Κυριότερα δικαστικά όργανα ήταν τρία: το πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, το αναθεωρητικό και τα ανταρτοδικείο.
Το πρώτο δίκαζε αγροζημιές κυρίως και μερικά μικροαδικήματα κι είχε έδρα τη Γλανιτσιά.
Το δεύτερο δίκαζε κατ’ έφεση κι είχε συνηθισμένη έδρα το Βαλτεσινίκο.
Το τρίτο δίκαζε υποθέσεις που αφορούσαν σε πειθαρχικά αδικήματα των οργανωμένων ανταρτών, σε κρούσματα προδοσίας, σε σοβαρούς εμπρησμούς και μεγάλες κλεψιές κλπ. και δεν είχε μόνιμη έδρα.
Στο πρωτοβάθμιο λαϊκό δικαστήριο, στην περίοδο της κατοχής, πρόεδρος ήταν ο Σειρήνης. Λαϊκός επίτροπος (δημόσιος κατήγορος – εισαγγελέας) ο Κακαράπης. Τ’ άλλα μέλη κι ο γραμματέας ορίζονταν κατά την περίπτωση.,
Στο αναθεωρητικό μετείχαν για ένα διάστημα από το χωριό ως πρόεδρος ο Ντουσιοχρήστος κι ως μέλος ο Σειρήνης.
Στο ανταρτοδικείο σε μια-δυο δίκες έλαβε μέρος ο Φλεβάρης.
Δυστυχώς, τα πρακτικά από τις δίκες του λαϊκού τα ‘καψε στου Λώλη από το φόβο του, στην περίοδο του εμφυλίου, Κακαράπης
Στην πρώτη πρόεδρος ήταν ο Μπαζός, λαϊκός επίτροπος ο Όθωνας και μέλη οι Τζιτζιοκώστας, Ντρούλιας και Παπίτσας. Κατηγορούμενος ένας Στρεζοβινός, επειδή αποπλάνησε μια κοπέλα.
Η υπόθεση δεν ήταν απλή. Ο δράστης ήταν τρομοκράτης παλικαράς. Και τα πράγματα προμηνύονταν πολύ σκούρα. Γι’ αυτό το δικαστήριο, ύστερ’ από πολύωρη σύσκεψη και με τη δικαιολογία ότι το αδίκημα έγινε έξω από την περιοχή της Γλανιτσιάς κι όχι από Γλανιτσιώτη, έκρινε «εαυτό αναρμόδιο» κι επανάφερε το φάκελο στη Στρέζοβα. Η Στρέζοβα τον ξανάστειλε στο χωριό μ’ εντολή ανώτερης τώρα Αρχής να εκδικαστεί εδώ οπωσδήποτε.
Νέα συγκρότηση του δικαστήριου, εξέταση μαρτύρων, που τσεκουρώσανε γερά τον κατηγορούμενο, αγόρευση του επίτροπου, σύσκεψη απάνω στη σύσκεψη και πρόταση του προέδρου: Να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να παντρευτεί την κοπέλα ή να την προικίσει μ’ ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό. Πριν κάνει οριστική απόφαση την πρότασή του, ο πρόεδρος ρωτάει τ’ άλλα μέλη, αν συμφωνούν. Κι απευθύνεται προσωπικά στον Τζιτζιοκώστα:
- Τι λες εσύ, Κώστα, συμφωνείς με την πρότασή μου;
- Όπως έν’ καλά, αποκρίθηκε εκείνος. Κι έμεινε με το «Όπως έν’ καλά» ως τα σήμερα.
Ο Παπίτσας κι ο Ντρούλιας κούνησαν τα κεφάλια καταφατικά. Κι η πρόταση έγινε απόφαση.
Θέλεις τώρα τη συνέχεια;
Ο Παπαπάνος, μόλις άκουσε την απόφαση, κατάλαβε πως θα τον βρει μπελάς κι έφυγε κρυφά στην Κοκαλιάρα. Αλλά το φρουραρχείο και η ασφάλεια τον πήραν είδηση κι έστειλαν από κοντά ένοπλη φρουρά για να εμποδίσει πιθανή φυγή του για την Κιάρνη, το χωριό της μάνας του. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο Τσιριμόγιαννης. Ύστερ’ από λίγο κουβαλήθηκαν εκεί άντρας και γυναίκα και υποχρεώνεται ο παπάς να τους στεφανώσει, αφού πήρε πρώτα έγγραφη τη συγκατάθεση του παπά της Στρέζοβας.
Αποτέλεσμα: Μόλις σκορπιστήκανε οι αντάρτες από την περιοχή κι άρχισε η κυριαρχία των Μάηδων, ο γαμπρός παράτησε τη γυναίκα. Και το καλύβι του Μπαζού στο Μπαρμπέρη βρέθηκε μιαν αυγή καμένο.
- Εγώ το καρτέρηγα το κακό που θα μ’ έβρισκε, μου είπε μια μέρα ο Μπαζός. Τρία συσκεφτήρια έκανα, για ν’ αναβάλω την υπόθεση. Μα δε μ’ ακούγανε τ’ άλλα μέλη του δικαστηρίου. Κι αναγκάστηκα πια φανερά να κάνω την πρόταση που σου ‘ειπα πρωτύτερα.
