτος, με γερή κράση. Έτρεφε μακριά κατάλευκη γενειάδα και είχε δυο αδυναμίες: την πολιτική και τη λιχουδιά, την καλοφαγία. Του άρεσε επίσης το τραγούδι και το γλέντι. Στα νιάτα του έπαιζε και ταμπουρά. Ακόμα του άρεσε να διηγιέται παλιά… κατορθώματά του για κλεψιές και να σκάει τα τρανταχτά γέλια του.
Σαν πολιτικός ήταν πεισματάρης κομματάρχης, φανατικός αντίπαλος πάντα του Παπακώτσιου και στις βουλευτικές και στις κοινοτικές εκλογές.
Σαν λιχούδης και καλοφαγάς, πριν γίνει παπάς, ακολουθώντας το έθιμο της εποχής, άρπαζε ό,τι τύχαινε στο δρόμο του, από γίδα και προβατίνα μέχρι γελάδα. Αλλά και μετά την παπαδοσύνη του, όπως λένε, δεν το ‘κοψε εντελώς το χούι. Μόνο που τότε το περιόρισε στα κοτερά. Έκανε όμως καμιά φορά και το σούρτη σε ζωντανά που κλέβανε άλλοι.
Μια φορά έμαθε πως κάτι Καλαβρυτινοί φέρανε στο Χρηστιά τριάντα κλεμμένα πρόβατα. Πήγε στην Κοκαλιάρα, έδωσε-πήρε, κατάφερε το Χρηστιά, του παίρνει τα πρόβατα με την υπόσχεση πως θα τα φυγαδέψει ο ίδιος και τα ‘φερε στο χωριό. Έβαλε τον Καγιά και το Φίλο – παιδόπουλα τότε – να τα φυλάνε, τ’ άρμεγε κάθε μέρα μπροστά στο Τουρλαίικο σπίτι (σήμερα είναι κήπος) και τυροκόμαγε σα να ‘τανε νοικοκύρης. Το μαθαίνει ο Χρηστιάς, έφτασε σίφουνας στο χωριό και τον αρχίζει στις φωνές:
- Παπά, για όνομα του Θεού! Θα με πάρεις στο λαιμό σου! Τι κάνεις; Μουρλάθηκες;
- Σώπα, Χρήστο, μην ταράζεσαι, θαν τα διώξω, είπε ο παπάς.
- Δεν ξέρω. Αν δεν τα διώξεις τώρα κιόλας, δε φέγω από δω.
Αναγκαστικά παίρνει τα πρόβατα ο παπάς και σιάζει κατά την Τρίπολη. Τα δέκα τα πούλησε στην Αλωνίσταινα. Τα υπόλοιπα είκοσι στο παζάρι της Τρίπολης.
Κάθε πρωτομηνιά και ιδίως της Πρωτάγιασης οι τρεις παπάδες τότε του χωριού μας έβγαιναν στα σπίτια και στα μαντριά κι αγιάζανε ζωντανά κι ανθρώπους. Ο σκοπός ήτανε διπλός: από τη μια να φύλαγε ο Θεός γερούς τους αγιασμένους κι από την άλλη να μάζευε κάθε παπάς κανένα πλευρό ή φόρτωμα γένημα. Γιατί κάθε νοικοκυρά έπρεπε να ρίξει στο σακί του παπά τουλάχιστο μια σαγανιά σιτάρι, σμιγάδι, κριθάρι, ό,τι είχε διάθεση.
Ο Παπακώτσιος σαν προϊστάμενος έμενε στο χωριό. Ο Παπαδημήτρης κι ο Παπαντώνης άρχιζαν από τον Παλιόπυργο και καταλήγανε στην Πέρα Μεριά. Καμιά φορά φτάνανε και στο Συριάμου και στην Κιάρνη. Ό,τι μάζευαν, τα μοιράζανε στη μέση.
Μια χρονιά οι δυο παπάδες περάσανε ν’ αγιάσουν και κάποιο μύλο, νομίζω του Συμεού. Δεν ήταν όμως κανείς εκεί. Ανοίξανε την πόρτα του μύλου, μπήκανε μέσα κι άγιασαν. Πριν καβαλήσουν τα ζα τους, για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους, ο Παπαντώνης βαρεί μια κότα από τις πολλές που βρίσκονταν στην αυλή. Τη μαζεύει και τη ρίχνει στο δισάκι του.
- Ντροπή, Παπαντώνη! του φωνάζει ο Παπαδημήτρης. Μας βλέπει ο Θεός. Και είναι αμαρτία παπάδες να κλέφτουνε κότες…
- Ας ήσαν εδώ να μας δώσουν την χούφτα μας, παρατήρησε ο Παπαντώνης.
