Κώστας Πολυχρονόπουλος του Θόδωρου. Νεότερος αδερφός του Τσιριμοθανάση και πατέρας του Θόικου, Πάνου, Γιάννη, Αλέξη και τριών κοριτσιών: της Σπυρούλας που παντρεύτηκε τον Μπλε, της Διαμάντως που παντρεύτηκε στην Καρύταινα και της Όλγας που παντρεύτηκε στο Μουζάκι. Γυναίκα είχε την Ζαροκατερίνη, ογκωδέστατη και αφελέστατη, κατά το Φίλο.
Λίγο μικρότερος στο ανάστημα κι ελαφρά πιο ανοιχτόχρωμος από το Θανάση ο Τσιριμοκώστας δεν υστερούσε απ’ αυτόν ούτε στην πνευματική οξύνοια και την ετοιμότητα στο λόγο ούτε στην πονηριά ούτε και στη δραστηριότητα της κλεψιάς.
Στην εποχή της δικτατορίας του ο Μεταξάς αποφάσισε να πατάξει τη ζωοκλοπή. Κι εφάρμοσε το μέσο της εξορίας των ζωοκλεφτών. Στη σχετική κατάσταση, που έστειλε η τοπική αστυνομία στο Νομάρχη, περιλαβαίνονταν και τα δύο αδέρφια. Ο Θανάσης εξορίστηκε 2 χρόνια στο νησί Μήλο και πήγε. Τότε εξορίστηκαν ο Κομπόλης κι οι δυο Λιακούληδες, Λιας και Αγγελής. Ο Κώστας γλίτωσε με τον εξής τρόπο:
- Κύριε Νομάρχη, του λέει, είμαι καλός άνθρωπος, φιλήσυχος, κοινωνικός, πηγαίνω ταχτικά στην εκκλησιά και ματαλαβαίνω συχνά.
- Αλήθεια, κ. πρόεδρε; ρωτάει ο Νομάρχης.
- Αλήθεια, κ. Νομάρχη, απαντάει ο διαβασμένος από πριν πρόεδρος.
Ανοίγει τα χαρτιά του Νομάρχης, βλέπει σωρό ποινές και φυλακίσεις για ζωοκλοπές του Κώστα κι απορεί.
- Παλιόπαιδο ήμουνα τότε, κ. Νομάρχη, και δεν ήξερα τι έκανα. Τώρα όμως δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος πιο φιλήσυχος από μένα. Πες πως έκανα λάθος.
- Ναι, δε λέω, αλλά δεν έπρεπε να κάνει λάθος.
- Σωστά, κ. Νομάρχη. Εγώ ήμουνα παλιόπαιδο κι έκανα το λάθος. Εδώ κάνουν λάθη κυβερνήτες και στρατηγοί…Ο Χατζηανέστης π.χ., ολόκληρος στρατηγός, έκανε λάθος με τη μικρασιατική εκστρατεία κι άλλοι κι άλλοι…
- Δε μου λες, Πολυχρονόπουλε, ρωτάει ο Νομάρχης, κατάπληκτος από την ευφράδεια του Κώστα. Έχεις τελειώσει Γυμνάσιο;
- Ούτε στο δημοτικό δεν πήγα, κ. Νομάρχη. Μα το δίκιο μου έναι τόσο μεγάλο, που με κάνει πρύτανη.
Αυτό ήταν! Ο Νομάρχης πείστηκε κι ανακάλεσε την απόφασή του για εξορία του Τσιριμοκώστα.
Τον Ιούλη του 1941 ο αδερφός μου Βαγγέλης ήρθε για ένα μήνα στο χωριό μαζί μ’ ένα φίλο μας καθηγητή Μαθηματικών, το Γιάννη Δούκα, που στο χωριό ονομάστηκε Αργυρόγιαννης (οι παλιότεροι σίγουρα θα τον θυμούνται, γιατί ήταν εξαίρετο παιδί). Ο Αργυρόγιαννης λοιπόν είχε δύο ελαττώματα: Το ένα δε χόρταινε φαγητό. Γι’ αυτό και δεν άφηνε στρούγκα για στρούγκα αγύριστη, για να πίνει γάλα που μ’ απλοχεριά του προσφέρανε οι τσιοπάνηδες. Και το σκιαζότανε παθολογικά τρομερά τα γερμανικά αεροπλάνα που περνούσανε τότε συχνά πάνω από το χωριό πηγαινοέρχοντας για και από τον Άραξο.
