Γράφει ο Παλιοπυργήσιος
Ήταν, ναι, ο Ανάστος Γ. Ροζής ή Ανάστος του Γαγάτσου ή ο Βρού, αυτός μωρέ που, ενώ έβλεπες να είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του το άγχος και η αγωνία, σχεδόν μόνιμα, μέσα στις προσπάθειες, στον σκληρό αγώνα για την επιβίωση της πολυμελούς οικογένειάς του, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, πάντα έβρισκε τον τρόπο και το χρόνο να σκορπίζει εκεί γύρω του κάποιο ευθυμολόγημα, που ταίριαζε στην κάθε περίπτωση, έτσι ώστε το πρόσωπό του από σκεπτικό, μελαγχολικό, και σκυθρωπό, να γίνεται, σαν από μαγεία, λαμπερό και το δικό του αλλά και όλων αυτών που τύχαινε να είναι εκεί δίπλα του.
Έτσι ήταν τότε, κείνα τα χρόνια, που κάποια μέρα ήρθε στην πλατεία του χωριού ένα εμπορικό αυτοκίνητο με είδη ρουχισμού. Διαλάλησε την πραμάτεια του στο μεγάφωνο του και να που σε λίγο μαζεύτηκαν μερικές γυναίκες που έβλεπαν, δοκίμαζαν και όταν έβρισκαν κάτι που τους έκανε στο χρώμα, στο σχέδιο, στα μέτρα, φυσικά και στην τιμή, το αγόραζαν. Ναι… εδώ δε θα ξεχάσω ότι πρώτα το παζάρευαν γιατί, είπαμε ήταν δύσκολες οι εποχές που καθιστούσαν απαραίτητη την διαπραγμάτευση για πιο καλή τιμή. Α… ναι, αν θυμηθώ, στο τέλος, θ΄ αναφερθώ σε κάποια περίπτωση π α ζ α ρ ι ο ύ τα παλιά τα χρόνια, εκτός αν ξεχαστώ. Αλλά ας γυρίσουμε στο εμπορικό, στην πλατεία του χωριού. Εκεί μερικές γυναίκες, λίγες, κάτι ψώνισαν, οι άλλες έμειναν με την ικανοποίηση ότι είδαν. Η κυρά-Θοδώρα, η γυναίκα του Ανάστου αγόρασε ένα φορεματάκι της αρεσκείας της και γεμάτη χαρά πήγε στο σπίτι. Εκεί ήταν ο Ανάστος, πριν λίγο είχε έρθει από τη δουλειά του και έπλενε τα σύνεργα, φτυάρι, κασμά, μιστρί κλπ. Η Θοδώρα φοράει το φόρεμα, φτιάχτηκε με καμάρι ρωτάει τον άντρα της.
- Αγόρασα αυτό το φόρεμα, σ΄ αρέσει, Ανάστο;
Ο Ανάστος κουρασμένος όπως ήταν,
δεν είχε διάθεση ν΄ απαντήσει στο θέμα, αλλά για το χωρατό του, όπως πάντα,
βρήκε όρεξη:
- Καλό είναι το φόρεμα, Θοδώρα, τα φρένα σου δεν είναι καλά, να πας να
τα τηράξεις.
Είπε και έφυγε πέρα γελάγοντας, ενώ
η Θοδώρα πήγε να βγάλει το φόρεμα, να το σιγουρέψει κάπου, γιατί της ήρθε στο
μυαλό, η παροιμία «καινούργιο το
κόσκινο, ψηλά το κρεμάνε». Δε θύμωσε, δεν το πήρε στα σοβαρά, γιατί
ήξερε ότι ο άντρας της αρέσκεται να χαριτολογεί …………
Α… τώρα μου ΄ρθε κι ένα άλλο χωρατό
που έχει σχέση με τον Ανάστο. Να το γράψω; Θα το γράψω γιατί, θυμάμαι, κάποιος
μου είχε ζητήσει «γράψε κάτι για τον Ανάστο, το δικαιούται.
