Ήμουν λιγότερο από οκτώ ετών όταν έφυγε από την ζωή
Ίσια που πρόλαβα να καταγράψω στην μνήμη μου την φυσιογνωμία του με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του που είχε τα σημάδια σκληρών χρόνων και την κλασική σκούφα που φορούσαν οι περισσότεροι εκείνη την εποχή. Τον θυμάμαι αδύνατο, ταλαιπωρημένο ,και κουρασμένο από τις δοσμένες συνθήκες εκείνης της εποχής! Εκείνης της εποχής που πάλεψε άνισα όχι για ν αλλάξει την ζωή μας αλλά να μπορέσει να μας ζήσει. . Αυτή νομίζω ήταν πάλη των περισσότερων που βίωσαν την φτώχεια τότε. Αγωνας για να αλλάξεις εντελώς τη ζωή σου εκείνη την εποχή δεν ήταν καν ούτε όνειρο.Ξαπλώνε αποκαμωμένος το βραδυ , χωρίς να μπορεί να ορίσει το κουρασμένο σώμα του από την δουλειά την πείνα και την αρρώστια . Ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να είχα γνωρίσει το τότε για να μην άφηνε μέσα μου το πικρό απόσταγμα της ισόβιας κάθειρξης στην φτώχεια που τον καταδίκασε η μοίρα του. Γεννήθηκε και πέθανε φτωχός χωρίς ποτέ να φάει ένα πιάτο φαϊ της προκοπής, χωρίς να χορτάσει ποτέ. Δεν ήθελα να ειχα γνωρίσει το τότε γιατί δεν θα γνώρισα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έπαιξαν ποτέ σαν παιδιά και δεν μεγάλωσαν σαν παιδιά. Δεν ηθελα να ειχα γνωρίσει το τότε για να μην με συνοδεύει μια ζωή η θλίψη για την άδικη ζωή του πατέρα μου και των συμπατριωτών μας.
Ήταν αξιαγάπητο πρόσωπο μου λένε όλοι. Ανιδιοτελής και ποτέ του δεν υπήρξε ανέντιμος . Δεν είχε ίχνος κακία μέσα του και όταν έβρισκε την αντοχή θα έλεγε και ένα επιτυχημένο αστείο.Αυτα μου είναι αρκετά για να είμαι υπερήφανος γι αυτόν.
Δεν επιχείρησα ποτέ να γράψω κάτι για τον πατέρα μου γιατί δεν ήξερα Πάντα πρέπει να γράφεις για αυτά που γνωρίζεις . Έτσι μόνο γράφεις την αλήθεια και περιγράφεις την πραγματικότητα. Η έλλειψη του βέβαια είναι γραμμένη μέσα μου. Γραμμένη όχι από μένα, αλλά από την ίδια την έλλειψη !
Μερικές φορές πιστεύω ότι ο θρήνος για το χαμό ενός αγαπημένου μας προσώπου κλείνει μετά από ένα κύκλο χρόνου. Κι όμως!! Γεγονότα μου δίνουν αφορμές να υποστηρίζω το αντίθετο. Ίσως δηλ αυτός ο θρήνος να μην κλείνει ποτέ.
Ο παλιοπυργήσιος με την δική του αυθεντική πένα έφτιαξε την προσωπογραφία του από γεγονότα και στιγμιότυπα που γνωρίζει και περιέγραψε επίσης με τον ξεχωριστό του τρόπο το περίγραμμα της ψυχοσύνθεση του πατέρα μου
Τον ευχαριστούμε ταπεινά και οι δύο.
ΥΓ Από τον απέραντο κόσμο του Αδη, ο πατέρας μου μαζί με τους άλλους συμπατριώτες ,μας βλέπουν και χαίρονται, που δεν ζούμε όπως έζησαν αυτοί.
Γιώργος Γιαννόπουλος (Νις)
.
Εγώ θυμάμαι και το γάμο του. Ήμουν παιδί ακόμα. Βγήκαν από τα στέφανα και χόρευαν στην πλατεία. Αν δεν κάνω λάθος κουμπάρος ήταν ο Μήτρος. Δεν είχαν όργανα και λέγαν τραγούδια με το στόμα. Σαν μπήκε μπροστά η νύφη άρχισε το τραγούδι η Γαρούφω της Ανθούλας:
«Μάνα, μια κόρη που είδα ΄γω
σήμερα στο πανηγύρι,
μάλαμα και τζοβαΐρι…»
Ακόμα τον θυμάμαι μια μέρα κείνο τον καιρό του εμφυλίου σπαραγμού, που να πάει στον αγύριστο. Τότε στο χωριό μας υπήρχαν και από τους «μεν» και από τους «δε». Τώρα ποιοι από αυτούς είχαν το δίκιο, ποιοι το άδικο, ποιοι ήταν οι ένοχοι και ποιοι οι αθώοι, ποιοι έκαναν καλούς χειρισμούς και ποιοι άστοχους, μη ρωτάς. Σε τέτοιες περιπτώσεις ευθύνη φέρουν και οι δύο, και οι «μεν» και οι «δε», τώρα κάποιος μπορεί να είναι περισσότερο ένοχος και κάποιος λιγότερο. Τέλος πάντων.