Μια μέρα ο Τσιριμοκώστας ήταν βαλμάς στου Καλόγερου τ’ αλώνι. Κι όπως ήταν πειραχτήρι, τα είχε όλη τη μέρα με τον καλόκαρδο Γιάννη, που δεν ήξερε πως ν’ αντιδρά σε κάθε πείραγμα. Κάποια στιγμή ακούγεται θόρυβος από αεροπλάνα και σε λίγο φάνηκε να ‘ρχονται καταπάνω στ’ αλώνι. Ο Γιάννης πήδηξε αλαφιασμένος κάτου από το μπαλκόνι και χώθηκε στο κατώι. Ο Τσιριμοκώστας άρπαξε την ευκαιρία και, μόλις ύστερ’ από λίγο ξαναφάνηκε δειλά-δειλά ο Γιάννης, άρχισε το ψιλό γαζί:
- Γιαννάκο μου, γιατί σκιάζεσαι;
- Δεν ξέρω, μπάρμπα…
- Άκου να σου ειπώ, παιδάκι μου. Το κατώι του Μαστραργύρη δεν έναι καλό καταφύγιο… Να ‘ρχεσαι κοντά μου κι άμα ξαναφαίνουν τ’ αεροπλάνα, θα μπαίνεις κάτω από τ’ αντιαερικό, μπάρμπα;
- Έλα κοντά μου εσύ και μη σε νοιάζει. Το αντιαερικό της Κατερίνης μου είναι από τα μυστικά όπλα του Κράτους και δεν το φανερώνουμε δημόσια…
Καταλαβαίνετε τώρα τα γέλια που κάνανε οι βαλμάδες και οι άλλοι με τον καημένο Γιάννη, που τήραγε από τον ένα στον άλλο να καταλάβει επιτέλους πού το πήγαινε ο μπάρμπας του ο Κώστας. Άδικα όμως. Γιατί ο νους του, βλέπεις, δεν έφτανε ως το πραγματικό αντιαερικό.
Κάποτε ο Τσιριμοκώστας βρισκότανε με τη γυναίκα του στου Μπουγιούκα το αλώνι, από το οποίο φαίνεται η Καρύταινα. Ξαπλώσανε το μεσημέρι να ξεκουραστούν στον ίσκιο, έπιασαν την κουβέντα, διαφωνήσανε, οξύνθηκε η συζήτηση, πείσμωσε η γυναίκα και γύρισε από το άλλο πλευρό. Έτσι όμως τα ευτραφή οπίσθιά της έβλεπαν κατευθείαν στην Καρύταινα.
Έπιασε πάλι την κουβέντα ο Κώστας, προσπαθώντας να καλμάρει τη γυναίκα. Ανένδοτη εκείνη. Οπότε κατάφυγε στα μεγάλα μέσα και της λέει:
- Γύρισ’ τη μπούκα κατά δω, Κατερίνη, γιατί εκεί απέναντι έχουμε δικούς μας ανθρώπους…
Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια η Κατερίνη. Και τα πράματα επανήλθαν στην ομαλότητα.
Άλλοτε πάλι ο Τσιριμοκώστας πήγε στον Παπαβασίλη στην Κερπινή ν’ αγοράσει αραποσίτι. Παζαρέψανε, συμφώνησαν, έδωκε τα λεφτά στον παπά κι ετοιμάστηκε να φορτώσει.
Ο παπάς έβαλε τα λεφτά στο αριστερό ξέω τσεπάκι του ζιμπουνιού του. Και για να πειράξει τον Κώστα, που τον ήξερε καλά, του είπε με την ιδιάζουσα προφορά του:
- Τώρα, Τζιρίμη, εδώ στο τζεπάκι μου σ’ έχω. Και να ιδείς τι θα σου κάμω.
- Και τι μ’ αυτό; Εσύ δεν μπορείς να μου κάμεις τίποτα. Εγώ να ιδείς τι έχω να σου κάμω, του λέει αμέσως εκείνος.
- Τι θα μου κάνεις, ρε, Τζιρίμη; απόρησε ο παπάς.
- Άκου να ιδείς, λέει ο Τσιρίμης. Τώρα θα σε φορτώσω και σε σφίξω γερά με τα σκοινιά. Ύστερα θα σε πάω σπίτι, θα σε ξιφορτώσω και θα σε παραδώσω στην Κατερίνη. Εκείνη θα σε λιάσει, θα σε πάει στο μύλο, θα σ’ αλέσει, θα σε φτιάσει ψωμί κι εγώ θα σε φάω και… βάλε…
- Πια θα με χ…, ρε Κώστα; κάνει έκπληκτος ο παπάς.
- Εγώ δεν είπα τίποτα, παπά. Εσύ είπες. Άιντε τώρα δώσ’ μου την ευχή σου και γεια σου!
Την εποχή της Λαϊκής Δικαιοσύνης στο χωριό μας είχε συγκροτηθεί λαϊκό δικαστήριο από τους Μπαζό, Όθωνα (Θωμά), Τζιτζιοκώστα κλπ. και δίκαζε αγροζημιές, κλεψιές, αδικήματα διάφορα.
Μια μέρα πήγε να δικαστεί κατηγορούμενος ο Τσιριμοκώστας, επειδή είχε αφήσει τα πράματα σε απαγορευμένες καλαμιές.
Διατυπώθηκε το κατηγορητήριο, καταθέσανε οι μάρτυρες κι ήρθε η σειρά του κατηγορούμενου ν’ απολογηθεί.
