Οι Γλανιτσιώτες δε το συχώρεσαν. Και καταφύγανε στο δικαστήριο να λάβει προσωρινά μέτρα. Το δικαστήριο συνεδρίασε στου Ζαντανάστου τα’ αλώνι στην Κουκούλα . Γύρω από το ειρηνοδίκη, τους δικολάβους και τους κλητευμένους μάρτυρες είχανε συγκεντρωθεί οι κάτοικοι και των δύο χωριών. Γιατί η υπόθεση παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Για τη Γλανιτσιά μάλιστα ζωτικό, ζωτικότατο. Αν το δικαστήριο με την απόφασή του ευνοούσε την Κερπινή, η Γλανιτσιά ήταν χαμένη. Η περιοχή της θα περιοριζότανε πολύ και τα κερπινιώτικα βοσκόπουλα θα φτάνανε ως τις αυλές του χωριού.
Την ώρα που είχε ανάψει για καλά ο καβγάς με τις «εκατέρωθεν αντεγκλήσεις» - που λένε οι νομικοί – αποκάτω από τους Λώλη φάνηκε να διαβαίνει, αδιάφορος τάχα για τα όσα συμβαίνανε κει, ένας καβαλάρης. Ήταν ο Κωστάντιος απάνω στο ψηλό κάτασπρο άλογό τους, φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοαλλαγμένος, μ’ ένα πλουμιστό απλάδι στο σαμάρι, σωστός άρχοντας!
Βλέπει τον άρχοντα ο ειρηνοδίκης, εντυπωσιάζεται από την άψογη εμφάνισή του και στέλνει έναν αγροφύλακα να του μιλήσει να πάει εκεί.
Πηγαίνει ο γέρος. Υποβάλλει σεμνά και ταπεινά τα σέβη του. Και καρτερεί ν’ ακούσει. Δε βιάζεται. Ούτε ρωτάει. Ο ειρηνοδίκης τον παρακαλεί, αν δεν έχει αντίρρηση, να τον βοηθήσει να μάθει την αλήθεια.
Ο γέρος άλλο που δεν ήθελε. Το κόλπο του είχε πιάσει. Η χρυσή ευκαιρία του δόθηκε. Δήλωσε πρώτα-πρώτα πως συμπαθεί τους Κερπινιώτες μια και έχει παντρευτεί Κερπινιώτισσα. Και μια κι έχει πολλούς συγγενείς από την Κερπινή. Είδε πως ο ειρηνοδίκης τον άκουγε με προσοχή. Αρχίζει τότε με το πολύ κατεργαρίστικο και πειστικό του ύφος ν’ αναπτύσσει το απόλυτο δίκιο της Γλανιτσιάς…
- Να την η Γλανιτσιά, του λέει σε κάποια στιγμή, μπροστά στα πόδια μας. Η Κερπινή ούτε φαίνεται ολότελα…
Μ’ αυτά τα λόγια έφερε τελικά τον ειρηνοδίκη στα νερά του. Η απόφαση βγήκε υπέρ της Γλανιτσιάς. Και σώθηκε.
Σε κάποια δίκη ο Τσιριμοκώστας κατέβαζε χωρίς ντροπή και στράτα το ‘να ψέμα απάνω στ’ άλλο. Ήταν ολοφάνερη η θέλησή τους να γείρει η πλάστιγγα της δικαιοσύνης υπέρ του ανθρώπου που υπερασπιζόταν. Δεν κρατήθηκε πια ο δικαστής και τον παρατήρησε αυστηρά:
- Ρε συ, Πολυχρονόπουλε, δε σταματάς λίγο τα ψέματα;
- Κύριε δικαστή μου, απαντάει μελιστάλαχτα ο πανέξυπνος Τσιρίμης, εσύ είσαι υποχρεωμένος να δικάσεις μ’ αυτά που σου λέω εγώ. Κι αν είναι ψέματα, εμένα θα με κρίνει εκείνος που είναι ψηλά.
Κι έδειξε την εικόνα του Χριστού.
Η μηνυσεογραφία και οι καταγγελίες έφτασαν στο αποκορύφωμα μετά τις κοινοτικές εκλογές του 1928 ή 1929 – δε θυμάμαι ακριβώς. Τότε παρατηρήθηκε μια χωρίς προηγούμενο σύγκρουση κι όξυνση των παθών ανάμεσα στους αντίπαλους κομματάρχες Παπακώτσιο και Παπαντώνη και στους ψηφοφόρους τους. Κερδισμένοι βγήκαν οι Παπαντωναιικοί. Και πρόεδρος της Κοινότητας το 1929-1930 εκλέχτηκε ο Κατσαφάνας.
Κατά μια όχι ανεξήγητη σύμπτωση, με το μέρος των νικητών βρέθηκαν οι κυριότεροι μηνυσεογράφοι της εποχής: Γιωργής Καπέτας, Μπαρουνοκώστας και Καγιάς . Αν πεις για τις αιτίες, που προκαλούσανε τις μηνύσεις, σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανύπαρχτες ή έπεφταν για το τίποτα. Μερικές μηνύσεις μάλιστα ήταν προκατασκευασμένες.
ΜΗ ΜΑΣ ΞΑΝΑΠΙΑΣΟΥΝΕ ΑΥΤΑ....φτου..φτου..φτου.ΚΟΛΟΝΑΚΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήκολονακιωτη....ετοιμοι ειμαστε για μαρσ!!!gerolykos
ΑπάντησηΔιαγραφήο παπους μου οτσιριμης κοροιδευε τον εναν και τον αλλον με τη φραση " παλιο μηνυογραφε" και ηταν πρωτος σε αυτά
ΑπάντησηΔιαγραφή