Τότε, όταν έρχονταν στο χωριό αντάρτες ή όταν ερχόταν ο στρατός, πριν μπούνε στο χωριό, μερικές φορές, ακούγονταν ντουφεκιές. Στο άκουσμα των ντουφεκιών όλοι οι άντρες του χωριού έτρεχαν αστραπή να φύγουν, να κρυφτούν, γιατί δεν ήξεραν ποιοί είναι αυτοί που έρχονται, «δικοί μας» που λέει, ή «οι άλλοι». Σε μια τέτοια περίπτωση ο μακαρίτης ο Ραμόγιαννης, από την πολλή του σπουδή να…γίνει άφαντος, πηδώντας μια μάντρα με φράχτη μαζί, δεν είδε κι έπεσε στην πρόπαντη του Γληγορέα. Ευτυχώς που είδε τη σκηνή αυτή από απέναντι η Αναγνωστογιαννού, φώναξε και πήγαν μερικοί, του ρίξαν ένα σκοινί, πιάστηκε από αυτό, τον τραβήξαν και σιγά-σιγά τον βγάλανε.
Σε μια τέτοια περίπτωση επίσης όλοι οι άντρες του χωριού είχαν εξαφανιστεί. Το χωριό είχε αδειάσει και οι γυναίκες μάζεψαν τα παιδιά τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Τότε είδα το Νικόλα, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του, δίπλα εκεί στου Τζιμπάκου, να βαδίζει αργά-αργά μαζεμένος και προβληματισμένος. Τότε η μάνα του η γριά-Γιωργιού του λέει:
-Άιντε κάνε πέρα κι εσύ παιδάκι μου.
-Πού…πού να πάω ρε μάνα , της λέει και προχωράει. (Ξέχασα να σας πω ότι συνήθιζε να επαναλαμβάνει την πρώτη συλλαβή της αρχικής λέξης σε κάθε πρόταση.)
Μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά ακολούθησαν πολύ δύσκολα χρόνια, που μέσα σ’ αυτά ο οικογενειάρχης Νικόλας του Γιωργιά, όπως όλοι οι άλλοι του χωριού μας, μαζί με τη δραστήρια, αεικίνητη και πανταχού παρούσα γυναίκα του, την κυρά-Γιωργούλα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εκπληρώσει τις οικογενειακές του υποχρεώσεις.
Κάποια χρόνια, πριν παντρευτεί αλλά και μετά, ασχολιόταν στο μαγαζί που είχαν με τον αδερφό του Θανάση, που στεγαζόταν σε μια μπαράκα. (Μην πάει το μυαλό σου σ’ εκείνη την μπαράκα που πλουτίζει μερικούς ποδοσφαιρικούς παράγοντες.) η μπαράκα αυτή ήταν μια ξύλινη κατασκευή, στο ίδιο σημείο που λειτουργεί σήμερα το μαγαζί του Στέλιου.
Τα μαγαζιά στο χωριό εκείνη την εποχή, όπως και σήμερα, λειτουργούσαν και ως καφενεία και ως ταβέρνες και ως μπακάλικα.
Πήγε, λέει, μια μέρα κάποιος και λέει του Νικόλα:
-Θέλω να μου βάλεις δυο δραχμές σαρδέλες.
Άνοιξε το κουτί με τις σαρδέλες ο Νικόλας, έκοψε ένα χαρτί από φουμερίδα και άρχισε να βάζει σαρδέλες. Αλλά κάθε σαρδέλα είχε αρκετό αλάτι πάνω.
-Τίναξε το αλάτι Νικόλα.
-Δε…δε μου λες, ο χασάπης το κρέας με τα κόκκαλα δεν το πουλάει; Είπε, αλλά άρχισε να τινάζει τις σαρδέλες.
-Γράφτα, Νικόλα, του λέει.
Άνοιξε το μπακαλοδεύτερο, έγραψε το χρωστιμιό των δυο δραχμών και έκλεισε το σαρδελοκούτι.
Αχ, αυτό το σαρδελοκούτι. Τι παράξενο και τούτο πάλι. Όσοι έχουν δουλέψει τα καλοκαίρια πάνω κει στις περιοχές του Μαινάλου, σε έργα οδοποιίας, αυτό το σαρδελοκούτι το βλέπουν με περισσότερη συμπάθεια όταν είναι αδειανό παρά όταν έχει μέσα σαρδέλες. Αντικρίζοντάς το μέσα τους ξαναζωντανεύουν όλες εκείνες οι κουραστικές μεν αλλά τόσο όμορφες και αξέχαστες σκηνές που είχαν ζήσει τα καλοκαίρια πάνω κει στο Μαίναλο, πότε στο Χρυσοβίτσι, πότε στου Ράδου, πότε στην Κοκκινόβρυση. Εκεί κανονίζονταν παρέες δυο-δυο, τρεις-τρεις, τέσσεροι-τέσσεροι και έτσι είχαν κοινό μαγείρεμα και κοινή σίτιση γενικά. Όταν σχολάγανε, άναβαν τις φωτιές τους κάτω στους παχιούς ίσκιους των ελάτων, έβαζαν πάνω στις φωτιές τα σαρδελοκούτια τους γεμάτα νερό και μαγείρευαν το φαγητό τους, τις περισσότερες φορές ζυμαρικά, αλλά και φασολάκια, πατάτες, βακαλάο και ότι άλλο.
