Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ο Ζαντανάστος (1886-1953)

Από το βιβλίο του Θ. Γιαννόπουλου
Νταρζάνος Ανάστος του Γιωργάκη. Πολύ κοντός στο ανάστημα, γεματούτσικος, γερός και ζωντανός τύπος στη μικρή κοινωνία του χωριού, ιδιαίτερα μετά την επάνοδο του από την Αμερική. Οι Γλανιτσιώτες τον είχανε κατατάξει ανάμεσα στους τρεις μεγαλύτερους ψεύτες του χωριού. Οι άλλοι δυο ήταν ο Τουρλόπανος κι ο Κατσιαλεποτρύφωνας. Ο Θανασάκος τότε ήταν ακόμα εκκολαπτόμενος και δεν είχε την αναγνώριση που έχει τώρα. Γι’ αυτό μην απορείς, συμπολίτη, που δε μνημονεύεται κι εδώ. Τον συνάντησες ήδη αλλού. Η αλήθεια είναι πως τα ‘λεγε ο Ανάστος μας τα ψεματάκια του, ίσως όχι τόσο πολλά όσο οι άλλοι δύο, πιο πολύ όμως απίθανα, που μερικά κάποτε φτάνανε στα όρια της τερατολογίας. Όχι ψεματάκια, αλλά ψεματάρες!
Προπολεμικά στο βράχο της Καβούλιας φώλιαζε για πολλά χρόνια ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί. Μπορεί να ήταν αϊτός ή εξαιρετικά μεγάλο γεράκι. Το πουλί αυτό, όταν άρχισε ο πόλεμος του 1940-41, εξαφανίστηκε από την περιοχή κι ύστερ’ από αρκετό χρονικό διάστημα ξαναπαρουσιάστηκε. Μια μέρα, όπως βρισκότανε ψηλά στον ουρανό, ξαφνικά έπεσε σαν βολίδα στο έδαφος και σκοτώθηκε.
Ο Ζαντανάστος τώρα διατεινόταν πως από το χωράφι του στο Φτεριά είδε το πουλί την ώρα που ‘πεφτε. Πήγε κοντά και βλέπει την κοιλιά του ασυνήθιστα φουσκωμένη. Την ανοίγει και βρίσκει μέσα ένα στρατιωτικό χιτώνιο! και μια ξιφολόγχη! Έδινε λοιπόν την εξήγηση πως το πουλί είχε πέσει από το πολύ βάρος.
- Κόφτο, ρε αρχιψεύταρε, του φωνάζουν ομαδικά όσοι τον άκουσαν.
- Γιατί ναν το κόψω, ρε(ς); αντεπιτίθεται ο Ανάστος. Δεν πάτε στη Γλόγοβα(ς) να ιδείτε(ς) που με την ξιφολόγχη εκείνη σφάζουν ακόμα τα γουρούνια τους;

Μια φορά, έλεγε κάποια άλλη μέρα στην αγορά, είχε ιδεί κάτω στο ποτάμι έναν κάβουρα που ‘ειχε πιάσει με τις ζιαγκούνες του ένα λαγό από τ’ αυτί.
- Ποπό, ψεματάρα! τον διακόπτει στη στιγμή ο Ζάρος και σηκώνει ψηλά τα χέρια σε ανάταση σχηματίζοντας το κεφαλαίο γράμμα Ψ.
- Γιατί, Αντώνη, ψεματάρα(ς); του αντιτείνει ο Ζαντανάστος. Αν θες, να πας και να ρωτήσεις το Δεληγιάννη από την Κιάρνη(ς) που ‘ητανε μπροστά(ς).
- Έφυγα κιόλας! λέει ο πεισματάρης Ζάρος. Και σηκώθηκε από την καρέκλα του αποφασισμένος να πάει στην Κιάρνη, κοντά τέσσερις ώρες δρόμο πήγαινε-έλα.
- Δεν έναι, ρε(ς), αυτός που ζει, αντιδρά άμεσα ο Ζαντανάστος. Έναι ο άλλος που έναι(ς) πεθαμένος…
Αλλά το μοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ζαντανάστου δεν ήτανε το ψέμα. Πάνω απ’ όλα ο μακαρίτης ήτανε πολύ νευρικός, πολύ πεισματάρης και πολύ σκληρός. Τι θα πει φόβος δεν το ‘ξερε. Από τα πολλά νεύρα του δεν αισθάνθηκε το μέγεθος της αποκοτιάς του και μια μέρα χίμηξε καταπάνω στον Παπακώτσιο να του ξεριζώσει τα γένια, επειδή σαν δάσκαλος στο σκολειό είχε βαρέσει πραγματικά άσχημα το γιο του Γιωργάκη. Σε ποιον; Στον Παπακώτσιο, στην αυθεντία, που την έτρεμαν μικροί και μεγάλοι!

