Αν ειδήσεις της ημέρας ήταν μόνο οι χαμένοι, οι σκοτωμένοι,
οι ξεριζωμένοι, οι κυνηγημένοι, οι εξαθλιωμένοι, οι πεινασμένοι, οι διψασμένοι,
τότε θα είχαμε ένα καθημερινό πολεμικό ανακοινωθέν, ένα καθημερινό δελτίο πόνου
και θανάτου που συμβαίνει στους τόπους όπου το αίμα και η φρίκη είναι το
λίπασμα για τα γεμάτα κομποδέματα μιας χούφτας κροίσων του πλανήτη. Η
πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή και είτε θάβεται σε ειδήσεις που ποτέ δεν
ειπώθηκαν είτε στριμώχνεται σε ένα μονόστηλο.
Και ξαφνικά, μαζί με τα δεκάδες πεινασμένα παιδιά που
πεθαίνουν κάθε λεπτό της ώρας, τους εκατοντάδες δολοφονημένους από ειρηνευτικές
ρουκέτες, τους χιλιάδες ξεσπιτωμένους ακούς ότι έτσι απλά, σε μια στιγμή, 20
εκατομμύρια έργα τέχνης και σπαράγματα ιστορίας έγιναν στάχτη. Bλέπεις το
Εθνικό Μουσείο της Βραζιλίας, μνημείο αυτό το ίδιο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο της
Βραζιλίας να παραδίδεται, έτσι απλά, στις φλόγες.
Και σκέφτεσαι… μαζί με τον άδικο χαμό ανθρώπων, να και άλλη
μία τεράστια απώλεια… Ο χαμός του έργου των ανθρώπων. Και ξανασκέφτεσαι η
ανθρώπινη ζωή είναι αναντικατάστατη, η απώλειά της μη αναστρέψιμη, αλλά και
ετούτη εδώ η καταστροφή… Μήπως δεν είναι θάνατος του Ανθρώπου από άλλο δρόμο;
Κάποτε όταν οι «πολιτισμένοι» αποικιοκράτες μετέφεραν τον
πολιτισμό τους στους «απολίτιστους» φρόντιζαν παράλληλα να κατακρεουργήσουν, να
ακρωτηριάσουν, να εξαφανίσουν κάθε ίχνος πολιτισμού που συνέδεε τους ντόπιους
με τις ρίζες τους, τον τόπο τους και τελικά το δικαίωμά τους στο να υπάρχουν
ελεύθεροι. Διότι δεν φτάνει να κόψεις μόνο τα κλαδιά πρέπει να βγάλεις και τις
ρίζες που τα θρέφουν για να μην γεννηθούν νέα κλαδιά και καρπίσουν νέοι καρποί.
Αργότερα ήρθαν άλλοι πόλεμοι, όχι «εκπολιτιστικοί», αλλά «ειρηνευτικοί».
Μουσεία, μνημεία, πόλεις – μνημεία έγινα σκόνη και θρύψαλα, χιλιάδες έργα τέχνης,
αρχαιολογικά αντικείμενα αν δεν κομματιάστηκαν, έγιναν αντικείμενο υπόγειων
συναλλαγών στο διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Καμπούλ, Βαγδάτη, Χαλέπι,
Παλμύρα… Η καταστροφή είναι πλέον η καταγεγραμμένη ιστορία.
Και έπειτα ήρθε ο άλλος πόλεμος, ο «αναπτυξιακός». Η
Βραζιλία, της οποίας το Εθνικό Μουσείο έγινε στάχτη, φιγουράρει ως μια από τις
πιο μεγάλες και ταχεία αναπτυσσόμενες οικονομίες στον πλανήτη. Ετσι το λένε
«αναπτυγμένη» ή «αναπτυσσόμενη» αν μια οικονομία κατορθώνει να αυγατίζει τα
κέρδη των πολυεθνικών, να ιδιωτικοποιεί το δημόσιο πλούτο και να αυξάνει τη
φτώχεια, αφού πρώτα ο λαός της έχει γίνει κλωτσοσκούφι σε αμερικανοκίνητους
πραξικοπηματίες και οικονομικούς διασώστες. Το γεγονός ότι μερικές δεκάδες
εκατομμύρια πολιτών αυτής της χώρας ζουν σε φαβέλες στις οποίες κατά καιρούς
εμφανίζονται και διάφοροι ανά τον κόσμο «αριστεροί» κοσμοπολίτες τις οποίες
τάχα θέλουν να αναβαθμίσουν ώστε να γίνουν καλύτερες φαβέλες, πλην όμως
φαβέλες, δεν αποτελεί μετρήσιμο στοιχείο στους επίσημους αναπτυξιακούς δείκτες.
Αλλωστε η ανάπτυξη δεν μετριέται με το ψωμί του πεινασμένου,
αλλά με το παντεσπάνι του χορτάτου.
Κατ’ αναλογία οι επενδυτικές επιδόσεις δεν έχουν ως μέτρο
τον άνθρωπο, τον πολιτισμό του, την υγεία του, την παιδεία του, αλλά πόσο μέρος
από τα παραπάνω πουλήθηκε «επιτυχώς» και έγινε κερδοφόρο. Κάπως έτσι το Εθνικό
Μουσείο της Βραζιλίας είδε τον προϋπολογισμό του να βυθίζεται και το προσωπικό
του να αποψιλώνεται. Όμως, και για την πενία υπάρχουν λύσεις… Οι εκ των
χορτάτων ελεημοσύνες – χορηγίες ή επενδύσεις το λένε επισήμως – οι οποίες στην
προκειμένη περίπτωση δεν πρόφτασαν να φτάσουν στα χέρια των εργαζομένων του
μουσείου για να αναβαθμίσουν το σύστημα πυρασφάλειας και πυρόσβεσης.
Και κάπως έτσι φτάνει κανείς στο ερώτημα «ποιος φταίει». Η
κακιά στιγμή, ο κακός συντονισμός, η ατυχία που το Μουσείο δεν πρόλαβε να πάρει
την ιδιωτική ελεημοσύνη, αφού η κρατική φροντίδα είχε αποσυρθεί;
Εκείνος, που υποβαθμίζει την ανθρώπινη καθημερινή επιβίωση
και δημιουργεί στρατιές εξαθλιωμένων δεν φταίει; Εκείνος, που παραδίδει τον
κοινωνικό και δημόσιο πλούτο δεν φταίει; Εκείνος που έχει δημιουργήσει τέτοιες
συνθήκες ώστε τα παιδιά και οι νέοι αντί να διδάσκονται στα σχολειά, τα
μαθαίνουν, να δημιουργούν, να εφοδιάζονται, να εργάζονται, πεθαίνουν κάθε μέρα
και από λίγο βουτηγμένα στις ουσίες οι οποίες διακινούνται ελεύθερα στα ίδια
μέρη που «κατοικεί» η φτώχεια, η ανέχεια και η απελπισία, δεν φταίει; Αυτός που
κάνει όλα αυτά δεν είναι ο ίδιος που απαξιώνει και εγκαταλείπει τις
πολιτιστικές δομές της χώρας του; Αυτός, λοιπόν, δεν φταίει;
Αυτός, λοιπόν, που φταίει έχει τη δυνατότητα να υιοθετεί
πολλά πρόσωπα και ονόματα. Να φοράει διάφορες αναγνωριστικές ταμπέλες, δεξιές,
κεντρώες, κεντροαριστερές, κεντροδεξιές, ανάλογα με την κατεύθυνση του ανέμου.
Αλλά είναι ένας και πάντα ο ίδιος. Το λένε καπιταλισμός και όταν δεν του
βγαίνουν τα κουκιά στο μέτρημα θα κόψει από το τραπέζι του φτωχού, από την
υγεία του αρρώστου, από τα γράμματα του παιδιού. Κι αν προκύψει και καμιά μη
προβλέψιμη ατυχία, δε βαριέσαι… με λίγες δηλώσεις θλίψης και οδύνης, αμέριστης
συμπαράστασης και άμεσων μέτρων, θα ξεχαστεί και αυτό.
Μόνο εκείνοι που κάθε μέρα με τις ίδιες προσεκτικές,
επαναλαμβανόμενες κινήσεις άνοιγαν τις πόρτες του Μουσείου, κοιτούσαν στοργικά
ένα – ένα τα εκθέματα αν είναι καλά και στη θέση τους, τα έπαιρναν σαν
εύθραυστα βρέφη στα χέρια τους για να τα φροντίσουν, μόνο εκείνοι δεν θα
ξεχάσουν, ξεχασμένοι κι αυτοί.
ρε Γλανιτσια τι εγινες..μουγγαθηκες απο σχολια;γερολυκος αβαδαιος χψ γιαννα μακρυα λακκα ρεντεζελας...
ΑπάντησηΔιαγραφήεγω εξεβλαχεψα φιλε.....gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μεις ξεβλαχεψαμε αλλα παμε ακομα στο χωριο
ΑπάντησηΔιαγραφήτον gerolyko τον ξεβλάχεψε ο Κωστόπουλος
ΑπάντησηΔιαγραφήπονηρουλη...τα ξερεις ουλα!!!!!!!!!!gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήρε που πααααμε
ΑπάντησηΔιαγραφή