Τότε δούλευαν πολλοί εργάτες από το χωριό στο Μαίναλο, κάπου σαράντα-πενήντα ίσως και παραπάνω. Πήγαιναν τη Δευτέρα το πρωί, δούλευαν όλη τη βδομάδα και έρχονταν το Σάββατο το απόγευμα, να ξεκουραστούν, να τακτοποιήσουν και καμιά φτώχεια τους, που λέει, ν’ αλλάξουν, να πάρουν ψωμί και άλλα τρόφιμα και να ξαναπάνε τη Δευτέρα το πρωί.
Τα πρώτα χρόνια πηγαινοέρχονταν με τα πόδια. Αργότερα η δασική υπηρεσία τους μετέφερε με φορτηγά με κάτι καρότσες χωρίς παραπέτια. Κάποιες φορές πήγαιναν ποδαράτα στο Βαλτεσινίκο, να μπουν πρωί στο λεωφορείο, να βγούνε μέχρι πιο πάνω στα Μαγούλιανα ή και πιο πάνω, ανάλογα με το πού δούλευαν και να συνεχίσουν ποδαρόδρομο. Κάποτε, ένα πρωί πήγαν στο Βαλτεσινίκο. Μερικοί μπήκαν στο καφενείο να περιμένουν το λεωφορείο. Εκεί ο μακαρίτης ο Αναστούλης κάθησε κι παράγγειλε καφέ. Ήταν φυσικά πιο ακριβός ο καφές εκεί από τη Γλανιτσιά. Στη Γλανιτσιά θα είχε μια δραχμή, εκεί θα είχε μιάμιση. Δίπλα του ήρθε και κάθισε ο Πάνος (δεν θυμόταν να μου ειπεί ποιος Πάνος). Τώρα ο Αναστούλης βρέθηκε σε δίλλημα. Το φιλότιμο του βρέθηκε αντίθετο με τη φτωχική του τσέπη. Το ένα του έλεγε να τον κεράσει κι ας πάει στον τάδε η μιάμιση δραχμή. Η τσέπη του, του έλεγε, «τι πας να κάνεις, δεν τη λυπάσαι τη μιάμιση δραχμή;» αλλά ο Αναστούλης δεν τα μάσαγε κάτι τέτοια, ήταν επιδέξιος και βρήκε λύση.
-Ρούφα κι εσύ μια Πάνο, του είπε (εννοείται από το φλιτζάνι του) κι όλα πια ταχτοποιήθηκαν μια χαρά.
Κάποιο καλοκαίρι δούλευε εκεί στο Μαίναλο ο Νικόλας του Γιωργιά και είχε παρέα του τον Κυριάκο της Πατσιέβως. Καλός σε όλα του ο Κυριάκος. Εργατικός, τερτίπης στη δουλειά του. Οι υπεύθυνοι τον χρησιμοποιούσαν για να δίνει την τελική διαμόρφωση του δρόμου. Την κλίση εκεί που χρειαζόταν, την οριζοντιοποιήση πιο πέρα, τις ευθυγραμμίσεις κ.τ.λ. Καλός συζητητής. Όμως πολύ αυστηρός και πολύ απαιτητικός εκεί στην παρέα, που ήταν ο Νικόλας, σε θέματα μαγειρικής.
-Γιατί τούτο το έκανες έτσι, γιατί το άλλο αλλιώς; Πώς τα καθαρίζεις έτσι τα φασολάκια; Το κρεμμύδι το χοντρόκοψες. Άιντε καημένε, άβραστα τα κατέβασες τα μακαρόνια. Την κατσαρόλα ( το σαρδελοκούτι δηλαδή) γιατί δεν την έβαλες στη θέση της; Τούτο, τ’ άλλο. Κι αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση. Δεν άντεξε κάποια στιγμή ο Νικόλας και ξέσπασε. Απευθυνόμενος σε άλλες παρέες που ήταν δίπλα εκεί λέει:
-Παι...παιδιά, για όλους εσάς οι Γερμανοί φύγανε, για μένα είναι ακόμα εδώ. Τόσο έντονα ένιωθε την καταπίεση. Ξεκαρδιστήκανε όλοι στα γέλια και πιο πολύ ο Κυριάκος.
Ένα άλλο καλοκαίρι ο Κυριάκος είχε παρέα τον Αγγελάρα και το γιο του τον Θανάση, γυμνασιόπαιδο τότε. Κάποια μέρα μετά τη δουλειά στο «άψε-σβήσε» έτοιμη η φωτιά, το νερό έβραζε στο σαρδελοκούτι.
