Γεφύρι θεμελιώνανε στης Γλανιτσιάς το κάμπο.
Ολημερίς το χτένανε ,τη νύχτα γκρεμιζόταν.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου γιοφυριού το πόδι,
Δε λάληγε σαν το πουλί ,ούτε σα χελιδόνι,
Παρά μιλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα.
Ο μάστορας ,σαν τ’ άκουσε ,πολύ του βαρυφάνη
και το σφυρί του πέταξε και πάει να τη φέρει.
- Σήκω Λενιώ κι άλλαξε, και βάλε τα καλά σου,
στο Λάδωνα , που έχτιζα , μου ’πεσε ο σταυρός μου.
Άλλαξε και στολίστηκε και μάγεψε ο τόπος
κι αυτός ο πρωτομάστορας έχασε τη λαλιά του.
Με το σχοινί κατέβηκε και μπήκε στο ποτάμι
και το βυθό τον γύρισε, μα τίποτα δε βρήκε .
Ψιλή φωνίτσα έσυρε πάνω να την τραβήξουν
Απολογιά δε δίνανε κι αρχίσαν να την χτίζουν.
Και η Λένιω με παράπονο κλαίει το ριζικό της:
- Τρεις αδερφούλες ήμαστε ,κι οι τρεις θα κρεμαστούμε.
Η μια στεριώνει εκκλησιά κι η άλλη μοναστήρι
κι εγώ η Ελένη η όμορφη ,της Κυράς το γεφύρι!!!
Κατά την κάθοδό τους στην Ηλεία, οι Βυτιναίοι διέσχιζαν αυτό ακριβώς το γεφύρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση. Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα ήθελα να την αναδημοσιεύσω.
Aπολύτως καμία φίλε Bυτιναίε
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι σ ευχαριστούμε
Χαιρετίσματα στον Νικηφόρο