Δεν αναφέρομαι στο σύγχρονο δήμαρχο, γιατί ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Αβαδαίου . Κι αυτός ο ευλογημένος και χωρίς αιτία σε τσιμπάει. Σκέψου τώρα πόσο βαθιά θα χώσει τη δηκτική, ανώδυνη βέβαια και διασκεδαστική, προβοσκίδα του, αν του καταπατήσεις δικά του οικόπεδα. Ας είναι!
Ο δικός μου Δήμαρχος έκανε για λίγο διάστημα, έστω κι αναπληρωματικός, πραγματικός δήμαρχος στον παλιό δήμο Κλείτορος που είχε έδρα στο Βαλτεσινίκο και περιλάβαινε τα χωριά Γλανιτσιά, Κερπινή, Γλόγοβα, Τοπόριστα, Καρνέσι, Πάνω και Κάτω Αγρίδι…
Κι είναι ο μακαρίτης Γιάννης Γιαννόπουλος ή Ζέτος ή Δήμαρχος ή Καμπούρης, πεθερός του Ραμόγιαννη. Και μπάρμπας πρώτος του Φλεβάρη που είχε το προνόμιο να του κληρονομήσει ακέρια κι ατόφια τη σιερετιά.
Θέλουν να λένε πως οι σιγανοπαπαδιές Γιανναίοι – ελπίζω να μη θυμώσει ο Θανασάκος – κρύβανε μέσα τους πολλή σιερετιά. Κι αρχισιερέτη λέγανε το Δήμαρχο που είχε την τόλμη κι έβγανε στη φόρα το ελάττωμά του. Έλα όμως που στη σιερετιά ο Δήμαρχος φοβήθηκε τον άλλο μακαρίτη Ζάρο; Ο Ζάρος φοβήθηκε (κατά το Ιακώβ εγέννησε το Δαβίδ κλπ. κλπ.) την Πεζού, πεθερά του μεγάλου Πίκουλα, κι η Πεζού φοβήθηκε το Φλεβάρη;
Στα νιάτα του ο Δήμαρχος ήταν ομορφάντρας, σωστό παλικάρι. Είχε όμως την ατυχία να πάει για καζάντια στην Αμερική. Και το μόνο που κέρδισε ήταν η ανίατη αρρώστια που του ‘φερε την καμπούρα και την ανικανότητα για κάτι είδους εργασία, εξόν από του αγροφύλακα. Αλλά το επάγγελμα του αγροφύλακα στα παλιότερα χρόνια είχε στενή εξάρτηση από τους ιθύνοντες κάθε φορά τα κοινοτικά του χωριού… Κι ο Δήμαρχος πολλές φορές τύχαινε να ‘ναι με τους χαμένους και χωρίς δουλειά.
Αργόσχολος λοιπόν τον περισσότερο χρόνο του, αράθυμος από την πάθησή του και τσουχτερός στα λόγια από φυσικού του, ο Δήμαρχος έβρισκε σε κάθε περίπτωση τρόπο να κοροϊδεύει τους πάντες και τα πάντα, για να γλυκαίνει λίγο τη στεναχώρια και τον πόνο του.
Ανάμεσα στα τόσα έξυπνα κι ευτράπελά του ξεχωριστή θέση κατέχει η ίδρυση του Συλλόγου των Παλιανθρώπων της εποχής.
Μια μέρα, λίγο πριν από το θέρο, τη χρονιά που ο Δήμαρχος ήταν αγροφύλακας, πήγε στην Τσιοτσιολαίικη Γούβα ή γαϊδούρα της ξαδέρφης του Ελένης του Νασιοχαράλαμπου, γιαγιάς του Μπουρνοθανάση. Πήρε το γένημα σβάρνα και θέριζε ανενόχλητη. Κάποιος ειδοποίησε πρώτα το φύλακα και ύστερα την κάτοχο της γαϊδούρας. Φτάνει στον τόπο του εγκλήματος πρώτος ο φύλακας, αρχινάει με το κοτρόνια το ζωντανό, το ‘ριξε στο ρέμα και πάσκιζε να το γκρεμοτσακίσει ολότελα.
Καταφτάνει σε λίγο κι η Ελένη, βλέπει το δράμα της γαϊδούρας, πεισμώνει και βάζει τις φωνές, τις βρισιές, τις φοβέρες. Μα ο φύλακας έμενε απτόητος κι ασυγκίνητος και συνέχιζε να πετάει κοτρόνια. Αγανάχτησε τρομερά η γυναίκα και τον απειλεί:
- Γκρεμισ’ το ζωντανό, ξάδερφε, και θα στη σιάξω την παλιοκαμπούρα σου! ...
Η επίδραση της απειλής ήταν κεραυνοβόλα. Στη στιγμή ο Δήμαρχος έμεινε ακίνητος, στον τόπο. Πάει ο θυμός, πάνε όλα. Γυρίζει κατά την Ελένη και με μια εκπληκτική ηρεμία της λέει:
- Α, και να μου την έσιαζες, καημένη, και τι δε θα σου χάριζα…
Στο μεταξύ η γαϊδούρα βρήκε μονοπάτι και πάει ρέμα ρέμα κατά το Κουτσουλόπετρο.
Το νόστιμο είναι πως, όταν πέθανε ο Δήμαρχος, το σώμα του δεν κάλιαγε στην κάσα. Γιατί η σπονδυλική στήλη του ήταν σαν το τελικό σίγμα (ς). Τον γυρίζει τότε μπρούμυτα η Ελένη, πατάει πάνω του και με ένα κρακ που ακούστηκε, η καμπούρα έσπασε και το σώμα ίσιωσε. Και μαζί η επιβεβαίωση της παλιάς απειλής:
- Δε στο ‘χα πει, Γιάαανη, πως θα στην ίσιωνα την καμπούρα; Να που το ‘κανα!
Στο Δήμαρχο άρεσε συχνά να παίζει πρέφα, στο ίδιο πάντα μοτίβο, απλά και ρουτινιάρικα. Μια μέρα ένας από τους συμπαίχτες του, γνωστός για την αθυροστομία του, βάλθηκε να τον εκνευρίζει πιο πολύ από κάθε φορά. Και κάθε λίγο του ‘λεγε:
- Πάρ’ την, γεροκαμπούρη. Χώσου μέσα σόλον, παλιοκαμπούρη. Εφτά κούπες εγώ, παλιοσακάτη…
Με το τελευταίο ο Δήμαρχος άναψε για καλά. Έκανε να πιάσει τη μαγκούρα, συνήλθε όμως γρήγορα κι είπε με σαρκαστική ειρωνεία:
- Δε φταις εσύ, παλιοπαλιανθρωπέα. Ο πατέρας σου φταίει, γιατί την ώρα που σ’ έσπειρε δεν έριξε μαζί και λίγο μυαλό… Σάμπως είχε όμως κι ο δόλιος εκείνος μυαλό να ρίξει και για σένα;
Κόκαλο ο άλλος! όπως θα ‘λεγε κι ο Διαμάντης.
[1] Αβαδαίος = Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γλανιτσιώτη θαυμάσιου σατιρικού Κώτσιου του Γιωργίλα.
Την ίδια απειλή σ’ ανάλογη περίπτωση είχε εκστομίσει κι η Σωτήρα του Τούρλα. Και την ίδια απάντηση είχε πάρει.
Ήταν ο Κώστας Φουσέκας.
ρε κοσμος που περασε απο το παλιοχωρι gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήπου χαθηκατε παλι ολοι?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημητρης χ (εγγονος Τσιριμογιαννη)
απεργια μικρε!!!gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφή