ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΒΑΓΓΕΛΗ
Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΟΥ ΓΛΑΝΙΤΣΙΩΤΕΣ.
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Μέσα από αυτές τις αληθινές
ιστορίες των χωριανών μου, παρουσιάζεται ο τρόπος ζωής τους,
η αγωνία τους, τα πάθη τους, και τα καλαμπούρια τους που διασκέδαζαν για
πολλές πολλές δεκαετίες. Θα ήθελα στα κείμενα να βάλω πολλές
φωτογραφίες προσώπων και τόπων, για να μας φέρουν κοντά στο οικογενειακό
περιβάλλον και στο χώρο που ειπώθηκαν και πήραν σάρκα και οστά οι ιστορίες
τους.
Ο θαυμαστός τρόπος που ανιστορούσαν οι γέροι, την εποχή των
παιδικών μου χρόνων, για τον γύρω τόπο, για τους παλιότερους από αυτούς
ανθρώπους, για τα αστεία τις πλάκες και τα καλαμπούρια τους, ήταν ένα όραμα,
μια κινηματογραφική ταινία.
Ακόμη με συγκινούν όσα και τώρα φτάνουν στ ‘αυτιά μου ,
γιατί είναι ολοζώντανες ιστορίες
με
χιούμορ ,ζωντάνια , δεξιοτεχνία μυαλού και γλώσσας.
Αυτές οι πρωτότυπες
αφηγήσεις αφορούν Γλανιτσιώτες, που δεν
υπάρχουν σήμερα και ξεχώρισαν στην κοινωνία μας, με το χιούμορ τους, την
σπιρτάδα του μυαλού τους , τα καπρίτσια και τα καμώματά τους. Το πείραγμα του
ενός προς τον άλλον ήταν το αλάτι και το πιπέρι στην ζωή τους και ένα από τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους.. Σάμπως είχαν άλλον τρόπο διασκέδασης.
Οι Γλανιτσιώτες που στοιχειωδώς έγραφαν και διάβαζαν και
άλλοι δεν ήξεραν γραφή, κατάφεραν να είναι πρωταγωνιστές, στο πείραγμα, στα
αστεία, όπως ο Πίκουλας που θα παραθέσω αρκετές ιστορίες του πιο κάτω.
Ήξεραν να ξεχωρίσουν τον χρόνο και τις καταστάσεις , πότε θα
ειπούν και θα κάνουν αστεία. Παρ΄ όλη την σκληρή δουλειά της ημέρας στα χωράφια
με την κούραση και την οικονομική κρίση που τους μάστιζε δεν ήταν άνθρωποι
σκυθρωποί και μελαγχολικοί. Αντίθετα καλαμπούριζαν μέσα από την φτώχεια τους.
Είχαν μια δεξιοτεχνία και τροποποιούσαν με την γλώσσα την
σκέψη αν κάτι ήθελαν να αλλάξουν στην συζήτηση, η διαπίστωναν πως προσβάλουν τον συνομιλητή τους. Αυτή η ικανότητα τους έβγαζε από δύσκολες
καταστάσεις.
Είχαν ακονισμένη γλώσσα, βάφτιζαν εύκολα το μαύρο
άσπρο, διέπρεπαν και διακωμωδούσαν το
κάθε τι. Εκτόξευαν και πείραζαν με θετικά ή αρνητικά σχόλια πολιτικούς ,
ντόπιους ψηφοφόρους και την κοινωνική
ζωή του χωριού.
Προσποιούντο τον ανήξερο αρκεί να κάνουν την πλάκα τους και
να βρεθούν στο επίκεντρο της συζήτησης.
Κάποτε χωριανός ζήτησε το ετοιμοθάνατο ζώο του γείτονα, να κουβαλήσει
στον μύλο το άλεσμα. Γνώριζε και ήταν βέβαιος πως το ζώο προ πολλού είχε αδυνατήσει
και δεν σήκωνε φόρτωμα. Ο ίδιος το
παίνευε πως ήταν γερό και ικανό να μεταφέρει διπλάσιο φορτίο του κανονικού και
τούτο για να πειράξει τον συγχωριανό του. Άλλοτε σχολίαζε με νόημα τον χορό
νέου. Πως αυτός δεν χόρευε αλλά πάταγε σταφύλια.
Οι υπαίθριοι αγορητές της Γλανιτσιάς όπου βρίσκονταν γέμιζαν
την ζωή τους με εικόνες, παραστάσεις, χαρές και γέλια και έκαναν την ομήγυρη να
γελάει και να παίρνει θέση άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε με χιουμοριστική
διάθεση.
Από τα βέλη τους δεν ξέφευγαν οι αδύνατοι, οι ευτραφείς
άνδρες και γυναίκες, οι αλαφροΐσκιωτοι, οι τσοπάνηδες, οι καλαϊτζήδες και ο
πάσα ένας ξένος η Γλανιτσιώτης.
Και οι γυναίκες δεν πήγαιναν πίσω κουβέντα στην κουβέντα στο πείραγμα . Η Πατσιέβω ρώτησε μια χωριανή.
__ Τι κάνεις μωρή, πως περνάς;. Σε άκουσα να φωνάζεις με τον
γέρο.
__Τι να κάνω, μας έφαγε η μοναξιά και ο γέρος δεν έχει άλλη
δουλειά αδειανός είναι να φωνάζει και να μαλώνει.
__Ας μαλώνει. Κουβέντα είναι και το μάλωμα !!
Τα καλαμπούρια πάντα υπήρχαν στο χωριό και θα έλεγα πως υπήρχαν
άνθρωποι που τα σκάρωναν και τα καλλιεργούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκονται
στο επίκεντρο των συζητήσεων. Το πείραγμα ήταν τρόπος ζωής στους
Γλανιτσιώτες και δεν θυμάμαι να υπήρχουν
παρεξηγήσεις και μαλώματα εκτός
ελαχίστων περιπτώσεων.
Η δημιουργία του μικρού αυτού πονήματος έγινε από προφορικές αφηγήσεις τρίτων και όχι των ίδιων που τα έφτιαξαν και τα
εκτέλεσαν.
Προκαταβολικά ζητώ την κατανόηση των αναγνωστών καθ’ ότι τα
αφηγήματα ίσως να μην έχουν πληρότητα και ακρίβεια και φυσικό είναι με την
προφορική μετάδοση να έχουν υποστεί αλλαγές.
Βασικώς συντελεστής της συγκέντρωσης των ανέκδοτων ιστοριών
είναι ο Γεώργιος Βασιλόπουλος ή Μαγγκογιώργης που μου πρόσφερε απλόχερα τις
γνώσεις του και τις ιστορίες των παλιών Γλανιτσιωτών. Είναι μια κινητή βιβλιοθήκη
και για τον κάθε Γλανιτσιώτη παλιό και νέο έχει να ειπεί μια ιστορία. Τον
ευχαριστώ πολύ, όπως και τον Μπρουκλόγιαννη και κάθε άλλον που συνέβαλε στη
συγκέντρωση και καταγραφή.
Πιστεύω πως όσο ζει το χωριό μας και οι άνθρωποί του, που το
αγαπούν, θα ακούγεται η φωνή αυτών των παλιών ωραίων τύπων της Γλανιτσιάς, του
Κόλια, του Πίκουλα, του Μακεδόνα και πολλών άλλων που άφησαν εποχή και
πρόσφεραν πολλά στον ψυχαγωγικό τομέα της Γλανιτσιάς.
Ευάγγελος Κ Χριστόπουλος
Κόλιας- Γιώργης Μπαρούνης
Κάποια χρονιά ήρθε στο χωριό ένας σπαστίρας, που έβγαζε από
τις πέτρες άμμο. Ο Γιωργάκος ο Μπαρούνης έβγαλε και κείνος άμμο από πέτρες ,
που είχε στο δρόμο, έξω από το σπίτι του. Ο Κόλιας, ήθελε να φτιάξει το
μπαλκόνι στο σπίτι του και ο μάστορας που είχε αναλάβει να το φτιάξει,του είπε εκτός από την άμμο που είχε,
θα τον λείπανε γύρω στους 25 ντενεκέδες.
Πήγε στον Γιωργάκο και του ζήτησε δανεικό άμμο, κάτι που συνηθιζόταν
εκείνη την εποχή. Ο Γιωργάκος στην αρχή ήταν αρνητικό'
Πόσα ψέματα του είπε ο Κόλιας για να τον καταφέρει δεν
λέγεται. Αφού δέχτηκε τελικά ο
Γιωργάκος ο Κόλιας γέμιζε έναν
τενεκέ με άμμο και τον έριχνε σε σακιά
για να τον κουβαλήσει με την φοράδα του. Ο Γιωργάκος κάθε ντενεκέ που γέμιζε ο Κόλιας, είχε ένα
ίσιο ξύλο και έκοβε τον τενεκέ να μην είναι σορωμένος. Ήθελε να είναι δίκαιος,
όταν θα έπαιρνε τον δανεικό άμμο, να έπαιρνε και κείνος τους τενεκέδες κοφτούς
, όπως γινότανε με το σιτάρι στο αλώνι.
__Τι κάνεις Γιώργη, του λέει ο Κόλιας ευτού; Εγώ θα σου δώκω τους ντενεκέδες
σορωτούς όπως και να μου τους δώκεις εσύ.
Το βέβαιο είναι πως ο Γιωργάκος ποτέ δεν πήρε τους τενεκέδες
με την άμμο από τον Κόλια, που τον δάνεισε, ούτε κοφτούς ούτε σορωτούς. Ακόμη
περιμένει.
Κόλιας- Γρηγόρης Τσιρίμης
Ο Κόλιας στου Βάρτ αλώνι είχε σπαρμένο μια χρονιά σιτάρι το χωράφι του με ζευγάρι από κάποιον
που τον είχε υποχρεώσει με τα χωράφια του. Ο ίδιος δεν είχε ζώα για να σπείρει.
Όταν ήρθε ο καιρός και έγινε το σιτάρι, θέρισε και το έκανε δεμάτια που ήταν
απλωμένα μέσα στο χωράφι .
Εκεί λοιπόν που βουρλιζότανε πως θα κουβαλήσει τα δεμάτια
στο χωριό, στο Παπαδέϊκο αλώνι, νάσου ένα βλάγγο αλογάκι που είχε ο Γληγόρης ο
Τσιρίμης στο καλύβι του στα Γουβιά, ήρθε και μπήκε στο χωράφι του.
Αυτό απ ευθείας πήγε στα δεμάτια και έτρωγε. Του καλό άρεσε
του Κόλια που έτυχε να βρίσκεται εκεί. Κάλεσε τον Γρηγόρη τον Τζιντάνο και του
είπε!__ Η μου δίνεις το άλογο δυο μέρες να κουβαλήσω τα δεμάτια στο χωριό ή σου κάνω πρωτόκολλο, για την
ζημιά που μου έκανες. Και να ήθελε να
αρνηθεί ο Γληγόρης είχε πρόβλημα, γιατί το χωράφι του Κόλια ήταν κοντά στο
καλύβι του και πάλαι κάποιο ζωντανό του θα πήγαινε μέσα , οπότε δεν θα την
γλύτωνε.
Δέχτηκε λοιπόν προς μεγάλη χαρά του Κόλια και κουβάλησε τα
δεμάτια.
Τσιότσιολας και Πάτσης
Ο Πάτσης (Βασιλόπουλος Πάνος του Θανασιού) με την γυναίκα
του την Πάτσιαινα είχαν έρθει από τον συνοικισμό του Παλιόπυργου στο χωριό για
κάποιες δουλειές τους. Αφού έκαναν τις δουλειές τους πήραν το γαϊδουράκι που κουβάλησαν μαζί ,τους να επιστρέψουν.
Πέρασαν το Κοκολαγκάδι και το Καταράχι και έφτασαν στου Τσιότσιολα το χωράφι
στην Γούβα.
‘Ηταν άνοιξη, καλός καιρός και ο Τσιότσιολας ήταν ξάπλα στα
χορτάρια με τις γίδες του πιο πέρα να βόσκουν . Τους είδε ο Τσιότσιολας και
τους ρώτησε.
__Που πάτε ρε
βιαστικοί ;
Κάθισε και ο Πάτσης
λίγο να ειπούνε μια καλημέρα και να κουβεντιάσουν .
__Πάμε, Πάμε Πάνο του
είπε η γυναίκα του η Πάτσιαινα. Βιαζότανε για να μην χασομερήσει ο άντρας της
γιατί τους περίμεναν εκεί άλλες δουλειές. Πάμε γέρο του φώναξε δεύτερη φορά. Ο
Γιώργης (Τσιότσιολας) δεν έχει άλλη δουλειά από το καθισιό.
__ Ποια λέτε πως κάνει κακό το καθισιό, απάντησε νωχελικά
και αστενοχώρευτα ο Τσιότσιολας.
Ο Τσιότσιολας και η γέννα της γυναίκας του
Η γυναίκα του η Κατερίνη, κοιλοπονούσε. Ετοιμόγεννη όπως
ήταν την έπιασαν οι πόνοι την νύχτα. Χρέη μαμής τότε στο χωριό έκανε η
Κωστάντιο μάνα του Αντώνη του Φλεβάρη. Το σπίτι της ήταν πολύ κοντά στου
Τσιότσιολα εκεί που είναι τώρα του Γούνη το σπίτι.
__Σήκω Γιώργη του φωνάζει η γυναίκα του η Κατερίνη να πας
κει κά στην Κωστάντιο να της πεις να έρθει εδώ.
Ήταν νύχτα και ο Τσιότσιολας της απαντάει.
__Περίμενε μωρ Κατερίνη να φωτίσει απε πα να την φέρω να
γεννήσεις.
Ο Τσιότσιολας μια μέρα καβάλα στο γαιδουράκι, πίσω οι
γίδες πήγαινε στο χωράφι του στην Γούβα.
Για κακή του τύχη όμως έπεσε από το
γαϊδούρι και χτύπησε στο κεφάλι και έτρεχαν αίματα. Έτυχε κείνη την ημέρα, να έρθει στο χωριό ο
αγροτικός γιατρός. Τον πήραν και τον έφεραν στο ιατρείο.
Τον κοίταξε ι γιατρός και με την ευκαιρία του μέτρησε και
την πίεση που ήταν 23.
__Την έχεις πολύ μεγάλη κύριε Μποσμή του είπε ο γιατρός. Και
ο Τσιότσιολας:
__ Εγώ γιατρέ όλο τόση …….την έχω. Ο γιατρός με τον
Τσιότσιολα και οι γύρω τους γελούσαν ασταμάτητα.
Ήταν εποχή που είχε γίνει
το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ στην Ρωσία. Ο Τσιότσιολας ήταν στο
στέκι του με τις γίδες . Που αλλού στην Γούβα. Εκεί πυκνά συχνά τον
επισκεπτόταν ο Μακεδόνας (Γούργαρης Αντώνιος του Γεωργίου) για συζήτηση και
καλαμπούρι. Είκοσι λεπτά περίπου μακριά από το χωριό. Γύριζαν και οι δυό
τους στο χωριό από τον παλιό δρόμο του
Αγιολιά. Συναντούν στο δρόμο τον Μαγγογιώργη, χαιρετιούνται και τον ρωτούν να
τους ειπεί νέα από το χωριό.
__Τι ακούγεται Γιώργο στο χωριό; Τι γίνεται με το Τσερνόμπιλ;
__Δεν είναι τίποτε αυτό. Έτσι το λένε να διαβάλουν και να
συκοφαντήσουν την Ρωσία, τους απάντησε εκείνος ξέροντας πως πρόσκεινται φιλικά
σε αυτή την χώρα.
__Το ίδιο λέμε και μείς. Δεν την θέλουνε την Ρωσία.
Οι ιστορίες με τον Τσιότσιολα δεν σταματούν εδώ
Τσιότσιολας και Παπαδόγγονας
Τα πετροχώραφα της Γλανιτσιάς , απέδιδαν λίγα γεωργικά
προϊόντα και οι χωριανοί μου για να τα
βγάλουν πέρα, με το ψωμί κυρίως, πήγαιναν για ξενοδούλι στον Πύργο στο Αίγιο
και αλλού. Δούλευαν σε βαριές δουλειές, σκάψιμο, σκάλο, μάζεμα ελιές και ότι
άλλο εύρισκαν. Μαζί με άλλους σε μια παρέα είχε πάει για ξενοδούλι ο
Παπαδόγγονας (Αντώνης Μποσμής του Στάθη και της Γιαννούλας). Ο Παπαδόγγονας
είχε ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο που καλαμπούριζε και ακόμη ένα ιδιαίτερο γέλιο .
Η φωνή του ήταν οξύτατη. Όσοι τον άκουγαν, γέλαγαν περισσότερο για το ιδιόμορφο
και παρατεταμένο γέλιο του, παρά για το ανέκδοτο, ή το καλαμπούρι που έλεγε.
Γύρισε λοιπόν από το ξενοδούλι και κάνοντας βόλτα στην
πλατεία με άλλους ξεκαρδιζότανε στα γέλια με τις ιστορίες που έλεγαν.
Στην πλατεία παρουσιάστηκε ο Τσιότσιλας.
__Γειά σου ξάδερφε του φώναξε χαρούμενος. Τον Τσιότσιολα τον
είχε μπάρμπα μα πολλές φορές τον φώναζε ξάδερφε.
__Καλωσόρισες Αντώνη. Ήρθα να σε χαιρετίσω του είπε ο
Τσιότσιολας.
__Που με πήρες είδηση πως ήρθα!
__Σε άκουγα που γέλαγες από το καταράχι, που έβοσκα τις
γίδες. ( Ένα χιλιόμετρο μακριά από το χωριό )__Και ακουγόμουνα τόσο μακριά
ξάδερφε;
__Δεν το καταλαβαίνεις Αντώνη! Η φωνή σου είναι ταλέντο.
Ας περάσουμε τώρα στον
αδερφό του Παπαδόγγονα τον
Κυριάκο (Κυριάκο Μποσμή του Στάθη και
της Γιαννούλας)
Κυριάκος της Πατσιέβως και Ζολής
Ο Ζολής ( Δημητρακάς Γεώρργιος του Πάνου) είχε κάτι γίδες
της έβοσκε και το μαντρί το είχε στο καλύβι του στις Κουτσοδημητρούς. Του
φεύγανε πολλές βολές και πέφτανε στο σιτάρι του Κυριάκου της Πατσιέβως που τα χωράφια τους ήταν κοντά κοντά και
συνόρευαν
Έβλεπε ο Κυριάκος που οι γίδες του Ζολή του έκαναν ζημιά
αρκετές φορές και μια και δυό αποφάσισε να του κάνει παρατήρηση.
Βρίσκει τον Ζολή στου Μαγγόγιαννη το καφενείο που έπαιζε
χαρτιά.
__Ζιολή του λέει. Οι γίδες σου πηγαίνουνε στο σιτάρι μου και
το χαλάνε. Σήμερα τις ξαναβρήκα μέσα.
__Δεν το τρώνε οι γίδες το σιτάρι Κυριάκου, του απαντάει ο Ζολής θαρετά και με πειθώ.
__Ε! τότε του χρόνου, θα το σπείρω κριθάρι για να τρώνε του
λέει ο Κυριάκος.
Στην συνέχεια καταλαβαίνετε τι έγινε! Όλοι γέλαγαν χωρίς
Στααματημό.
Ήταν καλοκαίρι και πολλοί Γλανιτσιώτες δούλευαν στο Μαίναλο,
κόβοντας έλατα και ανοίγοντας δρόμους. Ο Κυριάκος ήταν επιστάτης και ήταν πιο
ξεκούραστος από τους άλλους. Με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο ή με τα πόδια κατέβαινε στην Βυτίνα, που δεν ήταν και πολύ
μακριά και έκανε εξυπηρετήσεις σε ψώνια στους πατριώτες του.
Σε άλλον έπαιρνε ξυραφάκια, σε άλλον έπαιρνε τσιγάρα,
μακαρόνια, ρύζι, μια ρέγκα γιατί μόνοι τους μαγείρευαν και κοιμόντουσαν εκεί κλπ.
τα χέρια του έπιαναν. Είχε φτιάξει μια φωτογονία να
μαγειρεύει, ένα τραπεζάκι πέτρινο να βάζει το φαγητό του επάνω και να
τρώει, και είχε δυο πέτρινα καθίσματα στο τραπεζάκι.
Πηγαίνοντας λοιπόν ένα απόγευμα στην Βυτίνα σκέφθηκαν να
του κάνουν πλάκα. Μαζί με τους Γλανιτσιώτες δούλευαν
εργάτες και από πολλά άλλα χωριά. Ήταν μαζί τους και ένας εργάτης από την Καμενίτσα.
Φαίνεται πως ήταν λίγο ελαφρώς. Κάποιος Γλανιτσιώτης του λέγει.
__Εγώ βάζω στοίχημα 3 τσιγάρα ότι δεν μπορείς να σπάσεις το
τραπεζάκι με την βαριά, με την πρώτη. Πετάγετε άλλος Γλανιτσιώτης και του λέει;
__Κι εγώ βάζω στοίχημα 4 τσιγάρα ότι δεν μπορείς . Άλλος και
άλλος Γλανιτσιώτης έβαλε στοίχημα τσιγάρα. Δεν χάνει καιρό ο Καμενιτσαίος
παίρνει την βαριά και με όση δύναμη είχε έκανε χίλια κομμάτια το τραπεζάκι.
Μετά τον έβαλαν με τον ίδιο τρόπο και έσπασε την φωτογονία,
τα καθίσματα και δεν άφησε λίθο επί λίθου…
Όταν ξανάφανε ο Κυριάκος και ερχότανε στον καταυλισμό, οι
Γλανιτσιώτες γελώντας κρύφτηκαν να μην τους ιδεί ο Κυριάκος. Καθώς πλησίασε
είδε την καταστροφή αλλά δεν ήταν και κανένας μπροστά του να τον ρωτήσει.
Απευθυνόμενος σε όλους που είχαν δώσει παραγγελία φώναξε:
__Ώστε δεν θέλει κανένας τίποτε ; Και εννοούσε τις παραγγελίες που του είχαν
δώσει. Δεν έχω, πιά κουβέντες μαζί σας.
Σας ευχαριστώ για τα καλά που μου κάνατε.
Μέχρι εδώ ήταν η αγάπη μου και αφού δεν θέλει κανένας να μαρτυρήσει ποιος
έκανε την διαβολιά, από μένα ούτε
καλημέρα δεν θα έχει.
Ήταν ένα χοντρό αστείο και χρειάστηκε πολύς χρόνος να το
ξεπεράσει
Στο Μαίναλο που δούλευε δυο μέρες δεν πήγε για δουλειά.
Αιτία ήταν ένα γαιδουροπούλι που είχε και ήθελε να το πουλήσει στο πανηγύρι
στην Στρέζοβα.
__Παιδιά εγώ μεθαύριο δεν θα έρθω για δουλειά.
__Γιατί Κυριάκο τον ρώτησαν.
__Το έχω και τρόει μόνο, δεν θα το χρειαστώ κείνο το ζώο.
__Δεν το δίνεις σε μένα με ένα πενηντόφραγκο να παίζουν τα παιδιά μου του είπε ο Μάγκας.
__ΚοροΙδεύεις Μάγκα με το δικό μου γαιδουροπούλι! Ώστε το
θελεις να παίζουν τα παιδιά σου. Έτσι πήγε στο πανηγύρι μα χωρίς αποτέλεσμα.
Δεν το πούλησε. Τελικά όμως το πούλησε στον Δώρη με 12.000 δρχ. Με αυτά τα
λεφτά πήρε ένα μπούτι κρέας , αυτή ήταν η αξία του. Στο γαιδούρι σαν τούβαλαν
σαμάρι επάνω του ήταν οκνό και δεν γίνονταν δουλειές. Αναγκάζονταν να το
δέρνουν και να το βρίζουν.
Αναχαθείς Πατσιέβη το
έβριζαν από το παρατσούκλι του Κυριάκου.
Έτυχε και το άκουσε η γυναίκα του η Γιώτα και με απορία τον ρώτησε;
__Τί σου έκανε ο Πατσιέβης ρε!!
Σιαψιάνης και Μπαρνόγιαννης
Ο Μπαρνόγιανης ( Ροζής Γιάννης) είχε βγάλει σύνταξη τυφλού
παρ’ όλον ότι έβλεπε.
Ο Σιαψιάνης (Πολυχρονόπουλος Γιώργης) που έβλεπε ότι άδικα
έπαιρνε σύνταξη ο Μπαρνόγιαννης δεν μπορούσε να το χωνέψει. Κι έλεγε γιατί να
παίρνει σύνταξη ο Μπαρνόγιαννης και να μην παίρνω κι εγώ.
Τον βρίσκει μια μέρα στην πλατεία που καθότανε σε ένα παγκάκι κάτω από μια ακακία και έπαιζε το κομπολόι του.
__Γιάννη του λέει ο Σιαψιάνης, τι χαρτιά έκανες και πήρες
την σύνταξη;
__Εσύ βλέπεις του
λέει ο Μπαρνόγιαννης . Τι τα θέλεις τα χαρτιά;
__Θα τα βγάλω τα μάτια μου Γιάννη του απαντά. Γιαυτό τα
θέλω!!!
Καπετογιώργης - Παπαηλίου
Θα γίνονταν εθνικές εκλογές και οι βουλευτές έκαναν
περιοδεία στις εκλογικές τους περιφφέρειες.
Ο Παπαηλίου πολιτευτής στον Νομό Αρκαδίας με την Ε.Ρ.Ε είχε
έρθει στο Βαλτεσινίκο με συγκοινωνία και από εκεί θα ερχόταν στο χωριό Μυγδαλιά
με μουλάρι, διότι δεν ερχότανε αυτοκίνητο στο χωριό.
Ο Καπέτας ( Μιχαλόπουλος Γεώργης του Λεωνίδη) είχε φέρει το
μουλάρι του, ναπάρει καβάλα τον Παπαηλίου να τον φέρει στο χωριό και να τον
ξαναπάει στο Βαλτεσινίκο.
Από την μια πλευρά ήταν κομματάρχης του στο χωριό και από
την άλλη θα έπαιρνε το αγώι του. Τότε δεν ήταν δημοσιά ο δρόμος δηλαδή φαρδύς. Ήταν
στενός σαν ένα μονοπάτι που μόλις πέρναγε ένα ζω φορτωμένο.
Ήρθε στο χωριό είδε τους κομματικούς του φίλουςκαι βράδυασε
στο χωριό, όταν ξεκίνησαν καβάλα στο μουλάρι να επιστρέψει στο Βαλτεσινίκο.
Πηγαίνοντας προς την πλεύρα στου ψηλού το σπίτι, που ήταν λίγο έξω από το
χωριό, όπως ήταν σκοτάδι, σιπλώθηκε το μουλάρι, σκόνταψε και παίφτει χάμω ο
Βουλευτής.
__Από κάτω είσαι κύριε Βουλευτά ή αποπάνου. Από την μια πλευρά και την άλλη του δρόμου
(μονοπατού) ήταν μάντρες και δεν ξέρουμε αν τον ρώταγε αν είναι κάτω από το
μουλάρι, γιατί και αυτό ήταν κάτω, ή κάτω από την μάντρα.
Νάσιος και Ντρούλιαινα
Ο Ντρούλια , Μακρής και μια παρέα πέντε έξι άτομα έπιναν το
κρασάκι τους στου Ντούσια το μαγαζί. Εκεί Βρέθηκε και Ο Νάσιος η Καλατζής
(Σταθόπουλος Νάσιος ). Του φωνάζει ο
Ντρούλιας.
__Νάσιο Ε! Νάσιο. Πήγαινε κει κα στην Μαριόλω (ήταν γυναίκα
του ) έχει μια σουπιέρα ξεγάνωτη να την πάρεις να την γανώσεις.
__Την ξέρει η Μαριόλω;
__Την ξέρει είναι τα χείλα της στραβωμένα. Άμα της ειπείς
αυτή που έχει τα χείλη της στραβωμένα
ξέρει ποια είναι. Σήκω τράβα μια στιγμή να την πάρεις τώρα που είναι εκεί.
Κίνησε και ο Νάσιος μια και δυο και πάει στο σπίτι της
Μαριόλως. Χτύπησε την πόρτα άκουσε αυτή και ρώτησε ποιος είναι.
__Που είσαι μωρ Μαριόλω.
__Εδώ είμαι Νάσιο.. Τι με θέλεις;
__Μου είπε ο Αντρέας ( Γιαννόπουλος Αντρέας του Δημητρίου)
να μου δώκεις κείνη την σουπιέρα, που
έχει χαλασμένα τα χείλη να την φτιάξω.
Εκείνη κατάλαβε και καμωνόταν πως θα του έδειχνε την
σουπιέρα. Στο τέλος έκανε πως σήκωνε μια
δυο φορές τα φουστάνια της. Οπότε ο Νάσιος κατάλαβε και έφυγε ντροπιασμένος
και ήρθε στο μαγαζί.
_Τι έγινε Νάσιο. Στην έδωσε; Τον ρώτησε ο Ντρούλιας καιο
Νάσιος για να αποφύγει περισσότερο την γκάφα του μπροστά στους άλλους , του
απάντησε.
__ Έψαξε μα δεν την
βρήκε πουθενά.-
Ο Νάσιος ήταν ο επίσημος γανωματής του χωριού μας και των
γύρω χωριών. Ήταν κοινωνικός και βρισκότανε στα καφενεία πολύ συχνά.
Ήταν εποχή που στο χωριό σε καθημερινή βάση ερχότανε το
φορτηγό του Ήλεία του Ντανάσκου, φορτωμένα με ψώνια, εμπορεύματα, οικοδομικά
υλικά κλπ. Στο χωριό γινότανε οργασμός εργασιών στα σπίτια. Οδηγός ήταν ο
Λεωνίδας του Καπετοκώστα και μαζί του ερχότανε πολλές φορές ο Ηλείας Ντανάσκος
από Καμενίτσα που ήταν και το αφεντικό του και ξεπέζευε στην πεθερά του την
Κανέλλα του Φουσέκα.
Όταν έβγαινε στα καφενε΄9α πάντα κέρναγε όποιον εύρισκε εκεί
μέσα. Πολλές φορές είχε κεράσει και τον
Νάσιο τον Καλατζή. Ο ίδιος σπάνια δεχότανε κέρασμα από άλλους. Και ο Νάσιος που
ήθελε να τον κεράσει μια φορά δεν εδέχθηκε.
Κάποτε ο Νάσιος βρέθηκε στην Καμενίτσα στο χωριό του
Ντανάσκου.
Ο Ηλείας προτάθηκε να κεράσει τον Νάσιο σαν ξένος που ήταν
στο χωριό του. Τώρα ήρθε η σειρά του Νάσιου να αρνηθεί το κέρασμα και έβγαλε τα
αποθημένα του λέγοντας στον Ηλεία.
__ Λες πως δεν έχουμε λεφτά εμείς κυρ. Ηλεία να κεραστούμε;
Και έτσι απέφυγε το κέρασμα.
Μολόγαγε ο Μπρουκλόγιαννης:
Στο καταράχι στο χωράφι του Βαγγελάκου, κοντά σε μια
στρούγκα , ήταν κρεμασμένο σε έναν πρίνο ένα τράστο που το φύλαγαν δυο σκυλιά.
Ο Μπρουκλόγιαννης και ο Αναστούλης παιδιά νηστικά και πεινασμένα πέρναγαν από
κεί κοντά και πήγαιναν στον Αγιολιά στο χωράφι τους. Είδαν το τράστο και
κατάλαβαν πως θα είχε μέσα φαγώσιμο.
Ο Βαγγελάκος είχε πολλά χωράφια και έκανε πολλά σιτάρια και
αραποσίτια. Έτσι υπολόγισαν πως θα είχε ψωμί μέσα. Λέει ο Μπρουκλόγιαννης του
Αναστούλη.
__Θα πάρουμε πέτρες και θα πετάμε στα σκυλιά. Αν φύγουν ή αν
κυνηγάνε τις πέτρες και απομακρυνθούν θα πάμε να πάρουμε το τράστο. Έτσι
έκαναν, πήραν το τράστο και βρήκαν μέσα φαριόλα, ψωμί καλαμποκίσιο και έφαγαν
και χόρτασαν.
Και οι γυναίκες συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή του χωριού,
θες χαρές ήταν, θες πανηγύρια και γιορτές,
θες αρρώστιες και θάνατοι. Και στην διασκέδαση και το χιούμορ είχαν το δικό τους μερίδιο.
Ζαντανάστος και
Πατσιέβω
Ο Ζαντανάστος ( Νταρζάνος Ανάστος του Γεωργάκη) όταν
συναντούσε στο δρόμο την Πατσιέβω της καλομίλαγε σαν κάτι να ήθελε από δαύτην.
Δεν είχε το θάρρος να της το ειπεί στα ίσια. Εκείνη έβλεπε την αλλαγή μαζί της
και ήταν περίεργη τη την ήθελε.
Ο Ζαντανάστος είχε μια κόρη. Την Γκόλφω έτοιμη για παντρειά.
Και η Πατσιέβω τέσσερα αγόρια όλα της
παντρειάς και δυο κόρες.
Ήθελε να συμπεθεριάσουν να παντρέψει με ένα παιδί της, την
Γκόλφω. Μα και η Πατσιέβω, ήθελε να
παντρέψει ένα από τα παιδιά της και το εύρισκε ευκαιρία.
Ήρθε και της ζήτησε
να συμπεθεριάσουνε.
__Να μου δώκεις τον Αλέξη για άντρα της κόρης μου.
__Ανάστω εγώ έχω μεγαλύτερα παιδιά από τον Αλέξη, που είναι
για παντρειά. Ο Αλέξης μου είναι ο μικρότερος. Του ζαντανάστου και της γυναίκας
του τους άρεσε ο Αλέξης , γιατί ήταν ομορφότερος από τους άλλους και ίσως να διέκριναν επάνω του και κάποια
άλλα προσόντα .-
__Εγώ Γιαννούλα για τον Αλέξη ήρθα της είπε. Αν μου τον
δώκεις μου τον έδωκες…. Της Πατσιέβως της κακοφάνηκε η επιμονή του να θέλει για
γαμπρό μόνο τον Αλέξη και του απάντησε με το σπυρτόζικο μυαλό της.
__Για στάσου Ανάστω! Τι τα πέρασες τα παιδιά μου
ζούλες; Στις απιδιές δεν γίνονται τ’
απίδια (αχλάδια) όλα μαζί. Όταν πηγαίναμε να φτάσουμε απίδια, διαλέγαμε πρώτα
τα γινωμένα (τις ζούλες) και τα άλλα τα αφήναμε να γίνουν.
Η Πατσιέβω έχει πολλές ιστορίες στο ενεργητικό της . Μία
ακόμη από αυτές είναι με τον Αστυνόμο.
Τα παλιότερα χρόνια όλες οι οικογένειας έτρεφαν γουρούνια
για να εξασφαλίσουν το λίπος για την αρτιμή των φαγητών και το κρέας τους. Αυτά περιφέρονταν ελεύθερα παντού μέσα στο
χωριό, στους δρόμους και στις αυλές.
Όμως κάποια στιγμή με Αστυνομική διάταξη απαγόρευσαν τα ζώα
να κυκλοφορούν ελεύθερα για λόγους υγιεινής. Για να τηρηθεί ο νόμος οι
χωροφύλακες και ο Αστυνόμος γύριζαν στα χωριά και έκαναν περιπολίες. Στους
παραβάτες έκαναν μήνυση και τα πρόστιμα ήταν τσουχτερά.
Κάποια μέρα, καθώς γύριζαν στο χωριό είδαν ένα γουρούνι
ελεύθερο, Το ακολούθησαν για να ειδούνε σε πιο σπίτι θα πάει. Εκείνο πήγε στον
πλάτανο του Παπααντώνη που ήταν κοντά σ το σπίτι της Πατσιέβως και παρέμεινε
δίπλα της. Κάθονταν στον πλάτανο εκτός από την Πατσιέβω και άλλες γυναίκες και
κουβέντιαζαν.
έφτασε εκεί ο Αστυνόμος την ρώτησε.
__Κυρία μου γιατί αφήνεις το γουρούνι λυτό;
Ήταν σίγουρος πως ήταν δικό της.
__Δεν είναι δικό μου το γουρούνι κύριε Αστυνόμε.
__Τότε γιατί ήρθε και κάθισε κοντά σου;. Ήταν φως φανάρι πως
ήταν δικό της. Με το σπυρτόζικο μυαλό της εκείνη του απάντησε.
__Εσύ που ήρθες και κάθησες κοντά μου , δικός μου είσαι;
Έτσι έμεινε ατιμώρητη με συστάσεις και γέλια.
Μια άλλη γυναίκα του χωριού τετραπέρατη και ξύπνια ήταν η
Αρετή Ροζή του Γαγάτσου.
Συναντιέται μια φορά στο δρόμο με την Μήτραινα και την ρωτάει :
__Θειά τι κάνεις ;
__Μαρία μου θα λέμε καλά και όπως είμαστε.
Σκάρωνε πολλές ιστορίες και τα στιχάκια της ήταν
ανεπανάληπτα. Γράφω πιο κάτω μερικά που μου αφηγήθηκε η εγγονή της η Αρετή
Παπαγεωργίου που είναι παντρεμένη στις Ολομάδες.
Σαν το κυπαρισσόμηλο
ξερόσκασε η καρδιά μου
Από τότε που σε αγάπησα δεν είδα την υγειά μου.
Ο έρωτας τον άνθρωπο
όπως τον κατασκευάζει
Ώρες τον κάνει και γελά ώρες κι αναστενάζει.
Μη μου μιλάτε σήμερα κι έχω μελαγχολία
Η αγάπη μ’απαράτηκε χωρίς καμιά αιτία.
Το κλίμα μες την θάλασσα δεν έχει πρασινάδα
Και η κόρη δίχως έρωτα δεν έχει νοστιμάδα.
Και τώρα ένα τραγούδι
του άντρα της δια στόματος Μπρουκλόγιαννη
Ενύχτωσα σε ένα χωριό
Και μέσα δεν με βάζουν
Στην άκρη βγήκα και έκατσα
Σε ένα ψηλό λιθάρι
Και άρχισα και τραγούδαγα
Της ξενιτιάς τον πόνο.
Η φοράδα και ο Ματαρατσάς
¨Ένα γερό ζώο στο σπίτι, την παλιά εποχή οι άνθρωποι το
είχαν πολύ ανάγκη και ήταν σημαντικό για την μεταφορά φορτίων, για το όργωμα,
για την μετακίνησή τους και σε πολλές δουλειές.
Όλοι πάσχιζαν να έχουν στο σπίτι τους, ένα άλογο ή ένα
μουλάρι. Μετά το 1950 στο χωριό ήταν πολλοί που απέκτησαν μουλάρι φέροντας
(βάνοντας- συνουσιάζοντας) την γαιδούρα τους με επιβήτορα άλογο. Το μουλάρι ήταν δυνατό ζώο και μεγάλης
αντοχής για τα άγονα, ορεινά και κακοτράχαλα μέρη μας.
Κάποια οικογένεια
«έβαλε» την γαιδούρα της με άλογο και περίμενε να γεννήσει μουλάρι.
Περιποιήθηκαν πολύ την γαϊδούρα, την τάιζαν καλά και την πρόσεχαν.
Παρ΄όλη την καλοπέραση που είχε η γαιδούρα, κάποια στιγμή
απέβαλε (απόριξε). Η οικογένεια στενοχωρήθηκε πολύ και κάποια μέλη της έκλαιγαν
για το κακό που τους ηύρε. Ο Ματαρατσάς
(Χριστόπουλος Δημητράκης) που έμαθε το συμβάν και είδε τις τσιούπες
(κοπέλες) να κλαίνε τους είπε:
__Σωπάστε μάτι, μην κλαίτε. Ο Πατέρας σας θα ξαναβάλει την
γαΙδούρα σας και του χρόνου που θα γεννήσει το μουλάρι, θα είναι νεότερο ενός
χρόνου.-
Ο Φωτιάς και το Τρά(ι)στο
Ο Φωτιάς ( Πολύδερας Γιώργης του Γιάννη) είχε τα πρόβατά του
στην θέση Γαύρο, που είχε χωράφια και στρούγκα. Το μεσημέρι άρμεγε τα πρόβατα
και έπαιρνε το λίγο γάλα, σε μια μικρή τέσσα να το πάει στον Παλιόπυργο που
ήταν η γριά του (γυναίκα του) για να έχει να φάει κάτι και να πιεί.
Με το ένα χέρι κράταγε την τέσσα με το γάλα και στον ώμο
κρέμαγε ένα μικρό τράστο που έπαιρνε μαζί του ψωμί και προσφάϊ. Το τράιστο
έσουρνε με τον προβαζό (λουρί που το κρέμαγε) σιγά σιγά και του έπεφτε μέσα
στην τέσσα με το γάλα. Η απόσταση που περπάταγε ήταν αρκετά μεγάλη από την
στρούγκα στο σπίτι του.
Την μια φορά την άλλη γλίστραγε το τράστο από τον ώμο και από τις πολλές
βολές θύμωσε. Φτάνοντας στην θέση Παλιότεντες
έπεσε το τράιστο μέσα στην τέσσα με το γάλα. Σταματάει, παίρνει το
τράιστο, το ακουμπάει σε μια πέτρα και με μια άλλη, άρχισε και το χτύπαγε μέχρι
που το έκαμε λιώμα.
__Για να ιδώ τώρα, θα ξαναπέσεις μέσα στην τέσσα είπε στο τράιστο.
Εκείνο δεν απάντησε κι εκείνος ακόμη θυμωμένος το άφησε εκεί και πήγε στον
Παλιόπυργο.-
Παπαδόγκωνας και Γιωργούτσος
Οι συμπαθητικοί αυτοί πατριώτες μας, που μας έχουν αφήσει
πολλά χρόνια τώρα, έλεγαν και έκαναν τα δικά τους αστεία. Πολλές φορές οι δυο
τους παίζανε κολτσίνα στο καφενείο του Μαγκόγιαννη. Κάποια μέρα που βρέθηκε
μόνος του στο καφενείο ο Παπαδόγκωνας όπως ήτν το παρατσούκλι του, φώναξε την
Μαριώ κόρη του Μαγκόγιαννη. Εκείνη βόηθαγε στις δουλειές του καφενείου και
έφτιανε και κανέναν καφέ. Της λέγει λοιπόν:
__Τώρα που θα έρθει ο Γιωργούτσος (Σταθόπουλος Γεώργιος) και
ξεκινήσουμε να παίζουμε χαρτιά, θα σου δίνω παραγγελία να φέρνεις νερό να πιώ.
Εσύ όσο και να επιμένω νερό να μην φέρνεις τ’ ακούς;
_Μα πως θα γίνει να παραγγέλνεις νερό να πιείς κι εγώ να μην
φέρνω;
__Έχω τον λόγο μου της επανέλαβε. Να κάνεις ότι δεεν ακούς.
__Εντάξει ξάδερφε του λέγει, καθ’ όσον ήσανε η Μαριώ και ο
Παπαδόγκωνς δεύτερα ξεδέρφια. Μετά από κενένα μισάωρο ήρθε ο Γιωργούτσος. Στο
καφενείο και άρχισαν να παίζουν χαρτιά.
__Που είσαι Μαριώ, φωνάζει ο Παπαδόγκωνας. Φέρε ένα ποτήρι
νερό. Τίποτα η Μαριώ. Ακολούθησε τις οδηγίες του. Δεύτερη φορά της ζήτησε ένα
ποτήρι νερό. Η Μαριώ «Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» Την Τρίτη
φοράτης ξαναζήτησε νερό και η Μαριώ ούτε απλοήθη ούτε νερό του έφερε. Οπότε της
λέει:
__Θα φέρεις μωρή νερό ή θα σου πάρει ο διάολος τον Νουνό!
Η Μαριώ νερό δεν έφερνε και ο Παπαδόγκωνας κάθε φορά που
ζήταγε ένα ποτήρι νερό της έλεγε: Θα φέρεις μωρή νερό η θα σου πάρει ο διάολος
τον Νουνό.
Κάποια στιγμή απόρησε και ο Γιωργούτσος με την συμπεριφορά
του Παπαδόγκωνα, τον κοιτάζει κατάματα και του λέγει:
__Αντώνη τι σου φταίει ο νουνός της που τον παραδίνεις;
Ήξεραν τόσο ο Αντώνης όσο και οι γύρω του πως νουνός της
Μαριώς ήτανε ο Γιωργούτσος και όλοι έσκασαν στα γέλια.
Ο Χρηστάκης
1853-1928
Ο Χρηστάκης ήταν πατέρας της μάνας μου. Να τι γράφει γι
αυτόν στο βιβλίο του Ο Θ Γιαννόπουλος. Φτωχός όπως όλοι οι Γλανιτσιώτες εκείνης
της εποχής με ένα τσούρμο παιδιά, αγωνιζότανε με χίλια βάσανα και με ένα σωρό
τερτίπια να ξεπεράσει τις στερήσεις και τις αναποδιές της ζωής. Οι παλιότεροι
λένε πως ήταν ξύπνιος, πολύ πονηρός και εύστροφος. Κι ακόμα γελάνε με τα ωραία
που σκάρωνε σε κάθε περίσταση, για να ξεγελάει τους αφελείς και να πορεύεται.
Πολλά ανέκδοτα συμπεριλαμβάνονται στο
βιβλίο του και μερικά στο βιβλίο μου « δεκαενιά και ογδόντα». Διαβάστε ένα
ακόμη ανέκδοτο του που κατέγραψα.
Εκείνοι που πήγαιναν στ’ αλώνια με τα ζα (ζώα) τους να
βοηθήσουν στο αλώνισμα λέγονταν Βαλμάδες. Για αμοιβή παίρνανε 5-10 οκάδες
σιτάρι ή κριθάρι. Οι πολλοί όμως πήγαιναν βαλμάδες μετα ζώα τους σε 5-6 αλώνια
χωρίς αμοιβή και όταν ήταν οι σειρά τους να αλωνίσουν έφερναν εκείνοι τα ζώα
τους στο αλώνι. Κάνανε δηλαδή δανεικολογιά.
Ήταν Αλωνάρης και ο Χρηστάκης ειχε κάποια δανεικολογιά. Πήρε
το μουλάρι του και πήγε στο αλώνι να βγάλει τα δανεικά.
Βάλανε τα ζα στο αλώνι και τα βάραγε ο Χρηστάκης να έρχονται
γύρω, γύρω. Με το πάσο του ο Χρηστάκης δεν τα πίεζε, να έρχονται γρήγορα γύρω
στο αλώνι. Η σπιτονοικοκυρά που έβλεπε απέναντι σε άλλο αλώνι τα ζα να τρέχουν
του λέει:
__Χρηστάκη βάρα τα ζα να βιαστούνε, να προλάβουμε σήμερα να
γίνει το αλώνι.
__Τα βαρώ και τρέχουν τα δόλια, μα δεν μπορούν να ρθούν γύρω πιο γρήγορα.
__Δεν βλέπεις Χρηστάκη απέναντι στο άλλο αλώνι τι γρήγορα
γυρίζουνε.
__Καλά τα λές , μου τράβα κειπέρα και αγνάντεψε τα δικά μας
ζα σιαδώ, να ιδείς πόσο γρήγορα τρέχουν γύρω γύρω στο αλώνι. Ήταν πολύ ετοιμόλογος και χωρατατζής.
Κουτσός και Κίμωνας
Στο χωριό γίνονταν κοινοτικές εκλογές και υποψήφιος
σύμβουλος ήταν και ο Κίμωνας Γιαννόπουλος. Όπως ήταν λογικό ζητούσε από
γνωστούς και φίλους την ψήφο τους.
Μπαίνοντας ένα απόγευμα στου Βασιλάκου το μαγαζί, βρίσκει
τον Κουτσό (Χριστόπουλος Γεώργιος του Χρήστυ) η μπάρμπα Γιώργη όπως τον
φωνάζαμε να πίνει το κρασάκι του.
Έδωσε εντολή ο Κίμωνας και τον κέρασε ο καφετζής, παράλληλα
ο Κουτσός του επανέλαβε την υπόσχεση του, ότι θα τον ψηφίσει στις εκλογές.
Έγιναν οι εκλογές και ο Κίμωνας ξαναβρήκε τον μπάρμπα Γιώργη
ένα απόγευμα στο μαγαζί να πίνει το κρασάκι του. Έδωσε εντολή στον καφετζή να
τον κεράσει. Θες γιατί ένοιωθε υποχρέωση που τον ψήφισε , θες γιατί έτσι συνηθίζεται στο χωριό.
Ο Μπάρμπα Γιώργης
άλλαξε ύφος και σαν να ήξερε ο Κίμωνας , ότι δεν τον ψήφισε , άρχισε να
νοιώθει ενοχές και να απολογείται στον Κίμωνα και να του λέει:
__Με έπιασε κείνος ο παλιό παπάς, ντράπηκα, και εγώ δεν σε
ψήφισα παιδάκι μου. Ψήφισα τον Μπρουκλόγιαννη.
Μην με κερνάς.
__Καλά μπάρμπα δεν πειράζει του είπε ο Κίμωνας και η
φιλαλήθεια και ντομπροσύνη του λέγεται ακόμη στο χωριό.
Πίκουλας (6.5.1922 – 25.4.1985
Το επώνυμό του ήταν Νταρζάνος Αντρέας του Ιωάννη αλλά στο
χωριό είχε επικρατήσει και τον φώναζαν
περισσότερο με το παρατσούκλι « Πίκουλα». Ήταν πραγματικό πειραχτήρι. Θεωρούσε
τον εαυτόν του ικανό για πολλές δουλειές και όπου του δινότανε η ευκαιρία,
επιδεικτικά να τον ακούνε , σατίριζε κορόιδευε τους χωριανούς και φίλους χωρίς
να γίνεται προσβλητικός.
Είχε μια ευκολία να διηγείται αλλά και πολύ περισσότερο να
πλάθει με το μυαλό του όμορφες σατιρικές ιστορίες. Ήταν πολύ συμπαθής με τα
λεγόμενά του και έκανε τους χωριανούς του να σβένονται στα γέλια.
Ο Πίκουλας ήταν παντελώς αγγράματος αλλά ήταν προικισμένος
μα σατιρική φλέβα. Η σάτιρά του ήταν ένα μαστίγιο αδυσώπητο για τους πατριώτες
του. Η ικανότητά του αυτοστιγμής να χλευάζει, ένα πρόσωπο ή να τονίσει το
κουσούρι του, μια πράξη ή μια γκάφα του ήταν καταπληκτική. Μπορούσε με δυο
λόγια να σχεδιάσει το πορτραίτο, τα κουσούρια και την ιστορία κάθε χωριανού και
να διηγηθεί επισόδια με σκοπτικό πάντα τρόπο. Παραθέτω ανέκδοτα που διέσωσε η προφορική παράδοση και
τα άκουσα από χωριανούς.
Ακούστε μια ιστορία του:
Μια φορά γύριζε στο χωριό από κυνήγι που είχε πάει .
Πλησίαζε στο Μαλαπερδέϊκο αλώνι. Μπαίνοντας στο χωριό κοιτάζει τα κεραμίδια
στη σκεπή του Τουρλόπανου. Επάνω ήταν ο
γιός του ο Γιώργης (Ζολής) και γύριζε τα κεραμύδια. Φωνάζει δυνατά προς την
αυλή του σπιτιού, που είδε τον πατέρα του τον Τούρλα (Δημητρακά Πάνο) και του
λέει:
__Τούρλας, Τούρλας που θα ξεχειμωνιάσεις φέτος; Η Μυγδαλιά
του Σειρίνης δεν κρατάει. Ήθελε να ειπεί πόσο αντζαμής ήταν ο γιός του που το
χειμώνα το σπίτι, θα στάει παντού. Στο τέλος των λέξεων πρόσθετε πολλές φορές
το ς.
Ο Πάνος του Λάμπη του Πίκουλα του αδερφού του παιδί ήταν
ερωτευμένος με την Γιαννούλα του Νάσιου και ήθελε να την παντρευτεί. Ήταν
σοβατζής έμενε προς του Αίγιου τα χωριά
και είχε έρθει στο χωριό να σοβατίσει το σχολείο. Καθόταν στο σπίτι
τουκαι του ξομολογήθηκε τον έρωτά του με
την κοπέλα.
Ο Πίκουλας έλεγε στον ανιψιό του να μην την παντρευτεί,
γιατί θα μοιάζαν τα παιδιά του με τους θείους της. Οι Θείοι της είχαν κάποιες
ρυτίδες (ουλές)σε ειδικό σημείο του προσώπου τους και δεν άρεσε στον Πίκουλα.
Εμείς να σημειώσουμε ότι δεν ήταν τίποτε το αξιοσημείωτο. Οι άνθρωποι είχαν
κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σογιού τους όπως όλοι μας. Ο Πίκουλας αυτό
το είχε πρόβλημα και το είπε στον γείτονα του τον Ζολή . Φαίνεται πως του είχε
εμπιστοσύνη. Μα και κείνος για να
γελάσουν με τις ανησυχίες του Πίκουλα το είπε στον παπά με την παρέα του στο
καφενείο.
Το αστείο μαθεύτηκε και κάλεσε τον Ζολή να του ειπεί πως
μαθεύτηκε. Ο Ζολής του απάντησε;
__Εγώ στον παπά μας το είπα! Ο Πίκουλας ετοιμόλογος όπως
ήταν και με απορία του απάντησε.
__Καλάς δεν βάραγες την καμπάνα καλύτερα;
Για πολλά χρόνια όσοι
Γλανιτσιώτες ήθελαν έβρισκαν δουλειά στο Μαίναλο, ανοίγοντας δρόμους μέσα στο
βουνό, καθαρίζοντας σάπια κλαδιά και κόβοντας κορμούς από έλατα. Μεταξύ πολλών
Γλανιτσιτών που εργάζονταν εκεί ήταν ο Κυριάκος της Πατσιέβως και ο Πίκουλας.
Έφευγαν το πρωί από τον καταυλισμό και πήγαιναν μακρυά σε σημεία του βουνού για
δουλειά. Ο Κυριάκος ήταν άρρωστος . Έμεινε μέσα σε μια καλύβα που είχαν όλη
μέρα και δεν πήγε για δουλειά. Το απόγευμα αργά όταν οι εργάτες τέλειωσαν την
εργασία και μαζεύτηκαν όλοι στον καταυλισμό, πρώτος έφθασε ο Πίκουλας και μπήκε
στην καλύβα, να ιδεί τον Κυριάκο που ήταν άρρωστος.
Με τον Κυριάκο είχαν το ένα τους. Δηλαδή βόηθαγε ο ένας τον
άλλον, μαγείρευαν και έτρωγαν μαζί και είχε τον λόγο του να ενδιαφέρεται για
τον σύντροφό του. Όταν βγήκε έξω από την καλύβα τον ρώτησαν:
__Τι είδες Αντρέα μέσα;
__Τι να ιδώ! Ένα
ματαράτσι ίσιο είδα. Ήθελε να εξηγήσει ότι ο Κυριάκος, επειδή ήταν πολύ
αδύνατος και σκεπασμένος, δεν προεξείχε, τίποτε πάνω από το σκέπασμα.
Ο Κυριάκος είχε βγάλει μια φορά ένα ελατήσιο σταβάρι
(εξάρτημα του αλετριού) με το οποίο τα ζώα τραβάνε το αλέτρι για να οργώσει. Ο
Κυριάκος το έκοψε πολύ μεγάλο και όταν το είδε ο Πίκουλας για να τον πειράξει
του λέει:
__Κυριάκος αυτό δεν χωράει στο χωράφις σου στον Αγιοθανάσης.
Ήθελε να ειπεί το πόσο μικρό είναι το χωράφι του και πόσο μεγάλο το ξύλινο
εξάρτημα του αλετριού. Τα καλαμπούρια συνέχιζαν στο Μαίναλο όσο εργάζοντο εκεί
Γλανιτσιώτες.
Πάλι με τον Πίκουλα τον Αντρέα το πιο κάτω:
Για να πειράξει αυτή τη φορά τον Ραμόγιαννη (Σταθόπουλο Γιάννη του Κοτοπέτρου), ζήτησε
από έναν τεχνίτη άλλου χωριού, αν μπορεί να τον ζωγραφίσει.
Εκείνος προσποιήθηκε πως τα καταφέρνει και μπορούσε να τον
αποδώσει καλά. Ο Ραμόγιαννης είχε ζάρες (ρυτίδες) στα μάγουλα που ήταν
χαρακτηριστικό του σογιού. Και συνεχίζει
την συζήτηση με τον τεχνίτη.
__Κοίταξε να σου ειπώ, μπορείς να φτιάξεις και τις ζάρες;
Εκείνος αρνήθηκε ότι μπορούσε να φτιάξει τον Ραμόγιαννη όπως
ήταν , με την χαρακτηριστική γραμμή στα μάγουλα και έτσι τελείωσε εκεί το
καλαμπούρι.
Τα καλαμπούρια με τον Πίκουλα δεν έχουν σταματημό.
Έτυχε άλλη φορά στο Μαίναλο να είναι παρέα στο Μαίναλο με τον
Κυριάκο και τον Ζολή.
Ρωτάνε τον Κυριάκο ποιος είχε σειρά και έπλυνε τα πιάτα. Οπότε γυρίζεει ο
Κυριάκος και του λέει.
__Δεν χρειάζεται να ρωτάς. Όταν κοιτάς τα πιάτα πλυμένα
γνωρίζονται ότι τα έπλυνε ο Πίκουλας.
Να κάνω μια διευκρίνηση όταν λέμε παρέα εννοούμε ανθρώπους
που ενδιαφέρονταν ο ένας για τον άλλον , για κοινό ύπνο, για κοινό φαγητό και
συνήθως δούλευαν στο ίδιο αφεντικό και έπαιρναν απόφαση πότε και που θα
δουλέψουν. Στο Μαίναλο επι παραδείγματι
ήσαν πολλοί Γλανιτσιώτες αλλά ο καθένας είχε την δική του παρέα.
Μια παρέα από Γλανιτσιώτες είχανε πάει για ξενοδούλι .
Μεταξύ αυτών ήταν ο Πίκουλας και ο Ανάστος ο Βρούς (Ροζής Ανάστος του
Γαγάτσου).
Ο Βρούς ήταν κλαριντζής και είχε πάρει το κλαρίνο μαζί του.
Τα βράδυα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα, σε κανένα καφενείο, αν εύρισκε ευκαιρία
έπαιζε με το κλαρίνο και έβγαζε το
χαρτζιλίκι του. Έβρισκε ιδέες και τρόπους για να τα καταφέρνει.
Μια μέρα συνεννοείται με τον Πίκουλα :
_Αντρέα του λέει, απόψε κάτι πρέπει να κάνουμε, να βγάλουμε
χαρτζιλίκι.
__Τι να κάνουμε Ανάστο; Του απάντησε εκείνος.
__Άκου Αντρέα. Πάρε ένα 500ρικο και πήγαινεστο καφενείο να
πιείς καφέ. Θα μπω κι εγώ μέσα και θα κάτσω σε άλλο τραπέζι.
__Ποιά μόνος μου θα πιώ καφέ;
_Εμείς δεν θα γνωριζόμαστε! Να μουρίξεις το πεντακοσάρικο και
να μου ειπείς να παίξω την καραγκούνα.
Ήρθε η ώρα που βρέθηκαν σε αντικρυστά τραπέζια μέσα στο
καφενείο και έπιναν τον καφέ τους. Ο Βρούς είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι το βαλιτσάκι με το κλαρίνο σκόπιμα για να
φαίνετααι και καθώς έπινε το καφεδάκι του τον ρωτάει ο Πίκουλας.
__Από που είσαι μάστορας;
__Πάνω από την Γορτυνία απάντησε ο Βρούς.
__Ευτούνος κλαρίνο είναι και έδειχνε το βαλιτσάκι που είχε
επάνω στο τραπέζι.
__Κλαρίνο είναι, απάντησε μισοκακόμοιρα ο Βρούς.
__Μπορείς να μας παίξεις το τραγούδι στην
«μέση τα Καλάβρυτα». Τι τον θέλεις τον Ανάστο, ξαφνιάστηκε. Αυτό δεν το παίζανε οι καλύτεροι
κλαριντζίδες. Άναψε κοκκίνησε, στο τέλος έπαιξε λίγες καντάδες και καλαματιανά.
Πήρε το 500ρικο από τον Πίκουλα να μην το χάσει και αυτό. Σαν έφυγαν ο Πίκουλας
ιστορούσε το νέο στην παρέα, ο Ανάστος καμάρωνε και η παρέα των Γλανιτσιωτών το
διασσκέδαζαν και γελούσαν.
Θα συνεχίσουμε με τον Πίκουλα :
Το 1981 με νόμο του ΠΑΣΟΚ επετράπη ο πολιτικός γάμος.
Γινότανε μεγάλος ντόρος και συζήτηση στο καφενείο, για το πρωτόγνωρο αυτό
γεγονός.
Ο Σωτήρης του παπά που είχε πάρει θέση για το θέμα γέλαγε.
Βλέποντάς τον ο Πίκουλας λέει.
__Γελάτες με τους κατσαπλιάδες και άκουρους του Πάρνωνα που
κατέβηκαν να μας κυβερνήσουν. Ο δικός σας και εννοούσε τον Παπά πατέρα του
Σωτηράκη, στο τέλος θα μείνει με την ρόμπας. Δηλαδή δεν θα γίνονται γάμοι.
