Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου.
.....Ώρες – ώρες μου φαίνεται ότι οι χωριανοί μας που έφυγαν, πήραν μαζί τους τις παραδόσεις του χωριού, τα ήθη, τα έθιμα και τις άγραφες μνήμες. Όλα αυτά σχεδόν πάνε! Χάθηκαν.
Απόκριες λέγονται οι τρείς βδομάδες, πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή. Σ’ αυτές τις γιορτινές μέρες οι άνθρωποι επιζητούσαν, παλιά και τώρα, την συντροφιά, την αποφυγή της απομόνωσης και την οργάνωση ομαδικών εκδηλώσεων....
..Χαρακτηριστικά γνωρίσματα στις αποκριές ήσαν παλιότερα στο χωριό το σφάξιμο των γουρουνιών και τα τρικούβερτα γλέντια. Ταίριαζε η εποχή για να χορτάσουν οι οικογένειες κρέας, μια και θα άρχιζε μετά η νηστεία. Φαίνεται όμως ότι οι ανάγκες ήσαν μεγαλύτερες τα Χριστούγεννα, με τους ξενιτεμένους που έρχονταν στο χωριό, με το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη, που ήθελαν το λίπος για αρτυμή και για άλλους λόγους. Έτσι τα γουρούνια σφάζονταν τα Χριστούγεννα, πράγμα που ισχύει μέχρι και σήμερα.
Την τσικνοπέμπτη που ήταν στο μέσον της δεύτερης εβδομάδας των αποκριών, γινόταν το λιώσιμο των γουρουνιών, το φτιάξιμο παστού, του λίπους και των τσιγαρίδων . Ο τόπος γύρω ήταν όλο τσίκνα και μοσκοβόλαγε από την μυρουδιά.
Άλλο κύριο γνώρισμα των αποκριών, ήταν το ντύσιμο και η μεταμφίεση των χωριανών μας σε μασκαράδες ή μπούλες. Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, οι γιορτές και τα γλέντια φτάνανε στο απόγειό τους.
Οι άνθρωποι για να ξεφύγουν την μιζέρια και να ξεχάσουν την φτώχεια, τις στενοχώριες και τα προβλήματα τους, το ‘ριχναν στα έξω. Μασκαρεύονταν και δημιουργούσαν διάθεση για γέλια και διασκέδαση.
Για να ντυθούν μπούλες τότε, δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα: μάσκες, ειδικές στολές για την μεταμφίεση κλπ. Έπρεπε ο καθένας να έχει στολή να μην αναγνωριστεί γρήγορα για να προκαλέσει έτσι το ενδιαφέρον των άλλων.
Στο κεφάλι συνήθως φορούσαν γυναικεία μανδήλια και τα πρόσωπα και τα χέρια τα μουτζούρωναν για να μην γνωρίζονται. Δεν ξέρω παλιότερες εποχές αλλά το ντύσιμο ήταν ανδρική υπόθεση και λίγες ήταν οι γυναίκες που συμμετείχαν ενεργά.
Έβαζαν στάχτη σε ένα τσακόνι (ταγάρι) και πασπάλιζε ο ένας τον άλλον με δαύτην. Φορούσαν ενδύματα παλιότερων εποχών και μεταμόρφωναν το σώμα τους προκλητικά. Έτσι μασκαρεμένοι και αγνώριστοι, είχαν την ευκαιρία να κάνουν χίλια δυο πειράγματα.
Έλεγαν πονηρές φράσεις και συμπεριφέρονταν προκλητικά, εκφράζοντας έτσι ελεύθερα τις ερωτικές τους σκέψεις. Τα τραγούδια και οι χειρονομίες είχαν πολλά ευτράπελα και σεξουαλικά υπονοούμενα και όπως ήταν και μισομεθυσμένοι, φανέρωναν πιο πειστικά τις επιθυμίες τους.
Θυμάμαι ντυμένη μπούλα την θεια μου την Διαμάντω (Κουτσίνα) με ένα ματαράτσι κουκούλα και μια αξίνα στο κέντρο για κεφάλι να χαλάει ο κόσμος από τα γέλια και να μην μπορεί κανένας να την γνωρίσει.
Δυο άντρες ντύνονταν σαν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που έκανε βόλτα στην πλατεία με την συνοδεία άλλων μασκαρεμένων , μικρών παιδιών και των υπόλοιπων χωριανών. Άλλοι ντύνονταν και παρίσταναν την νύφη και το γαμπρό και η πομπή από ομάδες ανθρώπων του χωριού κατευθυνόταν στην εκκλησία. Η μεγάλη κοιλιά της νύφης που φαινότανε ότι είναι γκαστρωμένη και τα μεγάλα στήθη της δημιουργούσαν πειράγματα, κέφι και διασκέδαση στους γύρω τους.