-Θανάση, ρίξε τις χυλοπίτες μέσα και ανακάτεψέ τες μην κολλήσουν. Τι να κάνει ο Θανάσης, έκανε κάθε προσπάθεια και για να μην μείνουν νηστικοί και για να αποφύγει την..... καταδίκη από τον Κυριάκο. Κι ανακάτευε τις χυλοπίτες με μια ξύλινη κουτάλα που την έφερνε γυροβολιά στο σαρδελοκούτι με κατεύθυνση έτσι όπως βιδώνουμε το σκέπασμα σ’ ένα δοχείο. Όμως παράξενα και παράδοξα:
-Πώς ανακατεύεις έτσι Θανάση;
-Γιατί, πώς ανακατεύω;
-Δώσε μου την κουτάλα, κι άρχισε ν’ ανακατεύει έτσι ώστε η κουτάλα να κάνει γυροβολιά στο σαρδελοκούτι, απλά με αντίθετη κατεύθυνση, έτσι όπως ξεβιδώνουμε, ας πούμε, το σκέπασμα του δοχείου. Ο Θανάσης τον κοίταξε παράξενα, μετά κοίταξε κι εμένα με ένα πικρό ειρωνικό χαμόγελο και δεν μίλησε καθόλου τότε. Αργότερα, κατά καιρούς ακόμα και μέχρι τώρα, το λέει και σβένεται στα γέλια.
Κάποια μέρα, που ο Νικόλας ήταν στο μαγαζί του, ένας πελάτης δίνει την παραγγελία.
-Νικόλα φέρε μου ένα λουκούμι και ένα κρύο ποτήρι νερό. –Στου.....στου κακαβούλη έρχεται το λουκούμι. Κι εννοούσε ότι τα λουκούμια είχαν τελειώσει και ότι κάποιος που είχε πάει στα Λαγκάδια να φέρει εμπορεύματα θα΄ ρχόταν κάπου εκεί στου Κακαβούλη, ένα σημείο της διαδρομής Μυγδαλιά –Λαγκάδια, λίγο πιο πάνω από τον Βαλτεσινιώτικο κάμπο.
Τότε δεν είχαν γίνει οι δρόμοι και τα μαγαζιά του χωριού έκαναν τις προμήθειες από τα Λαγκάδια και οι μεταφορές γίνονταν με ζώα είτε από τους ίδιους τους μαγαζιάτορες, είτε με αγωγιάτες. Θυμάμαι μια φορά πήγε κι ο πατέρας μου αγωγιάτης να φέρει εμπορεύματα του Ντούσια . Φόρτωσε το μουλάρι στα Λαγκάδια και ξεκίνησε για την επιστροφή. Στο μεταξύ είχε ρίξει πολύ χιόνι και κατάλαβε ότι θα ήταν αδύνατο να διαβεί από τα «Διάσελα» και από τα «Πατερά», από τις ψηλές αυτές τις βουνοκορφές. Άλλαξε δρόμο, λοιπόν κι επήγε από «Αγία Παρασκευή» (εκεί που γίνεται ο διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού), Κρυάβρυση, Βαλτεσινιώτικο Κάμπο κι έφτασε στο χωριό. Ξηφόρτωσε το μουλάρι κι αμέσως ο μπαρμπ-Αντώνης του ακούμπησε ένα.....ολόκληρο χάρτινο δεκάδραχμο! Αλλά το λουκούμι ακόμα να΄ ρθει από του Κακαβούλη. –Δε φέρνεις τουλάχιστον ένα ποτήρι νερό, ρε Νικόλα. –Θα.....θα περιμένεις να’ ρθει το λουκούμι. Το νερό τότε το κουβαλάγανε όλες οι γυναίκες του χωριού μας από τη Λιάσκοβα με τα ξύλινα εκείνα βαρέλια που, γεμάτα, θα ζύγιζαν καμιά εικοσαριά περίπου οκάδες. Άλλοτε τα έφερναν φορτωμένα σε ζώα και άλλοτε τα κουβαλούσαν ζαλιά. Πανηγύρι γινόταν τότε στη Λιάσκοβα, τα καλοκαίρια κυρίως, που κουβαλούσαν τα δεμάτια. Στη σειρά κάθονταν τα ζώα φορτωμένα με δεμάτια και περίμεναν να' ρθει η σειρά τους να πλησιάσουν την κορίτα, να σβήσουν τη δίψα τους, να δροσιστεί κι αυτός που τα συνόδευε και να συνεχίσουν το δρομολόγιο τους. Αλησμόνητες στιγμές. Έντονες εικόνες μας έρχονται στις μνήμες μας. Όλα ανακατεύονταν, το κελάρυσμα του νερού από την κορίτα και από τα σωληνάρια, αχουγιαχτά, προγκίγματα, ποδοβολητά, μπουχός, κουδούνια, φωνές, ακόμα και μικροκαβγάδες. Ποιος να πρωτογεμίσει το βαρέλι ή την βαρέλα, όλοι βλέπεις ήταν βιαστικοί, και όλα αυτά στη σύνθεσή τους δημιουργούσαν μια ζωγραφιά που ούτε ο πιο καλός καλλιτέχνης θα μπορούσε να πετύχει.
Το λουκούμι, το ποτήρι το νερό ακόμα.....στο περίμενε.