Το βράδυ, σαν γυρίσανε στο χωριό, μόλις ο Παπαντώνης καληνύχτισε τον Παπαδημήτρη και προχώρησε για το σπίτι του, ακούει:
- Άκου, παπά, λέω πως… από την κότα πο ‘χεις στο δισάκι σου η μισή είναι δική μου.
- Εκεί ήσαν κι ας εβάρηγες. Αλλά τότε ήταν ημέρα και σ’ έβλεπε ο Θεός, ενώ τώρα είναι νύχτα και δε σε βλέπει…
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο Παπαντώνης είχε ξαπλώσει να κοιμηθεί. Επειδή έκανε πολλή ζέστη, είχαν αφήσει πόρτες και παράθυρα ανοιχτά. Κάποια ώρα μπήκε μέσα στο σπίτι μια κότα της Κωτσιοφήραινας και κλο-κλο-κλο έφτασε δίπλα στον παπά. Μια μαγκουριά της έχει, στον τόπο η κότα. Η παπαδιά έβαλε τις φωνές κι επίμενε να δοθεί η κότα στην κάτοχό της. Εκείνη τελικά έβρασε στον τέντζιερη του παπά.
Μάταια η Κωτσιοφήραινα έψαξε δυο-τρεις μέρες για την κότα της. Κι όταν απόειδε και πείστηκε πια πως η κότα είχε φαγωθεί, πήγε στον ενορίτη της Παπαντώνη ν’ αφορίσει τον κλέφτη στην εκκλησιά.
- Άιντε φέγα, μωρή, που θ’ αφορίσω για μια παλιόκοτα, την αποπήρε ο παπάς.
Η Κωτσιοφήραινα έστησε πόδι. Ο παπάς αρνιότανε. Οπότε μπήκανε μπροστά τα μεγάλα μέσα.
- Ή αφορίζεις την Κυριακή, παπά, ή φέγω και πάω στον Παπακώτσιο. Θα κάνω εκείνον ενορίτη.
Η απειλή ήταν σοβαρή. Κι αν γινότανε πραγματικότητα, ο Παπαντώνης θα ‘χανε τις άλλες απολαυές (γένημα, προσφορές, κανά καρδάρι γιαούρτι κλπ.) που ολοχρονίς είχε από την Κωτσιοφήραινα.
- Καλά, της λέει, αφού επιμένεις, την Κυριακή θ’ αφορίσω. Και η αμαρτία απάνου σου.
Κι αφόρισε πραγματικά. Κι η Κωτσιοφήραινα ικανοποιήθηκε. Κι ο αφορισμένος (ο ίδιος) δεν είχε να πάθε τίποτα. Γιατί ο αφορισμός ήταν:
- Ακούτε, χωριανοί. Η συγχωριανή μας η Κωτσιοφήραινα έχασε μια κότα. Είναι φανερό πως κάποιος την πήρε. Μπορεί να την έφαγε κιόλας. Λοιπόν, όποιος την πήρε, να τη δώσει πίσω. Αλλιώς μαύρα κατάμαυρα να φοράει σ’ ολόκληρη τη ζωή του…
Μια χρονιά η παπαδιά είχε φάει τον παπά να πάει επιτέλους στα Λαγκάδια ν’ αγοράσει καινούργιο παντελόνι. Το μοναδικό που είχε και φορούσε κάτω από τα ράσα του δεν έπαιρνε άλλο μπάλωμα.
Φοβερές οικονομίες έκανε ο παπάς, ώσπου να συγκεντρώσει τις εβδομήντα δραχμές που κόστιζε τότε το ντρίλινο παντελόνι. Σαν τις συγκέντρωσε, καβάλησε το μουλάρι και πήγε στα Λαγκάδια. Μόλις όμως κατέβηκε από το μουλάρι στην αγορά, να, μπροστά του ο πειρασμός… Στα τσιγκέλια του χασάπη κρεμόταν ένα λαχταριστό τραγί μουνούχι που τ’ άνοιξε την όρεξη. Δε χάνει καιρό ο παπάς, δίνει τις εβδομήντα δραχμές, αγοράζει τρεις οκάδες τραγί και πάλι στο χωριό.
- Ρε ευλογημένε μου, του κάνει η παπαδιά, σαν είδε στο τράσ(ι)το κριας αντί για παντελόνι, για κριας σ’ έστειλα στα Λαγκάδια ή για παντελόνι;
Κι ο Παπαντώνης σα να μην έτρεχε τίποτα…
- Αν δε φάω κριας, παπαδιά, να κάνω μια στάλα μέση, πού θαν το ζώσω το παντελόνι;
τελικα οπου παπας ...και πολιτικη
ΑπάντησηΔιαγραφή