Θα προηγηθεί όμως
κάτι σχετικό με το π α ζ ά ρ ι», ναι σου το υποσχέθηκα και σου είπα, «εκτός αν το
ξεχάσω».
Ήταν, αν θυμάμαι
καλά, κάπου εκεί στα 1956-1957. Ήμουν μαθητής στην Τετάρτη Γυμνασίου, στα Λαγκάδια. Κυριακή πρωί. Εκεί
γινόταν λαϊκή αγορά. Είχε έρθει και η μάνα μου να πουλήσει άγρια χόρτα, βορβιά
και λίγα αυγούλια. Ξεπούλησε όλη της την πραμάτεια. Οι εισπράξεις της πολύ
πενιχρές. Με αυτές κάτι να μου ψωνίσει εμένα, φαγητό να περάσω την εβδομάδα,
κάτι να ψωνίσει για την υπόλοιπη οικογένεια στο χωριό, κάτι λίγο να μ΄αφήσει
για χατζιλίκι, «τι είναι ο κάβουρας
τι ΄ν το ζουμί του». Έλα μου που ήθελε ν΄ αγοράσει λίγο ύφασμα να
φτιάξει μια ποδιά. Μπαίνουμε μαζί στο εμπορικό του Παπανικολάου. Είδε τα τόπια
ύφασμα στα ράφια. Κόκεψε ποιο της άρεσε.
- Απ΄αυτό, του λέει, να μου κόψεις
5 ρούπια, κατεβάζει το τόπι ο έμπορος και παίρνει τον εμπορικό πήχη να μετρήσει
και να κόψει 5 ρούπια (εμπορικός πήχης = μια ξύλινη ρίγα που στην επιφάνειά της
χαραγμένες οι υποδιαιρέσεις: 8 ρούπια από 8 πόντους το κάθε ρούπι: 64 πόντοι.
Αυτό ήταν τότε μονάδα μέτρησης μήκους, δεν μέτραγαν τότε με το μέτρο = 100
πόντοι). Αφού έκοψε τα 5 ρούπια, τότε η μάνα μου άρχισε να του κάνει π α
ζ ά ρ ι.
- Πόσο κάνει; - τόσο - Όχι να μου
κόψεις κάτι, να το βάλεις φτηνότερο κλπ. Εγώ ντρεπόμουνα. Πλήρωσε τέλος πάντων
όσο πλήρωσεή το πήραμε και φύγαμε. Έξω που βγήκαμε…. σχεδόν της έκανα, εγώ ο
κύριος, την παρατήρηση. Δεν υπολόγισα τις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Ναι
αλλά τώρα κι εγώ όταν μπαίνω σε εμπορικό ν΄ αγοράσω κάποιο ρούχο κάνω π α ζ ά ρ
ι , παρόλο που τώρα οι τιμές είναι σταθερές. Ναι το κάνω να θυμηθώ τη μάνα μου,
το θεωρώ υποχρέωσή μου, νιώθω έτσι σαν της ζητάω συγνώμη για την… παρατήρηση
που της έκανα τότε…»
Και τώρα να
ξαναγυρίσουμε στον Ανάστο το Βρου, το Ροζή.
Κείνα τα χρόνια
στα μαγαζάκια το χωριού μας γίνονταν πολλά τσιμπούσια. Έμειναν 5-6 άτομα, είτε
από σύμπτωση, ή από προσυνεννόηση και παράγγελναν μεζέ-κρασί, το ΄ρίχναν στο
φαγοπότι και στο λακριντί. Σ΄ ένα τέτοιο τσιμπούσι έτυχε να υπάρχει αρκετό
περίσσευμα μεζέ. Μεταξύ των άλλων ήταν και ο Παπαντώνης (Κωτσιαντώνης) δεν
θυμάμαι τους άλλους της παρέας. Είχαν φάει για τα καλά, είχαν πιεί για τα καλά
και εύθυμοι-εύθυμοι το είχαν ρίξει στο λακριντί. Κείνη τη στιγμή ξαναφαίνει ο
Ανάστος.