Στη δεύτερη πρόεδρος του αναθεωρητικού ήταν ο Ντουσιοχρήστος. Την αναφέρω για την πρωτοτυπία της απόφασης.
Το λαϊκό του Βαλτεσινίκου είχε καταδικάσει σε πρόστιμο, χωρίς όμως επαρκείς αποδείξεις, δυο Βαλτενιτσιώτες με την κατηγορία ότι είχαν κλέψει μια ποσότητα σιτάρι ή αλεύρι. Οι άνθρωποι έκαμαν έφεση στο αναθεωρητικό με τον ισχυρισμό ότι ήταν αθώοι. Άλλοι – είπαν – ήταν οι πραγματικοί δράστες και τους ξέρει το χωριό, αλλά δεν τους μαρτυράει.
Ο πρόεδρος πείστηκε για την αθωότητά τους και πρότεινε την απαλλαγή τους. Ο Βαλτεσινιώτης λαϊκός επίτροπος αντιτάχτηκε έντονα και στην αγόρευσή του διερωτήθηκε ποιος θα πληρώσει τη ζημιά, αφού θ’ απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι;
- Αυτό είναι εύκολο, λέει ο πρόεδρος και βγάζει αμέσως την απόφαση: Επειδή το χωριό ξέρει του πραγματικούς κλέφτες και δεν τους μαρτυράει, υποχρεώνω το κάθε βαλτεσινιώτικο σπίτι να δώσει αν αυγό ή την αξία του. Τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν φτάνουν για την κάλυψη της ζημιάς. Μπράβο του Χρήστου!
Από την άλλη τώρα υπήρχε και η κωμική πλευρά της «δικαιοσύνης». Στα χρόνια εκείνα είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό ο δικηγόρος Χρήστος Παπαντωνίου. Ένας ακόμα από τους παράγοντες που με το παραμικρό συμβούλευε μηνύσεις, για να βρίσκει δουλειά. Ο Χρήστος εξοικειώθηκε με το χωριό και ζούσε απλά, όπως όλοι, κλέβοντας κι αυτός καμιά κότα στη διάρκεια της κατοχής.
Θες από την πολλή του φτώχεια, θες από κάποια εσωτερική παρόρμηση να διασκεδάζει την ανία και την πλήξη του, σοφιζότανε πού και πού καμιά φάρσα, σαν τη διεξαγωγή π.χ. μυστικής ψηφοφορίας για την ανάδειξη του μεγαλύτερου ψεύτη του χωριού (βλ. περίπτωση Τουρλόπανου στο κεφ. «Ιστορίες, Ανέκδοτα και Καλαμπούρια»).
Στην κατοχή ερχότανε συχνά στο χωριό από την Ποδογορά ο Βασίλης Παναγούλιας, γαμπρός του Φουσέκα. Πρόθυμοι, όπως σ’ όλη τους τη ζωή, και περιποιητικοί οι πατριώτες προσφέρονταν κάθε φορά και τον κέρναγαν. Εκείνος, αντί να παίρνει πιοτό, καφέ κλπ., όπως συνηθίζεται, ζήταγε πάντα καραμέλες, τις έβανε στην τσιέπη και τις πήγαινε για τα παιδιά του. Δεν είπε ν’ αντικεράσει ποτέ.
Ο Χρήστος, που παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα, πείσμωσε. Κι έβγαλε μόνος του διαταγή που απαγόρευε στο εξής το κέρασμα του Βασίλη. Ταυτόχρονα προειδοποιούσε τους τυχόν παραβάτες πως θα εισάγονταν «δι’ απευθείας κλήσεως» για δίκη στο αυτόφωρο. Όσοι χωριανοί συχνάζανε στην αγορά, πληροφορηθήκανε την απαγόρευση και χωρίς αντίρρηση συμμορφωθήκανε. Δεν τον κέρναγε πια κανείς τον Βασίλη.
Αλλά μια μέρα έτυχε να ‘ναι στο μαγαζί ο συγγενής του από συμπεθεριό Ντίνος Κούγιας. Αυτός, λείποντας όλη τη βδομάδα από το χωριό, γιατί φύλαγε τα πράγματα, δεν είχε λάβει γνώση της διαταγής και κέρασε το Βασίλη. Δεν πρόφτασε να σηκωθεί από την καρέκλα του, καταφτάνει ο Νίκος Μπρης, κλητήρας του προέδρου, και του εγχειρίζει ένα φάκελο. Περίεργος ο Ντίνος ανοίγει το φάκελο και διαβάζει:
Κύριος Κωνσταντίνον Πολυχρονόπουλον, ενταύθα.
Κλητήριον Θέσπισμα
Καλείσθε, όπως εμφανισθείτε αυθωρεί εις το αυτόφωρον μονομελές δικαστήριον, ίνα δικασθείτε ως υπαίτιος παραβάσεως απαγορευτικής διαταγής.