Αυτό δεν γίνεται τώρα;
Η πλατεία ήταν το θέατρο
Χρόνια τώρα η ύπαιθρος, εγκαταλείφτηκε και το χωριό μας
σχεδόν ερήμωσε από κείνους τους γουστόζικους, καλοκάγαθους και κωμικούς ανθρώπους
του.
Αυτοί ήξεραν να συναναστρέφονται μεταξύ τους, να πειράζει ο
ένας τον άλλον, να αγαπιούνται και να χαίρονται. Σινεμά και θεατρικές σκηνές
δεν υπήρχαν για να διασκεδάζουν οι χωρικοί, να γλυκαίνουν την ζωή και να
ξεχνούν τα βάσανά τους.
Θέατρο και σινεμά ήταν η πλατεία του χωριού, τα καφενεία ,
ηθοποιοί και θεατές οι άνθρωποι του
χωριού. Εδώ ήταν ο χώρος που πραγματοποιούντο συναντήσεις, συνεννοήσεις
και έπαιρναν αποφάσεις για ατομικά ή Κοινοτικά θέματα. Ήταν χώρος
που διαφωνούσαν, υβρίζονταν και χειρονομούσαν. Ήταν και ιερός χώρος στα τουράκια της εκκλησίας καθόντουσαν, και σταυροκοπιούνταν. Μίλαγαν
για την ιστορία την πολιτική την αυθαιρεσία για την κτηνοτροφία και ο καθένας για την πρόγνωση του
καιρού.
Γύρω από την
μεγαλόπρεπη πλατεία του χωριού με τις τρείς
ακακίες , μια μουριά και τα τέσσερα πλατάνια της βρίσκονταν
πέντε καφενεία που δέχονταν την πληθώρα των πελατών. Αυτά καταλάμβαναν
και μέρος της πλατείας και ο υπόλοιπος χώρος χρησιμοποιείτο για βόλτες και ήταν και δρόμος.
Ορισμένοι εδώ ξετύλιγαν με μαεστρία τις θεατρικές τους
ικανότητες και πείραζαν τους γέρους, αυτούς που είχαν παράξενε
συμπεριφορές και κουσούρια και αυτούς
που ανέχονταν το πείραγμα.
Τα πειραχτήρια, δηλαδή αυτοί που πείραζαν τους άλλους,
πολλές φορές σκαρφίζονταν από πριν και προετοιμάζονταν τι θα πουν, πως θα
πειράξουν, πως θα μιμηθούν την ομιλία, την κίνηση του σώματος και την αστεία
συμπεριφορά των άλλων.
Θυμάμαι τον Καριούση σε ένα πυκνό ακροατήριο στην πλατεία
του χωριού να παρασταίνει τον Αγγελάρα και στην συνέχεια τον Σαρρή, την φωνή
τους , την περπατησιά τους και να διηγείται ιστορίες τους ,προς τέρψιν όλων.
Αν κάποιος που πείραζαν , μούτρωνε και φαινόταν ενοχλημένος αλλοίμονο του! Δεν τον άφηναν οι
υπόλοιποι θεατρίνοι σε «χλωρό κλαρί»
δηλαδή στην ησυχία του.
Ένας τύπος , που είτε ήθελε, είτε όχι που ανεχόταν ότι του
έλεγαν και δεν θύμωνε ήταν ο Τζίνος (
Μαλαπέρδας Κώστας).
Με το όνομά του κανένας δεν τον φώναζε. Όλοι τον ήξεραν με
το παρατσούκλι « Ο Τζίνος».
Όταν έβγαινε στο καφενείο και τον έβλεπαν τον καλούσαν και
φώναζαν , άλλος από δω, άλλος από κεί με την λέξη Τζι. Τελικά του έμεινε το
παρατσούκλι Τζίνος. Αντί για καλημέρα,
φώναζαν με το που τον έβλεπαν και ξανάφενε στην πλατεία την λέξη Τζι. Σαν να
του έλεγαν καλημέρα. Ακόμη και πριν έλθει στην πλατεία του χωριού, ακουγότανε
ομαδικά η λέξη τζι από διάφορα σημεία της πλατείας που υπήρχαν άνθρωποι. Η λέξη
πλέον είχε γίνει σλόγκαν και ή ερχόταν η
ευρίσκετε εκεί ο ίδιος, το έλεγαν
κατά κόρον.
Και ομαδικά σε
χορωδίες ,από δω και από κεί, φώναζαν
την λέξη τζι, τζι, τζι.
Βράδιαζε, τα πάντα καταλάγιαζαν και οι άνθρωποι αποζητούσαν
περισσότερη χαρά και διασκέδαση. Ο Τζίνος ακούγοντας να τον κογιονάρουν
(πειράζουν) φωνάζοντας την λέξη τζι δεν
έδειχνε να στενοχωριέται.
Απεναντίας ένα πλατύ χαμόγελο άνθιζε στα χείλη του, και έτσι
έδινε λαβή στους γύρω θαμώνες του να τον πειράζουν περισσότερο.
Οι μικρότεροι μιμούντο τους μεγαλύτερους και φώναζαν στο
άκουσμα την λέξη τζι.
Δεν τον θυμάμαι να είχε θυμώσει με αυτό το πείραγμα,
απεναντίας τον θυμάμαι σαν έναν καλό και έξυπνο πατριώτη που ήταν δίκαιος ,
αγάπαγε με πάθος το χωριό του και συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητές του
Στην πλατεία πολλές φορές μάλωναν σοβαρά, για τα πολιτικά,
για αγροζημιές, για άλλες αιτίες και άναβαν τα αίματα. Μάλωναν σοβαρά και
απειλούντο μηνύσεις για την επίλυση των διαφορών τους. Τότε ακουγόταν γύρω
στους εμπλεκομένους , μεγαλοφώνως πολλές φορές η λέξη Τζι. Δηλαδή σταματάτε να
μαλώνετε και γελάτε.
Σαν πυροσβεστήρας που έσβενε την φωτιά, αυτή η λέξη μαλάκωνε τους ανθρώπους και
πολλές φορές άφηναν τις προστριβές και τα μαλώματα. Η λέξη αυτή απέτρεπε με την
ομαδική κωμική χρήση της για τα χειρότερα.
Ο αείμνηστος πατριώτης μας
ο Τζίνος κάποτε έφυγε για την
Αθήνα, όπως και οι περισσότεροι, για να καλυτερέψει την ζωή του και το πανηγύρι
σταμάτησε και η λέξη Τζι, Τζι δεν ακούγεται πλέον στην πλατεία του χωριού.
Ένα μικρό δείγμα παράστασης τα παλιότερα χρόνια στην πλατεία
του χωριού μας, για να μην ξεχαστεί
ολότελα και αν διαβαστεί από κάποιους νεώτερους να θυμούνται κάτι, από τις περασμένες γενιές….
Μακεδόνας
Το 1940 ο Μακεδόνας ( Γούργαρης Αντώνιος του Γεωργίου)
2011-1996 όπως και οι συνομήλικοί του πολέμαγαν στο Αλβανικό μέτωπο.
Τότε γένναγαν πολλά παιδιά και ήταν πολύφαμελίτες. Στρατιώτες που ήταν είχαν το φόβο μην
τραυματιστούν αλλά πολύ περισσότερο μην σκοτωθούν. Σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου, οι φαντάροι
συζητούσαν για τους φόβους και τους προβληματισμούς που είχαν.
Ο Μακεδόνας πήρε τον λόγο και το έπαιζε μπροστά στο θάνατο ,
αδιάφορος και δυνατός και τους έλεγε
__Εγώ δεν σκέπτομαι που θα σκοτωθώ. Εκείνο που με νοιάζει
είναι ότι οι γυναίκες μας άμα σκοτωθούμε θα πάρουν σύνταξη και θα πηγαίνουν με
άλλους άντρες.
Είχαν αποφασίσει επι τέλους να φέρουν το νερό του
κεφαλόβρυσου στην Λιάσκοβα στο χωριό. Ξεκίνησαν από το κεφαλόβρυσο να σκάβουν
για να κάνουν την υδροσυλλογή. Παράλληλα έσκαβαν και αυλάκια να περάσουν τους
στουςες. Η απόσταση από το κεφαλόβρυσο θα ήταν περίπου ενάμιση χιλιόμετρο. Όλες
οι δουλειές γίνονταν με κασμάδες και
φτυάρια.
Εργολάβος ήταν ο Φώτης ο Σπυρόπουλος, συγγενής του Μακρή. Οι
περιβολάρηδες και πολλοί τσοπάνηδες δεν ήθελαν να έρθει το νερό στο χωριό. Οι
πρώτοι για να ποτίζουν τα περιβόλια τους και οι δεύτεροι για να κυλάει το νερό
στο ρέμα και να πίνουν νερό, τα γίδια και τα πρόβατα. Ο Μακεδόνας ήταν
αριστερών φρονημάτων και τα θέματά του ήταν πολύπλευρα. Είχε κάτι γιδούλες, τις
πέρναγε από την Λιάσκοβα, έπιναν στο ρέμα νερό και τις κόλαγε (οδηγούσε σε
δασωμένο μέρος) στο πλάι για να βοσκίσουν.
Είχε όλο το περιθώριο, να κουβεντιάζει με τους εργάτες, που
δούλευαν για την μεταφορά του νερού στο χωριό. Καθώς δεν ήθελε το νερό στο
χωριό, έλεγε και έδειχνε την αντίθεσή του. Καταφερόταν και εναντίον του Βασιλιά
και αυτό γινόταν κάθε ημέρα.
Άλλοι έκαναν χάζι, άλλοι γέλαγαν με τα καμώματά του, άλλοι
τάχαμου προβληματίζονταν και δεν έπαυε να καθυστερεί την δουλειά.
Βλέποντας ο Μπαζζόπανος, ότι κάθε ημέρα τους είχε γίνει
κολλιτσίδα και έλεγε τα ίδια και τα ίδια, φωνάζει με σοβαρότητα στους εργάτες,
για να ακούσει και ο ίδιος.
__Παιδιά να είστε μάρτυρας. Ο Μακεδόνας έβρισε τον Βασιλιά.
Θα του κάνω μήνυση. Τότε επικρατούσε φόβος και ο Μακεδόνας δεν ήξερε αν το είπε
για καλαμπούρι ή στα σοβαρά. Πάντως μελέτησε το θέμα καλά και δεν ξανα
παρουσιάστηκε μπροστά στους εργάτες .
Συνεχίζουμε με αυτοσαρκασμό του Μακεδόνα.
Στην Αλβανία, βρήκε
δεμένους τον Βάγγο και τον Ζαντέ πατριώτες που και αυτοί βρίσκονταν στο μέτωπο.
Με το ξίφος τους έλυσε ή τους έκοψε τα σχοινιά σαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Έτσι ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι χωριανοί
του, για να κάνουν πλάκα . Ίσως και ο ίδιος αυτοσαρκάζονταν και έλεγε και
έπλαθε ιστορίες. Τότε που τους βρήκε δεμένους στο μέτωπο τους είπε:
__Δεν ντρεπόσαστε ρε, καθίσατε και σας δέσανε οι Ιταλοί!
Όπως είπαμε ο Μακεδόνας ήτανε αριστερών φρονημάτων. Τότε με
κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ λόγω και του Β Γιανοπούλου , πολύ έβγαιναν στα φόρα και δήλωναν
ΠΑΣΟΚ.
Είχε αμφφιβολία για μια πατριώτισσά μας την Φωτεινή του
Γιαννούση, μάνα του Κώτσιου του δάσκαλου και του Οδυσσέα, αν ήταν σταθερή με το
κόμμα και το υποστήριζε.
Την επισκεύθηκε λοιπόν κάποια ημέρα, στο σπίτι της και της
είπε.
__Φωτεινή μου φαίνεται πως και συ τα στρίβεις. Καθάρισε την
θέση σου. Θέλω να ξέρω αν είσαι μεε το κόμμα ή δεν είσαι. Να ξέρω ότι έχω
μείνει μόνος μου
Μια φορά είχε μαλώσει με την Τρυφωνίνα, γυναίκα του αδερφού
του. Νομίζω πως την λέγανε Τασιούλα και δεν ήθελε ούτε να την βλέπει.
Είχε την Μαρίνα την κόρη του στην Αυστραλία και σε συζήτηση για την μετά θάνατον ζωή, ρώτησε.
__Αν πάω στην Αυστραλία και πεθάνω εκεί η ψυχή μου είναι
δυνατόν να συναντήσει την τρυφωνίνα;
Έκανε μυστηριώδεις
και παράξενες σκέψεις όταν κάτι τον βασάνιζε.
Κάποιος χωριανός τον αμπόδαγε απο χωράφια του. Δεν του
επέτρεπε νε βόσκει τα πρόβατά του. Ο ίδιος δεν είχε γιδοπρόβατα να του κάνει
και ο Μακεδόνας τα ίδια.
__Θα βρω τρόπο να τον δυσκολέψω έλεγε.
__Τι σκέπτεσαι Αντώνη να κάνεις του έλεγαν.
__Θα πάω στον Πρόεδρο, να μου χωρίσει το μέρος της πλατείας
που μου αναλογεί, θα το περιφράξω να μην μπορεί να κάνει βόλτες.
Με τον Τσιότσιολα, ο
Μακεδόνας έσμιγε πολύ συχνά, Έφευγε από το χωριό και πήγαινε στην Γούβα, που
είχε χωράφι ο Τσιότσιολας και έβοσκε τις γίδες του. Ήθελε παρέα για να
κουβεντιάσει. Πέρναγε από κεί μια μέρα ο Μπρουκλόγιαννης. Αφού τους χαιρέτησε
ρώτησε τον Τσιότσιολα..
__Πως τα λέει, ξάδερφε ο Αντώνης;
__Καλά τα λέει, αλλά ποιος τον ακούει.
Ο Μακεδόνας έβγαινε πολύ συχνά στην πλατεία να βρεί παρέα,
να κουβεντιάσει και να περάσει την ώρα του. Στον πλάτανο προς τον Τούρκο που
είχε και παγκάκι καθότανε συνήθως ο Αγγελής ο Χρηστιάς με την Αγγέλω την
γυναίκα του. Και του άρεσε η συζήτησή τους και πήγαιναν εκεί. Την Αγγέλω την
συμπαθούσε ιδιαίτερα και να γιατί.
Είχε γίδια και τα πήγαινε από του Μπουλιμέτι, στην
Κοκκαλιάρα που καθότανε η Αγγέλω. Εκείνη όλο και κάτι τον φίλεβε όταν έφθανε
κοντά στο σπίτι της. Μα ένα μήλο, ένα πορτοκάλι, λίγο νερό και ότι είχε στην
φτώχεια της.
Πολύ το χαιρότανε και ευχαριστιόταν ο Μακεδόνας και
αισθανόταν πολύ υποχρεωμένος.
Στο παγκάκι που του πλάτανου που κάθονταν , όταν άρχιζε τις
ιστορίες του, πολλές φορές χιλιοειπωμένες, δεν σταμάταγε καθόλου και κούραζε
τον συνομιλητή του.
Βλέποντάς τον μια μέρα η Αγγέλω , να έρχεται προς το παγκάκι
που καθόταν, ήταν και λίγο ανήμπορη, μπήκε μέσα στο σπίτι να τον αποφύγει και
να ξαπλώσει.
Ο Μακεδόνας σαν έφτασε εκεί, χαιρέτησε τον Άγγελή και τον
ρώτησε.
__Που είναι η Αγγέλω . Εκείνος χαμογέλασε και του είπε με
νόημα των χεριών του , ότι είναι μέσα στο σπίτι.
__Κωστούλα, φώναξε η Αγγέλω την νύφη της. Κέρασε τον Αντώνη
ένα λουκούμι και μην τον αφήνεις να έρθει κοντά μου, δεν μπορώ να τον ακούω.
__Ο Μακεδόνας ήταν μέσα στο σπίτι στην κουζίνα και
άκουσε την οδηγία της Αγγέλως και της
λέει:
__Αγγέλω δεν θέλω το λουκούμι σου, την παρέα σου θέλω.
Ωστόσο κάθισε μέσα
στο σπίτι, ήπιε τον καφέ του και στην συνέχεια μπήκε στο δωμάτιο που ήταν ξάπλα
η Αγγέλω.
__Πως είσαι Αγγέλω;
Την ρώτησε.
__Δεν είμαι καλά Αντώνη.
__Ούτε να κουβεντιάσουμε δεν μπορείς!
__Δεν μπορώ Αντώνη απάντησε εκείνη και ο Αντώνης ο Μακεδόνας
λυπημένος κάθισε λίγο, της ευχήθηκε από την καρδιά του περαστικά και έφυγε.
Ο Τσιότσιολας, πήρε ένα γαϊδούρι που είχε και πήγε στην Λιάσκοβα
είκοσι πέντε περίπου λεπτά μακριά από το
χωριό, να το ποτίσει και να κουβαλήσει νερό για το σπίτι .
Εκεί έσμιξε με τον Μακεδόνα, φόρτωσε και μια βαρέλα , που
είχε με νερό και γύριζαν στο χωριό. Ο Τσιότσιολας δεν καβάληκε στο γάϊδαρο, για
να είναι δίπλα, δίπλα με τον Αντάνη να κουβεντιάζουνε και να ακούει ο ένας τον
άλλον χωρίς διακοπές.
Ο Τσιότσιολας είχε στην αμασχάλη του. Το καπίστρι του
γαΙδάρου του. Με την συζήτηση που είχανε, δεν κατάλαβε πότε του έπεσε το
καπίστρι και το γαιδούρι έμεινε πολύ πίσω.
Έφτασαν κάποια στιγμή κοντά στο σπίτι του Παπίτσα, κοντά στο
χωριό, κοιτάζει πίσω του ο Τσιότσιολας για γαϊδούρι. Πουθενά το γαϊδούρι.
__Ρε Αντώνη! Σάμπως είχαμε και ένα γαϊδούρι; Τι να γίνηκε;
Τον ρώτησε ο Τσιότσιολας και άρχισε τα γέλια.
__Βαρέθηκε να μας ακούει και γιαυτό έμεινε πίσω, απάντησε ο
Αντώνης.
__Αντώνη αυτό δεν πρέεπει να μαθευτεί στο χωριό μπίτι, θα
μας κοροϊδεύουνε.
__Εγώ δεν λέω τίποτα είπε ο Μακεδόνας. Ο Τσιότσιολας μόλις
βγήκε στο καφενείο δεν άντεξε να το κρατήσει μυστικό. Διηγήθηκε για να γελάσουν και οι υπόλοιποι χωριανοί του
με το πάθημά τους.
Το Σαπούνι της Μαρίνας
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, δηλαδή το 1955 και εντεύθεν,
οι άνθρωποι στο χωριό για την καθαριότητά των και των ρούχων τους έφτιαχναν το
σαπούνι.
Κυρίως χρησιμοποιούσαν το λίπος από το γουρούνι, διάφορα
μέρη του σώματος που δεν τρώγονταν όπως το τομάρι, τα μούκουλα δηλαδή κομμάτια
από το λαιμό τα πόδια κλπ. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν το κατακάθι ή την
μούργα όπως λεγόταν του λαδιούπου έμενε στο κάτω μέρος του ντενεκέ.
Για να γίνει το σαπούνι, έβραζαν τα πιο πάνω υλικά στο
λεβέτι και έριχναν μέσα σε αναλογία 10% δέκα τοις εκατό περίπου ποτάσα. Η ποτάσα διέλυε όλα τα υλικά και
γινόταν πολτός, το σαπούνι που καθόταν πάνω πάνω στο λεβέτι.
Από κάτω ήταν το νερό μετα υπολείμματα από το λίπος και το
κρέας μαζί με την ποτάσα.
Μια χρονιά η Μαρίνα, είχε μαζέψει δέκα οκάδες υλικά από το
γουρούνι της για να φτιάξει σαπούνι. Πηγαίνει στον Βασιλάκο ή Μαγαζά (
Βασιλόπουλος Βασίλειος του Δημητρίου) και του λέγει:
__Βασιλάκο έχω δέκα κιλά πράμα να φτιάξω σαπούνι, να μου
δώσεις την ποτάσα που χρειάζεται. Εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβεε για πιο πράμα
του έελεγε και την ρωτά.
_Πως το ζύγισες Μαρίνα και εννοούσε το πράμα της!!!
Μπαρούνης και Σταμιροβαγγελιά
Η Βαγγελιά ήταν κόρη του Σταμίρη, αδερφή του Τούρκου, της
Μαριγώς και του Μιχάλη. Ήταν όμορφη στα νιάτα της αλλά και λογού. Αν σε έπιανε
στο στόμα της, δεν σε άφηνε, έβγαζε όλα τα καλά, μα αν την ενοχλούσες και όλα
τα κακά.