Οι γυναίκες των μαγαζάδων κουβαλούσαν ζαλιά τριπλάσια και πενταπλάσια βαρέλια νερό γιατί αυτό υπαγόρευε η δουλειά τους. Ιδίως με τις ζέστες του καλοκαιριού (δεν υπήρχαν τότε ψυγεία) έπρεπε να έχουν δροσερό νερό για να έχουν την επιθυμητή κατανάλωση. Η Ντούσιαινα, η Μαγκογιαννού, η Γιωργούλα, η Τριαντάφυλλη, η Τούλα, (μακαρίτισσες τώρα όλες), δεν πρόφταιναν να κουβαλάνε νερό. Η μακαρίτισσα η Καψίνα κουβάλαγε κι αυτή καμιά φορά νερό στου Θανάση το μαγαζί για να ξεκουράσει την αδερφή της τη Γιωργούλα. Σαν ξηφορτωνόταν το βαρέλι, ο γαμπρός της ο Θανάσης, προθυμοποιόταν να την κεράσει ένα λουκούμι. –Πο-πο-πο, άσε με, παράτα με, δεν θέλω λουκούμι. Αλλά ο Θανάσης το τύλιγε σ’ ένα κομμάτι φουμερίδα και το’ βαζε στην τσέπη της ποδιάς της.
Εκείνη, μια φορά, καθώς κατηφόριζε για το σπίτι της εδεκεί στον πλάτανο του Παπαντώνη συναντάει ένα μικρό κοριτσάκι. (Ίσως να ήταν η μεγάλη τώρα Ντίνα του Μπούγου) -Πάρτο, παιδάκι μου, της λέει και της το δίνει, φάτο εσύ, μην το τρω εγώ και το χαραμίζω!!! Ε, εδώ πια, (για να μιλήσουμε με όρους του λεξιλογίου της εποχής μας) το πνεύμα της αλληλεγγύης φαντάζει σ’ όλο του το μεγαλείο! Λένε ότι λίγο ακόμα και η εποχή μας θα είναι σαν την τοτετινή!!! Πολύ κούραση το κουβάλημα του νερού. Και καλά από την πηγή ως τα «Δυο ρέματα» κάπως υποφερόταν, ήταν ο δρόμος βολικός. Εκείνη η ανηφόρα από τα «Δυο ρέματα» ως την Πλατεία του χωριού σου’ ριχνε τους ώμους. Ευτυχώς που ήταν η Παπίτσαινα κι επερίμενε κάπου εκεί, ήθελε μια στάλα κουβέντα, να της περάσει κι εκείνης η ώρα, γιατί εκεί κάτω που ήταν δύσκολα έβρισκε για κουβέντα. Για λίγο όμως γιατί το νερό από δροσερό που το πιάνανε στην πηγή θ’ άρχιζε να χλιαίνει. Αντεροκοβόσανε γιατί θα τις αχούγιαζε ο Γιωργίλας. Περίμενε κάτω στον ίσκιο να’ ρθει το δροσερό νερό, να παραγγείλει τον καφέ του, σχέτο, ούτε σπειρί ζάχαρη. Παράγγελνε λοιπόν τον καφέ και ήθελε το ποτήρι με το νερό να είναι γεμάτο πάνω-πάνω, ξέχειλο, διαφορετικά έβανε τις φωνές. Σε λίγο φώναζε για δεύτερο ποτήρι, το ίδιο κι αυτό, ξέχειλο. Αυτό το είχα παρακολουθήσει και δεν μπορούσα να δώσω κάποια ερμηνεία. Αργότερα έδωσα κάποια εξήγηση που μου την επιβεβαίωσε και ο ίδιος κάποτε που το συζητάγαμε. Αν τα ποτήρια δεν ήταν ξέχειλα θα αναγκαζόταν να ζητήσει και τρίτο ποτήρι. Ε, τότε πια θα ντρεπόταν, θα δίσταζε. Διότι είχε επίγνωση ότι εκείνο το ποτήρι το νερό ήταν ακριβότερο από το λουκούμι ή από τον καφέ , όταν θα υπολόγιζες την αξία του με κούραση, με ιδρώτα με το κατέβασμα των ώμων από το σφίξιμο του σχοινιού, με το που κοβόσαν τα πόδια από το βάρος του βαρελιού. Ας τα να πάνε!
