Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Η θεια - Bαγγελιά

Γράφει ο Παλιοπυργήσιος
 Άει….. πού (εί)σαι, ρε θεία- Bαγγελιάάάάά (μακαρίτισσα τώρα) πού (εί)σαι τώρα που σε χρειαζόμαστε, τώρα που του διαβόλου ο κορονοϊός μας υποχρέωσε, θέλουμε δε θέλουμε, να χορέψουμε, όχι τσάμικο, όχι καλαματιανό αλλά το χορό της καραντίνας, τώρα που κλειστήκαμε μέσα και σκάσαμε, για να σωθούμε βέβαια, αλλά…… τι τα θες, θα….. πάμε από φόβο, από αγωνία, από άγχος.  Πού (εί)σαι να μας ξεσκάσεις με τα καλαμπούρια σου, ας είχαν μέσα και τις αθυροστομίες, αυτές περνούσαν απαρατήρητες - μόνο όταν προέρχονταν από σένα,  πού (εί)σαι να χορέψεις:
             «την Αντώνα την Μπλαντώνα και τη μαρμαροκολόνα.
          θέλω να την κάνω νύφη  στου πατέρα μου το σπίτι….»
 Πού (εί)σαι; γιατί όλα σου αυτά θα ήταν τώρα φάρμακο κατά της καραντίνας του διαβόλου κορονοϊού, τωρα σ΄ έχουμε ανάγκη.  Αλλά τι λέω εγώ; Μήγαρις τότε δεν σε χρειαζόμαστε; Σάματι τότε δεν μας βασάνιζε ο ιός της φτώχιας, της αγωνίας, της δυστυχίας;  Τότε που όλα αυτά τα είχαμε μόνιμα φορτωθεί στην καμπούρα μας;
Αλλά, αλήθεια για ποια Βαγγελία μιλάμε; Ε, για ποια άλλη, ρε παιδιά, για την Τσιαγκροβαγγελιά ή τη Σταμιροβαγγελιά ή τη γυναίκα του Κοσμά-Τσιαγκρή  και Ντάλα, ρε, αυτού του δουλευταρά,  που έτσι τον είχαμε χαρακτηρίσει σε κάποιο μικρό κειμενάκι που είχε αναρτηθεί στην ιστοσελίδα μας, τότε που κάποιος σ΄ένα σχόλιο είχε εκφράσει την επιθυμία να γραφτεί κάτι για τη γυναίκα του τη Βαγγελιά. (Την αναφέρει ο Θόδωρος Αργ. Γιαννόπουλος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού μου», σελίδα 159 και 195)