Θυμάμαι τον Δήμο του Ντούσια, ντυμένο με γυναικεία ρούχα, να παίζει το μαντολίνο του στην πλατεία και με μεγάλη ομήγυρη και άλλες μπούλες να τραγουδάνε και να διασκεδάζουν. Ακόμα θυμάμαι τον Καραλή ντυμένο, με ένα γουρνοτόμαρο να χορεύει σαν μαϊμού και να σβένεται το χωριό από τα γέλια με τα σκέρτσα του και με την γύφτικη δήθεν καταγωγή του. Την Γιωργίλαινα που ήταν ντυμένη γιατρός.
Αλλά και τον Δήμο τον Τζιμπάκο και τον Κουτσό, θυμάμαι, να είναι ντυμένοι γέροι με την καμπούρα να προεξέχει στο σκυφτό γέρικο σώμα τους.
Τι να ειπώ γι αυτούς τους ανθρώπους που κράταγαν τα έθιμα, από τον Θεό Διόνυσο της Αρχαίας Ελλάδας!.
Όλη την ημέρα λοιπόν υπήρχαν μπούλες και γύριζαν στις αυλές των σπιτιών . Οι σπιτονοικοκυρές κέρναγαν με την κανάτα κρασί , οι μασκαρεμένοι τις πείραζαν, χόρευαν και διασκέδαζαν.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την Σταμηροβαγγελιά που τραγούδαγε και χόρευε μπροστά με σκέρτσα και καμώματα το τραγούδι « ΤΗΝ ΑΝΤΩΝΑ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΑ.» και χάλαγε ο κόσμος από τα γέλια. Είναι ευκαιρία να το μεταφέρω εδώ από το βιβλίο του Κώτσιου.
Την Αντώνα, την πλατώνα και την μαρμαροκολόνα,
πήγα να την κάνω νύφη, στου πατέρα μου το σπίτι.
Πήγαν και την φέρανε, πόρτα δεν την χώραγε.
Πιάνουν και χαλάν την πόρτα και μια πήχη απ τον τοίχο.
__Πεθερά θα σε ρωτήσω: «Που να πάω να κατουρήσω»
__Έβγα έξω στο χαγιάτι κι άλλο αμόλα κι άλλο κράτει.
Και της αμολήθηκε όλο κι έπνιξε τον κόσμο όλο.
Παν τα σπίτια σαν καράβια και οι ανθρώποι σαν τα ψάρια.
Κι ένας μύλος ο καημένος, πέντε χρόνια στερεμένος,
εξεκίνησε κι αλέθει και καρτερεμούς δεν έχει.-
Μα σαν τέλειωσε το τραγούδι με την Πλατώνα, η θεια Βαγγελιά μπήκε στο κέφι. Την παρακινούσαν οι απέξω από το χορό να ειπεί το τραγούδι «πώς το τρίβουν το πιπέρι».
__Μη βιαζόστε, πρώτα να κάνω μια εξήγηση. Για τηράτε, κανένας να μην αποφύγει αυτά που προστάζει το τραγούδι. Γιατί θα τον βάλουμε χάμου και θα γίνει της γριάς ο σωρός. Μετά ξεκίνησε το τραγούδι:
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
Του διαβόλου οι καλογέροι
Με το χέρι τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν
Με το γόνατο το τρίβουν…
Με την μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκρισαρίζουν.
Κανά δυο της παρέας στο χορό δεν ακούμπησαν τη μύτη τους στο πάτωμα να τρίψουν το πιπέρι. Αλλά ας συγχωράνε που δεν τους είδε η θεια Βαγγελιά. Τώρα συνέχισε το τραγούδι:
Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν.
Θέλοντας και μη όλοι κάθισαν στο πάτωμα και κούναγαν τον κώλο τους να τρίψουν το πιπέρι.
Είχε πολλά γέλια, μια και όσοι απόφευγαν να τρίψουν το πιπέρι, κέρναγαν και ξανά κέρναγαν την παρέα, τους έβαζαν να πιουν το κρασί με το τσουκάλι ή ακόμα τους μουτζούρωναν.
Άντε τώρα να παρακούσουν την εντολή!
Όταν νύχτωνε για τα καλά, μαζωνόμαστε ούλοι στο σπίτι. Αναγλυφόμαστε για τα καλούδια που βλέπαμε και θα τρώγαμε στο τραπέζι.
__Για ακούτε δω! Απόψε, αν σας φωνάξουν, να μην απλοηθείτε. Το ξέραμε και από άλλα χρόνια. Αν μας φώναζαν οι γειτόνοι, οι φίλοι απ’ όξω το σπίτι, δεν απαντούσαμε. Το μυαλό μας όμως τώρα ήταν στις λιχουδιές ,στις ετοιμασίες και δεν το περιμέναμε.
__Γιώτα! Ου! Γιώτα. Ακούστηκε η γνώριμη φωνή της Βασίλως.
__Μην απαντάτε, φώναξε ψιθυριστά η μάνα, μα δεν πρόλαβε την Γιώτα.
__Ορίστε, απάντησε εκείνη.
__Πάρε τους ψύλλους και τους κορέους, της είπε μέσα στην νύχτα. Ύστερα με ένα σαρκαστικό, δυνατό γέλιο μπήκε στο δικό της σπίτι. Εμείς τώρα θα φορτωθούμε και τα ζωύφια της γειτόνισσας στο σπίτι μας για ένα ολόκληρο χρόνο! Τι να κάνουμε; έτσι το ήθελε ο μύθος, ο θρύλος και η γειτόνισσα μας.