Μια μέρα στην αγορά συζητούσανε μερικοί για τα νεύρα του Ανάστου. Απάνω στην κουβέντα να σου κι εκείνος ξαναφαίνει από το σπίτι του Βλάση με τη ρεμπουμπλικίτσα του στο κεφάλι – το μόνο ενθύμιο της Αμερικής – και με την αχώριστη μαγκούρα – σωστό λουμάκι – στο χέρι.
Ένα πειραχτήρι, για να τον κάνει να νευριάσει και να γελάσουν, άρχισε να του μπαίνει πολύ προκλητικά. Σηκώνει τη μαγκούρα ο Ανάστος και προχωρεί καταπάνω του.
Το πειραχτήρι κέρωσε! Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Και, για να προλάβει το κακό, του ζητάει ταπεινά συγγνώμη και του εξηγεί πως ένα αστείο μοναχά θέλησε να κάμει, για να γελάσουν.
- Τι θα ειπεί αστείο(ς) κι αστείο(ς) ρε(ς); του παρατήρησε με οργή. Και συνέχισε: Ξέρεις ποιο έναι αστείο(ς); Άμα γελάνε και οι δύο(ς). Άμα όμως γελάς εσύ(ς) κι εγώ νευριάζω(ς), δεν έναι αστείο(ς). Για τελευταία βολά(ς) τις γλιτώνεις. Κατάλαβες;
Αν δεν κατάλαβε, λες; Ας τολμούσε να το ξανακάνει.

Κάποτε άλλοτε πάλι, παραμονές Χριστουγέννων, ενώ ήτανε στο Φτεριά κι είχε κόψει ένα ξύλο, για να φτιάξει αλετροπόδα, πέρασαν από κει δυο Στρεζοβινοί της Δασικής Σχολής της Βυτίνας, που πηγαίνανε στο χωριό τους. Είπανε στον Ανάστο ποιοι ήτανε και τι ήτανε. Ο ένας άρχισε με τρόπο να του κάνει κήρυγμα ότι δεν έπρεπε να χαλάσει το δέντρο και σιγά-σιγά τον πλησίαζε ποιος ξέρει τι να του κάμει. Τον πήρε είδηση ο Ανάστος κι όπως κρατούσε το τσεκούρι στα χέρια, του λέει απειλητικά:
- Ρε παιδάκι μου(ς), δε θέλεις να κάνεις Χριστούγεννα στο σπίτι σου(ς);
Οι Στρεζοβινοί δε χρειαστήκανε περισσότερα, για να καταλάβουν τις προθέσεις του Ανάστου. Πισωπατήσανε και πάνω στην ευχή του Θεού.

Κι ένα ακόμα πιο ωραίο: Μια κονταυγή, στη διάρκεια του εμφύλιου, ο ανταρτοφάγος Ζούλας!, τηρητής της ησυχίας και της τάξης στο χωριό, βγήκε περιπολία στις γειτονιές για να… ελέγξει την κατάσταση. Εκεί που διάβαινε από τα Νταρζαναίικα, τον βάβιξε ένα ζαγαράκι του Ζαντανάστου. Τραβάει το μπιστόλι και το σκοτώνει.
Σαν φώτισε καλά η μέρα, ο Ζαντανάστος παίρνει τη μαγκούρα, βγαίνει στην Παναγιά, βλέπει το Ζούλα ν’ αντιπατάει και του φωνάζει:
- Και το σκυλάκι κομμουνιστής ήτανε, Γιωργάκο(ς); Στο μεταξύ πήγε κοντά και τον γυρόφερνε να τον καταχεριάσει με τη μαγκούρα, μα δεν του δόθηκε τράτος. Μπήκαν οι άλλοι στη μέση.
Κι όμως. Στις κοινωνικές του σχέσεις ο ήρωάς μας ήταν φιλήσυχος και συνεργάσιμος με τους γειτόνους, τους συναυλακαιραίους, τους χωριανούς. Δε δημιουργούσε, μα ούτε και του δημιουργούσαν προβλήματα. Προβλήματα και μπελάδες του δημιουργούσανε συνέχεια τα θηλυκά του σπιτιού του: η γυναίκα του Γιωργουλίτσα, η τσιούπα του Γκόλφω κι η γαϊδούρα του.

Τον καιρό που ο Γιωργάκης φοιτούσε στο γυμνάσιο στα Λαγκάδια, ο πατέρας του – που έτρεφε παθολογική αδυναμία στο μοναχογιό – έστελνε συχνά την Γκόλφω εκεί να του πηγαίνει ψωμί, καμιά χυλοπίτα, τραχανό, φασόλι, ό,τι είχανε, τέλος πάντων, αλλά και να πουλάει κανά ξύλο, βορβούς στον καιρό τους ή και λίγο γάλα από τις μαρτίνες, για να του αφήσει και το απαραίτητο χαρτζιλίκι.
Μια Κυριακή, μια-δυο ώρες νύχτα ακόμα, σηκώνονται μάνα και κόρη να ετοιμάσουν ό,τι θα ‘παιρνε η κόρη για τα Λαγκάδια. Κατεβάζουν την τέσα με το γάλα, το βλέπουν κορφιασμένο. Βουτάει η κόρη το δάχτυλο στην κορφή, το βάζει στο στόμα της και της φάνηκε ξινό. Βουτάει κι η μάνα το δικό της δάχτυλο, πιάνει κορφή, τη βάζει στο στόμα και της φάνηκε γλυκό. Ξανά το δάχτυλο στην κορφή και στο στόμα η κόρη κι επιμένει.
- Όχι, ρε μάνα. Ξινό έν’ το γάλα, σου λέω.
Άλλη δοκιμή η μάνα.
- Όχι, παιδάκι μου, γλυκό είναι, επιμένει κι εκείνη.
Ξινό η κόρη, γλυκό η μάνα, από τη μια φάγανε όλη την κορφή κι έμεινε το γάλα άχρηστο πια για πούλημα, από την άλλη ξυπνήσανε το Ζαντανάστο, που τις παρακολουθούσε από το στρώμα και με κόπο συγκρατούσε τα νεύρα του. Τελικά δεν άντεξε. Πετιέται απάνω, αρπάζει την τέσα και λέγοντας «ξινό(ς) η μία(ς), γλυκό(ς) η άλλη(ς), ξινό(ς), γλυκό(ς), ξινό(ς), γλυκό(ς)», έχυσε το γάλα στο σταχτοφούρνι.

Εξάλλου, μάνα και κόρη, σύμφωνες και οι δυο, δε μένανε ποτέ ευχαριστημένες μ’ ό,τι έλεγε και προπαντός έκανε ο κύρης τους. Κι όλο τον ελέγχανε. Μια φορά, που σπέρνανε στην Κουκούλα, τον μαλώνανε κι οι δυο πως δεν έριχνε κανονικά το σπόρο. τον έριχνε αριά. Το ‘ειπανε μια, το ‘ειπανε δυο και τρεις και πέντε, πεισμώνει ο Ανάστος, αδειάζει όλο το δισάκι σωρό σ’ ένα μέρος και τους λέει:
- Σας αρέσει(ς) τώρα(ς); Έν’ καλά έτσι(ς); Άμα θέλτε(ς), άντεστε να φέρτε άλλο σπόρο(ς). Και θαν τον φέρτε ζαλιά(ς), όχι με τη γαϊδούρα(ς).

Η γαϊδούρα του, λίγο γκαβή από το ‘να μάτι και ιδιότροπη, άμα περπάταγε στο δρόμο, δεν πήγαινε ποτέ στη μέση. Διάλεγε όλο την άκρη. Μια μέρα την είχε φορτώσει με δυο βαρέλια νερό και τα ‘φερνε από τη Λιάσκοβα στο χωριό. Χάμου στη Σκάλα η γαϊδούρα, κατά το συνήθειό της, έπιασε την άκρη-άκρη και κινδύνευε να πέσει στον γκρεμό. Προσπάθησε, προσπάθησε ο καημένος ο Ανάστος να την τραβήξει προς τα μέσα, δεν μπόρεσε. Η γαϊδούρα, σαν να πεισμάτωνε επίτηδες για να τον σκάει, τσούκλωνε τ’ αυτιά και πήγαινε μπίτι κατάνακρα στον γκρεμό. Σε μια μικρή μάλιστα κόντεψε να ρίξει τον ίδιο κάτω. Χάνει την υπομονή του ο άνθρωπος, φουρκίζεται, της δίνει μια σπρωξιά από το πλάι και την γκρεμίζει μαζί με τα βαρέλια και τα ούλα της, λέγοντας:
- Εκεί που θα με γκρεμίσεις εσύ(ς), θα σε γκρεμίσω εγώ(ς).
Και συνέχισε το δρόμο του για το χωριό σα να μην είχε συμβεί τίποτα.

2 σχόλια :

  1. αρης τσιριμοπανου21/3/11 20:26

    το θεμα για το γαλα εχει μινει παροιμια στο χωριο
    μετα το αδειασμα της καρδαρας αναφωνισε ο ζανταναστος
    " να(ς) ξυνο(ς) να(ς)γλυκος"
    αρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος22/3/11 10:02

    αββαδαιος..........????????????????gerolykos

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.