Aδερφομαχία
Α΄
Μαζί τους είδαν τα κυκλαμινάκια
του φασισμού το τέρας να ντροπιάζουν
Τα σπήλαια τους άκουσαν «αέρα»
μαζί τα δυο αδέρφια να φωνάζουν
Μαζί να ροκανίζουν σαν του κλέφτες
το μαύρο της σκλαβιάς βαρύ σκοτάδι
τους είδαν τα θυμάρια με καμάρι
τα μάτια σαν ανοίξανε το Μάη
Μαζί τους γρίκησαν οι μαργαρίτες
τη γη με τον ιδρώτα να ποτίζουν
γλυκό κρασί τη λευτεριά να πίνουν
Μαζί τους είδανε τα μανιτάρια
τον ίσκιο της ελαίας να χορταίνουν
και τους ρυθμούς με τέχνη ν’ ανασταίνουν
Β΄
Μα ζήλεψε η ΄Εριδα τη θαυμαστή τους μοίρα
κι ανάμεσά τους ρίχνοντας η δολερή το μήλο
σε δυο κομμάτια χώρισε εξαίφνης τη φυλή
και των αντρώνε τις καρδιές εξόπλισε με μίσος
Διχοτομήθηκε ευθύς η πατρική εστία
Σ’ αντίπαλα στρατόπεδα βρεθήκανε τ’ αδέρφια
Αμφισβητούμενη πλαγιά κατάντησε η μάνα
Γ΄
Ξαναπήρε ο ένας τα όρη
με συντρόφους αντάρτες
Στην κοιλάδα ο άλλος ροβόλησε
με συντρόφους στρατιώτες
Με ιδέες για νήμα
ο καθείς τη σημαία του ύφανε
Και προσφέρανε χώρια στον ΄Αρη
τις φριχτές τους θυσίες
Γιατί τα σκυλάκια ρωτούσαν
να χτυπιούνται με τόση μανία
μεταξύ τους τ’ αδέρφια
Ψιττακοί οι σπηλιές ξαναλέγαν γιατί
Οι μυρτιές που στεφάνωσαν νίκες και νίκες
κι οι οχιές που ζηλεύαν των δυο τις ενέδρες
κι οι λαγοί που αρμέγαν απ’ τους άθλους τους θάρρος
και τ’ αηδόνια που θαύμαζαν τη γλυκιά τους φωνή
απορώντας ρωτούσαν γιατί
Και ο κούκος καλώντας την ΄Ανοιξη μάταια
ρωτούσε με πείσμα τι έτρεξε τι
Το χωριό που μακάριζε χρόνους τη μάνα
μαζικά ερωτούσε γιατί
Δ΄
Γιατί γιατί ρωτούσε και η μάνα
κοιτώντας σαν αλλοίθωρη η έρμη
Με το ’να μάτι βίγλιζε τα όρη
με τ’ άλλο ερευνούσε την κοιλάδα
Σαν εκκρεμές παλινδρομούσε τώρα
δεξιά ζερβά η δόλια η καρδιά της
Την άκουγαν τα γιούλια να αφήνει
στη φύλαξη του θείου τα παιδιά της
- «Θεέ σκληρά τιμώρησε τους ξένους
που άναψαν στα σπλάχνα μου πολέμους
Προνόησε οι δυο μου γιοι συνάμα
να μη διαβούν το πατρικό κατώφλι
Και σώα φύλαγέ τα μες στην μπόρα
που ξέσπασε ανάμεσά μας τώρα
Ε΄
Νύχτα ο αντάρτης άραζε
στο μητρικό λιμάνι
Στην κουκουβάγια ανέθετε
τσίλιες για να φυλάει
Μέρα ο στρατιώτης φρόντιζε
τη μάνα του να βλέπει
Και χρόνους τρεις οι δρόμοι τους
δε σκάρωσαν σταυρό
Στον τέταρτο όμως σώθηκε
η πρόνοια τ’ ουρανού
Η μοίρα συνάντηση τους έκλεισε
στη μητρική αγκάλη
Εκεί η δυο θανάσιμα αγκαλιάστηκαν
αλλάξαν μαχαιριές
Για την καρδιά της μάνας
μονομάχησαν
Αγκαλιά η ματιά των ανθέων τους πήρε
το φιλί ν’ ανταλλάζουν το ύστερο
Τους άκουσαν να συλλαβίζουν
τη λέξη συγγνώμη τα ία
της ψυχής τους ξοδεύοντας
τα στερνά τ’ αποθέματα
ΣΤ΄
Κλαίει τώρα η κουκουβάγια
προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ τις Ερινύες
Κλαίει και το χωριό
μα διχασμένο πάντα
Θρηνεί ο πρώτος του χορός
για τον αντάρτη μόνο
Για το στρατιώτη μόνο
κι ο δεύτερος θρηνεί
Αντιγόνη η μάνα
γι’ αμφότερους σφαδάζει
Ζ΄
Τους έλουσε με φως
για στερνή φορά ο ήλιος
Τους είδαν για στερνή φορά
τα νούφαρα
με μάτια βουρκωμένα
αγκαλιά στη βάρκα του Χάρου
τη λίμνη Αχερουσία να διασχίζουν
Το δίκλινο κελί του ΄Αδη
τους δέχτηκε πρόθυμα
Σιμωνίδης η μάνα
με τα δάκρυά της χάραξε στη θύρα του
Δάσκαλοι οι νεκροί
ας ποδηγετούν το μέλλον
κανείς σ΄ αυτό να μην πεινά.
μες της αγάπης το λιμάνι.
με ένα άσπρο περιστέρι.
τον πόνο το βαθύ να γιάνει.
και μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι.
Ωραία και επίκαιρα τα μηνύματα... έτσι για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας και να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη! Χρόνια πολλά σε όλους τους Γλανιτσιωτες κ όλο τον κόσμο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαχρονικά ποιήματα. Δυστυχώς από τον εμφύλιο μέχρι σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Στη Συρία, στη Λιβύη... ο αδερφός πολεμάει εναντίον του αδερφού!
ΑπάντησηΔιαγραφή