__Αχ! Τσιούπα μου, της είπε η μάνα.. Το έχουμε ειπεί πολλές φορές μα εσύ έκανες λάθος.
__Άει στο διάολο Βασίλω! Φώναξε με θυμό η Γιώτα. Για να γυρίσει ο χρόνος και θα ιδείς του χρόνου τι θα σου κάνω.
Η φωτιά έκαιγε από νωρίς με αδερφωμένα κούτσουρα και λιανά ξύλα και η θράκα ήταν πλούσια.
Από το απόγιομα η μάνα είχε κάνει ζυμάρι στο σκαφίδι για να φτιάξει μπακαρούνια ,δηλαδή τα «φτιαστά» μακαρόνια.
Έπαιρνε ένα μικρό κομμάτι ζυμαριού, το έτριβε συνέχεια στο πλάϊ του σκαφιδιού ή στο πλαστήρι και το πασπάλιζε με αλεύρι να μην κολλάει. Αυτό από το πολύ πλάσιμο γινότανε λεπτό σαν ένας χοντρός σπάγκος. Τ’ άφηνε να ξεραθούν και τα ‘βραζε σε σιγανή φωτιά. Ύστερα έκαιγε το λάδι στο τηγάνι, και τις περσότερες φορές που δεν υπήρχε λάδι,έβαζε λίπος από την λαήνα και το έριχνε επάνω στα μπακαρούνια να αρτυθούν.
Έτοιμα πλέον, στο σοφρά που καθόμαστε ζεστά - ζεστά όπως ήταν γέμιζε τα πιάτα μας να χορτάσουμε και να τα ευχαριστηθούμε.
Τα πασπαλίζαμε με μπόλικη ψιλοτριμμένη μυτζήθρα και τρώγαμε. Ο πατέρας τράβαγε την θρακόβολη προς τα έξω και έκανε ένα μικρό αλώνι.
Σύμφωνα με το έθιμο, έπαιρνε από ένα αυγό για τον καθέναν μας , το έβαζε ολόρθο γύρω – γύρω στη θράκα με ιεραρχική σειρά. Του πατέρα πρώτα, της μάνας, του Χρίστου κλπ. Για να ψηθούν.
Τα αυγά ,ώσπου να ψηθούν, άλλα ίδρωναν και άλλα έσπαγαν. Γι αυτά που ίδρωναν η μάνα έλεγε ότι είναι καλότυχα γιατί τα περισσότερα ίδρωναν. Ο πατέρας αντίθετα αποκαλούσε τεμπέλη αυτόν που του ανήκε το ιδρωμένο αυγό. Όταν το αυγό από την πολλή πύρα έσπαζε με κρότο λέγαμε, σκάσανε οι εχθροί μας.
Το βράδυ εκείνο στο τραπέζι , υπήρχαν και οι λαλαγκίδες ,κοινός λουκουμάδες ,όπως θα λέγαμε σήμερα.
Στιγμές ανέμελες για μας τα παιδιά, ευτυχισμένες με τα πλούσια και αγνά ποιμενικά προϊόντα.
Με τα μπακαρούνια από γνήσιο σιτάλευρο, τις λαλαγκίδες και τα ψητά αυγά στην θρακόβολη απονηστεύαμε.
Όταν πηγαίναμε για ύπνο στο μυαλό μας ερχόταν ή άλλη ημέρα. Η Καθαρή Δευτέρα με τα Κούλουμα. Κούλουμα ήταν η καθαροδευτεριάτικη έξοδος των γλεντζέδων Γλαντσιωτών ( Κουτσού, Τζιμπάκου, Ζιογούλα κλπ) μέχρι την βρύση του χωριού και τα ρουμελιωταίϊκα σπίτια. Ντενόσανται μασκαράδες και είχαν φαγοπότι και διασκέδαση. Παίρνανε μαζί τους νηστίσιμα φαγητά (κρεμμύδια, σκόρδα, βορβούς, κρασί, καμιά φασολάδα) και συνέχιζαν το τραγούδι και το χορό. Άλλοι διασκέδαζαν την Καθαρά Δευτέρα με άλλους τρόπους, πάντα με κέφι και χαρά.
Από θρησκευτικής πλευράς Καθαρή Δευτέρα σήμαινε καθαρισμός του σώματος με την νηστεία και της ψυχής με τον προσευχή.
Τα κούλουμα ήταν και το τέλος της αποκριάς.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
B GIRAKAS
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού
Από το Blogge
Χρόνια πολλά Βαγγέλη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα 'σαι πάντα γερός και δυνατός.
Ο δικός μας "Παπαδιαμάντης" , που σ' άλλους ζωντανεύει στιγμές του παρελθόντος και ξυπνά συναισθήματα και άλλους τους μυεί, όσο γίνεται...
Προσωπικά σ ευχαριστώ για την κάθε λέξη αυτού του κειμένου
Γιάννα