Ο Πρόεδρος
Χρήστος Παπαντωνίου
Ο Ντίνος κατάλαβε το αστείο, κι όπως το αρέσανε και του ίδιου τα καλαμπούρια, τέθηκε αμέσως στη διάθεση του κλητήρα και οδηγήθηκε ενώπιον του προέδρου. Στο μεταξύ γύρω από τον πρόεδρο είχα μαζευτεί όλη η αγορά και το γλένταγε.
Μετά τα τυπικά, αναγνώριση ταυτότητας, ηλικία, επάγγελμα, ο πρόεδρος απευθύνει την ερώτηση:
- Είναι αληθές, κατηγορούμενε, ότι κέρασες το Βασίλη Παναγούλια;
- Αλήθεια είναι, κύριε πρόεδρε, αποκρίνεται με μισοκακόμοιρο ύφος ο Ντίνος. Αλλά, γιατί; Δεν είχα δικαίωμα ναν τον κεράσω;
- Όχι, δεν είχες δικαίωμα. Διότι είχα εκδώσει απαγορευτική διαταγή, την οποία παρέβης.
- Συγγνώμη, κύριε πρόεδρε, δεν έλαβε όμως γνώση της διαταγής. Όλη τη βδομάδα, ξέρεις, ήμουν τσιοπάνης κι έλειπα από το χωριό.
- Τίποτα, τίποτα, δεν δικαιολογείσαι. Κρίνεσαι ένοχος;
- Ένοχος;
- Ναι, ένοχος. Καταδικάζεσαι λίαν επιεικώς να κεράσεις όλους όσους βρίσκονται δω και παρακολουθούν τη δίκη.
- Να τους κεράσω, κύριε πρόεδρε. Κι άλλοτε δεν το ματακάνω.
Πλήρωσε λοιπόν κάμποσα ο Ντίνος, για να κεραστούν όλοι όσοι ήταν παρόντες στη δίκη. Κι αποπάνω έμεινε κι ευχαριστημένος, γιατί η τιμωρία του ήταν λίαν επιεικής.
Σε παρόμοια ποινή καταδικαστήκαμε πολύ αργότερα (1966) από το Νικολή τον Μπρη και τον Τζιμπάκο εγώ κι ο αδερφός μου Βαγγέλης. Επειδή «μη έχοντες υπόψη παρόμοια απαγορευτική διαταγή διαρκούς ισχύος» φιλέψαμε από μια κούτα τσιγάρα τον Τέλη Βυζιώτη και τον Κόλλια.
Η ποινή ήταν να δώσουμε μια κούτα τσιγάρα σ’ όλους του πιο σοβαρούς καπνιστές του χωριού. Ο Βαγγέλης το διασκέδασε κι έδωσε γελώντας 500 ή 600 δραχμές για την εξόφληση του προστίμου. Εγώ, για ν’ αποδείξω πως ήμουνα γνήσιος Γλανιτσιώτης, υπόβαλα ένσταση με το δικολαβίστικο αιτιολογικό ότι δε με πιάνουν έμενα οι νόμοι της Γλανιτσιάς, επειδή από πάρα πολλά χρόνια είχα μεταφέρει τα πολιτικά δικαιώματά μου στη Νίκαια.
Οι δικαστές συσκέφτηκαν ιδιαίτερα, έκριναν πως είχα δίκιο κι έκαναν δεχτή την ένστασή μου. Ικανοποιημένος τότε, γιατί κέρδισα τη δίκη, κέρασα όλους όσους ήτανε στο μαγαζί από ούζο, καφέ μέχρι αναψυκτικά. Φυσικά κι από ένα μπακέτο τσιγάρα στον καθένα αποπάνω.
ο μονος ικανος για προεδρος τοπικου δικαστηριου τωρα ...... Ο ΣΟΛΩΝΑΣ gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Γερολυκε,
ΑπάντησηΔιαγραφήποιος ειναι βρε παιδια ο Σωλονας?Θα τον εχω δει σιγουρα στο χωριο,αλλα δεν μου ερχεται ποιος μπορει να ειναι.
Δημητρης Χ (εγγονος Τσιριμογιαννη)
ρεεεε!!!!βρεθηκε ανθρωπος που δεν ξερει τον σολωνα .εχει πιθανοτητα σωτηριας η χωρα!!!!gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήδημητρη ...ο ανθρωπος αυτος δεν περιγραφεται, η τον ξερεις η δεν τον ξερεις ΤΕΛΟς Gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήμενει μονιμα στο χωριο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημητρης Χ (εγγονος Τσιριμογιαννη)
οποιος σου πει οτι ξερει που μενει ο σολωνας σου λεει ψεματα....αφου ουτε ο ιδιος ξερει!!τον βλεπεις τριπολη και πας χωριο και σε κερναει καφε!!!!!!!gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπερα σε οποιον ακουει..gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπερα Γερολυκε.Που ειναι ουλοι τους?
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεχασανε το μπλοκι μας?
Δημητρης Χ (εγγονος Τσιριμογιαννη)