Ποίημα του μεγάλου Τούρκου λογοτέχνη Aziz Nesin (Mehmet Nusret Nesin). Περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Nutuk Makinesi που κυκλοφόρησε το 1958.
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».
Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.
Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή
που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!
Γεννήθηκε ως Μαχμούτ Νουσρέτ Νεσίν στη νήσο Χάλκη της Κωνσταντινούπολης στις 20 Δεκεμβρίου 1915. Ο Αζίζ Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995. Υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης. Ο Αζίζ Νεσίν είναι ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του κριτικού ρεαλισμού στα τουρκικά γράμματα. Στην πολιτική και κοινωνική του σάτιρα στηλιτεύει τα τρωτά της τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι και λίγα. Αγαπημένοι του ήρωες είναι οι άνθρωποι του λαού, εργαζόμενοι και άνεργοι.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Τουρκία και το εξωτερικό. Το 1991 ήλθε στην Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και στα ελληνικά. Το πιο γνωστό είναι ο «Καφές και η Δημοκρατία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θεμέλιο».
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλένη Τζατζιμάκη
15.10.2022
Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου από έναν εξαιρετικά σπάνιο καρκίνο δεν χωράει λόγια. Του ταιριάζει περισσότερο μια σιωπή σεβαστική, από αυτές τις βροντερές σιωπές που σε κάνουν να χαμηλώνεις τα μάτια καθώς ξαναθυμάσαι τον βαρύ πέλεκυ της ανθρώπινης μοίρας από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Σου υπενθυμίζει ότι όλο το παιχνίδι παίζεται τώρα, εδώ, μεταξύ ανθρωπιάς και αποκτήνωσης, μεταξύ καλού και κακού, δίκαιου και άδικου. Ελεύθερη η επιλογή, αναπότρεπτος ο προορισμός.
Τι γίνεται όμως όταν ο άνθρωπος που φεύγει έχει προνοήσει να δώσει το φιλί της ζωής σε μια κοινωνία που μέρα τη μέρα χάνει την ψυχή της;
Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, δις Αργυρός Ολυμπιονίκης, αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και πατέρας δύο παιδιών, σήκωσε τα τελευταία χρόνια τον βαρύ σταυρό ενός καρκίνου του πνεύμονα ταχέως μεταστατικού και μη αναστρέψιμου. Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε συνεντεύξεις του, ποτέ δεν σκέφτηκε γιατί διάλεξε εκείνον το κακό που τον βρήκε και η μόνη του έννοια ήταν να «πάρει παράταση» ώστε να μπορεί να τον θυμάται η μικρή κορούλα του και να τον θυμίζει στον ακόμη μικρότερο αδερφό της.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως μια τέτοια άνιση, άδικη μάχη θα μπορούσε εύλογα να μετατρέψει έναν άνθρωπο σε πληγωμένο θηρίο, και πόσο μάλλον έναν νέο άντρα που στην ακμή της δόξας και της προσωπικής του ευτυχίας καλείται να παλέψει με τον πιο δύσκολο αντίπαλο, την αδόκητη φθορά του ίδιου του τού σώματος.
Με το αποχαιρετιστήριο γράμμα-μήνυμα που άφησε πίσω του με την οδηγία να δημοσιευτεί μετά το πέταγμά του για «κάπου πιο όμορφα ή στο πουθενά», ο Αλέξανδρος υπήρξε και σε αυτήν την περίπτωση η λαμπρή εξαίρεση: γράφοντας τον επίλογο της ζωής του, μας θύμισε ξανά ότι το καλό υπάρχει κάπου εκεί έξω αρκεί να θες να το δεις και να το διαλέξεις. Γιατί η ανθρωπιά και η ηθική είναι θέμα επιλογής τελικά. Και θέλει κότσια.
Συνεπής ως προς τον σκοπό της ζωής του «να προσφέρει ελπίδα μέσα από όσα κατάφερε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο μήνυμά του, αφήνει πίσω του λόγια απαραίτητα, ειδικά σε μια εποχή όπου η σκέψη μας ζυμώνεται κάθε μέρα με εγκλήματα έσχατης φρίκης, παιδεραστές, βιαστές και φονιάδες, οικογενειακά δράματα, φτώχεια και εξαθλίωση, στυγνούς και αδίστακτους μακελάρηδες της διπλανής πόρτας έτοιμους να σιωπήσουν στραμμένοι μόνο στα του οίκου τους ή να κατασπαράξουν τον άλλον και να υπερασπίσουν με κάθε τρόπο το σκοτάδι μέσα τους.
Τα λόγια του Αλέξανδρου, έστω για μία μέρα, ύψωσαν ανάχωμα κι έριξαν καθαρό νερό στον βούρκο του Κολωνού. Τα λόγια του Αλέξανδρου χτύπησαν μια καμπάνα που είχαμε πιστέψει ότι σχεδόν έχει σιγήσει: την ανθρωπιά.
Και η τελευταία πράξη του μεγαλείου: η επιθυμία του Αλέξανδρου να δημοπρατηθούν τα μετάλλιά του και τα χρήματα να δοθούν σε δομές που ασχολούνται με την προστασία των ανήλικων παιδιών γιατί «αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι κάθε κάταγμα στα πόδια μου», έρχεται κι αυτή, που επίκαιρη από ποτέ, να ξεμπροστιάσει την παρακμή του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας που παρακολουθεί κάθε μέρα άπραγη όλο και περισσότερο τα παιδιά της να κακοποιούνται, να βιάζονται, να καταφεύγουν στο έγκλημα τα ίδια ή να πεθαίνουν αβοήθητα από την πείνα και την παραμέληση. Κι ύστερα αλλάζει κανάλι.
Στην ύστατη στιγμή του, ο Αλέξανδρος διάλεξε να κάνει την τελευταία του υπόκλιση μπροστά σε όλους μας, γνωστούς και αγνώστους. Κι έπειτα, έκανε μονομιάς ένα σάλτο προς την αιωνιότητα, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη θέση του στην αθανασία αφού, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, σήκωσε το λάβαρο της αγάπης κι αποχαιρέτισε με το κεφάλι ψηλά, θυμίζοντας πως δεν είναι όλα χαμένα.
"Απόψε είμαστε κι οι δυο μας σιωπηλοί /
ΑπάντησηΔιαγραφήακόμα και οι λέξεις φοβήθηκαν τα χείλη" /
(Αξέχαστος Νίκος Παπάζογλου).