Δεν είχε καλιάσει συμπεθεριό για να παντευτεί με ντόπιο
γαμπρό.
Κάποιο χρόνο ήρθε ένα συμπεθεριό με τρείς νοματαίους από την
Στρέζοβα και ζητούσαν να την κάνουν νύφη. Ειδώθηκαν οι υποψήφιοι και άρεσε στην
Βαγγελιά ο γαμπρός και του γαμπρού άρεσε η νύφη.
Δώσανε λόγω και τα χέρια και συμφωνήσανε να προχωρήσει το
συνοικέσιο. Το μόνο που έμενε ήταν να κουβεντιάσουν ο γαμπρός και η νύφη με
τους δικούς τους, για την ημερομηνία των αρραβώνων και του γάμου.
Κάποια στιγμή έφυγαν οι συμπέθεροι από το χωριό και έφτασαν
στην Μαυρομάτα μια τοποθεσία έξω από το χωριό. Εκεί συνάντησαν τον Μπαρούνη (
Ροζή Κων/νο του Δημητρίου). Τον γνώριζαν γιατί στην Στέζοβα είχε παντρέψει μια
αδερφή του την Αρετή. Με το θάρρος που
είχαν τον ρώτησαν.
__Τι σόι άνθρωπος είναι η Βαγγελιά; Είναι καλή να την κάνουμε νύφη; Εκείνος δεν δίστασε να τους αποπάρει, με την
κουτουριά που κάνανε χωρίς να ξέρουνε και κατηγορούσε την νύφη.
_Τι πάτε να κάνετε εκεί; Χαθήκατε αν πάρτε εφτούνη για νύφη
τους είπε. Δεν ξέρουμε αν το είπε για
να βλάψει την Βαγγελιά ή αν ήθελε να την δώσει σε χωριανό για να μην φύγει από
το χωριό. Ο Μπαρούνης και η Βαγγελιά είχαν μαλώματα και προστριβές με ζημιές
που έκαναν οι κότες της σε δυο κήπους του.
Η Βαγγελιά παντρεύτηκε από την Κερπινή τον Θεόδωρο Κοσμά
(Τσιαγκρή) και εγκαταστάθηκαν σε ένα σπίτι με αυλόγυρο δίπλα από την
εκκλησία στο κέντρο του χωριού. Αριστερά
και πίσω από το σπίτι της ήταν οι κήποι του Μπαρούνη. Εκεί είχαν μαλώματα
συνέχεια για τα σύνορα των κήπων και για τις κότες που ξέφευγαν και χάλαγαν το
γρασίδι Από τις πολλές φορές που γκρινιάζανε κάποια φορά ο Μπαρούνης, δεν
άντεξε και μετανοιωμένος για ότι έκανε τότε με τους Στρεζοβινούς της είπε:
__Δεν φταις εσύ μωρή, δεν φταίς εσύ! Φταίω εγώ, που δεν σε
άφησα να πας στην Στρέζοβα νύφη να χαθείς.
Ο Ξένος του Φλεβάρη
Τον Φλεβάρη (Γιαννόπουλο Αντώνιο) επισκέφθηκε μια φορά στο
χωριό ένας φίλος του. Έτυχε όμως να λείπει και τον πήρε στο σπίτι του να τον
φιλοξενήσει ο γαμπρός του ο Σούφης
(Μαλαπέρδας Ιωάννης). Στο σπίτι που πήγε για να τον περιποιηθούν καλύτερα πήγε
και η αδερφή του η Κανέλλα γυναίκα του Αλέξη του Τσιρίμη.
Την άλλη ημέρα που ήρθε ο Φλεβάρης στο χωριό και τον είδε ο
φίλος του, του λέγει με θαυμασμό.
__Πω! Πω! Ρε Αντώνη! Τι ωραίος άνθρωπος είναι κείνη η
γυναίκα και εννοούσε την Κανέλα αδερφή του;….
Πραγματική Άνοιξη είναι!
Οπότε γυρίζει ο Φλεβάρης και του λέει:
__ Ανα αυτή είναι πραγματική άνοιξη, εδώ δεν υπάρχει
χειμώνας.
Για εδώπά σε ήθελα Πετράκο
Την δεκαετία του 1970 το χωριό έσφιζε από ζωή, κίνηση,
τραγούδια, γλέντια, οινοποσίες καλαμπούρια κλπ. Οι ατάκες του Διαμάντη
(Πολύδερας Διαμαντής) έδιναν και έπαιρναν, καθώς έπινε κιόλας.
Ένα βράδυ τα είχε κοπανήσει για τα καλά στο καφενείο του
Βασιλάκου. Έπρεπε λοιπόν κάποια στιγμή να πάει στο σπίτι του. Ο δρόμος όπως
ήταν ανηφορικός και με πολλές πέτρες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, μπορούσε εύκολα να
πέσει και να σπάσει κανένα μέλος του σώματός του. Οπότε το αποτέλεσμα θα ήταν
οδυνηρό.
Προθυμοποιήθηκε ο Πέτρος του Ραμόγιαννη να τον συνοδέψει
μέχρι το σπίτι του. Τον περισσσότερο δρόμο θα τον έκανε έτσι κι αλλιώς γιατί το
σπίτι του, ήταν στην ίδια καυεύθυνση με του Διαμάντη.
Ξεκίνησαν μαζί από το μαγαζί του Βασιλάκου.
__Πάμε μπάρμπα παρέα μέχρι παραπάνω του είπε. Θα πάω κι εγώ
στο σπίτι μου. Βοηθώντας τον ο Πέτρος του έλεγε που να πατάει και που να
προσέχεοι. Όταν φτάσανε στο Τζιρακέϊκο σπίτι, πως το έκανε ο Διαμάντης,
παραπάτησε, ξέφυγε από την επιτήρηση του Πέτρου, ίσως και από το χέρι του που
τον κρατούσε και έπεσε κάτω. Βλέποντας ο Πέτρος κάτω του λέει.
__Μου έπεσες μπάρμπα! Και ο Διαμάντης παραπονούμενος του
απαντά:
__Για εδωπά σε ήθελα Πετράκοοο.-
Υπάρχει ο Θεός
Μια χρονιά ο Τσιαγκρής (Κοσμάς Θεόδωρος ) ο Αγγελάρας
(Βασιλόπουλος Αγγελής) και άλλοι Γλανιτσιώτες είχαν πάει στο Αίγιο για
ξενοδούλι.
Όταν πήγαιναν στο Αίγιο, αλλά και όταν γύριζαν στο χωριό,
μετά το τέλος των εργασιών, έκαναν στάση στην Άγια Λαύρα στο Μοναστήρι. Να
βρούνε τίποτα να φάνε από τους καλογέρους και να κοιμηθούνε.
Τότε δεν υπήρχαν λεφτά για μεταφορικά μέσα και το πήγαινε
έλα , γινότανε με τα πόδια. Τα λίγα χρήματα που έβγαζαν, κυρίως αγόραζαν αλεύρι
και άλλα πράγματα πρώτης ανάγκης της οικογένειας. Το Μοναστήρι είχε μεγάλες
ιδιόκτητες εκτάσεις, καλλιεργήσιμα χωράφια, περιβόλια, βοσκοτόπια και πολλά
γιδοπρόβατα, που τα φύλαγαν με πληρωμή τσοπάνηδες. Ο Τσιαγκρής ήξερε που είχαν
τα μαντριά και σαν γύρισαν στην Αγία Λαύρα γυρίζοντας για το χωριό, την νύχτα
πήγαν και έκλεψαν ένα κριάρι. Το έδεσαν σε απόμερο σημείο και την άλλη ημέρα με
το φώτισμα, φεύγοντας για το χωριό, το πήρε
μαζί του.
Καλοφτιαγμένο και καλοθρεμένο όπως το είδε το προόριζε για
τις 15-20 προβατίνες του. Όταν το παρουσίασε στον Αγγελάρα, εκείνος κάπως
θυμωμένος του είπε:
__Το σταβίδι σου και το Μοναστήρι μαγάρισες. Φτάνει να το
μάθουν οι καλόγεροι, απέ να ιδείς τι έχουμε να πάθουμε.
Το έφερε στο χωριό και όλο το καλοκαίρι την εποχή που
παίρνουν τα πρόβατα , το κριάρι ήταν μαζί τους.
Ένα με δυο μήνες προτού γεννήσουν τα πρόβατα δεν είχαν
σημαδέψει. Δηλαδή δεν έδειχναν σημάδια ότι είναι γκαστρωμένα, όπως φούσκωμα της
κοιλιάς και των βυζιών.
Ήρθε καιρός να γεννήσουν και τελικά τα πρόβατα ήταν στέρφα.
Ο Τσιαγκρής αποφάσισε αφού παίνεψε ότι τα πρόβατά του κάνουν
από δυο με το κριάρι το πούλησε στον Λάγιο. Κανένας δεν είχε μάθει το πάθημά
του.
Περίμενε, ήρθε ο επόμενος χρόνος και τα πρόβατα του Λάγιου
γκαστρώθηκαν και γέννησαν κανονικά. Τότε είχε μαθευτεί πως το κριάρι ήταν
κλεμμένο από το Μοναστήρι και το τι έγινε με τα δικά του πρόβατα που δεν
γέννησαν.
Για να τον πειράξουν τον ρώταγαν , πως έγινε και τα δικά του
πρόβατα δεν πήραν και του Λάγιου γέννησαν κανονικά. Εκείνος χαμογελώντας τους
έλεγε:
__Τί να σας πώ! Υπάρχει και Θεός που βλέπει τα πάντα…..
Συμπεθεροκόποι
Ο Μπουγάτσας
(Σταθόπουλος Νίκος) ήταν αρραβωνιασμένος με την Γιαννούλα του Μαρουδή
(Μαρδογιαννούλα). Κάποιος από το Πράσινο (Καρνέσι) που δεν ήξερε το αρραβώνα του, είχε μια τσιούπα και τα έφτιαξε
να τον παντρευτεί. Τα χάλασε με την Μαρδογιαννούλα και πηγαινοέρχονταν στου
Καρνέσι.
Συγγενείς της νύφης, ήρθανε στην Γλανιτσιά να ειδούνε το
σπίτι του γαμπρού και που θα την παντρέψουν. Το σπίτι του ήταν αυτό που είναι
σήμερα του Αγγελετόγιαννη.
Για να μπούνε στο σπίτι ανέβαιναν μια πέτρινη σκάλα και
στοκεφαλόσκαλο τους περίμενε ο Μπογάτσας με τους δικούς του.
Ένας από τους συμπεθέρους βγήκε έξω από το σπίτι και έκανε
μια βόλτα στον αυλόγυρο του σπιτιού. Ανοίγει την κατωγόπορτα και μπαίνει μέσα
στο κατώι. Κοιτάζει και ήταν άδειο. Ούτε ζώα ήταν εκεί ,ούτε άχυρα ούτε τίποτε
άλλο.
Γυρίζει σκεπτικός στο σπίτι και μυστικά χωρίς να τον ιδεί ο
Μπογάτσας με τους δικούς του, λέγει στον άλλο συμπέθερο.
__Πάμε να φύγουμε. Το κατώι είναι άδειο. Δεν υπάρχει εδώ
φούρκα και νοικοκύρης.
Έτσι χάλασε το συμπεθεριό και μετά παντρέφτηκε την
Γιαννούλα.
Μολογάνε σε άλλες περιπτώσεις, οι συμπεθεροκόποι που δεν
ήξεραν τίποτε για τον γαμπρό, άνοιγαν το κασόνι και βέβαια να μην είναι εποχή με το αλώνισμα. Και αν έβρισκαν μέσα σιτάρι, αποφάσιζαν για
το γάμο.
Οι μισιακές γίδες
Μια χρονιά ο Βρούς (Ροζής Ανάστος)είχε πάρει μισιακά γίδια
από τον Βαλτεσινιώτη Νάσιο Παναγούλια .
Μισιακά σήμαινε ότι ο ένας βάζει τα γίδια που είναι δικά του, ο άλλος την
φύλαξη και τον κόπο για την παραγωγή των προϊόντων (κρέατος γάλατος, μαλλιού)
κα η διανομή του κέρδους μισά μισά. Ήταν χειμώνας και τα πήγε στα παλιοκάλυβα
να τα ξεχειμωνιάσει. Τά έκλεισε μέσα στο καλύβι και έπιασε μια γίδα την έσφαξε
, την έβαλε στον τέντζερη την έβραζε και έτρωγε. Είχε μαζί του και το κλαρίνο
όταν χόρταινε κιόλας ντούρου ντούρου έπαιζε χαρούμενους σκοπούς και τραγούδαγε.
Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές βολές, έπιανε γίδες τις έσφαζε και τις έτρωγε.
Τα γίδια κακοπερνούσαν δεν τα έβοσκε καλά. Ο Νάσιος ο
Παναγούλιας κάτι υποψιάστηκε, ίσως και να του το είπανε, κινάει μια μέρα και
πάει στο καλύβι του Ανάστου. Τα γίδια ήταν μέσα και η τεντζέρα έβραζε.
__Τι κάνεις εδώ Ανάστο; Τον ρώτησε.
__Τι να κάνω σέμπρε! Κρύο κάνει και είπα τα γίδια να τα
βγάλω προς το μεσημέρι που θα πάρει ο ήλιος. Κατάλαβε ο Παναγούλιας τι γινότανε
και του λέει.
__Απόλατα τα γίδια Ανάστο, θα τα κιόσεις όπως τα πας. Εσύ
δεν κάνεις ναα παίρνεις μισιακά γίδια. Πήρε τα γίδια του και έφυγε, ο Ανάστος
όμως καλοπέρασε κάμποσο καιρό.
Ο Γούνης και η Ελένη της Ανθούλας
Ο Γούνης δεν ήταν ντροπαλός, ούτε κρατούσε τα προσχήματα,
προκειμένου να μπλέξει με μια γυναίκα. Πάει λοιπόν στο σπίτι του Τ….. στο κατώί του. Η γυναίκα του η Κ….
έριχνε άχερα στα ζώα της.
Της παρουσιάζει ο Γούνης ένα πεντοχίλιαρο και της λέει. «
Αυτό είναι δικό σου, μόνο για μια φορά». Εκείνη σχεδόν με φωνές και βρισιές,
τον πήρε από μπροστά και έφυγε. Αυτό όμως μαθεύτηκε στο χωριό.
Κατεβαίνοντας από την πλατεία στο σπίτι του κάποια μέρα,
πέρναγε μπροστά από του Ντρούλια το σπίτι. Τον βλέπει η Ντρούλιαινα (Μαριόλω)
που ήταν κωμική και ετοιμόλογη και το
μάτι της δεν λύκωνε μπροστά στους άντρες και του λέει.
__Ολόκληρο πεντοχίλιαρο έδωκες και δεν κάθισε, εγώ με μια
μυτζήθρα θα καθόμουνα.
Πέρασαν χρόνια και ο Γούνης αρρώστησε, πήγε στο νοσοκομείο
στην Τρίπολη και ο γιατρός του έβαλε καθετήρα και ήρθε στο χωριό.
Κάποια στιγμή βγήκε ο καθετήρας από κακή κίνηση και σαν δεν
υπήρχε γιατρός μαζεύτηκαν οι γυναίκες να
ιδούνε πως θα ξαναβάλουν τον καθετήρα. Μεταξύ των γυναικών ήταν και η Ελένη της
Ανθούλας.
Αφού κοίταξαν που έμπαινε ο καθετήρας , χαμογελούσαν πονηρά
και μπροστά στις άλλες γυναίκες λέει ο Ελένη η Κιμωνού:
__ Καλά με αυτή την πέτσα μοίραζες πεντοχίλιαρα;
Το λάδι του Κόλια
Ήταν εποχή που στα φαγητά το λάδι, για να αρτυθούν, ήταν ελάχιστο στα νοικοκυριά και έπεφτε
μετρημένο με σιδερένιο κουτάλι. Τα
κουτάλια που τρώγαμε ήταν ξύλινα, μιλάμε βέβαια για την πριν του 1950 εποχή.
Τρώγαμε σε χαλκωματένια πιάτα, τα σαγάνια όπως λέγονταν και
στο σκέπασμα του Τέντζερη , το καπάκι.
Για την αποθήκευση και μετακίνηση υγρών όπως λαδι, κρασί υπήρχαν περιορισμένη
ποσότητα γυάλινων μπουκαλιών που δεν επαρκούσαν
για τις ανάγκες των ανθρώπων. Ο Κόλιας κατέβηκε ένα πρωί στο μπακάλικο και καφενείο του
Βασιλάκου. Ήθελε να πιεί τον καφέ του και να αγοράσει λάδι. Ο λόγος λοιπόν περί
αυτού.
__Βασιλάκο του είπε ο Κόλιας σαν ήπιε τον καφέ του, με την
χαρακτηριστική φωνή του. Ήθελα να πάρω λάδι. Με κόψανε τα λάχανα ξανάρτυγα και
δεν τρώγονται χωρίς λάδι.
__Θα πάρεις πολύ Κόλια; Τον ρώτησε.
__Και ξέρεις Βασιλάκο, άκρη καιρού έχουμε; Και πότε δεν ήταν
άκρη καιρού, για τον Κόλια και για όλους , αφού υπήρχεε μεγάλη ανέχεια. Καμιά
οκά θα πάρω απάντησε.
__Και που θα το βάλεις, τον ρώτησε με απορία ο Βασιλάκος.
Εσύ δεν κρατάς μπουκάλι.
__Και δεν είχα μπουκάλι να φέρω . Εσύ δεν έχεις κανένα
κάθηκο να μου δώκεις.
__Έχω το κατρούτσο που πίνουμε κρασί. Αλλά δεν πάει στο
σπίτι με το κατρούτσο. Εκεί στον ανήφορο θα σου χυθεί πρόσθεσε ο Βασιλάκος.
Πέρασε λίγη ώρα και ο Βασιλάκος συμπλήρωσε.
Σάμπος είσαι τυχερός, τώρα που το σκέπτομαι. Ο ντενεκές με
το λάδι σχεδόν έχει τελειώσει. Θα αφήσω
το δικό σου λάδι εκεί μέσα και ότι περίσσεμα έχει θα το βάλω στο δικό μου μπουκάλι.
Και να το πάρεις να το πας στο σπίτι σου. Έτσι και έγινε.
__Κόλια είσαι έτοιμος, όταν τελειώσεις τον καφέ σου, να
πάρεις τον τενεκέ για το σπίτι.
Ο Βασιλάκος όσο ο Κόλιας έπινε τον καφέ του, προσποιούμενος
ότι έχει έξω από το μαγαζί δουλειά, ενημέρωσε τον παπά Πάνο, που καθόταν στην
βεράντα του σπιτιού του.
Έτσι και έτσι παπούλη. Θα περάσει σε λίγο από κοντά σου ο
Κόλιας, με τον τενεκέ το λάδι. Αφού έγινε η ενημέρωση γρήγορα γύρισε στο μαγαζί
κοντά στον Κόλια, που ακόμη απολάμβανε τον καφέ του.
__Που είσαι Κόλια του λέει ο Βασιλάκος. Πέρα στην αγορά
(πλατεία και δρόμος) που θα πηγαίνεις με τον ντενεκέ το λάδι, να γέρνεις λίγο,
ότι είναι βαρύς. Μην σε πάρουν είδηση,
ότι κουβαλάς με ολόκληρο ντενεκέ μια οκά λάδι.
_Και καλά λες Βασιλάκο. Αυτό θα κάνω!
__Εγώ θα διαδώσω, ότι αγόρασες ολόκληρο ντενεκέ με το λάδι
και όποιος μου ζητήση λάδι, θα ειπώ πως το αγόρασε ο Κόλιας.
Ο Κόλιας σαν ήπιε τον καφέ του, πήρε τον ντενεκέ, γέρνοντας
το κορμί του, από την μια πλευρά σαν να ήταν βαρύς και πήγαινε προς το σπίτι
του.
Έφτασε μπροστά από το σπίτι του παπά, τον είδε εκείνος και
του φωνάζει.
__Περίμενε Κόλια να στρίψουμε τσιγάρο. Άλλο που δεν ήθελε ο
Κόλιας. Άφησε κάτω το ντενεκέ με το λάδδι και πήρε από τον παπά τσιγαρόχαρτο
και την ταμπακέρα, με λαθραίο καπνό και έστριβε τσιγάρο. Πούφ, πούφ το άναψε
και κάπνιζε. Το ίδιο έκανε και ο παπάς.
__Τι πας ευτού Κόλια;
__ Και δεν βλέπεις παπά; Λάδι αγόρασα
__Μπράβο Κόλια! Έναν ντενεκέ λάδι κανένας δεν μπορεί να
αγοράσει σήμερα. Πως φαίνονται οι νοικοκυραίοι. Καλοφάγωτο νάνε!
__Και δεν ξέρεις παπά ότι είμαι νοικοκύρης;
__Το ξέρω Κόλια και πλησιάζει ο παπάς κοντά στον
τενεκέ. Τον πιάνει καθώς ο Κόλιας δεν το
περίμενε και σαν τον βρήκε αλαφρόν, τον σήκωσε ψηλά και του φωνάζει γελώντας.
Καλά Κόλια κοροϊδεύεις όλο το χωριό, θέλεις και μένα να κοροϊδέψεις;
__Και τι περίμενες παπά, ότι είχα τόσα λεφτά, να αγοράσω
γεμάτο ντενεκέ λάδι;
Τα βερεσέδια του Ντούσια
Ο Ντούσιας (Τριάδης Αντώνιος) ασχολείτο από πολύ παλιά με το
εμπόριο. Το μαγαζί το είχε στο σπίτι του
και όχι στην πλατεία που το είχε αργότερα για πολλά χρόνια. Στο σπίτι του που
είχε μαγαζί το 1952 περίπου θυμήθηκα τον γέρο Τζίμη, τον πατέρα του Φωτάκη.
Μεταξύ των πελατών που είχε ήταν και ο Τσιριμοθανάσης. Τα
χρόνια εκείνα δεν είχαν οι άνθρωποι μόνιμα χρήματα για να καλύπτουν τις
συναλλαγές τους.
Τις περισσότερες φορές αγόραζαν τα είδη πρώτης ανάγκης,
είδος με είδος. Έπαιρναν ας πούμε
πετρέλαιο με αυγά ή λάδι με σιτάρι.
Η αγορά γίνονταν ως επί το πλείστον βερεσέ. Αγόραζαν διάφορα
είδη και ο έμπορας έγγραφε το χρέος στο
δευτέρι. Ο αγοραστής με την πρώτη ευκαιρία, όταν πούλαγε συνήθως τα ζώα του
(αρνιά κατσίκια) εξοφλούσε το χρέος του.
Συνήθως όταν έκαναν συναλλαγές αγοραστής και πωλητής
συμφωνούσαν την πληρωμή να γίνεται στις μεγάλες γιορτές τα Χριστούγεννα, το
Πάσχα, του Αγίου Κωνσταντίνου , της Πανααγιάς. Γιορτές που γίνονταν συναλλαγές
και μπορούσαν να οικονομήσουν χρήματα. Επί τη ευκαιρία να ανααφέρω μια ιστορία
με τον Κουτσό (Χριστόπουλο Γεώργιο)
Πήγαινε στο Βασιλάκο και αγόραζε μακαρόνια, ρύζι, άλλα
χρειαζούμενα είδη και σαν δεν είχε να πληρώσει του έλεγε.
__Γράφτα στο δευτέρι Βασιλάκο και θα στα πληρώσω τα
Χριστούγεννα. Αυτό έγινε πολλές φορές και με το ίδιο σκεπτικό καθ’ ότι δεν είχε
χρήματα να πληρώσει αλλά και τα ψώνια έπρεπε να τα πάρει. Ο ίδιος το έβλεπε
παράξενο να πληρώσει τα πολλά συσσωρευμένα χρέη τα Χριστούγεννα.
Μια μέραα λοιπόν αφού ψώνισε στον Βασιλάκο γυρίζει και του
λέει:
__ Γράφτα Βασιλάκο και να ιδούμε τι θα φέρει κείνος ο
Χριστούλης !
Να συνεχίσουμε με τον Ντούσια και τον Τσιριμοθανάση που
ξεχαστήκαμε και γράψαμε άλλη ιστορία.
Λοιπόν ο Τσιριμοθανάσης αγόρασε πολλά εμπορεύματα από τον
Ντούσια, το χρέος ανέβηκε και δυστροπούσε την πληρωμή του. Δεν έφτανε που δεν
πλήρωνε μα κορόιδευε κιόλας.
__Τι θα κάνεις Θανάση; Τον ρώτησε κάποια μέρα ο Ντούσιας.
Πότε θα πληρώσεις το χρέος σου; Εκείνος απάντησε περιπαικτικά.
__Θα το πληρώσω Αντώνη στο πανηγύρι της Αγίας Πούτ….
Ο Ντούσια για να πάρει τα χρήματά του έκανε δικαστήριο και
τον καταδίκασε, εντός μικρού χρονικού διαστήματος να πληρώσει τα χρέη.
Εκείνος πάλι δεν πλήρωνε, παρά την απόφαση του Δικαστηρίου
και ο Ντούσια αναγκάστηκε να του κάνει αγωγή. Κοινοποίησε την απόφαση με
Δικαστικό Επιμελητή και τα έξοδα ανέβηκαν . Έτσι αναγκάστηκε ο αδερφός του ο
Τσιριμοκώστας να μαζέψει τα χρήματα και να πάει στον Ντούσια να τακτοποιήσει το
χρέος του.
Δεν τον έπαιρνε άλλο θα έχανε σπίτι, χωράφια και ότι είχε.
__Αντώνη του δικαιολογήθηκε, όπως βλέπεις ήταν δύσκολα τα
πράγματα, λεφτά δεν είχα να τακτοποιήσω τα χρέη μου . Τώρα πες μου πόσες είναι
οι οφειλές μου να τις τακτοποιήσω. Ο Ντούσια και αυτός ετοιμόλογος όπως ήταν ,
θυμήθηκε τι του έλεγε, το πότε θα πληρώσει. Και με την σειρά του του απαντάει.
_Είδες Θανάση που ήρθε και το πανηγύρι της Αγίας Πούτ…. Και
πληρώνεις;
Ο σέμπρος
«Ψόφισε το βόιδι πάει η σεμπριά έλεγαν οι παλαιοί. Για να γίνουν σέμπροι δυο αγρότες έπρεπε να διαθέτουν ζώα και
εργασία. Σέμπρος σήμαινε η συμμετοχή δυο οικογενειών με τα μέλη τους σε κοινό
σκοπό. Συνήθως γίνονταν σέμπροι για το όργωμα των χωραφιών. Εάν είχε ο ένας
χωριανός ένα ζώο και ο άλλος επίσης ένα για το όργωμα του χωραφιού, χρειάζονται
δυ ζώα. Τότε έσμιγαν και γίνονταν σέμπροι. Αν ένας από τους δυο δεν είχε δεν
μπορούσε να γίνει και σεμπριά. Υπήρχαν οικογένειες που δεν είχαν ζώα, αλλά
διέθεταν εργατικό δυναμικό, τότε πάλι μπορούσαν να γίνουν σέμπροι αφού το
όργωμα στα άγονα και πετρώδη χωράφια μας χρειάζονται σκαλιστάδες.
Ο Νάσιος Σταθόπουλος ή Καλαντζής (επειδή ήταν και γανωματής)
ήταν σέμπρος με τον πατέρα μου Ντίνο Χριστόπουλο (Τζιράκα). Η συνεργασία τους
έγινε παοιμιώσης. Ήθελε να κάνει μόνο το ζευγάρι. Το εύρισκε πιο εύκολο από το
σκάλισμα. Όπως ήταν κοντόχοντρος δεν ήθελε να λυγίζει την μέση του καθόλου.
Αλλά και όταν όργωνε , πήγαινε αραιά τις αυλακιές , μια εδώ και μια εκεί. Το
χωράφι ήθελε όλο σκάλισμα, δεν πρόφταιναν οι σκαλιστάδες και το σιτάρι δεν καλυπτόταν με χώμα. Ο
Ντίνος το έβλεπε αυτό και πήγαινε κοντά του, του άρπαζε το αλέτρι και του έλεγε
για να μην τον προσβάλει και χάσει και την σεμπριά.
__Δώμου εδώ ρε. Κάτσε να ξεκουραστείλς λίγο. Ο Νάσιος
αγνάντευε τον Ντίνο και δεν σκάλιζε. Αφού ίσιωνε ο Ντίνος την αυλακιά του
φώναζε.
__Έλα τώρα πάρτο (το
ζευγάρι) . Ο Νάσιος όταν τελείωνε την αυλακιά και ήθελε να γυρίσει το ζευγάρι
φώναζε.
__Έλα! Μπρός! Το σταυρωμά σας και έκανε μια ώρα να
επαναφέρει το ζευγάρι στην καινούργια αυλακιά. Ο Ντίνος τον κοίταγε και έλεγε.
__Κακό που έπαθα με δαύτονε .
Τα βράδυα στο καφενείο, καταλάβαιναν την δυσκολία της
συνεργασίας και ρώταγαν τον Νάσιο.
_Νάσιο πως πέρασες σήμερα με τον σέμπρο;
__Πως να περάσω το σταύρωμά του, παίρνει χώμα και το ρίχνεει
στις πέτρες να σπείρει.
Κάποτε όργωναν το χωράφι του Ντίνου στην Θέση Στρογγυλό. Ο
Νάσιος είχε ένα δυναττό μουλάρι και ο Ντίνος ένα γαιδούρι, αλλά είχε και τις
κόρες του που μπορούσαν να σκαλίζουν.
Αφού έζεξαν τα ζώα και έκαναν δυο τρείς ζευγιές , το υνί έβγαινε από το αλέτρι
και δεν μπορούσαν να οργώσουν
Οι δυο σέμπροι είχαν πλήρη άγνοια για το τι έπρεπε να
κάνουν, για να μην βγαίνει το υνί. Ξέζεψαν τα ζώα και φορτώθηκε ο Ντίνος το
αλέτρι, γύρω στις 20 οκάδες και το πήγε
στου Βάρταλώνι μέσα από χωράφια γιατι
δεν υπήρχε δρόμος , που ήταν ο Ντίνος ο Κούγια να το φτιάξει. Όταν το πήγαινε
εκεί, ήταν κατήφορος και ή απόσταση γύρω στα σαράντα λεπτά λόγω του βάρους και
του κακοτράχαλου μονοπατιού.
Σαν πήγε εκεί το είδε ο Ντίνος ο Κούγιας,. Δεν είχε βέβαια
τίποτε σπουδαία ζημιά. Για όσους είχαν υποτυπώδη μυρουδιά γύρω από το αλέτρι ,
μια σκεπαρνιά ήθελε.
Πελέκισε με το σκεπάρνι λίγο την αλετροπόδα σε ένα σημείο ,
την έκανε πιο λεία, το υνί εφάρμοσε και δεν έβγαινε.
Σαν γύρισε κουρασμένος και ιδρωμένος, διότι η επιστροφή ήταν
μεγάλη ανηφόρα τον ρώτησε ο σέμπρος ( Νάσιος).
__Το έφτιαξες σέμπρε το αλέτρι;. Μια κανονιά του Ντίνου
αφήνει τον Νάσιο άφωνο.
__Έτσι το φτιάξατε με τον Κούγια Σέμπρε.
__Τι είχεσέμπρε, θα
μου ειπείς επέμεινε να μάθει ο Νάσιος.
__Τίποτε δεν είχε. Εμείς θέλουμε μία με το σκεπάρνι. Ένα
χτύπημα ήθελε η αλετροπόδα. Με τις κανονιές του Ντίνου είχε διαφωνήσει ο
Νάσιος και ήθελε να χαλάσει την σεμπριά.
Ο Νάσιος ήταν οκνός στην δουλειά και εκτός αυτού, αργούσε το
πρωί να πάει στο χωράφι. Ο Ντίνος δεν το άντεχε αυτό και σχεδόν καθημερινά
γκρίνιαζε τον Νάσιο.
Ο Νάσιος είχε θιχθεί με την συμπεριφορά που τον αντιμετώπιζε
ο σέμπρος. Ένα βράδυ το έβαλε σκοπό να ξυπνήσει πολύ πρωί. Αφώτιγο πήρε το
μουλάρι του με τον σανό και πήγε στο Σύμπαινο , στο άλλο χωράφι του σέμπρου και
τον περίμενε.
Από τον δρόμο, που ήταν δίπλα στο χωράφι, πέρναγαν άλλοι
ζευγολάτες, για να πάνε στα χωράφια τους να οργώσουν. Ο Νάσιος τους ρώταγε.
__Ρε! Μην ίδατε πουθενά έναν σέμπρο δικόνε μου;. Και οι
ζευγολάτες καταλάβαινααν, τι γινότανε με το χωρατό του Νάσιου.
Τώρα και οι δυό τους οργώνουν τα χωράφια στον παράδεισο,
γιατί δεν ήταν κακοί άνθρωποι και ας βλαστήμαγαν. Αιωνία τους η μνήμη.
Μ α ί ν α λ ο
Το Μαίναλο ήταν κάποτε ένα μεγάλο εργοτάξιο. Οι άνθρωποι των
γύρω χωριών, εύρισκαν πολλές δεκαετίες εργασία. Σχεδόν όλοι οι άρρενες άνθρωποι
είχαν απασχόληση. Έμεναν μέσα στο δάσος σε καλύβες, σκεπασμένες με τσίγκο και
τα ζεστά καλοκαίρια στην ύπαιθρο κάτω από μεγάλα έλατα. Για στρώματα έβαζαν
κλάρες από έλατο και ο τόπος μοσχοβόλαγε από την ελατόπισσα. Η κοπή των ελάτων
και η τριβή των πράσινων κλαδιών κάτω στο στρώμα μοσχοβόλαγαν.
Οι εργάτες για την συντήρησή τους, είχαν χωριστεί σε ομάδες
ανά τρία τέσσαρα άτομα και μαγείρευαν εύκολα φαγητά, που δεν ήθελαν μεγάλη
τέχνη και χρόνο όπως μακαρόνια, πατάτες, φασόλια που ήταν και τα κύρια φαγητά τους.
Έβαζαν τα φαγητά σε αλουμινένιες κατσαρόλες, πάνω στην
φωτογονία και άναβαν φωτιά. Ο καταυλισμός γέμιζε καπνούς μα και χαρούμενους
ανθρώπους να πειράζει ο ένας τον άλλον αλλά και να μεταφέρει τις γνώσεις ο ένας
στον άλλον.
Το ψωμί πολλές φορές μια ομάδας ή ενός ατόμου τελείωνε, ή το
λάδι, η τα καρυκεύματα, αλάτι πιπέρι
κλπ.
Δάνειζε η χάριζε, η εξυπηρετούσε η άλλη ομάδα και το
καλαμπούρι πήγαινε γόνα. Εκεί μιλάμε για
απασχόληση πολλών δεκάδων Γλανιτσιωτών και ξένων.
Σαν τελείωνε η μαγειρική μιας ομάδας, άλλη ομάδα έβαζε την
κατσαρόλα πάνω στην φωτιά να μαγειρέψει. Άλλοι έτρωγαν , άλλοι καθώς ήταν
κουρασμένοι, περίμεναν την ετοιμασία από αυτούς που σήμερα είχαν σειρά.
Πρόχειρα είχαν φτιάξει ξύλινα καθίσματα με κορμούς δέντρων , που τους χρησιμοποιούσαν και για
τραπέζια. Κάθονταν πάνω σε πέτρες ή σταυροπόδι χάμω στην γη και έτρωγαν ανέμελα
μέσα στην φύση.
Δεν έλλειπαν κι εδώ τα καλαμπούρια. Μια περίοδο ο Κυριάκος της Πατσιέβως είχε για
παρέα τον Καπινιά ( Γιαννόπουλο Νικόλαο) Πατέρα του Νις, Ο ένας μαγείρευε και ο
άλλος κουβάλαγε νερό και σαν τελείωναν
το φαγητό έπλενε τα πιάτα. Εδώ δεν υπήρχε η πολυτέλεια χρόνου, να μαγειρέψουν
με το πάσο τους. Όλα έπρεπε να γίνουν σε γρήγορο χρονικό διάστημα ακόμη και το
γεύμα και ο δείπνος.
Ο Κυριάκος πίεζε τον Νικόλα να βιάζεται στην μαγειρική κι
εκείνος παραπονούμενος στους άλλους πατριώτες , μυστικά και μακριά από τον
Κυριάκο να μην τον ακούει , έλεγε για την καταπίεση που ένοιωθε.
__Παιδιά από σας έφυγε ο Γερμανός, από μένα δεν έφυγε ακόμα.
Στο Μαίναλο δούλευαν και άνθρωποι ανήμποροι, παιδιά και
γέροι. Μιας και μιλάμε για εργασία ηλικιωμένων ανθρώπων θα αναφερθώ στους
δικούς μας γέρους τον Διαμάντη (Πολύδερα
Διαμαντή) και Αγγελάρα (Βασιλόπουλο Αγγελή) που πήγαν να ζητήσουν δουλειά.
Παρουσιάσθηκαν στον αρμόδιο επιστάτη για να τους προσλάβει. Εκείνος έκοψε την ηλικία τους και τις
δυνατότητές τους, αλλά δεν ήθελε και να τους διώξει και τους ρώτησε.
__Ξέρετε να βαράτε παραμήνα. Ήταν μια κοπιαστική δουλειά, να
ανοίγουν τρύπες στα βράχια με βαριά και
παραμήνα , για να βάλουν φουρνέλα και να
σπάσει ο βράχος.
__Ξέρουμε πως δεν ξέρουμε απάντησαν θαρετά εκείνοι.
__Ε! Τότε αύριο θα ξεκινήσετε δουλειά. Την άλλη ημέρα
ξεκίνησαν την κουραστική αυτή δουλειά, μα δεν τα κατάφεραν να ανοίξουν πολλές
τρύπες για τα φουρνέλα. Όταν εύρισκαν
σκληρή πέτρα και ήθελε δύναμη και πολύ δουλειά να ανοιχθεί η τρύπα την σκέπαζαν
ότι είναι έτοιμη και προχωρούσαν σε άλλο σημείο.
Τελικά ο επιστάτης αναγκάστηκε να τους διώξει, αφού τους
άφησε οχτώ δέκα ημέρες να βγάλουν τα έξοδά τους.
Ο Αγγελάρας στην συνέχεια πήγε στην Τρίπολη να βρει δουλειά
στις οικοδομές να φτιάνει και να κουβαλά λάσπη. Φόρεσε το σκονισμένο παντελόνι
του Μαινάλου που άνοιγε τρύπες και βγήκε στην πιάτσα. Σαν τον είδαν τον
ρώταγαν.
__ Από πού είσαι μάστορα;
__Αρκάς Αρκάς είμαι ήταν η απάντησή του και το γέλιο έπεφτε
σύννεφο.
Παναγουλαίοι
Οι Παναγουλαίοι ήταν
κυρίως βοσκοί και γεωργοί. Η καταγωγή
τους ήταν από το Βαλτεσινίκο και τα καλύβια τους, ήταν στου Κόλλια το βουνό,
στην Κοκκαλιάρα. Σε μια όμορφη περιοχή, αγνάντια και κοντά στον κάμπο του
Λάδωνα.
Ήταν γεροδεμένοι και όμορφοι άντρες, αν λάβουμε υπ’ όψιν τον
Θύμιο Κωνσταντινόπουλο, τον Γιάννη τον Καράμπελα και τους άλλους άντρες του
σογιού που τους βλέπαμε όταν ερχόντουσαν
στο χωριό ή και έμεναν.
Με την πουκαμίσα, το
γελέκι, τον κούκο, τα τσαρούχια με τις φούντες και την ίσια και καμαρωτή
περπατησιά. Οι πιο παλιότεροι
φορούσαν την πολύπτυχη φουστανέλα και
καμάρωναν τις δίπλες, όταν έσερναν τον χορό. Έδειχναν περίσσεια λεβεντιά και
χάρη. Στην μέση το σελάχι, με πολλές θήκες ,φορτωμένο με αστραφτερές μαχαίρες,
με το θηκάρι τους , σακούλι με καπνό και πυριόβολο , μαντήλια και γιατί όχι
πιστόλες και άρματα.
Πάνω από την φουστανέλα, κάτασπρη πουκαμίσα κλειστή στον
λαιμό, με πλούσια και φαρδιά μανίκια. Και στο κεφάλι, ο κούκος, κατάμαυρος
στρογγυλός σκούφος , έγερνε μάγκικα
συνήθως στην μια πλευρά του κεφαλιού.
Θυμάμαι τον Φρούσιο (Κωνσταντινόπουλο Αγγελή) τον Καράμπελα
και τον Θύμιο με στάση περήφανη και όλο καμάρι.
Ήταν μερακλήδες, έτρωγαν έπιναν, τραγούδαγαν και χόρευαν
όμορφα. Σαν γείτονες και συγκάτοικοι της ίδιας περιφέρεις στην Κοκκαλιάρα,
είχαν κοινά συμφέροντα.
Η γη που αρχικά ανήκε σε έναν ή δυο γενάρχες, αυτοί με τα
χρόνια πλήθυναν και μοιράστηκε σε πολλές οικογένειες.