 Πάρα πολύ φτωχική η πολυμελής τσιαγκρέικη οικογένεια όπως όλες τότε οι οικογένειες του χωριού μας. Όλοι τότε προσπαθούσαν να «τα βγάλουν πέρα με νύχια και με πόδια» που λέει. Όμως η θεια - Βαγγελιά σκόρπιζε μέσα και έξω από το σπίτι απλόχερα κέφι, χαρά και καλαμπούρι.
 Έτσι για να την θυμηθούμε εμείς οι παλιοί και να πάρουν μία ιδέα οι νεότεροι, με  την άδεια της θα αναφερθούμε σε αυτήν με λίγες θύμισες.
Ήταν κάποια χρονιά, τότε που είχε πολύ κόσμο το χωριό μας και μπρος-πίσω τα Χριστούγεννα στα καφενεία είχαν πολύ μεγάλη πέραση τα τυχερά χαρτοπαικτικά παιχνίδια. Έτυχε ένα βράδυ σε ένα καφενείο, εκτός των άλλων, να παρευρίσκονται στη διασκέδαση οι δυο μικρότεροι γιοι της, ο Βασίλης και ο Γιώργης (Λώρης). Ε, πού να της πάει ο ύπνος. Ήρθαν μεσάνυχτα, πολύ τσουχτερό κρύο, έβρεχε καρεκλοπόδαρα, που λέει,  κι αυτή αντεροκοβότανε,  αντιπατώντας πέρα-δώθε στην πλατεία, τσίτα φαρμάκι με τη σκέψη ότι τα παιδιά της χαρτοπαίζανε και θα χάνανε ό,τι οικονομίες είχαν.  Και βέβαια ποιος της έφταιγε εκτός από τα ίδια της τα παιδιά; Φυσικά…. ο καφετζής. Εγώ, που δεν έπαιζα, αλλά παρακολουθούσα το Χριστουγεννιάτικο, ας πούμε χαρτοπαιχτικό πανηγύρι, βγήκα κάποια στιγμή έξω, βλέπω τη θεια – Βαγγελιά, εκείνη με νόμισε  για τον ιδιοκτήτη του καφενείου και με έντονα οργισμένη φωνή μου λέει: «Α, ρε που πού(σ)ιτη, με τη λέσχη σου απόψε, θα μου κλείσεις το σπίτι «Γυρίζω μέσα γελώντας και λέω αυτό κι αυτό. Ξεκαρδιστήκανε όλοι στα γέλια και πιο πολύ τα παιδιά της.
Εδώ να σημειωθεί ότι τη λέξη  «λ έ σ χ η»  τότε δεν την ήξεραν και πολλοί άντρες και σχεδόν όλες οι γυναίκες στο χωριό μας και η Θεία - Βαγγελιά τη χειριζόταν άριστα.
Την άλλη μέρα, τ’ απογευματάκι, στο ίδιο καφενείο γινόταν ένα καλό γλεντάκι. Τραγούδι και χορός με πικάπ (ματικάπι το ‘λεγε ο μακαρίτης ο Διαμαντής). Την ώρα που χόρευε μπροστά ο γιος της ο Βασίλης να σου την και εμφανίζεται και μπαίνει μέσα. (Είπαμε, όπου μυριζόταν γλέντι, χορό και διασκέδαση, έτρεχε πρώτη να λάβει μέρος για να πάρει και να δώσει χαρά και ικανοποίηση.) Αμέσως την αρπάζει και τη βάζει μπροστά στο χορό. Εκεί να ιδείς τερτίπια, φιγούρες και τσαλιμάκια. Κι ο Βασίλης κάθε τόσο της υπενθύμιζε: ¨Σ’ αρέσει η λέσχη απόψε, ε;; Και πάλι «Είναι καλή η λ έ σ χ η απόψε, ε»; Καινούργια γέλια τώρα απ’ όλους.
 Κάποια φορά μάλωνε με τον ξάδερφό της το Γιάννη Θ.  Πολύδερα (Μπλε), τον Μπλε τον υποτιμούσε, τον θεωρούσε παρακατιανό,  ενώ τον αδερφό του το Γιώργη τον Κομπόλη τον εκτιμούσε, τον σεβόταν, τον «είχε περί πολλού»  όπως ακριβώς πολλοί άλλοι στο χωριό (Βλ. το βιβλίο του Θεόδωρου Αργ. Γιαννόπουλου» αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού μου, σελ. 240 – 241». Ήθελε να τον συγυρίσει για τα καλά, να τον φορτώσει με του κόσμου τις βρισιές, αλλά ντιριόταν από το σεβασμό που είχε προς τον Γιώργη τον Κομπόλη. Αλλά, να, που του διαβόλου η κάλτσα βρήκε λύση με τον εξής κρυπτογραφημένο τρόπο: «Αχ, καυμένε, είναι το κ. που σκεπάζει το μ. αλλιώς θα σε κουμαντάριζα». Είχε καταχυρωμένη την άδεια αθυροστομίας. Έλα εσύ τώρα, δεν χρειάζεται να τον αποκρυπτογραφίσεις,  άστον.  Κι αν κατά λάθος πατήσεις κανά κουμπί και γίνει αποκρυπτογράφιση, βάλε αμέσως τη μάσκα σου να μη μεταφέρεις τον ιό σε άλλον γιατί τότε θα έχουμε καμιά ξέφρενη επιδημία αθυροστομίας.
Θεός σχωρέσ’την τη θεια Βαγγελιά
Παλιοπυργήσιος