- Έλα, Ανάστο, έλα στην παρέα μας,
αν μας καταδέχεσαι κιόλας, του λέει ο Παπαντώνης.
- Αστειεύεσαι, αιδεσιμώτατεε, λέει
ο Ανάστος και στρογγυλοκάθεται.
- Πιρούνι και ποτήρι, λέει ο άλλος
κι ένα μισό κιλό κρασί.
Έτσι ο Ανάστος άρχισε να καρφώνει
μεζέ και να πίνει. Ναι αλλά το πιρούνι του πήγαινε από μεζέ σε μεζέ κι από μεζέ
σε κρασί, ψωμί ούτε μπουκιά, ούτε για δοκιμή. Το παρατήρησαν αυτό οι της παρέας
και άρχισαν να το σχολιάζουν, μόνο με νοήματα, έτσι ας πούμε σα να παίζανε «σκαμπίλι»,
κάποια στιγμή ο Παπαντώνης, ασυναγώνιστος στα χωρατά, του λέει:
- Πάρε και ψωμί, Ανάστο, μην ντρέπεσαι.
- Τι λες, ευλογημένε, που να χαίρεσαι τα ιερά σου, ξένοι
είμαστε που θα ντραπώ;
Το ψωμί αυτό είναι μαλακό, ας
μείνει για κανένανε που δυσκολεύεται στο μάσημα, ενώ τούτα τα παλιακόκαλα να
φύγουν να μη σπάσει κανένας κάνα δόντι, άσε που θα του κάτσει κανενού στο
λαιμό. Λυθήκανε όλοι στα γέλια, εγώ σου λέω ότι κι ακόμα, εκεί που είναι, «Θεός
σχωρέσ’ τους» όταν ανταμώνουν, γελάνε.
Ο Ανάστος όταν ήταν 25 χρονών !
Άφησα επίτηδες την λεζάντα στο πάνω μέρος της φωτογραφίας για να δείτε οτι ο Ανάστος μπήκε στο εξώφυλλο εκείνη την εποχή στο περιοδικό TIME της Γλανιτσιάς. Σπάνιο φαινόμενο για το περιοδικό
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η φωτογραφία για το time, βγήκε, αν θυμάμαι καλά, στην Εθνική επέτειο της 28 /10/1985 . Είχα την τύχη να είμαι εκεί και ,μεταξύ άλλων εκλεκτών συμπατριωτών, να συναντηθούμε για πρώτη φορά με τον Αβαδαίο! Ζήσαμε ιστορικές στιγμές τότε. Το θυμάσαι φίλε μου "αυτόνομε"?
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννα
Παλιοπυργησιε για μια ακόμη φορά με συγκίνησες
ΑπάντησηΔιαγραφήΝασαι καλά
Τεστάρεις την μνήμη του αυτόνομου Γιάννα? Για πές κι εσύ Αβ
ΑπάντησηΔιαγραφήΉμουν εκεί όταν έκτιζε αυτή την βρύση Τον είχαμε κουλουμπώσει καμιά 10αρια τον Ανάστο ,άλλος τον ορμήνευε ,άλλος τον διόρθωνε άλλος φώναζε τζιάπα κι ο Ανάστος υπομονετικός και ήρεμος έκανε την δουλειά του χωρίς να δίνει και τόσο σημασία
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα καιρό πετάγεται ο Φλεβάρης και λέει «καλός μάστορας ο Ανάστος ,αλλά θέλει κι έναν άνθρωπο να τον ορμηνεύει»
ειπε κι αλλο ο Φλεβαρης.με το τσιμεντο γινανε ολοι μαστοροι
ΑπάντησηΔιαγραφήΙολαος
25.7.23
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΥΤΟΝΟΜΑ
--Μεγαλοπιάνεσαι, Βάγιε! Σε είδαν στα Καλά Νερά Βόλου να συνομιλείς δίπλα στη θάλασσα με Αθηναίο τέως υπουργό. –Ναι, έχει βαφτίσει μια ξαδέρφη μου και μου ζητά επιμόνως ρουσφέτι. Είναι, λέει, άνεργος και θέλει να τον προτείνω για πρόεδρο του ΣΥΖΑΚΑ- Συνεταιρισμός Ζαρζαβατικοπαραγωγών Κάμπου .