Λένε πως στην μακρινή Λάστα, ο γενάρχης των σημερινών
Παναγουλαίων ο Κωνσταντόγιαννης είχε χτήματα
και στρούγκα που άρμεγε τα γιδοπρόβατά του. Φαίνεται πως δεν
περιορίζονταν τα χτήματά τους στην
Κοκκαλιάρα και στον κάμπο του Λάδωνα.
Είχαν όμως εκτός από προτερήματα και ελαττώματα. Συχνά η
φτώχια και η ανέχεια τους έκανε να μαλώνουν με τα σύνορα των χωραφιών, με
αγροζημιές και οι καλοσυνάτες γριές μάνες τους, άδικα πάλευαν να τους
συμβιβάσουν ορμηνεύοντας τα βράδια στο
παραγώνι.
Έφτασε εποχή που μάλωσαν και δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλον.
Η αφήγηση της Πανούλας Κωνσταντινοπούλου (Καράμπελα) είναι γλαφυρή, διαβάστε
την.
Κάποτε έπιασε φωτιά το σπίτι του Θύμιου και της
Γιαννουλίτσας, Είχαν τον φούρνο δίπλα στο καλύβι. Μέσα στο καλύβι στα πατερά,
είχαν βάλει κλάρες καλαμποκιού( αραποσιτόκλαρες) τροφή για τα ζώα τους.
Οι γυναίκες σαν άναψαν τον φούρνο να ψήσουν ψωμί, από την
αστράχα, πήραν φωτιά. Αντάρα και καπνός γέμισε τον τόπο. Έβαλε τα σιουρητιά ο
Σίλλης (Βασίλης Κωνσταντινόπουλος) γιος
του Θύμιου και παρ΄ όλον ότι δεν μιλιόντουσαν , έτρεξαν όλοι αμίλητοι να
σβήσουν την φωτιά.
Τότε κάηκαν κασόνια γεμάτα με σιτάρι, μυτζήθρες που ήταν
κρεμασμένες από τα πατερά, μαλλιά ρούχα και τέλος πάντων τα υπάρχοντά τους.
Μια κασέλα που ήταν στην άκρη, κοντά στην πόρτα, με
φουστανέλες, φουστάνια με καμούφες και άλλα παραδοσιακά ενδύματα, δεν μπόρεσαν
να την γλυτώσουν. Έσωσαν όμως αρκετά άλλα πράγματα, ένα ντενεκέ λίπος, λίγα
χοντρά ρούχα που σκεπάζονταν και άλλα μικροπράγματα.
Τότε λοιπόν η Κατερίνη η γυναίκα του Γιάννη του Καράμπελα
είπε:
__Καλά που πήραμε φωτιά και μαζευτήκαμε και ειδωθήκαμε
τουλάχιστον. Και ας μη μιλάμε! Πόσες
όμορφες ιστορίες έχουν άραγε χαθεί……
Ζολής και κλώσσα
__Ήταν θεριστής. Τ’ ασπροσίτια ήταν γινωμένα και έτοιμα για
θέρο. Η Βγένω, η γυναίκα μου, έφυγε πρωί πρωί για την Αγία Παρασκευή στο χωράφι
μας για να θερίσει. Εγώ, μιας και δεν τα κατάφερνα καλά στο θέρο, παρέμεινα πιο
πίσω να κουμανταρίσω (συγυρίσω) τα ζωντανά.
__Γιώργη, να δέσεις την κλώσα, μου είπε η γυναίκα μου
φεύγοντας. Πάει στην φωλιά και δεν αφήνει τις κότες να γεννήσουν.
__Θα την συγυρίσω, της είπα. Μείνε ήσυχη, και κείνη έφυγε.
Έκανα όσες δουλειές έπρεπε να γίνουν και έμεινε το δέσιμο
της κλώσας. Την πήρα από την φωλιά που κλωσούσε και σκεπτόμουν τί να την κάνω!
Κοντά στο σπίτι μας είχαμε τον φούρνο. Τότε δεν είχε το κάθε σπίτι τον φούρνο
του. Σε αυτόν τον φούρνο , φούρνιζαν ψωμί και γειτόνισσες που δεν είχαν φούρνο,
όπως ήταν η Γιωργούτσαινα, η Μπουρνοβήνα κλπ. Συνεννοούντο πρώτα!
__Θα φουρνίσεις μωρή αύριο; Να ρίξω εγώ λίγο ψωμί στο φούρνο
σου; Ρώταγε την νοικοκυρά.
Αν δεν ήθελε κείνη να φουρνίσει ή δεν της είχε ειπεί κάποια
άλλη γειτόνισσα, τότε έδινε την άδεια.
Ξέρετε τι καλές γυναίκες ήσαντε τότε! Σε κάθε φούρνισμα έφτιαναν και κουλούρες. Σε
φίλευαν μια κουλούρα ζεματιστή με τυρί και έτρωγες και ευφραινόσουν. Εφτούνες
τις πίτσες που φτιάνουν τώρα από τις κουλούρες τις δικές μας πήραν μαθήματα. Ή κόβανε μια αγκωνή από μια πουγανιά που ήταν
μαλακό και φρέσκο ψωμί και στο δίνανε να το φάς. Όχι βέβαια για πληρωμή αλλά από υποχρέωση που
ψένανε στο φούρνο και από καλοσύνη.
Εγώ σαν εύκολη λύση για την κλώσα βρήκα να την βάλω μέσα στο
φούρνο. Την έβαλα στο φούρνο έκλεισα και την είσοδο με του πούμα (σιδερένιο
σκέπαστρο της εισόδου του φούρνου) και η
κλώσα όπως υπολόγισα ήταν ασφαλής.
Από βραδύς η Μπουρνοβήνα (Σταθούλα του Μπουρνά) είχε κάψει
τον φούρνο, έβγαλε το ψωμί και ο φούρνος ήταν ζεστός.
Χωρίς να το καταλάβω έκλεισα
γρήγορα γρήγορα την κότα στο
φούρνο και βιαστικός έφυγα, για την Αγιοπαρασκευή που θέριζε η γυναίκα μου.
Η κότα άρχισε να φτερακάει μέσα στο φούρνο. Η Καλλιόπη η
Γιωργούτσαινα, γειτόνισσα κι εκείνη, άκουσε το φτέρακο (πέταγμα) της κότας,
ίσως και τα κακαρίσματα. Μα δεν την έβλεπε και δεν ήξερε τι γινόταν.
Η κότα μετά από λίγο, φαίνεται ψόφησε και ψήθηκε με τα
πούπουλα. Όταν γύρισα και πήγα στο φούρνο να ανοίξω της κλώσας και να την ταΐσω
την βρήκα να θέλει αλάτι και πιπέρι για να νοστιμίσει το κρέας της. Μπράβο Ζολή του είπε ένας από τους Γιάννηδες
. Μόνο εγώ θα λέγω τις γκάφες μου και
εσείς θα γελάτε.
__ Ζολή! Σ’
ευχαρίστησε η Βγένω που συγύρισες την κλώσα;
__Μου είπε με το μυαλό που είχε καλά τα ‘παθε.
Η μικρή βουλή των Γλανιτσιωτών
(Έργα και ημέρες των Κοινοτικών Συμβουλίων)
Έχουμε ιερή υποχρέωση να μην ξεχνούμε το χωριό μας, τις ρίζες μας , τα ήθη και τα
έθιμά μας. Υπάρχουν στη μνήμη μας κάποια κομμάτια από τη ζωή
του χωριού, τα οποία όταν θυμόμαστε, ή
μας τα περιγράφουν, τα απολαμβάνουμε.
Στα καφενεία, στο δρόμο,
στις συζητήσεις μας , λέμε τις ιστορίες
τ΄ ανέκδοτα, απλά περιστατικά πατριωτών και μας γοητεύουν. Καλαμπούρια
και θυμοσοφίες που γράφτηκαν και
διαβάζονται, τα χαιρόμαστε.
Αυτές μου οι σκέψεις
με παρακίνησαν να σας μεταφέρω , όχι ιστορίες και ανέκδοτα μεμονωμένων
ανθρώπων που ελάχιστα ξέρω, αλλά την ζωντανή ιστορία του χωριού μας μέσα
από επίσημα γραφτά κείμενα που μας άφησαν οι πιο παλιοί
πατριώτες μας, οι διοικούντες τότε το χωριό μας.
Βέβαια αυτά που γράφτηκαν στα κείμενα, δεν είναι καλαμπούρια και διηγήσεις.
Είναι η ίδια η ζωή του χωριού μας, ανάγλυφα τα προβλήματά
του. Είναι η αγωνία και η διάθεση των ανθρώπων για δημιουργία και πρόοδο στο
χωριό, σε εποχές δύσκολες και άγνωστες σε πολλούς από μας
Τα όποια κείμενα
παρουσιασθούν προέρχονται από τα
« Βιβλία Πράξεων της Κοινότητος Μυγδαλιάς».
Tα πρώτα χρόνια έχουν ενιαία αρίθμηση και μας δίνουν μια
εικόνα των προβλημάτων του χωριού και τον τρόπο επίλυσής των από τον εκάστοτε
Πρόεδρο με το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Και συγκεκριμένα
είναι οι συνεδριάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου από το 1949 και δώθε.
Μέσα από τις συνεδριάσεις παίρνονται αποφάσεις για ζωτικά
θέματα των ανθρώπων του χωριού, όπως φορολογία, προβλήματα κτηνοτροφίας και
Γεωργίας, εκτέλεση Κοινοτικών έργων, σύνορα
{όρια] Κοινοτικά κλπ.
Η γλώσσα είναι απλή καθαρεύουσα. Τα κείμενα είναι γραμμένα
μάλλον από το σπιρτόζο γραμματέα της Κοινότητας
αείμνηστο Αθανάσιο Γιαννόπουλο.
Τα κείμενα των συνεδριάσεων ξεκινούν με την ίδια στερεότυπη
δομή και νομική φρασεολογία.
Εγώ βέβαια ούτε ο κατάλληλος είμαι να κάνω οποιαδήποτε
διόρθωση, ούτε ξέρω αν πρέπει να γίνουν διορθώσεις. Και μάλλον δεν πρέπει.
Θα προσπαθήσω να
παραθέσω αυτούσιες τις πράξεις των συνεδριάσεων των Κοινοτικών Συμβουλίων χωρίς
καμία παρέμβαση ή σχόλια στα κείμενα και
τις αποφάσεις.
Τα συμπεράσματα και
τα σχόλια επίσης δικά σας.
Πράξις Κοιν Συμβουλίου 19
Έν Μυγδαλιά την 6ην αυγούστου του έτους 1951 ημέραν δευτέραν
και ώρν 10ην π.μ.συνελθών το κοιν. Συμβούλιον της Κοινότητος Μυγδαλιάς κατόπιν
προσκλήσεως του Προέδρου εν τω κοιν.
γραφείω κείμενον εις θέσις Μυγδαλιά και εις τινα αίθουσαν του Δημοτικού
Σχολείου και απαρτιζόμενον εκ των 1/ Αγγελή Χρ. Κωνσταντινοπούλου προέδρου 2/
Κων/νου Φουσέκα αντιπρόεδρον 3ον/ Γεωργίου Κομπόλη η Πολύδωρα 4/ Αντωνίου Κων. Γιαννοπούλου η
Φλεβάρη και 50ν Γεωργίου άντ. Σταθοπούλου με θέμα συζητήσεις και επιβολή
προσωπικής εργασίας είς τους άρρενας από ηλικίας 18 ετών έως 65 ετών 2ον είς όλας τας αγάμους γυναίκας από 18 ετών έως
40 και 3ον εία άπαντα τα υποζύγια της κοινότητας.
Το κοιν. Συμβούλιον ευρεθέν εν απαρτία δια της παρουσίας
απάντων των μελών και ύστερα από διαλογική συζήτηση αποφασίζει και επιβάλλει
προσωπικήν εργασίαν είς μεν τους άρρενας από ηλικίας 18 ετών εως 65 ετών. Ήτοι εις τους
γεννηθέντας κατά το έτος 1887 έως 1934 συμπεριλαμβανομένων δέκα «10»
ημερομίσθια.
2/ είς έκαστον υποζύγιον επιβάλλει προσωπικήν εργασίαν δύο
«2» ημερομίσθια είς έκαστον.
Εξαιρουμένων των επιτόκων και των απολύτως αποδεδειγμένων ανικάνων και 3ον/ είς
δε τας αγάμους γυναίκας και από ηλικίας 18 ετών εως τςσσαράκοντα ,τέσσαρα
ημερομίσθια «4»
Η ως άνω επιβαλλομένη προσωπική εργασία θέλει αρχίσει από
την 16ην Αυγούστουε.ε μέχρις 20ης Σεμτεβρίου ε.ε και θα χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου δια την
διάνοιξιν της αμαξιτής οδού από Μυγδαλιά και μέχρι της θέσεως Πορρί Κοινότητος
Βαλτεσινίκου.
Το συμβούλιον εγκρίνει την ως άνω πράξιν παμψηφή . ¨ως προς τους άρρενας και υποζύγια
. Ως προς την επιβαλλομένην προσωπικήν εργασίαν των γυναικών δεν εγρίνει
μόνον ο κοιν Σύμβουλος Γεώργιος Σταθόπουλος.
Μη υπάρχοντος ετέρου θέματος λύεται η συνεδρίασις .
Εφ’ ω συνετάγει η παρούσα και υπογράφεται ως έπεται
Ο Πρόεδρος
Τα μέλη
Αγγ. Κωνσταντινόπουλος Γ
Κομπόλης
Α
Γιαννόπουλος
Κ Φουσέκας Γ
Σταθόπουλος
F Εις περίπτωση που
οιοσδήποτε ήθελεν να μην εκτελέσει την επιβαλλομένην εις αυτόν προσωπικήν
εργασίαν του υποχρεώνει να πληρώνει δι
έκαστον ημερομίσθιον είκοσι πέντε «25000» χιλ δραχ μές . Η 10ήμερη προσωπική
εργασία είναι ανευ αμοιβής.
Πράξις 60
Εν Μυγδαλιά σήμερον την 26 του μηνός Φεβρουαρίου του έτους
1953 ημέρα πέμπτην και ώραν 3ην απογευματινήν συνελθόν το Κοινοτικόν Συμβούλιον
είς τακτικήν συνεδρίασιν κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου και είς τον συνήθη
τόπον συνεδριάσεων { αίθουσα Κ. Γραφείου]
με καθορισμένον θέμα.
Το Κ Συμβούλιον ευρέθη εν απαρτία δια της παρουσίας των κάτωθι υπογεγραμμένων μελών.
Θέμα : Διαπλάτηνσις των κυριοτέρων οδών εντός του χωρίου
Μυγδαλιά.
Το Κ Συμβούλιον λαβών υπ΄ όψιν την πρότασιν του Προέδρου
αυτού, τα καθημερινάς διενέξεις των κατοίκων που είναι είς τινα μέρη άδύνατος η
διάβασις δύο συναντηθησομένων ζώων , την γενικήν αγανάκτησιν των χωρικών ομοφώνως αποφασίζει και εγκρίνει την
διαπλάτηνσιν των κάτωθι κυριοτέρων οδών.
1/ Από την πλατεία της Κοινότητος προς βρύσην και εκείθεν
προς άκρη χωρίου και προς αμπέλους όπου σημειούται η μεγαλύτερη κίνησις προς ύδρευσιν των κατοίκων της κοινότητος και
δια μετακόμιση της παραγωγής των αμπέλων.
Πλάτος της οδού 5
μέτρων , όντος και του εδάφους επικλινούς.
2/ Από της πλατείας της κοινότητος και προς ρέμα και βρύση
Λιάσκοβα, όπου και ο υδρόμυλος, αποτελούντος και τούτου πολυσύχναστον δρόμον, δια ζώα και ποίμνια. Πλάτος πέντε
μέτρων.
3/ Από πλατεία της Κοινότητος προς Μαλαπερδέϊκο αλώνι, όπου
ημιτελής αμαξιτή οδός προς Βαλτεσινίκο
σε πλάτος 4 μέτρων.
4/ Από πλατεία Κοινότητος προς Κυράς γεφύρι 4 μέτρα.
5/ Από πλατεία Κοινότητος προς Πολυδερέϊκα 3 μέτρα.
6/ Από οικίας κληρονόμων Ανάστου Κων/πούλου προς συνοικίαν
Παπαδέϊκα 3 μέτρα.
7/ Από οικία Αντων. Βασιλοπούλου και προς Καλόγερου αλώνι 3 μέτρα.
8/ Από πλατείας Κοινότητος και προς οικίαν Γούργαρη και από
πλατεία προς οικίαν κληρονόμων Παν Νταρζάνου
3 μέτρα.
9/ Από δυο ρέμματα και προς κακό λαγκάδι ένθα η διάβασις των
ποιμνίων τέσσερα {4] μέτρα.
Εφ’ ω και συνετάγη η
παρούσα πράξις και μη υπάρχοντος ετέρου θέματος λύεται η συνεδρίασις και
υπογράφεται ως έπεται.
Ο Πρόεδρος Τα
Μέλη
Γ Κομπόλης
Γ Α Σταθόπουλος
Κ Ροζής
Κίμωνας και Τσιασής
Στο χωριό όπως λέει και η παροιμία δεν άφηναν άνθρωπο ν’
αγιάσει. Κάποτε ο Κίμωνας (Γιαννόπουλος) ήταν επίτροπος της εκκλησίας. Καλός
άνθρωπος, καλόκαρδος και φιλότιμος παραμένει ακόμη και σήμερα. Μετά από πιέσεις
είπε να βοηθάει την εκκλησία. Να ανάβει
τα καντήλια, να σβένει τα κεριά από τα μανουάλια και να μαζεύει τον δίσκο.
Έγινε επίτροπος. Κυριαακή ήταν που τελείωσε η εκκλησία και ως συνήθως μετά την
εκκλησία πίνουμε το καφεδάκι στο καφενείο.
Μπήκε στο καφενείο, κάθισε στο τραπεζάκι, δίπλα από άλλο
τραπέζι, που καθότανε ο Τσιασής (Πολύδερας Κώστας).
Ο Κίμωνας σαν ήπιε τον καφέ του, έβγαλε ένα εικοσάρικο να
τον πληρώσει . Ο Τσιασής που ήταν δίπλα του,
του λέει:
__Εφτούνο και εννοούσε το εικοσάρικο, το έριξα σήμερα εγώ
στον δίσκο. Ο Κίμωνας ίσιος άνθρωπος και στενόχωρος του απάντησε.
__Ποιά το γνωρίζεις;
__Ποιά το εικοσάρικο δεν γνωρίζω, είπε χαμογελώντας
εκείνος και κοιτάζοντας άλλους με νόημα,
πατώντας και το μάτι. Ο Κίμωνας όμως από δεκεί έφυγε από επίτροπος και δεν ξανά
ασχολήθηκε με την εκκλησία.
Τσιριμοθανάσης – Παπαβασίλης
Ο Τσιριμοθανάσης ήταν Γλανιτσιώτης. Κερπινιώτης ήταν ο παπά
Βασίλης. Είχε καλά κτήματα όπως και οι περισσότεροι Κερπινιώτες και παρήγαγαν
πολλά δημητριακά προϊόντα, σιτάρι, κριθάρι, σμιγάδι που κάλυπταν τις ανάγκες
τους και πωλούσαν κιόλας.
Κάποτε λοιπόν ο Τσιριμοθανάσης , πήγε στη Κερπινή στο σπίτι
του παπά Βασίλη και αγόρασε ένα φόρτωμα σμιγάδι, να το αλέσει και η γυναίκα του
να ζυμώσει ψωμί να φάει η οικογένειά του.
Έβγαλε λεφτά από την τσέπη του και πλήρωσε τον παπά Βασίλη.
Για να τον πειράξει εκείνος του λέει:
_Εδώ στην τσέπη μου σε έχω τώρα Θανάση και του χτύπαγε την
τσέπη του. Ο Τσιριμοθανάσης πανέξυπνος δεν τον άφησε να χαρεί και χαμογελώντας
του απάντησε.
__Εγώ παπά μου σε έχω στα σακιά μου και τα έδειχνε. Ύστερα
θα σε αλέσω, θα σε ζυμώσω και θα σε φάω. Και μετά……. Δεν τέλειωσε την φράση του και ο παπάς που
κατάλαβε τη τον περίμενε συνέχισε:
__ Ποια θα με χέσεις Θανάση;
Ετοιμόλογος εκείνος του απάντησε.
__Αφού το λες εσύ παπά μου, θα γίνει κι αυτό.
Που πέφτει το Κογκό
Οι Μυγδαλιώτες τα παλαιότερα χρόνια, έβρισκαν τρόπο να
διασκεδάζουν , να συζητούν και να γεμίζουν ευχάριστα τις ατέλειωτες ώρες τους.
Το κύριο επάγγελμά τους ήταν γεωργοί, Βοσκοί και εργάτες.
Όλοι είχαν λίγα γιδοπρόβατα γιατί ο τόπος δεν επαρκούσε να θρέψει μεγάλα
κοπάδια, βρίσκονταν συχνά στους αγρούς, έσμιγαν, κουβέντιαζαν καλαμπούριζαν,
τραγούδαγαν και προσπαθούσαν να περάσουν τις ώρες τους ευχάριστα πειράζοντας ο
ένας τον άλλον.
Κάποτε λοιπόν έσμιξαν στην τοποθεσία κοκκινόβραχος ο
Παπαντώνης, ο Καριούσης και ο Σιαψιάνης και περίμεναν στη ν παρέα τους τον
Τασιουκλή (Βασιλόπουλο Αναστάσιο). Πολύ ξύπνιο και τετραπέρατο άνθρωπο για την
εποχή του.
Ήξερε να διαβάζει και να γράφει και το μυαλό του ήταν
ξουράφι. Συνεννοημένοι οι τρείς θα τον ρωτούσαν , αν ήξερε να τους έλεγε προς
τα που πέφτει το Κονγκό, χώρα της
Κεντρικής Αφρικής για να τον πειράξουν. Μήπως και οι ίδιοι ήξεραν;
Ήταν βέβαιοι, ότι εκείνος, θα έπαιρνε τον λόγο και θα τους
έδειχνε προς τα πού πέφτει.
Όταν έσμιξαν ξεκίνησε η συζήτηση και ο ένας από τους τρείς
έλεγε πως το Κονγκό πέφτει προς την κουκούλα και έδειχνε το βουναλάκι του
χωριού.
Οι άλλοι έδειχναν άλλη κατεύθυνση διαφορετική από αυτή που
έδειχνε ο πρώτος και ο Τασιουκλής.
Ο Τασιουκλής βλέποντας ότι υπήρχε διαφορετική άποψη, για να
μην γίνει εριστικός τους λέγει.
__Ξέρω κι εγώ, επί διδασκάλου Παπακώτσιου, μας έδειχνε πως
το Κονγκό πέφτει προς την Στρέζοβα. Τα γέλια πλέον ήταν αυτονόητα.
Δια στόματος Μπρουκλόγιαννη (τραγούδια 9.9.2016)
Το
χωριό
Ρημώσαν όλα τα χωριά
Ερήμωσε το σπίτι μου
Ρημώσανε οι στράτες
χορτάριασε η αυλή μου
Και μείναν μόνο γέροντες
γιατί έφυγε στον Καναδά
Προσωρινά διαβάτες
το πιο μικρό παιδί μου
Και τώρα στα γεράματα
Που ζω στην μοναξιά μου
Μου φύγανε όλα τα παιδιά
Και ζούνε μακριά μου.
Ο χελμός
Χελμέ μου υπερήφανε
Και πάντα χιονισμένε
Που σε βαρούνε οι καιροί
Και δεν πονάς καημένε
Έχω τους Βλάχους συντροφιά
Τους Σαρακατσαναίους
Που τραγουδούνε ολημερίς
Μου διώχνουνε τους πόνους.
Η μυτζήθρα
Ήταν ανοιξιάτικη ημέρα και δεν θύμιζε τίποτε για 16 Νοέμβρη.
Με τον Μάγκα πήραμε τον φιδίσιο δρόμο, με το αυτοκίνητο, που οδηγεί στον ποταμό
Λάδωνα.
Φτάσαμε στην Καρέκη, όπου ήταν ο προορισμός μας να μαζέψουμε
ξύλα για το τζάκι.
Η βόλτα μέσα στην φθινοπωριάτικη λουλουδιασμένη φύση, τον καταγάλανο ουρανό,
τον ζεστό ήλιο και την απεραντοσύνη του ορίζοντα ήταν εξαίρετη.
Ο χρόνος ήταν δικός μας και χαιρόμαστε τις ομορφιές της
φύσης.. Πλησιάσαμε σε μια παμπάλαιη στρούγκα και μια γεραχλαδιά κουφαλιασμένη,
κοντά στα στρουγκολίθια. Ο κορμός της
ήταν μισόγυμνος και
χιλιοτρυπημένος. Στρατιές μυρμηγκιών είχαν κάνει μονοπάτια, υπόγειες
στοές πάνω της και περπατούσαν αθόρυβα
και άφοβα από την δική μας παρουσία. Σκόρπιες πέτρες από τον ξερότοιχο της
στρούγκας ήταν χάμω και ένα δέντρο πεσμένο
από τα γηρατειά έξω από την στρούγκα, που παλιότερα στάλιζαν τα κοπάδια.
Δέκα μέτρα μακριά, ήταν
ριζιμιά ένας μεγάλος βράχος κι
επάνω του ήταν το σπιθάρι. Σπιθάρι ήταν
ένα φυσικό βαθούλωμα πάνω στο βράχο. Όταν έβρεχε γέμιζε νερό και οι τσοπάνηδες
γνώριζαν που ήταν , έσκυφταν όταν διψούσαν και έπιναν νερό. Άλλες φορές που
τυροκομούσαν εκεί, έριχναν τυρόγαλο μέσα και τάιζαν τα σκυλιά.
Πλησιάζοντας τον βράχο, ο Μάγκας είδε το σπιθάρι και χίλιες
δυό αναμνήσεις ξεπήδησαν στο μυαλό του. Έβαλε μέσα στο σπιθάρι το χέρι του και
έβγαλε συσσωρευμένα πολλά χώματα, μαζεμένα ποιος ξέρει από πότε! Αφού το
καθάρισε καλά, το κοίταξε αναπολώντας τις παλιές εποχές και γυρίζοντας προς το
μέρος μου λέγει:
__Αυτό το σπιθάρι και η στρούγκα έχουν πολύ ιστορία.
Ανυπομονούσα ν’ ακούσω την συνέχεια και τον ρώτησα.
__Για πες μου να μάθω. Κι εκείνος άρχισε
να αφηγείται.
__Κάποτε ο πατέρας μου (Βασιλόπουλος Γιάννης) και ο Μόδεστος
(Παπαναστασίου) μαζί με δυο ακόμη τσοπάνηδες είχαν γίνει σμίχτες και τα γιδοπρόβατά
τους τα είχαν εδώ. Το γάλα που έπιαναν
το έπαιρναν λίγες μέρες ο καθένας και έφτιαναν το τυρί και την μυτζήθρα. Έτσι
δεν ασχολείτο ο κάθε ένας μόνος του σε
καθημερινή βάση. Αλλά και για την φύλαξη
των ζώων τσοπάνεβαν λιγότεροι βοσκοί και οι άλλοι χρησιμοποιούσαν τον χρόνο
τους για άλλες δουλειές.
Την στρούγκα που βλέπεις κρατάει από παλιά. Εδώ στην στρούγκα άρμεγαν και στον
ίδιο χώρο έπηζαν το τυρί και έφτιαναν την μυτζήθρα στα λεβέτια.
Για να βράσουν το γάλα, έκαιγαν κλάρες από αχλάδες, που άναβαν εύκολα και είχαν μεγάλη πύρα. Κάποια φορά ο πατέρας μου ενώ ήταν η σειρά
του να πάρει το γάλα, χρειάστηκε μια μέρα να λείψει από την στάνη. Το γάλα που
έπρεπε να πάρει , παρακάλεσε τον Μόδεστο να το πήξει τυρί και να φτιάξει και
την μυτζήθρα.
Η μυτζήθρα για να γίνει χρησιμοποιούσαν τον τυρόγαλο από το
πήξιμο του τυριού έριχναν μέσα και γάλα 3-4 οκάδες ανάλογα με το σύνολο του
τυρόγαλου ,το έβραζαν και γινότανε η μυτζήθρα. Ο Μόδεστος αφού έφτιαξε το τυρί
έβραζε τον τυρόγαλο με το γάλα για να
φτιάξει την μυτζήθρα. Με το
βράσιμο, πάνω από τον τυρόγαλο ήταν απλωμένη η μυτζήθρα που φαινότανε σαν
αφρός.
Εκείνος με μια κεψέ, (ξάφριζε) πέταγε το επάνω μέρος που
ήταν η μυτζήθρα ως αφρό και έτσι λοιπόν δεν έφτιαξε την μυτζήθρα.
Όταν γύρισε στην στάνη ο πατέρας μου και δεν βρήκε
κρεμασμένη μυτζήθρα τον ρώτησε.
__Τι έγινε με την Μυτζήθρα. Εκείνος δήλωσε πως ο τυρόγαλος
και το γάλα ήταν όλο αφρός τον οποίον και πέταξε.
Μπουρνάς
Σαν έφτασε στο
καταράχι , έξω από το χωριό ο Μπουρνάς
(Σταθόπουλος Θανάσης) στο καλύβι του και
ταΐσε τα λίγα πρόβατά του που είχε εκεί, κατευθύνθηκε στο καλύβι του
Μπαρούνη για παρέα και συζήτηση.
Βρρήκε εκεί την Σέβδα (Sebda) αντάλλαξαν χαιρετισμό και
εκείνη τον ρώτησε τι κάνει η γυναίκα του η Βγένω.
__Η γριά δεεν είναι καλά της απάντησε.
__Τί έχει; Εγώ χθες την είδα. Καλά φαινότανε γιατί δεν την
πήγες στο γιατρό που ήταν εδώ.
__Γούβιασε της απάντησε εκείνος. Ο γιατρός δεν της κάνει
τίποτε.
__Τι αρρώστια είναι ευτούνο τον ρώτησε η Σέβδα.
__Δεν είναι αρρώστια αυτό η γριά θέλει άλλο γέρο.
Το κλεμένο τράιστο
Πολλές παρέες από
Γλανιτσιώτες , είχαν πάει στο Αίγιο για σκάψιμο στις σταφίδες. Σε μια παρέα
μεταξύ των άλλων, ήτα οι συμπαθητικοί κατά τα άλλα μικροκλέφτες Ζαντές και Μπλές. Οι κτηματίες τους
παραχωρούσαν μια χαμοκέλα, να μαγειρεύουν και να κοιμούνται. Τα βράδια που
μαζεύονταν για ύπνο καταλαβαίνει κανείς, δέκα δεκαπέντε νομάτοι , πως πέρναγαν,
τι έτρωγαν, τι έλεγαν και τι καλαμπούρια έλεγαν και έκαναν μεταξύ τους.
Ήρθε ο καιρός να γυρίσουν στο χωριό, αφού η δουλειά είχε
τελειώσει. Ο κάθε ένας δύο μέρες πριν άρχιζε τις ετοιμασίες. Δηλαδή κατέβαιναν
στα μαγαζιά του Αιγίου να ψωνίσουν, άλλος ένα ζευγάρι παπούτσια, μια σκούφα,
ένα παντελόνι, καραμέλες για τα παιδιά κλπ. Ήταν εποχή που η κλοπή, ήταν κατάλοιπο από παλιά που έκλεβαν για να
ζήσουν, στο αίμα πολλών Γλανιτσιωτών.
Ο Μπλές (Πολύδερας Γιάννης) μπήκε σε κάποιο μαγαζί και
σούφρωσε καθώς λένε ένα παντελόνι και δυο πραγματάκια ακόμη. Τα έβαλε στο
τράιστο του σαν καλός νοικοκύρης , τα πήρε στον ώμο του και μπήκε σε άλλο
μαγαζί και ύστερα σε άλλο.
Για να είναι ελεύθερος και να προβάλει κάποιο ρούχο στο νέο
μαγαζί, κρέμασε το τράϊστο του με τα κλεμμένα σε ένα σημείο του μαγαζιού,
τελειώνοντας τις αγορές του να τα πάρει και να φύγει. Ποιος ξέρει τι έννοιες είχε, και τι άλλο είχε
κλέψει. Φεύγοντας τα ξέχασε και έφυγε. Όταν ήρθε στην χαμοκέλα αναζήτησε το
τράϊστο, έψαξε μα δεν το βρήκε, ούτε και θυμότανε που το είχε αφήσει. Ο χρόνος
δεν επαρκούσε να γυρίσει προς αναζήτηση ετοίμαζαν τα πράγματά τους για
αναχώρηση.
Ο Ζαντές (Σταθόπουλος Ανάστος) ετοίμαζε κι εκείνος τα
πράγματά του και τα έβαζε στην μεγάλη τραιστίνα (μεγάλο τράϊστο) . Είχε πάρει
στα χέρια του το τράιστο του Μπλέ με το κλεμμένο παντελόνι και τα άλλα πράγματα
που είχε μέσα να το τοποθετήσει μέσα στην Τραιστίνα . Το βλέπει ο Μπλές και το
βουτάει από τα χέρια του.
__Ώστε τε φίλε μου, εσύ μου το πήρες κι εγώ δεν ήξερα τι
έγινε;
__Εγώ το έκλεψα από το τάδε μαγαζί του λέγει ο Ζαντές και απαιτούσε να το πάρει πίσω. Είναι δικό μου.
__Τε εκεί εγώ το ξέχασα του απάντησε ο Μπλές.
__Αν δεν το ξέχναγες εγώ θα είχα πάρει άλλα πράγματα
επέμεινε ο Ζαντές και απαιτούσε το τράϊστο με τα πράγματα. Ισχυρό το ατού το τράιστο , για τον Μπλέ, χωρίς μαλώματα παρέμεινε στον ίδιον.
Το μνήμα του Φουσέκα
Συνταξιούχος Αμερικάνος ο Φουσέκας, για πολλά χρόνια,
πέρναγε τον καιρό του στο χωριό.
Έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Προνοητικός όπως ήταν κάλεσε τον
μακαρίτη τον Αναστούλη και τον Λαγιόγιαννη να ετοιμάσουν το μνήμα του.
Αυτοί όταν τελείωσαν την δουλειά τους και αφου εκ των
προτέρων δεν είχαν συμφωνήσει την αμοιβή τους, του ζήτησαν τριάντα 30.000 δρχ.
υπερβολικό ποσό κατά την γνώμη του για την εποχή.
__Τριάντα χιλιάδες κάνει η δουλειά σας, τους ρώτησε με
απορία. Τι λέτε ρε!
__Ναί μπάρμπα του είπαν εκείνοι. Τόσο κάνει. Έξι ημέρες
δουλεύαμε σκληρά. Και η απάντηση του Φουσέκα ήρθε σαν τσεκουριά.
__Δηλαδή άμα πέθαινα και δεν είχατε βγάλει το μνήμα, έξι
ημέρες θα περίμενα άθαφτος;
Το πάθημα της Παπαδιάς
Ο Μήτρος (Κωνσταντινόπουλος Δημήτριος) έκτιζε το σπίτι του
με Λαγκαδινούς μαστόρους. Θυμάμαι που είχαν 4-5 γαιδουράκια και κουβάλαγαν τα
μαστορόπουλα πέτρες για το χτίσιμο από την άλλη μεριά. Έτσι λέγαμε το μέρος που
ήταν το νταμάρι.
Ώσπου να χτίσουν το σπίτι οι μαστόροι, πέρασαν τουλάχιστον πάνω από δυο μήνες.
Η παπαδιά αδελφή του Μήτρου, κάθε ημέρα έπαιρνε την ρόκα
της, κι ερχότανε κοντά στην οικοδομή που είναι και το σχολείο. Καθότανε σε μια
πέτρα, έγνεθε την ρόκα της και αγνάντευε τους μαστόρους . Οι μαστόροι δεν
ήθελαν να τους παρακολουθούν το είχαν σε κακό. Κάποια μέρα λοιπόν καθώς κάθισε
στην γνωστή της θέση με την ρόκα της άκουσε ένα μπάμ. Μια παρατεταμένη βοή.
__Μάίκο της φώναξε ο μάστορας που προκάλεσε εσκεμμένα την
εκκένωση του εντέρου του. Μήπως είδες πούθε πάει ο κλείτσικας;
Ντροπιασμένη η παπαδιά με αυτό που έγινε, όπου φύγει φύγει,
διηγούμενη τις επόμενες ημέρες γελώντας το : «Μάϊκο μήπως είδες πούθε πήγε ο
κλείτσικας».
Το κούρεμα του Λαγιόγιαννη
Κουρέας στο χωριό ήταν ο Βασίλης Βασιλόπουλος ή Βασιλάκος
όπως χαϊδευτικά τον φωνάζαμε. Το μαγαζί του ήταν μπακάλικο και καφενείο μαζί και σε μια γωνιά
του είχε ένα τραπεζάκι με τα σύνεργα του κουρείου.
Πήγε λοιπόν μια μέρα ο Λαγιόγιαννης (Γιάννης Αντωνόπουλος)
να κουρευτεί. Είχε ιδεί τον Πάνο του
Μπασκίβαλη που πρόσφατα είχε κουρευτεί και του άρεσε το κούρεμάτου.
__Βασιλάκο του λέγει στον κουρέα μας. Να με κουρέψεις όπως
κούρεψες τον Μπασκίβαλη. Εκείνος είχε μεγάλο κεφάλι και φαρδδή σβέρκο σε σχέση
με τον Λαγιόγιαννη, που είχε μικρό σβέρκο.
__Θα σε κουρέψω του λέγει εκείνος, σαν τον Μπασκίβαλη, μα να
πας πρώτα να φτιάξεις τον σβέρκο σου, όπως είναι του Μπασκίβαλη και μετά να
έρθεις σε μένα.
Μια Γλανιτσιώτικη γάτα στα Λαγκάδια
Δεν πήγε νύφη το αγαπημένο ζώο η γάτα στα Λαγκάδια. Πήγε
όμως γιατί ήταν πολύ χρήσιμο ζώο κείνα τα χρόνια με τα δεκάδες χιλιάδες
ποντίκια να σουλατσάρουν στα κατώγια,
στα σπίτια και παντού. Η φτώχεια ήταν δυσβάσταχτη τα παλιότερα χρόνια
στα χωριά μας και οι περισσότερες
οικογένειες στερούντο αλάτι, πετρέλαιο , ήδη πρώτης ανάγκης και αυτό ακόμη το
ψωμί.
Με τα γαιδουράκια
τους, που κάθε σπίτι είχε από
δυο για να κάνουν τις δουλειές τους και
να οργώνουν τα χωράφια τους , οι γυναίκες πήγαιναν κυρίως στα Λαγκάδια, με
άχερα, λάχανα, ξύλα και τα πουλούσαν.
Ο Πάτσης είχε δυο μικρόσωμα γαϊδουράκια και η Πάτσιαινα η γυναίκα του τα φόρτωνε με ξύλα και η ίδια
φορτωμένη, πήγαινε τρείς ώρες δρόμο στα Λαγκάδια. Έφτανε στην άκρη του χωριού ξεφόρτωνε το
εμπόρευμα (ξύλα) τα έσμιγε με τα δικά της, τα διαμοίραζε και τα έκανε τέσσερα
φορτώματα. Πήγαινε δυο φορές και τα πούλαγε.
Εκείνη την εποχή όπως είπαμε και πιο πάνω υπήρχαν πολλά
ποντίκια. Κάποια Γλανιτσιώτισα από το σόι των
Κουγιουφαίων συμφώνησε με μια κυρία από τα Λαγκάδια να της πουλήσει μια
γάτα.
Έτσι και έγινε. Την Κυριακή που πήγε στα Λαγκάδια, πήρε το
συμφωνημένο τίμημα και παρέδωσε την γάτα. Η γάτα έφυγε από τα Λαγκάδια και όταν
εκείνη γύρισε στο χωριό, την βρήκε στο σπίτι της. Η γάτα επωλήθη εκ νέου την
άλλη Κυριακή σε άλλη γειτονιά των Λαγκαδίων και η Γλανιτσιώτισσα εισέπραξε εκ
νέου την αμοιβή της.
Η γάτα και αυτή την φορά έφυγε και γύρισε στο χωριό της την
Γλανιτσιά. Η ανηψιά της πωλήτριας που άκουγε την ιστορία με την γάτα της λέγει.
__Θειά δεν μου δίνεις και μένα την γάτα να την πουλήσω τώρα
που έχω ανάγκη!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
γελαω μοναχος μου και με τηραει η γρια μου σα μουρλο.gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε ποιον γελάς gerolyke?
ΑπάντησηΔιαγραφήμουρλος εισαι,πως θες να σε τηραει?
ΑπάντησηΔιαγραφήμονο εγω μπορω να τον λεω μουρλο. h gria toy gerolykoy
ΑπάντησηΔιαγραφήουλια η γλανιτσια την εχει την δοση της κυρα gerolykina
ΑπάντησηΔιαγραφή