Άλλα τα χρόνια εκείνα στο χωριό μας. Πολύς κόσμος. Θα αριθμούσε 700-800 κατοίκους. Οι μαθητές του Σχολείου, υπολόγιζα, όταν πήγαινα εγώ σχολείο, να ήταν περίπου 130. Και όμως. Πήγα, πριν λίγα χρόνια και κοίταξα το αρχείο του σχολείου και είδα ότι κείνα τα χρόνια ήταν γραμμένοι 187 μαθητές. Όμως φοιτούσαν 130 περίπου. Γιατί πολλά παιδιά από Παλιόπυργο, από Πέρα Μεριά και από άλλους οικισμούς, δεν φοιτούσαν, ιδίως τα κορίτσια.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν γιδοπρόβατα, ανάλογα με τις δυνατότητες τους. Μερικοί είχαν λίγα, μια εικοσιπενταριά ας πούμε, άλλοι, οι πιο πολλοί ως εβδομήντα και άλλοι, λίγοι, ως εκατόν πενήντα. Οι τόποι λίγοι. Τις μισές περιοχές τον ένα χρόνο τις σπέρνανε δημητριακά, τις άλλες τις αφήνανε χέρσες (ακαλλιέργητες-ποστασιά-αγρανάπαυση). Εφάρμοζαν δηλαδή το σύστημα της αμειψισποράς, έτσι το λένε οι γεωπόνοι μας. Λίγα λοιπόν τα βοσκοτόπια, πολλά τα γιδοπρόβατα. Ο καθένας αμπόδαγε τους δικούς του τόπους. Έστηνε τα κουκουγέρια (μερικές πέτρες τη μία πάνω στην άλλη) και δεν επιτρεπόταν να πάνε εκεί να βοσκήσουν τα ζώα του αλλουνού, μόνο τα δικά του. Έπρεπε όλοι τους να κάνουν προσπάθεια να μη γίνονται αγροζημιές. Όσο όμως κι αν προσπαθούσαν, κάποιες αγροζημιές γίνονταν. Ανάμεσα στους λογικούς οι διαφορές λύνονταν με τις καλές προθέσεις. Λίγες φορές κατέφευγαν στα δικαστήρια. Όπως να το κάνεις, εχθροπραξίες επαρουσιάζονταν.
Τώρα το Ζιολή που να τον κατατάξουμε, άραγε; Έ, όχι και στους αδιάφορους. Έμπλεκε με τη ΄΄δηλωτή΄΄ και ξεχνιόταν. (θα μου πεις από τότε με τη ΄΄δηλωτή΄΄ κι ακόμα να μάθει; Τι να σου πω κι εγώ, τι να μου πεις κι εσύ). Πέσανε τα γίδια του στο σιτάρι του Κυριάκου της Πατσιέβως. Ήταν τέλος Μάη, τότε που το σιτάρι έχει καλαμώσει και δεν το τρώνε τα γίδια μόνο που το ανακατεύουνε και δεν μπορούνε οι θεριστάδες να το μαζέψουν. Φτάνει λοιπόν ο Κυριάκος καπινισμένος, βρίσκει το Ζιολή να παίζει ΄΄δηλωτή΄΄, του βάνει τις φωνές. –Ρε Ζιολή, τα γίδια πέσανε στο σιτάρι και κάνανε ζημιά κι εσύ παίζεις ξένοιαστος , κι άλλα. -Πια, ρε Κυριάκο, το τρώνε το σιτάρι τώρα τα γίδια; -Καλά, παιδάκι μου, του χρόνου θα το σπείρω κριθάρι που το τρώνε, παίξε το χαρτί σου, μη σε μπερδεύω.
Δύσκολα λοιπόν χρόνια, άσχημες συνθήκες και αναπόφευκτα τα μίση και οι εχθροπραξίες.
Κείνο τον καιρό πολλοί νέοι από την πατρίδα μας αποφάσιζαν και μετανάστευαν σε άλλη χώρα, αναζητώντας καλύτερη μοίρα.( Κάτι τέτοιο άρχισε να γίνεται και τώρα. Λένε πως θ’ αρχίσει να μοιάζει η εποχή μας με την τοτετινή!!!)
Έκανε τα χαρτιά του να φύγει , λέει, σε άλλη χώρα κάποιος νέος του χωριού μας. Αυτός ήταν πολύ σκληρός απέναντι στους τσοπάνηδες, σε θέματα αγροζημιών. Έτσι δεν το συμπαθούσαν καθόλου. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος τους. Ποιος ξέρει, ίσως κάποιοι λόγοι, έξω από τον εαυτό του, θα τον έκαναν να είναι τόσο αυστηρός, τάχα θα το ήθελε κι αυτός; Ναι αλλά, καθώς λέγανε, κι ο πατέρας του ήταν το ίδιο σκληρός, ίσως και πιο πολύ. Ε, τώρα πια θα πρέπει να εξετάσουμε το πως και κατά πόσο επιδράνε οι περιβαλλοντικές συνθήκες στη διαμόρφωση του κάθε χαρακτήρα και πως και κατά πόσο ασκούν την επίδραση τους οι κληρονομικές προκαταβολές. Τέλος πάντων, τι ανακατεύεσαι με αυτά, αφού μιλάμε για εποχές τοτετινές, που αυτά ήταν εντελώς άγνωστα.
Πάντως οι τσοπάνηδες γέμισαν από χαρά όταν έμαθαν ότι.....έκανε τα χαρτιά του να φύγει για εξωτερικό. Γινόταν μια σχετική συζήτηση μέσα στην μπαράκα του Θανάση στην οποία συμμετείχαν 5-6 τσοπάνηδες.
-Το μάθατε, λέει ένας απ’ αυτούς, ο τάδε (δεν ξέρω τέλος πάντων ποιος ήταν) φεύγει για «έξω». –Τι λες ρε , σοβαρά μιλάς, φέρε μισή οκά κρασί ρε Νικόλα να κεράσω!