***********************************************
Χθες το μεσημέρι, ούτε ψυχή στους δρόμους ούτε αδέσποτα στις πλατείες. Ξαφνικά ακούω δίπλα: « Και λιέγι λιέγι λιέγι ου χριστιανο μπερδεύτηκα». –Τραγουδάς, πατριώτη, με τόση ζέστη; --Ναι, τραγουδάει εγώ, δεν είνι πολλή ζέστη. Ούτ χριστιανό ούτ πατριώτ, Άφρικα είμι.
*************************************************************
((ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ στη Γιάννα που τα θυμάται όλα και που όταν περνάνε τα χρόνια, δεν θέλεις να θυμάσαι. Ο Ανάστος ήταν ένας από τους αγαπημένους του χωριού, ήταν γνήσιος)) .
Ο Ανάστος δεν έλειπε από το μεροκάματο ,από το χωράφι από την παρέα από κι από γλέντι
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν κι εκείνη η ηρεμία και η καλοσύνη που τον χαρακτήριζε και τον συμπαθούσες ακόμα περισσότερο
Δεχόταν το πείραγμα σαν παίνεμα και αυτό ήταν που χάριζε στην παρέα το καλύτερο καλαμπούρι
Ο Θόικος ο Κωστάντιος και ο Δήμος ο Ντούσιας ηταν οι “ κολλητοί του” Αυτοσχεδίαζαν πανηγυράκια όταν κατέβαινε στην πλατεία ο Ανάστος που όποιος συμμετείχε σ αυτά , έφτιαξε αναμνήσεις που χαράχτηκαν βαθειά μέσα του και τον συντροφεύουν ευχάριστα στην ζωή του
Προσωπικά όπου έβλεπα Ανάστο στην πλατεία έτρεχα Του είχα μια ιδιαίτερη συμπάθεια και αδυναμία ,αλλά και μου άρεσε αυτό που πάντα αυθόρμητα στηνότανε μαζί του.
Ήταν μέρες του 15αυγουστου και καθόμαστε στο παγκάκι στην ακακία εκει που τελειώνει η ανηφορίτσα του δρόμου Είμαστε καμιά δεκαριά και φυσικά Θόικος και Ανάστος
Ο Θόικος ηταν ο διοργανωτής και αβανταδόρος μαζί
Μάζευε πενηντάρικα από τον κόσμο και έδινε τις παραγγελίες τραγουδιών στον Ανάστο ,οποίος τις εκτελούσε με το κλαρίνο
Ένα τραγούδι δεν το είχε πιάσει καλά και του λέει ο Θόικος
“Από λα Αναστο από λα τουτο” (για όσους δεν το κατάλαβαν να το παίξει με την νότα λα)
Μετά από κανά δυο ώρες οι παραγγελίες σταμάτησαν ,οπότε άρχισε ο Θόικος να βγάζει σε πληστειριασμό τα τραγούδια και να φωνάζει δυνατά στην πλατεία “πενήντα τα δυο πενήντα τα δύο” δηλ μ ένα πενηντάρι δυο τραγούδια
τωρανες γενηκαμε κανονικοι ρε.βγηκαμε στη Μπαναγια παλε
ΑπάντησηΔιαγραφή