9 σχόλια :

  1. Ανώνυμος27/6/20 11:55

    H καλυτερη του χωριου η τσαγκροβεγγελια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος27/6/20 14:35

    Εμείς οι νεότεροι δεν είχαμε την τύχη να την γνωρίσουμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος27/6/20 16:32

    ειναι φλεβαρης πρωι και το δημοτικο Μυγδαλιας κανει την προσευχη του στο προαυλιο ενω ριχνει ψιλη σκαμαγκιδα και κανει τρομερη παγωνια.ενας μαθητης λεει την πρωινη προσευχη ο δασκαλος εχει πισω το σχολειο και μπροστα τα παιδια συντεταγμενα και βλεπει προς το δρομο που ειναι πανω απο το προαυλιο.εκεινη τη στιγμη προβαλλει η θεια Βαγγελια στο δρομο αυτο και χωρις ν αντιληφθει οτι γινοτανε προσευχη λεει στο δασκαλο τη λαικη ατακα-παροιμια
    -δασκαλε κανει κρυο καιρος για δυο.το γελιο που επεσε δεν περιγραφεται..

    κι ενα δευτερο οπως το θυμαμαι.γινοτανε γυμναστικες επιδειξεις και μαθητικοι αγωνες του δημοτικου σχολειου στην πλατεια.ο δασκαλος τις ειχε οργανωσει καλα και ορισε τον γιο της Βαγγελιας το Γιωργη (λωρη) ως παλιο αθλητη του μηκους και γνωστη του θεματος εποπτη των αγωνων-αλιταρχη..ετσι λεγοταν στην αρχαια ολυμπιαδα αυτο το προσωπο.στην αρχη μιλησε ο δασκαλος και ειπε μεταξυ αλλων οτι: οριζουμε αλιταρχη το Γιωργη Κοσμα οποτε η μακαριτισσα η μανα του που ακουγε μη γνωριζοντας τη σημασια της λεξης γυρναει και λεει στο δασκαλο-οχι και αλιταρχη δασκαλε.επεσε παλι φοβερο γελιο.
    ειχε τεραστια παρουσια στην ζωη της πλατειας.παντα θα τη θυμαμαι
    ΙΟΛΑΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος28/6/20 00:57

    Ο Θόδωρος Γιαννόπουλος στο βιβλίο του "Αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού μου" γραφει σχετικα: όταν τα παιδιά του Γεργουτσου προκοβαν στα γράμματα, ενώ τα δικά της και του παπά Πάνου δεν τα κατάφερναν, πήγε στην παπαδιά και της λεει:έλα να πεταχτούμε μέχρι το Γεργούτσο να μας τετοιώσει μπας και βγάλουμε κάνα έξυπνο παιδί, γιατί με τα στηλιαρια πόχουμε δε θα ιδούμε προκοπή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος28/6/20 00:58

    Ο Θόδωρος Γιαννόπουλος στο βιβλίο του "Αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού μου" γραφει σχετικα: όταν τα παιδιά του Γεργουτσου προκοβαν στα γράμματα, ενώ τα δικά της και του παπά Πάνου δεν τα κατάφερναν, πήγε στην παπαδιά και της λεει:έλα να πεταχτούμε μέχρι το Γεργούτσο να μας τετοιώσει μπας και βγάλουμε κάνα έξυπνο παιδί, γιατί με τα στηλιαρια πόχουμε δε θα ιδούμε προκοπή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος28/6/20 10:25

    χαχαχαχαχαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος29/6/20 00:12

    Η Τσαγκροβαγγελιά για την εποχή της ήταν πολύ μπροστά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος29/6/20 00:13

    Θυμάται κανείς ποιο έτος πέθανε?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος6/3/24 22:42

    Ήταν η προ γιαγιά μου αν και δεν την γνώρισα ο γιος της ο Βασίλης, ο παππούς μου μιλάει συνέχεια για εκείνη

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.