-Να.....να φύγει κι ο πατέρας του και να κεράσω ένα βαγένι ολόκληρο, λέει ο Νικόλας. Τώρα τι να του πεις; Α, ρε Νικόλα και να θέλαμε να σε ξεχάσουμε δεν μας αφήνουν οι ατάκες σου!!!
οποιος και αν εισαι....μπραβο...gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινητικά τα στιγμιότυπα του αφηγητή, τον ευχαριστούμε για το ταξίδι στα δύσκολα αλλά όμορφα και ανθρώπινα χρόνια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλουμε πιο τακτική παρουσία Παλιοπυργήσιε, σίγουρα ξέρεις κι άλλα!
Γιώργο ευχαριστούμε και σένα που μας άνοιξες τη καρδιά σου!
Γιάννα
Τοχω ακουστά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχαν πάει κάποτε στην αστυνομία στο βαλτεσινίκο μαζί με τον φουσέκα και τον Αγγελή τον Χριστιά. Αφού δεν έσβησαν τα τσιμπούκια τους αυτοί δεν σβήνει και ο Νικόλας το τσιγάρο του.
Τους βλέπει ο αστυνόμος και τους τρεις να καπνίζουν αλλά απευθύνεται μόνο στον Νικόλα σαν ποιο αδύνατο και φοβισμένο μεταξύ των τριών με αυστηρό ύφος και του λέει. Σβήσε γρήγορα το τσιγάρο σου. Ποιος σου είπε ότι μπορείς να καπνίζεις εδώ μέσα?
Και ο Νικόλας του έδωσε αμέσως την απάντηση:
Κύριε αστυνόμε το τσιγάρο το δικό μου το είδατε ,τα τσιμπούκια του Αγγελή και του Φουσέκα δεν τα βλέπετε?
πκ
παει για μεροκαματο μεγαλη παρεα γλανιτσιωτων,σκαψιμο ..κατι τετοιο.ο νικολας παραπαταει και πεφτει μεσα σε ενα γρανι με νερο και γινεται παπι..τον βγανουν οι αλλοι εξω και του λενε ..ρε κακομοιρη ετοιμος για βαφτισμα εισαι....και ακουγεται ο λεγακης....και το ονομα[ν] αυτου[ν].....νιλαλα[ν]....gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήαιωνια του η μνημη !λιγο τον θυμαμαι επειδη ημουν μικρος κι αρκετα εντονα την απωλεια!νασαι καλα παλιοπυργισιε και γιωργη που τον φερατε στη μνημη μας........
ΑπάντησηΔιαγραφήνα γραφεις ενα το μην πολιοπυργησιε
ΑπάντησηΔιαγραφήη αντε ενα το διμηνο
Γερόλυκε τι εννοεις με το νιλαλαν και απο τις δυο φωτογραφίες γνωρίζεται κάποιον πατριώτη ....ΜΑΚΡΙΑ ΛΑΚΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας συγχαίρω για την εξαιρετική δουλειά που κάνετε στο ιστολογιο σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας συγχαίρω για τα επιλεγμένα άρθρα σας τα οποία πρέπει να διαβάζει ιδιαίτερα η νεολαία μας . Κ Γιαννόπουλε όπως σας είπα και στα fb σας παρακολουθώ καθημερινά. Με συγκίνησε ιδιαίτερα το άρθρο για τον πατέρα σας . Δυστυχώς και εγώ δεν τον γνώρισα καθόλου.
Μαρία
ΑΠΙΘΑΝΟ-ΑΠΙΘΑΝΟ Δεν ξέρω ποιος μας συγκίνησε πιο πολύ ο Παλιοπυργήσιος ή ο Νις.Μπράβο?Αυτά χρειαζόμαστε περισσότερο και πολύ λιγότερο έως καθόλου κάποιες ,θα έλεγα,κοντρίτσες που καμιά φορά μας στεναχωρούν...
ΑπάντησηΔιαγραφήIBAS
ΓΙΩΡΓΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΕΓΩ ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΑΛΙΟΠΥΡΓΗΣΙΕ ΤΙΣ ΜΑΣ ΘΥΜΗΣΕΣ
ΔΟΥΛΕΨΑ ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΜΑΙΝΑΛΟ ΜΕ ΕΠΙΣΤΑΤΗ ΤΟΝ ΒΕΗ ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΜΕΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΕΡΝΑΓΑΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΟΥ ΤΡΑΚΑΡΙΣΕ Ο ΠΡΙΣΚΑΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΒΡΑΖΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ Ο ΝΙΚΟΛΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΓΥΡΩ ΡΩΤΟΥΣΑΝ ΑΝ ΛΥΓΑΝΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ
ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΕΤΟΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΝΟΥΝ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ. ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΙΣ ΤΡΟΙΚΕΣ ΤΙΣ ΚΟΝΤΡΕΣ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΠΟΥΧΤΙΣΑΜΕ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΖΟΥΝ. ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΙΞΩ ΒΕΒΑΙΑ ΕΓΩ ΤΙ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΆΖΕΤΕ ΣΤΟ ΣΑΙΤ ΑΛΛΑ ΤΟ ΣΑΙΤ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΜΥΓΔΑΛΙΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΠΟΨΗ ΜΟΥ
BRAVO GIORGO GIA THN ANAFORA POU EKANES GIA TON PATERA SOU !!!AIWNIA TOU H MNHMH!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήEYXARISTOUME TON PALIOPURGHSIO KAI PERIMENOUME KAI ALLA !!!!! THA HTHELA KAI EGW KAPOIA MERA ESTW KAI META APO XRONIA NA MATHW PRAGMATA GIA TON PATERA MOU POU OLOI ESEIS ZHSATE PERISSOTERO APO MENA!!!!! KAI OPWS EIPAN KAI ALLOI SXOLIASTES EINAI KALLITERA NA ANAFEROMASTE SE ISTORIES APO TH ZWH STO XWRIO MAS KAI STOUS ANTHRWPOUS THS PARA STIS DIAFORES KONTRES .K.T.L.