Γέρος άνθρωπος είμαι, συναγωνιστές δικαστές, είπε ο Τσιρίμης. Όπως ξέρετε, μου πήραν τον Αλέξη (στο αντάρτικο) κι έμεινα μοναχός. Πείνασα κι ανέβηκα να φάω μια μπουκιά ψωμί. Φύγανε τα πράματα και πήγανε στις καλαμιές. Τη ζημιά την έκανα, αλλά δε φταίω.
Ύστερ’ από τη σχετική σύσκεψη το δικαστήριο έβγαλε αθωωτική απόφαση.
Φεύγει ο Τσιριμοκώστας κι ανεβαίνοντας κατά του Τζιράκα συναντιέται με κάποιον και τσακώνεται. Τρέχει η ασφάλεια του χωριού, ο Ξούριας δηλαδή, και τον διατάζει να γυρίσει πίσω να δικαστεί. Διαμαρτύρεται ο Τσιρίμης, επιμένει ο Ξούριας και τελικά ξανά στο δικαστήριο με την κατηγορία της απείθειας και την ανυπακοής στην Αρχή.
Στην απολογία του τώρα ο πανέξυπνος Τσιρίμης είπε:
- Συναγωνιστές δικαστές, σέβουμαι πολύ την Ασφάλεια. Γι’ αυτό ήρθα. Όπως σέβουμαι και τη λαϊκή δικαιοσύνη κι έχυσα και χύνω το αίμα μου γι’ αυτή…
Όπως ήταν επόμενο, πάλι αθώος ο κατηγορούμενος.
Την ώρα που έφευγε, τον ρώτησε κάποιος:
- Πώς τα πήγες αυτή τη φορά, Κώστα;
- Κααλά! Μπαζός, Θωμάς και Τζίτζιος!
Γέρος στα τελευταία του – λέει ο Στάθης Γειασαντώνης – ο Τσιριμοκώστας είχε μια κλιτσούλα κι άμα σε συναπάνταγε, ακούμπαγε απάνου της και σε τήραγε στα μάτια καρτερώντας κανά τσιγάρο.
Μια μέρα κάτι τσιοπανούδια θελήσανε να τον πειράξουν και του λένε:
- Δε μας λες, γέρο, εσύ μικρόσωμος, η θεια μας η Κατερίνη τοοόση, πώς τα κατάφερνες με δαύτην;
Ο Τσιριμοκώστας κατάλαβε το σκοπό της ερώτησης, χαμογέλασε κι έδωσε την απάντηση:
- Να σας ειπώ, παιδιά μου. Έναι αλήθεια πως ούλη μου τη ζωή πολέμαγα με μια αυτοκρατορία ολόκληρη, μα τα κατάφερα. Κι ακούτε ακόμα. Ούτε επιστράτευση έκαμα ούτε καμιά κλάση κάλεσα. Το κάστρο το βόλευα μοναχός μου.
- Και τώρα, μαύρε γέρο, πώς τα πας; συνέχισε το πειραχτήρι.
- Άι στο διάβολο, βρομόπαιδο! Τώρα πώς θα πάω… Πώς θες ναν τα πάω, ες; Κι αμέσως ύστερα:
- Αφού το θες, άκου το: Το βράδυ, άμα πέφτουμε στο στρώμα, απλώνω το χέρι μου κατακεί που ξέρεις, ίσια για να φαίνουμε πως είμαι νοικοκύρης…
Μου είχε πει ο συγχωρεμένος ο Τσιριμόγιαννης,αχ Παππού μου λείπεις που να πάρει η ευχή,μου είχε πει λοιπόν ο συγχωρεμένος ότι κάποτε ήταν ο Πατέρας του κατηγορούμενος σε 22 δίκες.Και τις είχε κερδίσει ούλες μόνος του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρης Χ (εγγονός Τσιριμόγιαννη)
Τον θυμάμαι στου Στραβοσταμάτη {Περιοχή μετά το στρογγυλό πρός τον Άγιο Θεόδωρο] με τα γίδια του να κατηφορίζουν στο δάσος και ο μπουχός να πηγαίνει σύννεφο. Θα ήταν Ιούλιος μήνας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτήν μέση του δρόμου στύλωσε το κεφάλι του στήν κλίτσα και με τα σπηθιροβόλα μάτια του, το χαμογελαστό και φωτισμένο πρόσωπό του, την άσπρη γενιάδα του με κοίταγε που τον πλησίαζα.
Με κοίταγε τόσο παράξενα, τόσο όμορφα,τόσο γαλήνια και πατρικά που δεν μπορώ να τον ξεχάσω από την μνήμη μου
Β Girakas
Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να βρούμε το βιβλίο του αείμνηστου συμπατριώτη μας
ΑπάντησηΔιαγραφήΧ. Κωσταντινόπουλου. Ποιος μπορεί να μας βοηθήσει σ αυτό?
Γ.Γ