Φίλε Νις .Σεμνά και ταπεινά στην ιερή μνήμη του πατέρα σου μας άνοιξες την καρδιά σου με την εκ βάθους εξομολόγησή σου.Η εικόνα του προσφιλούς σου πατέρα χαράχθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη και στην αθώα και ευαίσθητη παιδική σου ψυχή και θα παραμείνει εκεί εσαεί. Είναι εικόνα θετική ,αφού κληρονόμησες πολλές αρετές απ΄τον πρόωρα εκλιπόντα πατέρα σου,όπως την εργατικότητα,την εντιμότητα ,την ανιδοτέλεια ,την κοινωνικότητα, την αγάπη για τον συνάνθρωπο και τη θυμοσοφία. Οι αρετές αυτές νομίζω πως είναι πολλές για ένα νέο που μπαίνει στο στίβο της ζωής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε Παλιοπυργήσιε.Με τις " ατάκες του " μας σκιαγράφησες την προσωπικότητα ,το χαρακτήρα του. Είναι ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα του εκλιπόντα Νικόλα.Παράλληλα με τις αδρές σου πινελιές ξεδίπλωσες και τη Γλανιτσιά της δεκαετίας του '50 που όλοι ζήσαμε ,αλλά αρχίζουμε να λησμονούμε.Διέσωσες πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνία ,την οικονομία και τον πολιτισμό του χωριού μας. Ένα μεγάλο μπράβο !!!
marpolix
ΑΝΩΝΥΜΕ 11:25 ΕΧΕΙΣ ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ ΜΕ 2 ΛΕΞΕΙΣ ΤΟ site ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΕΧΕΙ ΤΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ 1950 ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΧΕΙΑ ΕΔΙΩΞΕ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΜΠΟΥΧΤΙΣΑΜΕ
ΑπάντησηΔιαγραφήMarpolix MΗΠΩΣ O Nis ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΠΕΝΑ ΓΡΑΦΤΕΤΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑ ΚΑΛΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΞάδερφε Άρη συμφωνώ απόλυτα μαζί σου . Ο Νις με την ιστοσελίδα του χωριού μας προσφέρει ανιδιοτελώς ανεκτίμητη υπηρεσία στους απανταχού πατριώτες και φίλους μας. Αυτό έχει γίνει συνείδηση πλέον όλων μας. Γιατί ,όπως είχα γράψει και παλαιότερα,η ηλεκτρονική μας Λιάσκοβα, που διαδέχτηκε την έντυπη ,είναι η δύναμή μας ,η αγορά μας, που προβάλλει ,ψυχαγωγεί,,ενημερώνει, προβληματίζει, και δημιουργεί, καλλιεργώντας το διάλογο και μέσω αυτού στη σύνθεση των απόψεων. Είναισήμερα ο πιο γρήγορος,
ΑπάντησηΔιαγραφήσίγουρος και ο πιο φτηνός δίαυλος επικοινωνίας μας. Είναι όμως και το πιο μεγάλο οπλό στα χέρια του δημιουργού της .Θέλω να πιστεύω πως ο διαχειριστής μας, ο Νις, το γνωρίζει αυτό καλά και θα κάνει και στο μέλλον ,όπως μέχρι σήμερα έκανε, συνετή χρήση της επικοινωνιακής δύναμης που διαθέτει,όπως επιβάλλουν οι κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
marpolix
παλιοπυργησιε ουτε εγω σε ξερω ουτε εσυ εμενα χαχαχα ,γραφε πιο ταχτικα να διαβαζουμε για τα παλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήεγω δεν ξερω να γραφω αναηξερα σαν το βαγγελη τον μαρινη και σενα θαγραφα καθε ημερα
ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΗΣΙΕ Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ "ΟΙ ΜΕΝ " ΚΑΙ " ΟΙ ΔΕ " ΗΤΑΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕ. ΟΣΟΙ ΕΖΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΦΕΥΓΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΟΔΩΡΟ ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΕΓΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΤΟ ΓΡΑΦΩ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ( ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΚΑΠΟΙΑ ΗΛΙΚΙΑ) ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΝΑ ΣΕ ΕΧΕΙ ΟΘΕΟΣ ΚΑΛΑ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ ΤΟ ΤΙ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ ΑΣΕ ΝΑ ΤΟ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή